1. Έρευνα – Μελέτη Για τη μελέτη των εκκλησιαστικών και κοσμικών αντικειμένων της αργυροχοϊκής τέχνης των ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης στην Ύστερη Οθωμανική περιόδο θα πρέπει να ανατρέξει κανείς αρχικά στον κατάλογο των κειμηλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου που συνέταξε το 1937 ο Γ. Σωτηρίου. Επίσης, σημαντικός αριθμός αργυρών αντικειμένων από την οθωμανική Κωνσταντινούπολη απαντά σε μοναστικά σκευοφυλάκια εκτός Τουρκίας, όπως στο Άγιο Όρος, στην Πάτμο και στη μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, όπου άλλωστε φιλοξενούνται και αντικείμενα κατασκευασμένα και σε άλλα κέντρα της αυτοκρατορίας και όχι μόνο στην πρωτεύουσα. Μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών αργυρών από κέντρα των μικρασιατικών παραλίων, της κεντρικής Ανατολίας και της Μαύρης Θάλασσας έφτασε στην Ελλάδα με τους πρόσφυγες, μετά την ανταλλαγή το 1923 των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Αυτά είναι διάσπαρτα σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές, στο Μουσείο Μπενάκη καθώς και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας. Οι σημαντικές μελέτες της Α. Μπαλλιάν και της Γ. Οικονομάκη-Παπαδοπούλου, αλλά και οι τεκμηριωμένοι κατάλογοι εκθέσεων και ιδιωτικών συλλογών –για παράδειγμα, η έκδοση αργυρών της συλλογής Κ. Νοταρά από την Κ. Κορρέ-Ζωγράφου–, προσφέρουν σήμερα πολύτιμη εικόνα για την αργυροχοϊκή τέχνη των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας. Το πρόσφατο πόνημα της B. Pitarakis και του Χ. Μεράντζα είναι αφιερωμένο στην αργυροχοϊκή τέχνη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο. Στο πλαίσιο της μελέτης αυτής εξετάζονται τα αργυρά αντικείμενα της συλλογής της αείμνηστης Sevgi Gönül. Τα τελευταία φιλοξενούνται στο Μουσείο Sadberk Hanım της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, για τη μελέτη των οθωμανικών σφραγισμάτων (tuğra) σε αργυρά αντικείμενα πολύτιμη είναι η συνεισφορά της μονογραφίας του G. Kürkman.1
2. Κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της αργυροχοϊκής τέχνης της Κωνσταντινούπολης Δεν μπορούμε να συνθέσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της εξέλιξης της οθωμανικής αργυροχοΐας των ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης για την περίοδο πριν από το 18ο αιώνα. Γνωρίζουμε πως μέχρι την εποχή αυτή ήταν συχνές οι κατασχέσεις υλικού, το οποίο στη συνέχεια προωθούνταν για χύτευση. Το 1789 ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο υποχρέωσε τους μη μουσουλμάνους υπηκόους να παραδώσουν τα αργυρά αντικείμενα στο κράτος. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα υποχρεώθηκε τότε να προσφέρει 5.000 οκάδες αργύρου (6.414,6 κιλά), η αρμενική 4.000 οκάδες (5.131,7 κιλά) και η εβραϊκή 3.000 οκάδες (3.848,8 κιλά). Είχε ήδη προηγηθεί ένα αντίστοιχο διάταγμα το 1755, ενώ ένα τρίτο εκδόθηκε αμέσως μετά την άνοδο στο θρόνο του Σελίμ Γ΄, τον Απρίλιο του 1789. Οι Ύστεροι Οθωμανικοί χρόνοι συμπίπτουν χρονικά με μια περίοδο εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σηματοδοτούν μια νέα εποχή στην πολιτική και κοινωνική ιστορία των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της. Ο εναγκαλισμός των ευρωπαϊκών συνηθειών από το Μαχμούτ Β΄ συνοδεύτηκε από μια πολιτική μεταρρυθμίσεων γνωστών ως , που διακρίθηκαν για τον ευνοϊκό τους χαρακτήρα απέναντι στις εθνοθρησκευτικές μειονότητες που διαβιούσαν στην αυτοκρατορία. Οι παλιές απαγορεύσεις για την κατασκευή νέων θρησκευτικών κτηρίων ήρθησαν και ενθαρρύνθηκε η αναστήλωση καθώς και η ανοικοδόμηση εκκλησιών. Αυτό το ιδιαίτερα ευνοϊκό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα ενθάρρυνε την ανάπτυξη μιας αριστοκρατίας Ελληνορθοδόξων που συμπεριλάμβανε εμπόρους, ιατρούς, δικηγόρους και διανοούμενους. Αρκετοί από αυτούς συμμετείχαν στο Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως, που ιδρύθηκε το 1861 και επέδειξε πολύ πλούσιο πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο. Η αισθητική αλλά και οι απαιτήσεις της νέας αυτής κοινωνικής τάξης, που διατηρούσε στενές επαφές με την Ευρώπη, επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό την κατασκευή και τη διακόσμηση των εκκλησιών της οθωμανικής πρωτεύουσας. Σε μεγάλο αριθμό σωζόμενων αργυρών αντικειμένων τεκμηριώνεται η ύπαρξη αφιερωτικών επιγραφών, που συνοδεύονται και από την αναγραφή του έτους αφιέρωσης ή κατασκευής του αντικειμένου, το οποίο επιβεβαιώνεται ενίοτε από την ύπαρξη τουρά (tuğra). Τα αργυρά που τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο που ακολουθεί τη μεταρρύθμιση του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ (1840) φέρουν ένα επιπλέον σφράγισμα (sah) μαζί με τον τουρά. Τα δύο σφραγίσματα πιστοποιούν έκτοτε την καθαρότητα του αργύρου. Οι αφιερωτικές επιγραφές προσφέρουν ταυτόχρονα πολύτιμες πληροφορίες για τη δραστηριότητα των συντεχνιών και των αδελφοτήτων των οποίων τα μέλη ανήκαν στην ελληνορθόδοξη κοινότητα της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησιαστική ζωή της κοινότητας οργανωνόταν γύρω από ένα σύστημα συντεχνιών και αδελφοτήτων που συνέχιζε μια παράδοση η οποία αναγόταν στη Βυζαντινή εποχή. Οι συντεχνίες αυτές είχαν να επιδείξουν σημαντικό φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Τα πλούσια μεταλλεία αργύρου κοντά στην Τραπεζούντα και στην Αργυρούπολη (Gümüşhane) προμήθευαν με πρώτη ύλη τα εργαστήρια της οθωμανικής πρωτεύουσας, ενώ το πολυπολιτισμικό περιβάλλον της αποτελούσε γόνιμο έδαφος για σχεδιαστικούς νεωτερισμούς. Η έντονη και διαρκής ζήτηση αργυρών αντικειμένων από τις διάφορες κοινότητες της Κωνσταντινούπολης την κατέστησαν ελκυστικό κέντρο εισροής εξειδικευμένων τεχνιτών από την Ανατολία και τα Βαλκάνια. 3. Διάδοση καλλιτεχνικών τάσεων από την Ευρώπη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Στα αργυροχοϊκά εργαστήρια της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης κατασκευάζονταν εκκλησιαστικά σκεύη (Άγια Ποτήρια, δισκάρια, αρτοφόρια, ραντιστήρια, λεκάνες, τάσια, κύπελλα, κανδήλες, μυροδοχεία), αφιερώματα (επενδύσεις εικόνων, τάματα), εμβλήματα ποιμαντικής εξουσίας (επισκοπικές ράβδοι) καθώς και κοσμικά αντικείμενα με διττό χαρακτήρα και χρήση (φιάλες, δίσκοι, τάσια), έργα με συμβολική αλλά και οικονομική σημασία. Και στις δύο περιπτώσεις τα αντικείμενα έφεραν πλούσιο φυτικό και ζωικό διάκοσμο που προερχόταν από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Ο διάκοσμος στο σύνολό του μαρτυρεί τη συμβολή της Κωνσταντινούπολης στο ευρύτερο δίκτυο πνευματικών, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών επαφών που απλώνεται στη δυτική και στην κεντρική Ευρώπη, στη Βαλκανική και στη Ρωσία κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο. Μάλιστα, τα διακοσμητικά θέματα εντάσσονται θαυμάσια στη γενική διαδικασία εκδυτικισμού και εξευρωπαϊσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φαινόμενο που συμπορεύεται στην Κωνσταντινούπολη με την ανάπτυξη και άλλων καλλιτεχνικών κλάδων, όπως της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής. Οι αργυροχόοι της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης πραγματοποίησαν μια συγχώνευση τεχνοτροπικών στοιχείων από διαφορετικές παραδόσεις και επανέφεραν στο προσκήνιο το διακοσμητικό λεξιλόγιο των προκατόχων τους Βυζαντινών του 5ου και 6ου αιώνα, μέσα όμως από τα ευρωπαϊκά νεοκλασικά έργα του ύστερου 18ου αιώνα και τις νεογοτθικές, αναγεννησιακές και μπαρόκ τάσεις που επανεμφανίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα. Την ίδια στιγμή δημιούργησαν μια μακρόπνοη σχέση με τη τεχνοτροπία, που εξέφραζε καλύτερα το χαρακτήρα των Οθωμανών και ανταποκρινόταν στην αγάπη τους για τα άνθη και τους κήπους. Ειδικότερα, η εισαγωγή και διάδοση της ροκοκό τεχνοτροπίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία –δίχως ωστόσο να μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς τα πρωιμότερα δείγματά της– αποτέλεσε μέρος μιας μακράς διαδικασίας εκσυγχρονισμού και ενός πολιτιστικού και εμπορικού ανοίγματος προς την Ευρώπη, που το ευνόησαν οι σύγχρονες διπλωματικές αποστολές. Ο Γιρμισεκίζ Τσελεμπί Εφέντι, που επισκέφθηκε τη Γαλλία το 1721-1722 ως ειδικός απεσταλμένος του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, έφερε πίσω στην Κωνσταντινούπολη εγχειρίδια αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής. Οι εντυπώσεις του και οι εμπειρίες του στο Παρίσι χρησιμοποιήθηκαν συχνά από τους ιστορικούς ως τεκμήριο που μαρτυρεί το άνοιγμα της αυτοκρατορίας στο γαλλικό πολιτισμό. Η ενθουσιώδης αποδοχή γαλλικών πολιτιστικών στοιχείων από την αυτοκρατορία, η οποία εντάθηκε στο β΄ μισό του 18ου αιώνα, ήλθε ως άμεση συνέπεια των διπλωματικών επαφών της Υψηλής Πύλης με τη Γαλλία, κυρίως εξαιτίας της μεσολάβησης του Γάλλου πρέσβη μαρκησίου de Villeneuve, που έπεισε τους Οθωμανούς να υπογράψουν το 1739 τη συνθήκη ειρήνης του Βελιγραδίου. Κατά την επιστροφή, το 1732, του Σαΐτ Μεχμέτ Εφέντι, γιου του Γιρμισεκίζ Τσελεμπί Εφέντι, μεταφέρθηκαν από το Παρίσι στην οθωμανική πρωτεύουσα δύο πλοία με αντικείμενα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλά έπιπλα και αργυρά σκεύη. Από το β΄ μισό του 18ου αιώνα εισήχθησαν μαζικά στην Κωνσταντινούπολη ευρωπαϊκά αντικείμενα, αλλά και βιβλία με διακοσμητικά σχέδια που προήγαγαν τη διάδοση των ευρωπαϊκών τεχνοτροπικών τάσεων. Οι Οθωμανοί καλωσόρισαν τον άνθινο κόσμο της ροκοκό τεχνοτροπίας, καθώς η τελευταία παρουσίαζε στενή συνάφεια με τις αισθητικές τους προτιμήσεις. Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο, η πολιτιστική ζωή στην Κωνσταντινούπολη σημαδεύτηκε από την ευρεία χρήση ροκοκό και νεοκλασικών θεμάτων στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Οι δημόσιες κρήνες που κατασκευάστηκαν το 18ο αιώνα φαίνεται πως υπήρξαν οι πρωιμότερες αρχιτεκτονικές κατασκευές όπου υιοθετήθηκε η ροκοκό τεχνοτροπία. Η τελευταία διαδόθηκε ταχύτατα, στη συνέχεια, στην εντοίχια ζωγραφική τζαμιών, ανακτόρων και οικιών, όπως και στην αργυροχοϊκή τέχνη. Η νεοκλασική τεχνοτροπία στην Κωνσταντινούπολη απαντά κυρίως σε κτήρια της εποχής του Μαχμούτ Β΄. Μάλιστα ο συσχετισμός της, τον ύστερο 18ο αιώνα, με τη ροκοκό διακοσμητική παράδοση παρέμεινε εξίσου δημοφιλής και στις αρχές του επόμενου αιώνα. Πολλά από τα κτήρια νεοκλασικού ρυθμού της Κωνσταντινούπολης, που ανεγέρθηκαν στο β΄ μισό του 19ου αιώνα, σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν από Ευρωπαίους αρχιτέκτονες. Τα νεοκλασικά θέματα υπερτερούν στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Οι προσόψεις των νέων εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τα τους, υιοθέτησαν την πρόσοψη του αρχαιοελληνικού ναού με το τριγωνικό και τα . Το ενδιαφέρον των σουλτάνων για την ευρωπαϊκή αισθητική κατά το 19ο αιώνα και η επιθυμία τους για ευρωπαϊκά προϊόντα τεκμηριώνεται και από την επίσκεψη του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ στο Παρίσι το 1867 ως επίσημου προσκεκλημένου του Ναπολέοντα Γ΄στη βιομηχανική έκθεση που έλαβε χώρα στα Ηλύσια Πεδία. Το μοναδικό αυτό γεγονός αντιπροσωπεύει την πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ένας σουλτάνος επισκέφθηκε μια μη ισλαμική χώρα. Ο Αμπντούλ Αζίζ είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί για τις γενικότερες διακοσμητικές τάσεις στην αργυροχοΐα των ευρωπαϊκών χωρών. Το 18ο και το 19ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε στο κέντρο ενός δικτύου πολιτιστικών, καλλιτεχνικών και εμπορικών επαφών με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, που επηρέασαν άμεσα και την εκκλησιαστική αργυροχοΐα. Η κυκλοφορία καλλιτεχνών και εμπόρων μέσα σε αυτό το δίκτυο συνέβαλε στην ανταλλαγή θρησκευτικών αντικειμένων, όπως οι χαλκογραφίες, το διακοσμητικό θεματολόγιο των οποίων επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τους τεχνίτες των αργυρών έργων. Η κυκλοφορία των ίδιων χαρακτικών σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια, την Ανατολία, τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και την Ιερουσαλήμ επέτρεψε την ανάπτυξη μιας ομοιογενούς καλλιτεχνικής έκφρασης και θεματογραφίας. Επίσης, τυπωμένα βιβλία που αναπαρήγαν ροκοκό και νεοκλασικά διακοσμητικά θέματα και θρησκευτικές σκηνές της δυτικής εικονογραφίας μπορούσαν εύκολα να τα προμηθευτούν οι ορθόδοξοι αργυροχόοι της οθωμανικής πρωτεύουσας από τα τυπογραφεία της Βενετίας, του Παρισιού, του Άμστερνταμ και της Βιέννης. Οι χαράκτες, οι ζωγράφοι και οι αργυροχόοι που εργάζονταν στην Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν σε στενή επαφή με τους ομολόγους τους στο Άγιο Όρος, σπουδαίο κέντρο παραγωγής της θρησκευτικής τέχνης κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο. Σημαντική θέση, σε επίπεδο επαφών με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, κατείχε και η Ρωσία. Σε εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης –και ιδιαίτερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο– φυλάσσεται μεγάλος αριθμός ρωσικών εκκλησιαστικών σκευών, δώρα των τσάρων και των εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Σε πηγές του 17ου αιώνα αναφέρεται ήδη η παρουσία στη Μόσχα πολλών Ελλήνων χρυσικών από την Κωνσταντινούπολη που ειδικεύονταν στο σμάλτο στα εργαστήρια του Κρεμλίνου.
Μαζί με το Άγιο Όρος και τη Ρωσία, μια άλλη ευρύτερη περιοχή, που συμπεριλαμβάνει τη Μολδαβία, την Τρανσυλβανία και τη Βλαχία, αποτελούσε την τρίτη σημαντική σφαίρα επιρροής για την αργυροχοΐα της ύστερης οθωμανικής Κωνσταντινούπολης. Αρχειακά έγγραφα και αφιερωτικές επιγραφές σε αργυρά αντικείμενα, που φυλάσσονται σε σημαντικά μοναστικά κέντρα, όπως η Πάτμος, μαρτυρούν τη γενναιοδωρία των πριγκίπων της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας. Αρχειακά τεκμηριωμένη είναι και η οικονομική στήριξη που παρείχαν στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης οι πρίγκιπες της Βλαχίας και της Τρανσυλβανίας. Η Μολδαβία, η Τρανσυλβανία και η Βλαχία υπήρξαν κληρονόμοι μιας μεγάλης αργυροχοϊκής παράδοσης, που φαίνεται πως διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εισαγωγή δυτικών στοιχείων στην ορθόδοξη θρησκευτική τέχνη. Χρυσοχόοι και αργυροχόοι που εργάστηκαν για Βλάχους πρίγκιπες δημιούργησαν μια τεχνοτροπία που συνδύαζε τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα με τους δυτικούς μανιερισμούς και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάδοση της ροκοκό και μπαρόκ τεχνοτροπίας στα Βαλκάνια και μεταξύ των εργαστηρίων αργυροχοΐας της πρωτεύουσας.
Μία άλλη περιοχή στα Βαλκάνια που αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο αργυροχοΐας το 18ο αι. υπήρξε η Ήπειρος. Απογραφικοί κατάλογοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη καταδεικνύουν πως η εκκλησιαστική αργυροχοΐα της Ηπείρου μεταφυτεύτηκε, μέσω της προσέλκυσης αργυροχόων, και στην οθωμανική πρωτεύουσα. 4. Ιδεολογικό πλαίσιο της αργυροχοϊκής τέχνης της Κωνσταντινούπολης Τα περισσότερα σωζόμενα αργυρά αντικείμενα της ύστερης οθωμανικής Κωνσταντινούπολης είναι εκκλησιαστικά σκεύη προοριζόμενα για λειτουργική χρήση. Υπάρχει ωστόσο και μια μικρή ομάδα αργυρών έργων με κοσμικά θέματα. Σημαντικές πληροφορίες για το ιδεολογικό περιβάλλον της ύστερης οθωμανικής Κωνσταντινούπολης παρέχουν τα διακοσμητικά θέματα των κοσμικών αργυρών αντικειμένων. Θεοί (λ.χ. η Αθηνά) και ήρωες, βασιλείς και αυτοκράτορες (Μέγας Αλέξανδρος, Μέγας Κωνσταντίνος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) από το απώτατο και εγγύς παρελθόν της ελληνικής ιστορίας, μυθικά πρόσωπα και θέματα (λ.χ. Λαοκόων, Διόνυσος, αρπαγή Περσεφόνης), αλλά και κοσμικά σύμβολα (ζώδια) –τα οποία απαντούν την ίδια περίοδο σε δυτικές λιθογραφίες και χαλκογραφίες καθώς και σε κεραμικά αντικείμενα από φαγεντιανή που κατασκευάζονταν σε εργαστήρια της Αγγλίας και της Γαλλίας–, συνέθεταν το προσφιλές θεματολόγιο των ορθόδοξων αργυροχόων της Κωνσταντινούπολης. Τα θέματα αυτά εντάσσονταν σε μια γενικότερη πνευματική και πολιτιστική κίνηση εξιδανίκευσης της ελληνικής αρχαιότητας. Πίσω από το αρχαιογνωστικό αυτό εικονογραφικό υλικό δεν πρέπει να λησμονούμε πως υπέβοσκε η πίστη μιας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, καθώς οι αποδέκτες του θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές της κοινής και αδιάσπαστης αρχαιοελληνικής και βυζαντινής κληρονομιάς. Η απαίτηση των Ελλήνων για ιστορική ενότητα ανέδειξε κάποια φαινόμενα με υψηλό συμβολικό χαρακτήρα, όπως η αναβίωση μυθολογικών στοιχείων της αρχαιότητας, σε μια προσπάθεια να τονιστούν οι αρχαίες ρίζες και η αρχαία καταγωγή του νέου ελληνισμού. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε εντάσσεται και η αναβίωση της μορφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσώπου που υπήρξε πάντοτε ζωντανό στη λαϊκή μνήμη και το οποίο ενσάρκωνε τη διεύρυνση της εθνικής ιδεολογίας και αποτελούσε τη συμβολική έκφραση της εθνικής ενότητας των Ελλήνων. |