1. Εισαγωγή Κατά την περίοδο της επέκτασης του οθωμανικού κράτους, οι σουλτάνοι εφάρμοζαν συστηματικά την πολιτική των εποικισμών με στόχο την επιτυχή ενσωμάτωση των νεοκατακτημένων περιοχών στις κρατικές και κοινωνικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι εποικισμοί αυτοί αφορούσαν αφενός την εγκατάσταση μουσουλμανικού πληθυσμού σε μια νεοκατακτηθείσα περιοχή και αφετέρου την απομάκρυνση και το διασκορπισμό μέρους του εντόπιου πληθυσμού σε άλλες περιοχές – στόχος ήταν η διάσπαση της ενότητας και του συμπαγούς χαρακτήρα του ντόπιου πληθυσμού, που σε μια πρόσφατα κατακτηθείσα περιοχή δε θα ενέπνεε ασφάλεια ως προς τη νομιμοφροσύνη του. Εκτός αυτών, οι μετακινήσεις πληθυσμού αποσκοπούσαν και στην πληθυσμιακή αναζωογόνηση πόλεων ή περιοχών που σε δεδομένη συγκυρία είχαν υποστεί μεγάλη μείωση του πληθυσμού τους. Τέτοια περίπτωση συνιστά και η Κωνσταντινούπολη την επαύριο της τουρκικής κατάκτησης. Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμού (sürgün) είχαν καταναγκαστικό χαρακτήρα, συνοδεύονταν όμως και από διευκολύνσεις, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις ή απόδοση γης, οικήματος κ.λπ. στους μετακινούμενους, ώστε να καταστεί ευκολότερη η εγκατάστασή τους στο νέο τόπο κατοικίας, ή υπήρχε και εθελοντική μετακίνηση. Η πληθυσμιακή ανόρθωση της οθωμανικής πλέον Κωνσταντινούπολης μετά την Άλωση πραγματοποιήθηκε εν πολλοίς μέσα από αυτή την πρακτική του εποικισμού. 2. Το πλαίσιο Η επιδίωξη κατάληψης της βυζαντινής πρωτεύουσας από το Μωάμεθ τον Πορθητή ενείχε σημαντικές συμβολικές και πρακτικές διαστάσεις. Οι ιδέες του σουλτάνου για την πόλη και τη σημασία της είχαν διαμορφωθεί μέσα από ένα συνδυασμό γεωπολιτικών, ιδεολογικών και πολιτισμικών παραμέτρων. Καταρχάς γινόταν αντιληπτή η θέση της Πόλης ως ανεξάρτητου θύλακα στο κεντρικότερο σημείο της οθωμανικής επικράτειας· εκτός των άλλων, η μη κατοχή της εμπόδιζε την άσκηση πλήρους ελέγχου στα Στενά και κατ’ επέκταση την εμπέδωση της οθωμανικής επιρροής στον Εύξεινο Πόντο. Επιπλέον, η Κωνσταντινούπολη είχε σταδιακά αποκτήσει ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα και στην ισλαμική παράδοση, μέσα από την καθιέρωση του θρύλου της παρακαταθήκης του Προφήτη Μωάμεθ προς τους μελλοντικούς ηγέτες του ισλαμικού κόσμου για την κατάληψή της· επίσης, το ενδεχόμενο μουσουλμανικής κατάληψης της Κωνσταντινούπολης είχε συνδεθεί με τελεολογικές και εσχατολογικές προσμονές.1 Τέλος, ο σουλτάνος Μωάμεθ Πορθητής είχε διαποτιστεί και από τις ρωμαιοβυζαντινές ιδέες περί οικουμενικής μοναρχίας και ενστερνιζόταν το συμβολικό ρόλο της Κωνσταντινούπολης σε αυτές. Οι παραπάνω επιρροές καθιστούσαν την κατάληψη της πόλης και τη μεταφορά εκεί της οθωμανικής πρωτεύουσας βασική προτεραιότητα του σουλτάνου. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η κατάληψη της πόλης κατέστησαν επιτακτική την πραγματοποίηση εκτεταμένου εποικισμού. Θέτοντας σε τόσο υψηλή προτεραιότητα την ανάγκη κατάληψης της πόλης, ο σουλτάνος επιθυμούσε να διατηρήσει αυτή τον πληθυσμό της, στοιχείο που θα επέτρεπε την άμεση ένταξή της στον ιστό του οθωμανικού αστικού πλέγματος και θα καθιστούσε ευκολότερη τη μεταφορά εκεί της σουλτανικής έδρας. Αυτή η επιδίωξη του σουλτάνου εξηγεί και τις προτάσεις του προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο για ειρηνική παράδοση της Πόλης, που συνοδεύονταν από γενναιόδωρες παραχωρήσεις, αφού, αν η πόλη καταλαμβανόταν διά της βίας, ο σουλτάνος δε θα μπορούσε να εμποδίσει τον εξανδραποδισμό των κατοίκων από τους στρατιώτες του. Στόχος βέβαια του σουλτάνου δεν ήταν η διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως χριστιανικής πόλης, αλλά και η ανάδειξή της σε ισλαμικό κέντρο, παρά τη σχετικά «κοσμοπολιτική» ιδιοσυγκρασία της, όπως άλλωστε συνέβαινε και με άλλες σημαντικές πόλεις που περιέρχονταν υπό την οθωμανική εξουσία.2 Σε αυτή την περίπτωση θα απαιτούνταν ένας πιο περιορισμένης κλίμακας εποικισμός μουσουλμανικού κυρίως πληθυσμού. Ο τρόπος όμως που εξελίχθηκαν τα γεγονότα τελικά κατέληξε στη βίαιη άλωση της πόλης και στον εξανδραποδισμό των κατοίκων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τους στρατιώτες σε διάφορα μέρη προκειμένου να πωληθούν. Έτσι η ανασυγκρότηση της πόλης, έως ότου αυτή αποκτούσε την πρέπουσα εικόνα της νέας οθωμανικής πρωτεύουσας, θα εξελισσόταν σε μία πολύχρονη υπόθεση και θα απαιτούσε εκτεταμένες μετοικήσεις. 3. Γενικό πλαίσιο του εποικισμού της Κωνσταντινούπολης Αρχής γενομένης από την άλωση του 1204 και καθ’ όλη την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δε διατηρούσε τα πληθυσμιακά μεγέθη του παρελθόντος που την καθιστούσαν μία μοναδική μεγαλούπολη για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού και του μεσογειακού κόσμου. Ο πληθυσμός της μάλιστα γνώριζε συνεχή σταδιακή συρρίκνωση λόγω αποχωρήσεων αλλά και λόγω της επίδρασης των επιδημιών από την εποχή του «μαύρου θανάτου» (1347) και εξής. Ο εκτεταμένος χώρος που καλυπτόταν από τα θεοδοσιανά τείχη ουδέποτε είχε πυκνοκατοικηθεί στο σύνολό του, όμως κατά την τελευταία περίοδο της βυζαντινής ιστορίας η πόλη ήταν τόσο αραιοκατοικημένη, ώστε οι 13 regiones της περισσότερο αποτελούσαν ένα πλέγμα διακριτών οικισμών παρά έναν ενιαίο οικιστικό χώρο. Πάντως, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης παρέμενε συγκριτικά υψηλός για τα δεδομένα της εποχής.3 Αυτή ήταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης από πλευράς πληθυσμιακής ευρωστίας, όταν η βίαιη κατάληψή της την 29η Μαΐου 1453 είχε αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό του συνόλου των κατοίκων και τη μεταφορά των περισσότερων εκτός αυτής. Οι προσπάθειες του σουλτάνου για την αναζωογόνηση της πόλης αλλά και την απόδοση σε αυτήν των χαρακτηριστικών μιας ισλαμικής πρωτεύουσας ξεκίνησαν την επαύριο της Άλωσης και περιλάμβαναν ενέργειες όπως ο διορισμός διοικητή (subaşı) – παραδίδεται ότι αρχικά είχε επιλεγεί ο Λουκάς Νοταράς, αλλά φαίνεται πως ο σουλτάνος αναθεώρησε αμέσως αυτή τη σκέψη του και τοποθέτησε Τούρκο διοικητή, ενώ ο Νοταράς εκτελέστηκε. Άλλες ενέργειες ήταν η εγκατάσταση φρουράς, η μετατροπή του σημαντικότερου ναού, της Αγίας Σοφίας, όπως και πολλών άλλων σε τζαμιά, η ανέγερση ανακτόρων, η έναρξη εποικισμού, αλλά και ο διορισμός Πατριάρχη, του Γενναδίου, που εξαρχής εγκαταστάθηκε στην πόλη, ως θρησκευτικού ηγέτη του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού. Η προσπάθεια για ανασυγκρότηση της πόλης διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα και ο σουλτάνος δε μετέφερε οριστικά την έδρα του εκεί από την Αδριανούπολη παρά μόνο αρκετά χρόνια μετά την Άλωση.4 Σε ό,τι αφορά τους εποικισμούς, που συνιστούν και την κυριότερη όψη της ανασυγκρότησης της πόλης, αυτοί εξελίσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Πορθητή (1451-1481) και προς το τέλος αυτής είχαν αποδώσει θεαματικά αποτελέσματα, αφού η πόλη παρουσίαζε πολύ πιο εύρωστα πληθυσμιακά μεγέθη σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από την Άλωση. Σε απογραφικό κατάστιχο του 1477 καταγράφονται 14.803 νοικοκυριά, που αντιστοιχούν χονδρικά σε πληθυσμό της τάξης των 70.000 με 75.000 κατά προσέγγιση, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μουσουλμάνοι. Αναλυτικά, η κατανομή του πληθυσμού της πόλης το 1477 είχε ως εξής: Εθνοθρησκευτική ομάδα | Αριθμός νοικοκυριών | Μουσουλμάνοι | 8.951 | Ορθόδοξοι χριστιανοί | 3.151 | Εβραίοι | 1.647 | Καφφαίοι (πιθανώς εννοούνται Ιταλοί) | 267 | Αρμένιοι | 372 | Καραμανλήδες ορθόδοξοι και Αρμένιοι | 384 | Τσιγγάνοι | 31 | Σύνολο | 14.8035 | |
Οι μετακινήσεις πληθυσμού προς την Κωνσταντινούπολη συντέλεσαν στο μέγιστο βαθμό στην ιδιαίτερη ένταση που έλαβε το φαινόμενο των αναγκαστικών εποικισμών κατά την περίοδο αυτή, αφού ούτως ή άλλως ανάλογες μετακινήσεις υφίσταντο και στο πλαίσιο της αντίστοιχης αναζωογόνησης άλλων σημαντικών πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη, που επίσης είχε απωλέσει τον πληθυσμό της κατά την άλωση του 1430, ή σε περιπτώσεις πόλεων και περιοχών που πολιτικοί λόγοι επέβαλαν την τροποποίηση της πληθυσμιακής τους σύνθεσης. 4. Επιμέρους περιπτώσεις μετακινήσεων προς την Κωνσταντινούπολη Τα πρώτα μέτρα του Μωάμεθ Πορθητή για την πληθυσμιακή ανασυγκρότηση της Κωνσταντινούπολης ελήφθησαν αμέσως μετά την Άλωση και αφορούσαν την εξαγορά μέρους των αιχμαλώτων από τον ίδιο, οι οποίοι αφέθηκαν να παραμείνουν στην πόλη, ενώ αντίστοιχη προσπάθεια έγινε και για αιχμαλώτους που εξαγοράστηκαν με ίδια μέσα.6 Παράλληλα εκδόθηκε διάταγμα που επέβαλλε τη μεταφορά πληθυσμού, μουσουλμανικού, χριστιανικού και εβραϊκού, από άλλες πόλεις της οθωμανικής επικράτειας.7 Οι πηγές δε δίνουν πληροφορίες για αυτό το πρώτο κύμα μετοίκησης, και επιμέρους όψεις του τεκμαίρονται μάλλον έμμεσα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι εβραϊκοί πληθυσμοί των βαλκανικών πόλεων που βρίσκονταν ήδη υπό την οθωμανική εξουσία. Η μη καταγραφή τους σε φορολογικά κατάστιχα του 15ου αιώνα που αφορούν τις πόλεις αυτές, ορισμένα εκ των οποίων ανήκουν σε πολύ πρώιμες και κοντινές στο χρόνο της Άλωσης χρονολογίες, π.χ. 1455, δείχνει ότι η μετακίνησή τους είχε ήδη συντελεστεί (όπως ο εβραϊκός πληθυσμός των Σερρών ή των Τρικάλων). Η μετέπειτα καταγραφή των εβραϊκών κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης του 16ου αιώνα με αναφορά στον τόπο καταγωγής τους φανερώνει ότι περίπου το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού των Βαλκανίων της Ύστερης Μεσαιωνικής εποχής είχε μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, οι αναφορές των πηγών αφορούν τις περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού από νεοκατακτημένες πόλεις, οπότε συνήθως πρόκειται για χριστιανικό πληθυσμό, αλλά και για μουσουλμάνους (στην περίπτωση του Καραμάν). Σε αυτή την περίπτωση η μετακίνηση εξυπηρετεί το διπλό στόχο αφενός της πληθυσμιακής ενίσχυσης της Κωνσταντινούπολης αφετέρου της επέμβασης στη σύνθεση του πληθυσμού της νεοκατακτηθείσας περιοχής, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής ενσωμάτωσή της στο οθωμανικό κράτος (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Τραπεζούντα, όπου στη θέση των απομακρυσθέντων εγκαθίστανται μουσουλμάνοι από άλλες πόλεις της Ανατολίας). Οι μετακινήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως αστικό πληθυσμό που ασκούσε βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες, ώστε η παρουσία τους να συμβάλει άμεσα στην αναζωογόνηση της οικονομίας της πόλης. Γνωστές περιπτώσεις μετακίνησης πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από νέες κατακτήσεις συνιστούν η Αίνος (1455), η Παλαιά και Νέα Φώκαια (1456),8 η Άμαστρις (1458),9 η Πελοπόννησος (1460),10 η Τραπεζούντα (1461, όπου σε αυτούς που υποχρεώνονται να μετοικήσουν περιλαμβάνεται το σύνολο των ευγενών και αξιωματούχων που θα στελέχωναν σουλτανικές υπηρεσίες), η Μυτιλήνη (1462),11 οι πόλεις του Καραμάν (1468, όπου η μετακίνηση αφορούσε κυρίως μουσουλμάνους· οι οθωμανικές πηγές αναφέρουν ότι αυτό το μέτρο επιβλήθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα),12 ο Κάφφας (1475, η μετακίνηση αφορά μάλλον Ιταλούς). Η μετακίνηση αιχμαλώτων από τη Σερβία και την Ουγγαρία, αλλά και Βουλγάρων, που επίσης μνημονεύεται στις αναφορές των πηγών, αφορούσε αγροτικούς πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στα αγροτικά περίχωρα της πόλης, τα οποία είχαν επίσης εγκαταλειφθεί κατά την πολιορκία του 1453.13 Τα δεδομένα του 1477 δείχνουν ότι σε διάστημα μιας εικοσαετίας το πρόγραμμα εποικισμού οδήγησε σε μεγάλη αύξηση των κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής, αν και ο πληθυσμός της πόλης απείχε ακόμη από τα εντυπωσιακά μεγέθη που θα αποκτούσε κατά τον επόμενο αιώνα. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν επίσης το εύρος του εποικιστικού προγράμματος και τα υψηλά επίπεδα κινητικότητας του πληθυσμού κατά την εποχή αυτή, δεδομένου ότι οι εποικισμοί δεν αφορούσαν μόνο την Κωνσταντινούπολη. Ο εποικισμός της πόλης κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκε κυρίως μέσω των αναγκαστικών μετακινήσεων· είναι μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο αριθμός των μουσουλμάνων που μετακινήθηκαν, δεδομένου ότι τα σχετικά με τις μεταφορές μουσουλμανικού πληθυσμού δε μνημονεύονται ιδιαίτερα στις πηγές. |
1. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 84-85. 2. Lowry, H., “From Lesser Wars to the Mightiest War: The Ottoman Conquest and Transformation of Byzantine Urban Centers in the Fifteenth Century”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 323-338. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τραπεζούντας. Δεδομένου ότι η πόλη παραδόθηκε χωρίς μάχη, βάσει του ισλαμικού δικαίου αλλά και της συνήθους οθωμανικής πρακτικής ο πληθυσμός της θα μπορούσε να παραμείνει με ασφάλεια στην πόλη. Όμως, οι ανάγκες ασφαλούς ενσωμάτωσης της πόλης στο οθωμανικό σύστημα, αλλά και η πάγια οθωμανική επιδίωξη της απόδοσης ισλαμικών χαρακτηριστικών στις νεοπροσαρτηθείσες σημαντικές πόλεις, συντέλεσαν στη μεταφορά μεγάλου μέρους του ντόπιου πληθυσμού στην Κωνσταντινούπολη και στην αντικατάστασή τους από μουσουλμάνους εποίκους προερχόμενους από άλλες πόλεις της Ανατολίας. Για την Τραπεζούντα, βλ. Lowry, H.W., Trabzon Şehrinin Islâmlaşma ve Türkleşmesi, 1461-1583 (Istanbul 1998). 3. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: Un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), σελ. 81-109. 4. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 102-104. 5. Βλ. Encyclopedia of Islam IV (Leiden 1978), σελ. 238, βλ. λ. “Istanbul” (H. Inalcik). 6. Κριτόβουλος I 73.4. 7. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 1. 8. Δούκας XLIV 44· Κριτόβουλος ΙΙΙ 17.4. 9. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11.2. 10. Κριτόβουλος ΙΙΙ 11. 11. Κριτόβουλος IV 12.9. 12. Babinger, F., Mehmed the Conqueror and his Time (Princeton 1978), σελ. 272. 13. Δούκας XLII 42· Κριτόβουλος ΙΙ 22. |