Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μονή Περιβλέπτου

Συγγραφή : Ball Amanda (26/5/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη (25/9/2008)

Για παραπομπή: Ball Amanda, «Μονή Περιβλέπτου», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12327>

Peribleptos Monastery (11/2/2009 v.1) Μονή Περιβλέπτου (11/2/2012 v.1) 
 

1. Το ιστορικό υπόβαθρο

Η μονή που ήταν αφιερωμένη στη Θεοτόκο Περίβλεπτο βρισκόταν στην περιοχή της Ψαμαθίας κοντά στην ακτή του Μαρμαρά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Το μοναστήρι και η εκκλησία του έγιναν με χορηγία του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1028-1034) ο οποίος, μεταξύ του 1030 και του 1034, ανήγειρε μια εκκλησία εκεί, φιλοδοξώντας να συνδέσει το όνομά του με ένα οικοδόμημα αντάξιο εκείνων του Ιουστινιανού Α΄. Μετά το θάνατό του τάφηκε στο καθίδρυμά του. Λίγα χρόνια μετά, ένας άλλος αυτοκρατορικός ευεργέτης, ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1078-1081), τάφηκε επίσης στην εκκλησία.1

Στα χρόνια της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, πιθανώς περί το 1206, η μονή Περιβλέπτου παραχωρήθηκε σε Λατίνους μοναχούς. Επιστράφηκε στους Έλληνες μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261-1282), ο οποίος ανακαίνισε το ναό.2 Έκτοτε, η εκκλησία φαίνεται ότι είχε αποκτήσει κάποια ακτινοβολία κατά την Παλαιολόγεια περίοδο και η αυτοκρατορική αυλή την επισκεπτόταν την ημέρα της γιορτής της Υπαπαντής του Χριστού. Ήταν επίσης γνωστή για τα λείψανα των αγίων που βρίσκονταν σε αυτήν, όπως το χέρι του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και η κάρα του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού.3 Δύο ανάγλυφες εικόνες του ύστερου 12ου αιώνα με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και τη Δεόμενη Θεοτόκο από το μοναστήρι της Περιβλέπτου σώζονται και βρίσκονται σήμερα στο Museum für Spätantike und Byzantinische Kunst στο Βερολίνο.4

Σύντομα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το μοναστήρι παραχωρήθηκε στους Αρμένιους ως έδρα του Πατριαρχείου τους, πιθανόν κατά την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο, ήδη από το 1458. Η εκκλησία αφιερώθηκε τότε στον άγιο Γεώργιο (Surp Kevork) και παρέμεινε ο αρμενικός πατριαρχικός ναός μέχρι το 1643-1644. Σύμφωνα με μια υπόθεση, η εκκλησία είχε ήδη ερειπωθεί μέχρι τότε, αλλά υπέστη καταστροφές από φωτιά επίσης το 1782 και ξανά το 1872. Η σύγχρονη αρμενική εκκλησία του Surp Kevork, η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο, χτίστηκε πάνω στα ερείπια του βυζαντινού ναού. Σήμερα είναι γνωστή ως Sulu Manastır, που σημαίνει «το μοναστήρι με τα νερά», χάρη στο αγίασμα στην αυλή της εκκλησίας.5

2. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα

Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η εκκλησία ήταν γνωστή μόνο από την περιγραφή του Ruy Gonzalez de Clavijo, απεσταλμένου του Ερρίκου Γ΄ της Καστίλλης στον Ταμερλάνο, που πέρασε από την Κωνσταντινούπολη το 1403. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η βυζαντινή εκκλησία είχε καταστραφεί πλήρως από πυρκαγιές μέχρι τον 20ό αιώνα, αν και ήδη το 1924 είχαν εντοπιστεί τα θεμέλια του βυζαντινού οικοδομήματος κάτω από την αρμενική εκκλησία. Τη δεκαετία του 1940 φωτογραφήθηκαν τα βυζαντινά θεμέλια, οπτόπλινθοι και λίθοι, στα νότια της σύγχρονης εκκλησίας, αλλά η δημοσίευση πραγματοποιήθηκε μόλις τη δεκαετία του 1990. Οικοδομικές εργασίες κοντά στο Sulu Manastır αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά υπολείμματα τα οποία σχετίζονται με τη βυζαντινή εκκλησία, αλλά δεν είχαν καταγραφεί με συστηματικό τρόπο.6 Πάντως οι ομοιότητες ανάμεσα στην τοιχοποιία της θεμελίωσης με εκείνην του Πύργου B19 των τειχών της πόλης, που χτίστηκε από το Ρωμανό Γ΄, επέτρεψαν την ταύτιση της θεμελίωσης με εκείνην της βυζαντινής εκκλησίας.7

Το 1998, αρχαιολογική έρευνα με την εποπτεία του Istanbul Rescue Archaeological Survey, υπό τη διεύθυνση του Ken Dark και του Ferudun Özgümüş, κόμισε περισσότερες πληροφορίες για τη βυζαντινή υποδομή, που είχε αποκαλυφθεί άλλη μια φορά εξαιτίας οικοδομικών εργασιών μέσα και δίπλα στο Surp Kevork. Το κύριο κομμάτι της υποδομής βρίσκεται περί τα 6,5 μέτρα ψηλότερα από το σύγχρονο οδόστρωμα και φαίνεται να είναι η ίδια με αυτή στις φωτογραφίες της δεκαετίας του 1940. Η τοιχοποιία συνδυάζει κόκκινους οπτόπλινθους και αργούς λίθους. Η νότια πρόσοψη έχει τέσσερις ψηλές, τοξωτές κόγχες, ενώ υπάρχει άλλη μία τοξωτή κόγχη σε έναν τοίχο ακριβώς στα δυτικά, που συνεχίζεται μέχρι το σημείο όπου τα σύγχρονα κτήρια διακόπτουν το οπτικό πεδίο. Το εξωτερικό μπορεί να συγκριθεί με το ναό του Μυρελαίου, που χτίστηκε το 920, ενώ η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου είναι χαρακτηριστική της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Στο εσωτερικό διακρίνονται τέσσερις, ίσως και πέντε ανατολικές αψίδες συνδεόμενες μεταξύ τους με ένα σύστημα που ο Dark περιγράφει ως «σήραγγες». Η διαρρύθμιση στο σύνολό της θυμίζει σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό και μας επιτρέπει να εικάσουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι ο χώρος χρησιμοποιούνταν για την τέλεση Λειτουργιών. Η υποδομή αυτή σχετίστηκε άλλη μια φορά με το βυζαντινό ναό της μονής Περιβλέπτου, ενώ για πρώτη φορά η αποκατάσταση της εκκλησίας βασίστηκε σε απτά αρχαιολογικά στοιχεία.8

3. Αποκατάσταση του ναού της Περιβλέπτου

Ο Dark χρησιμοποίησε τις γραπτές αναφορές της έρευνας του 1998, ώστε να προτείνει μια υποθετική αποκατάσταση του ναού και της μονής της Περιβλέπτου. Σύμφωνα με την άποψή του, ο ναός ήταν είτε εγγεγραμμένος σταυροειδής (θα έμοιαζε στα αθωνικά μεσοβυζαντικά και υστεροβυζαντινά καθολικά) είτε τρουλαία σταυρική βασιλική, με τον τρούλο να δεσπόζει πάνω από τον κεντρικό σταυρό και να στηρίζεται σε στύλους από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο (ίασπης, σύμφωνα με τον Clavijo). Την περιγραφή του Clavijo υποστηρίζουν και οι δύο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο ναός πρέπει να διέθετε και ένα περίστωο που θα περιέβαλλε τη βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του και το οποίο, κατά τον Dark, θα εξηγούσε ορισμένα σημεία της περιγραφής του Clavijo. Εξάλλου, τέτοια περίστωα ήταν κοινό στοιχείο στην υστεροβυζαντινή ναοδομία και μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στη φάση της αναστήλωσης του Μιχαήλ Η΄. Η εκκλησία πιθανώς διέθετε τρεις αψίδες, σύμφωνα με το σύνηθες βυζαντινό σχήμα, αλλά εφόσον ο Clavijo κάνει λόγο για «πέντε βωμούς», ο Dark προτείνει την ύπαρξη δύο εσωτερικών αψίδων (κόγχες στο πάχος των τοίχων) στο ανατολικό άκρο των πλευρικών τμημάτων του περιστώου. Υπήρχε ένα ευρύ αίθριο, που πιθανόν περιείχε το αγίασμα (πιθανότατα στο κέντρο), στα δυτικά του κυρίως ναού. Τόσο η εκκλησία όσο και το αίθριο εδράζονταν σε μια μεγάλη, πλατιά υποδομή με αψιδωτές κόγχες κατά μήκος των πλευρών, ανάλογες με εκείνες της μονής Μυρελαίου.9

Η εκκλησία πρέπει να έφερε πλούσια διακόσμηση. Το δάπεδο ήταν πιθανότατα από μάρμαρο και οι τοίχοι ήταν επίσης διακοσμημένοι με μαρμάρινη επένδυση (ορθομαρμάρωση). Ψηφιδωτά κάλυπταν τον τρούλο και κάποια τμήματα των τοίχων. Ο Clavijo αναφέρει προσωπογραφίες αυτοκρατορικής οικογένειας, πιθανότατα του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, της συζύγου του και του γιου του Κωνσταντίνου. Αναφέρει επίσης παραστάσεις της Θεοτόκου και της ρίζας του Ιεσσαί, ενός θέματος που έγινε αρκετά δημοφιλές στην παλαιολόγεια μνημειακή ζωγραφική.10

Η είσοδος από τον κυρίως ναό ενδεχομένως οδηγούσε σε μία διώροφη τράπεζα στα νοτιοανατολικά.11 Ο άνω όροφος της τράπεζας περιλάμβανε μία αίθουσα γευμάτων, με οροφή επενδεδυμένη με χρυσές ψηφίδες, μία επιμήκη τράπεζα από λευκό μάρμαρο και μαρμάρινα πλευρικά τραπέζια. Η υποδομή χρησίμευε ενδεχομένως ως κρύπτη για την έκθεση και την προσκύνηση εικόνων και ιερών κειμηλίων, καθώς και ως οστεοφυλάκιο για τα οστά των μοναχών. Μια τέτοια χρήση του χώρου δεν ήταν ασυνήθιστη στην Κωνσταντινούπολη, αφού το ίδιο συνέβαινε και στην Αγία Θεοδοσία (Γκιουλ Τζαμί). Ο Ρωμανός Γ΄ ενδεχομένως είχε ταφεί σε ένα ασύμμετρο δωμάτιο στην υποδομή, αλλά αν αυτό ισχύει, η σαρκοφάγος του πρέπει να μεταφέρθηκε αργότερα στον κυρίως ναό μαζί με εκείνην του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη.12

1. Για την ιστορία του μνημείου, βλ. Janin, R., La geographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le Siège de Constantinople et le Patriarchat Oecuménique 3: Les Églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 218-219.

2. Talbot, A.M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 254-255.

3. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (Oxford – New York 1991), σελ. 1.629, βλ. λ. “Peribleptos Monastery”  (A.M. Talbot – A. Cutler).

4. Mathews, T.F., “Icons with the Archangel Michael and the Virgin Orans”, στο Evans, H.C. – Wixom, W.D., The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261 (New York 1997), αρ. 12, σελ. 45-47.

5. Çakmak, A.S. – Freely, J., The Byzantine Monuments of Istanbul (Cambridge – New York 2004), σελ. 193.

6. Dark, K., “The Byzantine church and monastery of St. Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141:2 (Νοέμβριος 1999), σελ. 656-657.

7. Mango, C., “The monastery of St. Mary Peribleptos (Sulu Manastır) at Constantinople revisited”, Revue d’Études Arméniennes 23 (1992), σελ. 474, 489.

8. Dark, K., “The Byzantine church and monastery of St. Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141:2 (Νοέμβριος 1999), σελ. 656-659.

9. Dark, K., “The Byzantine church and monastery of St. Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141:2 (Νοέμβριος 1999), σελ. 660-662.

10. Talbot, A.M., “The restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1992), σελ. 254-255. Βλ. επίσης Mango, C., The Art of the Byzantine Empire 312-1453. Sources and Documents2 (London 1986), σελ. 217-218, κυρίως σημ. 164 και σημ. 168.

11. Dark, K., “The Byzantine church and monastery of St. Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141:2 (Νοέμβριος 1999), σελ. 664. Βλ. επίσης σε παρόμοια διάταξη τη θέση της τράπεζας στη μονή του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα.

12. Dark, K., “The Byzantine church and monastery of St. Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141:2 (Νοέμβριος 1999), σελ. 663-664.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>