1. Βιογραφικά στοιχεία και πηγές
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου, μάλλον του 272,1 στη Ναϊσσό της Μοισίας. Ο πατέρας του, o Κωνστάντιος Χλωρός, καταγόταν από την Άνω Μοισία (Moesia Superior) και ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, ενώ η μητέρα του, η Ελένη, καταγόταν από ταπεινή οικογένεια της Βιθυνίας, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση το αν υπήρξε νόμιμη σύζυγος του Χλωρού ή απλή παλλακίδα του.2 Ο ίδιος παντρεύτηκε αρχικά τη Μινερβίνα,3 άγνωστων λοιπών στοιχείων, από την οποία απέκτησε τον πρωτότοκο γιο του, τον Κρίσπο. Στη συνέχεια όμως, προκειμένου να εξυπηρετήσει την πολιτική σταδιοδρομία του, παντρεύτηκε το 307 την κόρη του Μαξεντίου, τη Φαύστα, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, την Ελένη, την Κωνσταντίνα, τον Κωνστάντιο, τον Κώνσταντα και τον Κωνσταντίνο. Όταν όμως έφτασε στο αποκορύφωμα της ισχύος και της δόξας του, στιγματίστηκε με δύο δολοφονίες μελών της οικογένειάς του: τον Ιούνιο του 326 έβαλε να δολοφονήσουν τον Κρίσπο και τον επόμενο μήνα σκότωσε τη Φαύστα, αφήνοντάς την μέσα σε υπερθερμασμένο λουτρό. Ο Κωνσταντίνος αρρώστησε σοβαρά το 337 και μετέβη για θεραπευτικούς λόγους στην Ελενόπολη,4 γνωστή για τα ιαματικά λουτρά της. Αντιλαμβανόμενος ότι το τέλος πλησίαζε, θέλησε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Κατόρθωσε όμως να φτάσει μόνο μέχρι τα περίχωρα της Νικομήδειας, σε ένα προάστιο που ονομαζόταν Άχυρο. Εκεί οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και ο αυτοκράτορας κάλεσε τον επίσκοπο της πόλης, τον Ευσέβιο, για να του δώσει το βάπτισμα. Άφησε την τελευταία πνοή του, χριστιανός πια, στις 22 Μαΐου. Η σορός του επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ντυμένη με το λευκό ένδυμα των χριστιανών νεοφώτιστων, και τάφηκε με λαμπρότητα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Καθώς και οι τέσσερις γιοι του είχαν το χρίσμα του καίσαρα, επικράτησε ένα διάστημα αναρχίας, έως ότου αναδείχτηκε ο Κώνσταντας, δολοφονώντας τους λοιπούς διεκδικητές και μέλη των οικογενειών τους. Οι πληροφορίες για τη ζωή του Κωνσταντίνου, ιδιαίτερα κατά τα πρώιμα χρόνια, είναι συχνά αντικρουόμενες και αμφίβολης εγκυρότητας, ωστόσο είναι γεγονός ότι πληθώρα συγγραφέων ασχολήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, με αυτή την πληθωρική ιστορική προσωπικότητα. Η βασικότερη και πιο ολοκληρωμένη πηγή είναι το Vita Constantini του Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας.5 Αν και μεροληπτικός υπέρ του αυτοκράτορα,6 ο Ευσέβιος κατέγραφε σύγχρονά του γεγονότα και σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Ωστόσο αρκετοί άλλοι συγγραφείς της Ύστερης Αρχαιότητας δίνουν επίσης πληροφορίες για το βίο και τη δράση του.7 Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αθανάσιος,8 ο επονομαζόμενος και Μέγας, επίσης σύγχρονος του Κωνσταντίνου, ο Σίξτος Αυρήλιος Βίκτωρ,9 ο Λακτάντιος10 και άλλοι. Πληροφορίες επίσης περιέχονται στις Εκκλησιαστικές Ιστορίες του Ευσεβίου,11 του Φιλοστοργίου, του Σωζομενού12 και του Θεοδωρήτου Κύρρου.13 Σημαντική πηγή για το νομοθετικό έργο του αυτοκράτορα αποτελεί ο Θεοδοσιανός Κώδικας,14 καθώς και ο μεταγενέστερος του, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας,15 κατ’ απήχηση του πρώτου. 2. Πρώιμα χρόνια Ο πατέρας του Κωνσταντίνου αναρριχήθηκε γρήγορα στα στρατιωτικά αξιώματα, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού και του συναυτοκράτορά του Μαξιμιανού. Το 284 του ανατέθηκε η στρατιωτική διοίκηση της Δαλματίας, ενώ το 288 ο Μαξιμιανός τον διόρισε στη Γαλατία και την επόμενη χρονιά τον ανάγκασε να χωρίσει την Ελένη και να παντρευτεί τη θετή κόρη του, τη Θεοδώρα.16 Το γεγονός ότι ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του στιγμάτισε ψυχολογικά το νεαρό τότε Κωνσταντίνο. Ωστόσο οι πολιτικές εξελίξεις ήταν ραγδαίες και ο ίδιος βρέθηκε σύντομα στη δίνη τους: με την καθιέρωση του συστήματος της το 293, ο Διοκλητιανός έχρισε τον Κωνστάντιο , μαζί με το Γαλέριο, που καταγόταν από τη σημερινή Σερβία,17 διασφαλίζοντας έτσι τη διαδοχή τόσο του ίδιου όσο και του Μαξιμιανού. Ο Κωνσταντίνος προοριζόταν στη συνέχεια για τη διαδοχή του πατέρα του στο αξίωμα και για το λόγο αυτό μετέβη στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, προκειμένου να εντρυφήσει σε θέματα διοίκησης, αλλά και να πάρει ανώτερη μόρφωση,18 στην ουσία όμως για να λειτουργήσει και ως άτυπος όμηρος, σε περίπτωση που ο Κωνστάντιος Χλωρός πρόδιδε την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος συμμετείχε σε διάφορες στρατιωτικές αποστολές, κυρίως στην Ανατολή, από τις οποίες αποκόμισε μεγάλη πείρα, υπηρετώντας συνήθως υπό τις διαταγές του Διοκλητιανού ή του Γαλερίου. 3. Η ανάρρηση του Κωνσταντίνου Το 305 ο Κωνσταντίνος είχε φτάσει στο αξίωμα του τριβούνου α’ τάξεως (tribunus primi ordinis). Με την παραίτηση του Διοκλητιανού όμως, και ενώ ο πατέρας του αναγορεύτηκε αύγουστος, ο ίδιος αντί να προαχθεί σε καίσαρα είδε να παραγκωνίζεται από τους προστατευόμενους του Γαλερίου, το Σεβήρο και το Μαξιμίνο, ενώ αισθανόταν πια απειλή ακόμα και εναντίον της ζωής του. Προκειμένου να τον απομακρύνει από το ζοφερό αυτό περιβάλλον, ο πατέρας του ζήτησε από το Γαλέριο να τον αποστείλει στη Δύση για να τον βοηθήσει στις εκστρατείες του στη Βρετανία. Ο Γαλέριος έδωσε την άδεια υπό την επήρεια της μέθης και ο Κωνσταντίνος διέφυγε με άλογο μέσα στη νύχτα, πριν προλάβει ο αυτοκράτορας να αλλάξει γνώμη. Συνάντησε τον πατέρα του στη Βονονία τη Γαλατίας και εκστράτευσαν μαζί στη Βρετανία, όπου με έδρα το Εβόρακον19 άρχισαν να πραγματοποιούν στρατιωτικές αποστολές εναντίον των . Το καλοκαίρι του 306 όμως ο Κωνστάντιος αρρώστησε και πέθανε και το στράτευμα αναγόρευσε αύγουστο τον Κωνσταντίνο στο Εβόρακον. Η περιοχή δικαιοδοσίας του περιλάμβανε τη Βρετανία, την Ισπανία και τη Γαλατία. Σοφά πράττοντας, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να παραμείνει για ένα διάστημα στη Δύση ισχυροποιώντας την εξουσία του. Εγκαταστάθηκε στους Τρεβήρους (Trier) και φρόντισε να μεγαλώσει την πόλη και να τη λαμπρύνει με αυτοκρατορικά οικοδομήματα, όπως το τεράστιο συγκρότημα λουτρών. Παράλληλα απώθησε εισβολές των Φράγκων, που θεώρησαν τη δυναστική μεταβολή ευκαιρία να διεισδύσουν στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Όσον αφορά την εσωτερική πολιτική του, και ιδιαίτερα τα θρησκευτικά ζητήματα που βρίσκονταν σε όξυνση την περίοδο αυτή, καθώς στην Ανατολή μαινόταν ακόμη ο μεγάλος διωγμός εναντίον των χριστιανών που είχε ξεκινήσει επί Διοκλητιανού και είχε ενταθεί επί Γαλερίου, ο Κωνσταντίνος στάθηκε εξαρχής διαλλακτικός και ανεκτικός απέναντι στη νέα θρησκεία. Εξέδωσε μάλιστα διάταγμα που έθετε τέλος στους διωγμούς στην περιοχή της δικαιοδοσίας του και επέστρεφε στην Εκκλησία περιουσιακά στοιχεία που της είχαν αφαιρεθεί.20 4. Οι εμφύλιοι πόλεμοι 4.1. Ο πόλεμος εναντίον του Μαξιμιανού Η ανάρρηση του Κωνσταντίνου έγινε αποδεκτή από το Γαλέριο, όχι όμως και από το γιο του Μαξιμιανού, το Μαξέντιο, ο οποίος αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει και αυτοαναγορεύτηκε αυτοκράτορας την ίδια χρονιά. Ο Γαλέριος με τη σειρά του θεώρησε το Μαξέντιο σφετεριστή και έστειλε εναντίον του σημαντικό στράτευμα με επικεφαλής το Σεβήρο. Ο Μαξιμιανός, αν και είχε αποσυρθεί από τα κοινά, επανήλθε στο προσκήνιο και προσεταιρίστηκε τον Κωνσταντίνο, δίνοντάς του για σύζυγο την κόρη του Φαύστα, με αντάλλαγμα την υποστήριξή του προς το Μαξέντιο εναντίον του Γαλερίου. Ξεκίνησε έτσι μια σειρά εμφύλιων πολέμων, που ταλάνισαν την αυτοκρατορία για σειρά ετών. Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Γαλερίου και Μαξεντίου, ο Κωνσταντίνος, παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει στο Μαξιμιανό, φρόντισε να κρατήσει διακριτική έως ουδέτερη στάση. Φαινόταν να νοιάζεται περισσότερο για την άμυνα του κράτους εναντίον των βαρβαρικών φύλων, κυρίως των Αλαμανών, παρά για τη στρατιωτική υποστήριξη του Μαξεντίου. Καθώς η κατάσταση γινόταν έκρυθμη, ο Γαλέριος αποφάσισε να θέσει τέλος στην εμφύλια σύρραξη και συγκάλεσε σύνοδο των αντιπάλων, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 308 στο Καρνούτο, ένα στρατόπεδο στη σημερινή Αυστρία. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε εκ νέου σε παραίτηση, και μαζί με αυτόν ο Κωνσταντίνος υποβιβάστηκε ξανά σε καίσαρα, ενώ αύγουστος στη Δύση αναγορεύτηκε ο Λικίνιος, ένας από τους συμπολεμιστές και εμπίστους του Γαλερίου. Ο Κωνσταντίνος όμως αρνήθηκε να αποδεχτεί τον υποβιβασμό του και εξακολούθησε να φέρεται ως αύγουστος. Ο Μαξιμιανός στράφηκε εναντίον του, ο αγώνας όμως έληξε υπέρ του Κωνσταντίνου, ο οποίος το 310 κατέλαβε τη Μασσαλία, όπου είχε οχυρωθεί ο αντίπαλός του, και τον υποχρέωσε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια φρόντισε να διαδώσει ότι ο Μαξιμιανός είχε προσπαθήσει να τον δολοφονήσει, αμαυρώνοντας έτσι τη μνήμη του, ενώ σύντομα επέβαλε κανονική , σβήνοντας το όνομα του νεκρού αντιπάλου του από όλες τις επιγραφές σε δημόσιους χώρους. Θέλοντας να ενισχύσει την προπαγάνδα υπέρ αυτού, φρόντισε να συνδέσει το όνομά του όχι με το Δία και τον Ηρακλή, όπως οι τετράρχες, αλλά με τον Απόλλωνα, θεό του φωτός και της σωτηρίας. Τα νομίσματα που έκοβε την περίοδο αυτή τον παρουσίαζαν ως Sol Invictus και Απόλλωνα, κερδίζοντας έτσι την αγάπη των κατοίκων της Γαλατίας, που θεωρούσαν τον Απόλλωνα προστάτη τους, αλλά και των χριστιανών, που θεωρούσαν τη λατρεία του αήττητου Ήλιου ως μια συγκαλυμμένη μορφή μονοθεϊσμού, περισσότερο σύμφωνη προς τις δικές τους αντιλήψεις απ’ ό,τι ο πολυθεϊστικός παγανισμός. 4.2. Ο πόλεμος εναντίον του Μαξεντίου Μετά το θάνατο του Μαξιμιανού ο Μαξέντιος φάνηκε αποφασισμένος να συνεχίσει την έριδα και να εκδικηθεί για τον πατέρα του. Το 311 πέθανε ο Γαλέριος, έχοντας προηγουμένως θέσει τέλος στους διωγμούς με σχετικό . Στην Ανατολή ο Μαξιμίνος εξεγέρθηκε εναντίον του Λικινίου, καταλαμβάνοντας τη Μικρά Ασία. Στη Δύση ο Μαξέντιος συγκέντρωσε στρατό για να χτυπήσει τον Κωνσταντίνο, έχοντας έδρα την Ιταλία. Φρόντισε μάλιστα να προσεταιριστεί τους χριστιανούς, διορίζοντας ως επίσκοπο στη Ρώμη τον Ευσέβιο. Προκειμένου να τον αντιμετωπίσει ο Κωνσταντίνος προσεταιρίστηκε το Λικίνιο. Ο Μαξιμίνος όμως, ο οποίος στο μεταξύ είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον τελευταίο, είδε με κακό μάτι την κίνηση αυτή και αποφάσισε να υποστηρίξει το Μαξέντιο, που είχε αρχίσει να χάνει τη δημοτικότητά του εξαιτίας της επιβολής βαριάς φορολογίας στην περιοχή δικαιοδοσίας του. Παρά τις συμβουλές των επιτελών του και την προτροπή των οιωνοσκόπων να αποφύγει τη σύρραξη, ο Κωνσταντίνος με το στράτευμά του διέσχισε τις Άλπεις και άρχισε να καταφέρνει σημαντικές νίκες επί των στρατευμάτων του Μαξεντίου, καταλαμβάνοντας τη βόρεια Ιταλία. Το φθινόπωρο του 312 ο Κωνσταντίνος είχε αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα τη Ρώμη και ο Μαξέντιος εκστράτευσε πλέον ο ίδιος εναντίον του. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Μιλβία γέφυρα, στον Τίβερη. Πρόκειται για ένα ιστορικό γεγονός που επενδύθηκε στη συνέχεια με έντονη προπαγάνδα. Οι στρατιώτες του Κωνσταντίνου εμφανίστηκαν με ένα νέο σύμβολο στις ασπίδες τους, που έμοιαζε με Χ. Οι χριστιανοί συγγραφείς το θεώρησαν ξεκάθαρο σύμβολο του χριστιανισμού. Σύμφωνα με το Λακτάντιο,21 ο αυτοκράτορας είδε στον ύπνο του τη νύχτα πριν από τη μάχη όνειρο που τον συμβούλευε να χρησιμοποιήσει ως σύμβολό του το σταυρό, ενώ, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο Κωνσταντίνος είδε όραμα στον ουρανό, όπου διαγράφηκε ένας σταυρός και άκουσε τη φωνή «Εν τούτω Νίκα».22 Η νίκη πράγματι έστεψε τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου, ο οποίος μπήκε θριαμβευτής στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου.23 Ο αυτοκράτορας φρόντισε να εξαφανίσει τα ίχνη του προκατόχου του στην αιώνια πόλη, ανακαινίζοντας τα δημόσια κτήρια και εγείροντας μια θριαμβική αψίδα που θα μνημόνευε στους αιώνες την περιφανή νίκη του.24 4.3. Ο πόλεμος εναντίον του Λικινίου Την επόμενη χρονιά (313) ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με το Λικίνιο στο Μιλάνο, προκειμένου να συναποφασίσουν την πορεία της αυτοκρατορίας. Επ’ ευκαιρία εξέδωσαν και ένα διάταγμα που έθετε οριστικό τέλος στους διωγμούς εναντίον των χριστιανών και αναγνώριζε το χριστιανισμό ως νόμιμη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών όμως δεν παρέμειναν αρμονικές για μεγάλο διάστημα. Σύντομα άρχισαν οι ένοπλες συρράξεις, οι οποίες κορυφώθηκαν το 324 και έληξαν με την οριστική ήττα του Λικινίου. 5. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης Το 312 ο Κωνσταντίνος, για να γιορτάσει τη νίκη του επί του Μαξεντίου, ανέγειρε μια θριαμβική αψίδα στη Ρώμη. Το 324, για να γιορτάσει την οριστική αναγόρευσή του σε μονοκράτορα, θεμελίωσε μια νέα πόλη, τη Νέα Ρώμη. Έχοντας διαβλέψει τη στρατηγική σημασία του Βυζαντίου επέλεξε την πόλη αυτή ως νέα πρωτεύουσα του. Φρόντισε ωστόσο να της δώσει εξολοκλήρου νέα φυσιογνωμία, σύμφωνη προς τη νέα θρησκευτική πολιτική του αλλά και την ιδεολογία του. Με εντολή του μεταφέρθηκαν στην πόλη έργα τέχνης από όλη την αυτοκρατορία, αλλά και ιερά κειμήλια των χριστιανών. Ο ίδιος έθεσε το θεμέλιο λίθο του χριστιανικού ναού των Αγίων Αποστόλων επάνω στα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, συμβολίζοντας έτσι τη νίκη της νέας θρησκείας επί των παλιών λατρειών. Έξι χρόνια κράτησε η «μεταμόρφωση» αυτή και στις 11 Μαΐου του 330 οι κάτοικοι γιόρτασαν τα εγκαίνια της καινούριας πρωτεύουσας με ιδιαίτερη λαμπρότητα. 6. Εξωτερική πολιτική Αν και μεγάλο μέρος της πολεμικής δράσης του Κωνσταντίνου αφορούσε την προσπάθεια επικράτησής του στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, είναι γεγονός ότι ο αυτοκράτορας δεν αγνόησε τους εξωτερικούς κινδύνους, και ας κατηγορήθηκε αργότερα από τον ιστορικό Ζώσιμο για το αντίθετο.25 Μεταξύ των ετών 318 και 320 κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους Φράγκους και τους Αλαμανούς που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα, ιδιαίτερα στη Γαλατία. Το 322, όπως προκύπτει και από τη νομισματοκοπία εκείνης της εποχής, κατήγαγε σημαντική νίκη εναντίον των Σαρματών.26 Προς τα τέλη της βασιλείας του μάλιστα, είχε αρχίσει να οργανώνει εκστρατεία εναντίον της Σασσανιδικής Περσίας. Ωστόσο δεν την υλοποίησε, καθώς το μέτωπο του Δούναβη απαιτούσε τη διαρκή παρουσία εκεί ισχυρών τμημάτων του στρατού. 7. Εσωτερική πολιτική 7.1. Διοικητικές αλλαγές Αν και φαινομενικά ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που κατέλυσε το τετραρχικό σύστημα του Διοκλητιανού, εγκαθιδρύοντας εκ νέου μια ισχυρή μονοκρατορία, σε επίπεδο διοικητικών αλλαγών στην ουσία συνέχισε και ολοκλήρωσε την πολιτική του προκατόχου του. Διατήρησε τη διοικητική διαίρεση του κράτους, διορίζοντας επικεφαλής των μεγάλων διοικητικών ενοτήτων μέλη της οικογένειάς του. Αποδυνάμωσε όμως το αξίωμα των έως τότε πανίσχυρων επάρχων του πραιτορίου, αφαιρώντας τους το ρόλο του στρατιωτικού διοικητή και υποβιβάζοντάς τους σε βοηθούς των καισάρων. Επίσης, ήδη από το 312 είχε αντικαταστήσει την με ένα σώμα ειδικά εκπαιδευμένων στρατιωτών, γερμανικής καταγωγής στην πλειονότητά τους, τις (scholae palatinae).27 Σύμφωνα με την πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών της Ύστερης Αρχαιότητας, πάγια επιδίωξη του Κωνσταντίνου σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του ήταν η αποδυνάμωση της συγκλητικής αριστοκρατίας της Ρώμης.28 Για το λόγο αυτό διεύρυνε τη συγκλητική τάξη, προσφέροντας το ως τίτλο τιμής σε ανθρώπους που τον υπηρετούσαν καλά, χωρίς την υποχρέωση ωστόσο να παρίστανται αυτοί στις συνεδρίες της στη Ρώμη. Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης δε, ίδρυσε και δεύτερη σύγκλητο.29 Συνολικά ο αριθμός των συγκλητικών σε όλη την αυτοκρατορία έφτασε περίπου τους 2.500, με αντίστοιχη όμως συρρίκνωση της τάξης των (equites), η οποία πλέον ουσιαστικά εξαφανίστηκε. Βέβαιη πάντως είναι η επιδείνωση της θέσης της των πόλεων της αυτοκρατορίας. Ο Κωνσταντίνος εξέδωσε διατάγματα σύμφωνα με τα οποία οι decuriones αυτοί υπόκεινταν σε σημαντικές οικονομικές επιβαρύνσεις, οι οποίες αυξήθηκαν από το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας απάλλαξε τους χριστιανούς κληρικούς από την υποχρέωση να αναλάβουν το αξίωμα του βουλευτή. Μια δεύτερη κοινωνική τάξη που βρέθηκε στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής νομοθεσίας ήταν των coloni, των δουλοπάροικων ή καλλιεργητών που ήταν δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσαν. Σε μια προσπάθεια να μην απογυμνωθεί η ύπαιθρος, ο Κωνσταντίνος απαγόρευε με αυστηρούς νόμους τη μετακίνηση των καλλιεργητών αυτών.30 7.2. Οικονομία Βασικό πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Κωνσταντίνος, όπως και οι προκάτοχοί του, ήταν οι πληθωριστικές τάσεις της ρωμαϊκής οικονομίας. Ένα από τα μέτρα που έλαβε και που φαίνεται να είχε κάποια αποτελεσματικότητα ήταν η έκδοση ενός νέου χρυσού νομίσματος, του «σολίδου», το οποίο αποδείχθηκε και σταθερό και μακρόβιο. Προκειμένου να βρει τα αναγκαία αποθέματα σε πολύτιμα μέταλλα, ο Κωνσταντίνος προέβη σε επαχθή μέτρα: διέταξε κατάσχεση των πολύτιμων αντικειμένων που φυλάσσονταν στα θησαυροφυλάκια των ειδωλολατρικών ναών, ενώ οι νέοι φόροι που επέβαλε τόσο στη συγκλητική τάξη (φόλλις) όσο και στους εμπόρους και βιοτέχνες (χρυσάργυρον)31 έπρεπε να πληρώνονται σε χρυσό και άργυρο.32 7.3. Θρησκευτική πολιτική Τα πολιτικά και στρατιωτικά επιτεύγματα του Κωνσταντίνου ίσως να μην είχαν απασχολήσει τόσο έντονα την ιστορική επιστήμη, αν δεν είχαν συνδεθεί, άμεσα ή έμμεσα, με την εσωτερική πολιτική του και την εμφανή υποστήριξή του προς τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό. Οι λόγοι για την προτίμησή του αυτή είναι ποικίλοι και η ανάλυσή τους απασχολεί ακόμη τους μελετητές. Γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είχε μεγαλώσει σε φιλοχριστιανικό περιβάλλον. Η μητέρα του, η Ελένη, προς την οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία, ήταν πιστή χριστιανή. Και ο πατέρας του, ωστόσο, περιστοιχιζόταν από χριστιανούς και χαρακτηριζόταν από θρησκευτική ανεκτικότητα. Τέλος, ο δάσκαλός του, ο Λακτάντιος, είχε προφανώς και αυτός επηρεάσει το νεαρό Κωνσταντίνο υπέρ του χριστιανισμού. Από πολιτική άποψη ο Κωνσταντίνος είχε προφανώς διακρίνει τη δυναμική της νέας θρησκείας. Η επιθυμία του να διακόψει κάθε δεσμό με το παρελθόν και να οικοδομήσει μια νέα δυναστική φυσιογνωμία, προκειμένου να ισχυροποιήσει την εξουσία του, πρέπει να έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο στην επιλογή του. Οι έντονοι συνεκτικοί δεσμοί των χριστιανικών κοινοτήτων έδιναν ένα προβάδισμα όσον αφορούσε τη διασπορά της προπαγάνδας υπέρ του Κωνσταντίνου. Αν και στη νεότητά του είχε παραμείνει αμέτοχος όταν ο Διοκλητιανός έδωσε την εντολή για εκτεταμένους διωγμούς στη Νικομήδεια, αλλά και σε όλη την αυτοκρατορία, αργότερα προσπάθησε να διαγράψει αυτό το μελανό σημείο, πείθοντας το Λικίνιο να εκδώσουν από κοινού το διάταγμα της ανεξιθρησκίας στο Μιλάνο. Μετά την οριστική επικράτησή του (324) φρόντισε όχι μόνο να καταδείξει την πλήρη στήριξή του στο χριστιανισμό, αλλά και να επιστρέψει στο χριστιανικό κλήρο περιουσία που του είχε αφαιρεθεί νωρίτερα και κυρίως να δώσει ιδιαίτερα προνόμια που μέχρι τότε τα στερούνταν. Η νομοθεσία του Κωνσταντίνου είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: οι χριστιανοί κληρικοί, ιδιαίτερα οι επίσκοποι, μπορούσαν να μετακινούνται ελεύθερα στην αυτοκρατορία, κάνοντας μάλιστα χρήση του δημόσιου συστήματος μεταφορών και επικοινωνιών. Οι οιωνοσκοπίες και οι μαντείες απαγορεύονταν, εκτός αν γινόταν χρήση τους προκειμένου να δοθεί εξήγηση για φυσικές καταστροφές τις οποίες είχαν υποστεί αυτοκρατορικά κτίσματα.33 Πάντως, αντίθετα απ’ ό,τι υποστήριζαν οι χριστιανοί συγγραφείς, ο Κωνσταντίνος δε βασίλεψε ως χριστιανός αυτοκράτορας. Σε μια εποχή εύθραυστων ισορροπιών, φρόντισε να διατηρήσει το προφίλ του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, σεβόμενος τις παραδόσεις. Εξακολούθησε να φέρει τον τίτλο του pontifex maximus, του ανώτατου δηλαδή αρχιερέα, ακόμα και αν, μπαίνοντας στη Ρώμη το 312, δεν έσπευσε να θυσιάσει στο βωμό του Jupiter Capitolinus, ως όφειλε. Συνέδεσε, όπως προαναφέραμε, το όνομά του με τη λατρεία του Sol Invictus, του αήττητου Ήλιου, θέλοντας ίσως έτσι να δώσει μια μονοθεϊστική χροιά στο προϋπάρχον παγανιστικό υπόβαθρο. Ο Κωνσταντίνος άρχισε να δείχνει πιο ενεργά την υποστήριξή του στο χριστιανισμό μετά το 324, όταν πια η εξουσία του ήταν αδιαφιλονίκητη. Τότε προέβη σε ίδρυση εκκλησιών, όπως οι Άγιοι Απόστολοι στη νέα του πρωτεύουσα, ο Άγιος Πέτρος στη Ρώμη34 και οι δύο ναοί που συνδέονταν με τη ζωή του Χριστού, της Γέννησης στη Βηθλεέμ και της Ανάστασης στο λόφο του Γολγοθά, στην Ιερουσαλήμ. Ο ναός της Ανάστασης θεμελιώθηκε το 325 ή το 326 έπειτα από καταστροφή του ναού της Αφροδίτης που είχε κτιστεί κατ’ επιταγή του Αδριανού κατά την επανίδρυση της Ιερουσαλήμ ως Aelia Capitolina. Η ίδρυσή του ακολούθησε τις ανασκαφικές έρευνες της Ελένης, μητέρας του αυτοκράτορα, η οποία είχε μεταβεί στους Άγιους Τόπους για να ιδρύσει εκκλησίες σε μέρη όπου είχε βρεθεί ο Χριστός. Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν τον Τίμιο Σταυρό.35 Ο ναός της Γέννησης ήταν μεταγενέστερος και ολοκληρώθηκε το 333. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος προέδρευσε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια το 325. Ανέλαβε έτσι το ρόλο του διαιτητή στην πρώτη μεγάλη ενδοχριστιανική έριδα που είχε ανακύψει από τη διδασκαλία του Αρείου. Η σύνοδος έληξε με την καταδίκη του τελευταίου και το στιγματισμό του δόγματός του ως αίρεσης.36 Ο ρόλος του ως «προεδρεύοντος» στη σύνοδο έδειξε εξαρχής ότι η θρησκεία είχε πλέον πολιτικές προεκτάσεις. Η σύγκληση μάλιστα μιας οικουμενικής συνόδου φανερώνει την ανάγκη διατύπωσης ενός «ορθού» δόγματος, το οποίο θα νομιμοποιούνταν και από την πολιτική εξουσία. Με αυτό τον τρόπο εξοστρακίστηκαν από τον κανόνα της Εκκλησίας κείμενα που μπορούσαν να έχουν «αιρετικό» περιεχόμενο, ενώ καταδικάστηκαν ως αιρέσεις κάποιες απόψεις που απηχούσαν πολιτιστικές ιδιαιτερότητες ή κοινωνικά αιτήματα.37 Παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος επέδειξε θρησκευτική ανεκτικότητα και ανέδειξε μεν το χριστιανισμό, χωρίς όμως να καταδιώξει τους εθνικούς, προέβη σε λήψη μέτρων εναντίον των Εβραίων: τους απαγόρευσε να έχουν χριστιανούς σκλάβους, έθεσε περιορισμούς στην άσκηση της λατρείας τους και δεν επέτρεπε τη μεταστροφή χριστιανών στον εβραϊσμό. 8. Κρίσεις και αποτιμήσεις Ο Κωνσταντίνος βρέθηκε από μικρός στη δίνη σημαντικών γεγονότων που διαμόρφωσαν το πολιτικό στερέωμα της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: βίωσε την αποτυχία του συστήματος της τετραρχίας, στο οποίο είχε στηριχθεί ο Διοκλητιανός, και για το λόγο αυτό αντιλήφθηκε πως μόνο η επιστροφή σε μια μονοκρατορία με ισχυρό και αδιαφιλονίκητο αυτοκράτορα μπορούσε να σώσει το κράτος από τον κατακερματισμό και τη διάλυση. Προκειμένου να παραμείνει αλώβητος από την εσωτερική κρίση στράφηκε συχνά εναντίον εξωτερικών εχθρών, όπως οι Πίκτες στη Βρετανία και οι Αλαμανοί και οι Φράγκοι στο σύνορο του Δούναβη. Με τον τρόπο αυτό ήθελε αφενός να αποδείξει πως ήταν ο μόνος που έβαζε την ασφάλεια του κράτους πάνω από τις πολιτικές σκοπιμότητες και αφετέρου να χαλυβδώσει τη σχέση εμπιστοσύνης του στρατού προς το πρόσωπό του. Έχοντας αυτά τα δύο εφόδια στράφηκε στη συνέχεια στην εσωτερική πολιτική αρένα και ενεπλάκη σε σειρά εμφύλιων πολέμων, από τους οποίους αναδείχτηκε νικητής. Οι βιογράφοι του, χριστιανοί οι περισσότεροι, φρόντισαν να τονίσουν ότι μέριμνά του –και λόγος αντίθεσης προς τους αντιπάλους του– υπήρξε η εδραίωση του χριστιανισμού ως νέας θρησκείας του κράτους. Το πόσο αγνές ήταν οι προθέσεις του ως προς αυτό το ζήτημα είναι ένα θέμα που παραμένει ανοιχτό στη σύγχρονη έρευνα. Πάντως είναι σίγουρο ότι στα ζητήματα της θρησκευτικής πολιτικής του επηρεαζόταν από τη μητέρα του Ελένη, πιστή χριστιανή από τα νεανικά χρόνια της. Η ίδρυση εκκλησιών από την τελευταία στους Αγίους Τόπους έγινε με τις ευλογίες του αυτοκράτορα και ίσως αποτελούσε σαφή προσπάθεια να επιβληθεί ο χριστιανισμός στην τοπική ιουδαϊκή θρησκεία, προς την οποία ο Κωνσταντίνος δεν έτρεφε συμπάθεια, όπως φαίνεται και από τη νομοθεσία του. Ο ίδιος πάντως φρόντισε να βασιλεύσει ως αυτοκράτορας των Ρωμαίων, δεν αποποιήθηκε ποτέ τον τίτλο του μέγιστου αρχιερέα, και βαπτίστηκε χριστιανός μόνο στο κατώφλι του θανάτου του. Οι δολοφονίες του πρωτότοκου γιου του, του Κρίσπου, και της γυναίκας του, της Φαύστας, υπήρξαν πάντοτε μελανό σημείο για το οποίο ο σύγχρονοί του χριστιανοί συγγραφείς φρόντισαν να δημιουργήσουν εξηγήσεις που να δικαιολογούν ηθικά τις πράξεις του. Ο Ευσέβιος διέδωσε ότι ο Κρίσπος και η Φαύστα είχαν ερωτική σχέση, και άρα ο Κωνσταντίνος ενήργησε για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Οι φήμες αυτές έγιναν πιστευτές στους συγχρόνους τους. Αργότερα όμως διατυπώθηκε και δεύτερη άποψη, σύμφωνα με την οποία η Φαύστα είχε πείσει τον Κωνσταντίνο να σκοτώσει το γιο του, προκειμένου να προωθήσει τα δικά της παιδιά στην εξουσία. Όταν όμως η Ελένη αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, έκανε το γιο της να συνειδητοποιήσει το δόλο της συζύγου του, την οποία και εκείνος τιμώρησε. Ενδέχεται το ταξίδι της Ελένης στους Αγίους Τόπους, που τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 326 και του 328, να αποτελούσε προσπάθεια εξιλέωσης της ίδιας και του γιου της από το βάρος των δολοφονιών αυτών. Παρά τη ρηξικέλευθη θρησκευτική πολιτική του και την κατάλυση της τετραρχίας, ο Κωνσταντίνος υπήρξε συντηρητικός ως προς τα διοικητικά μέτρα του και σεβάστηκε απόλυτα την παράδοση που είχε κληροδοτήσει ο Διοκλητιανός. Η μόνη αξιοσημείωτη μεταβολή ήταν ότι οι έπαρχοι του πραιτορίου έχασαν την πρότερη ισχύ τους και έγιναν δημόσιοι λειτουργοί που βοηθούσαν πλέον τον αύγουστο και τον καίσαρα στην άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, ως αντάλλαγμα για τα προνόμια που έδωσε στο χριστιανικό κλήρο, ζήτησε την ενεργό υποστήριξή τους στην πολιτική του και την ανάμειξή τους συχνά σε πολιτικά ζητήματα, κυρίως στο επίπεδο της παροχής πληροφοριών. Η χριστιανική Εκκλησία τήρησε την άτυπη συμφωνία με το παραπάνω, αφού τον αγιοποίησε, όπως και τη μητέρα του, την Ελένη, εορτάζοντας τη μνήμη τους στις 21 Μαΐου. |
1. Ως εναλλακτικές χρονολογίες έχουν προταθεί το 271 και το 273. Παλιότεροι μελετητές, με προεξάρχοντα τον J. Vogt, χρονολογούσαν τη γέννηση του Κωνσταντίνου περί το 285, ωστόσο ο Barnes, T.D., Constantine and Eusebius (Cambridge MA 1981), με πειστικά επιχειρήματα ανέτρεψε τη θεωρία αυτή. 2. Η Ελένη αναφέρεται ως «σταβλίτισσα» στις πηγές. Η εργασία σε στάβλους ήταν ιδιαίτερα υποτιμητική, ενώ ενδέχεται, αν οι στάβλοι αυτοί βρίσκονταν σε κάποιο πανδοχείο, η Ελένη να υπηρετούσε εκεί υπό καθεστώς δουλείας, και ενδεχομένως να υποχρεωνόταν να παρέχει και ερωτικές υπηρεσίες στους πελάτες. Βλ. αναλυτικά Drijvers, J.W., Helena Augusta. The Mother of Constantine the Great and the Legend of Her Finding of the True Cross (Leiden 1992), σελ. 17-19, όπου ο συγγραφέας δέχεται πως η Ελένη δεν παντρεύτηκε ποτέ νόμιμα τον Κωνστάντιο. Ο Barnes, T.D., Constantine and Eusebius (Cambridge MA 1981), αντίθετα υποστηρίζει πως η Ελένη υπήρξε νόμιμη σύζυγος. 3. Δεν είναι βέβαιο αν η Μινερβίνα ήταν νόμιμη σύζυγος ή απλώς παλλακίδα. 4. Σημερινή Altınova κοντά στη Νικομήδεια (İzmit). 5. Για τις πιο πρόσφατες εκδόσεις του Βίου του Κωνσταντίνου βλ. Dräger, P. (επιμ.), Über das Leben des glückseligen Kaisers Konstantin (De Vita Constantini)2 (Oberhaid 2007)· Bleckmann, B. – Schneider, H., De Vita Constantini = Das Leben des Konstantin (Turnhout 2007). Η πιο πρόσφατη έκδοση με αγγλική μετάφραση είναι των Cameron, A. – Hall, S.G., Life of Constantine (Oxford 1999), με ιδιαίτερα καλό ιστορικό σχολιασμό. 6. Η μεροληψία και η προπαγάνδα θα λέγαμε του Ευσεβίου υπέρ του Κωνσταντίνου αποκαλύπτεται και στον πανηγυρικό λόγο Oratio de Laudibus Constantini (Πανηγυρικός Κωνσταντίνου), γνωστότερο και ως Tricennalia. Για τη σχέση μεταξύ των δύο ανδρών βλ. την κλασική μελέτη του Barnes, T.D., Constantine and Eusebius (Cambridge MA 1981). 7. Για συγκεντρωτική θεώρηση των πηγών βλ. Bleckmann, B., “Sources for the History of Constantine”, στο Lenski, N. (επιμ.), The Cambridge Companion to the Age of Constantine (Cambridge 2006). 8. Σημαντικότερα κείμενα όπου μαρτυρείται η δράση του Κωνσταντίνου είναι τα Απολογητικός κατά Αρειανών και Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο. 9. Pichlmayer, F., Sexti Aurelii Victoris Liber de Caesaribus (Lipsiae 1961). 10. Lactantius, De mortibus persecutorum, βλ. Creed, J.L. (επιμ.), Lactantius, De Mortibus Persecutorum (Oxford 1984). 11. Eusebii Pamphili, Historia Ecclesiastica, ιδίως βιβλίο Ι, βλ. και ηλεκτρονική έκδοση πρωτοτύπου στο http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/ history/eysebios_ecclesia_historia.htm#%CE%99. Για τις εγκυρότερες εκδόσεις του έργου βλ. Lake, K., Eusebius. Historia Ecclesiastica 1 (Cambridge MA 1926)· Oulton, J.L., Eusebius. Historia Ecclesiastica 2 (Cambridge MA 1932)· Bardy, G., Eusèbe. Histoire Ecclésiastique (Sources Chrétiennes 31, Paris 1952) (Sources Chrétiennes 41, Paris 1955) (Sources Chrétiennes 55, Paris 1958) (Sources Chrétiennes 73, Paris 1960). 12. Hansen, G.C. (επιμ.-μτφρ.), Sozomenos. Historia Ecclesiastica (Kirchengeschichte) (Brepols 2004). 13. Parmentier, L. – Hansen G.C. – Bouffartigue, J. – Martin, A. (επιμ.) – Canivet, P. (μτφρ.), Théodoret de Cyr. Histoire Ecclésiastique (Paris 2006). 14. Βλ. Mommsen, T. – Meyer, P. (επιμ.), Codex Theodosianus (Berolini 1954), και σε αγγλική μετάφραση Pharr, C., The Theodosian Code and Novels and the Sirmondian Constitution (Princeton 1952). 15. Krueger, P. (επιμ.), Corpus Iuris Civilis (Berolini 1877). Για μια επιλογή των νομοθετημάτων που αφορούν τη θρησκευτική πολιτική του Κωνσταντίνου βλ. Καμάρα, Α., Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους κώδικες (Αθήνα 2000). 16. Κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο γάμος του Κωνσταντίου με τη Θεοδώρα έγινε το 293, ταυτόχρονα με την αναγόρευσή του σε καίσαρα. Ωστόσο προσεκτική ανάγνωση των πηγών υποδεικνύει ως ορθότερη τη χρονολογία 288-289. 17. Για την ακρίβεια ο Γαλέριος καταγόταν από τη Felix Romuliana, σημερινό Gamzigrad. 18. Στη Νικομήδεια ο Κωνσταντίνος υπήρξε μαθητής του χριστιανού ρήτορα Λακταντίου. 19. Πρόκειται για το σημερινό York. 20. Αυτή την άποψη τουλάχιστον διατυπώνει ο Λακτάντιος στο De Mortibus Persecutorum 24.9. 21. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 44.4-6. 22. Ευσέβιος, Vita Constantini I.28. 23. Ο Μαξέντιος ποδοπατήθηκε από τα στρατεύματά του και πνίγηκε στον Τίβερη. Το πτώμα του εκβράστηκε από το ποτάμι και στη συνέχεια ακρωτηριάστηκε σε ένδειξη ατίμωσης. 24. Η Αψίδα του Κωνσταντίνου είναι από τα σημαντικά αξιοθέατα της Ρώμης και τα ανάγλυφά της έχουν μελετηθεί εκτενώς από αρχαιολόγους και ιστορικούς της Ύστερης Αρχαιότητας για τους συμβολισμούς που ενέχουν. 25. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία 2.34. 26. Η σχετική ανάλυση από νομισματικής πλευράς στο δικτυακό τόπο http://www.constantinethegreatcoins.com/barb/. 27. Φαίνεται ότι η διάλυση της πραιτοριανής φρουράς ήταν πάγια επιδίωξη τόσο του Διοκλητιανού όσο και του Γαλερίου. Ο Κωνσταντίνος ωστόσο ήταν ο μόνος που κατόρθωσε να το πετύχει, εν μέρει λόγω της εσφαλμένης επιλογής των πραιτοριανών να υποστηρίξουν το Μαξέντιο. Βλ. και Gregory, T., A History of Byzantium (Malden – Oxford –Victoria 2005), σελ. 55. 28. Η Cameron ωστόσο φαίνεται να διαφωνεί με την άποψη αυτή. Βλ. Cameron, A., The Later Roman Empire, AD 284-430 (London 1993), σελ. 54-55. 29. Βλ. Ευσέβιος, Vita Constantini 4.1. 30. Θεοδοσιανός Κώδικας 5.17.1. Βλ. και Cameron, A., The Later Roman Empire, AD 284-430 (London 1993), σελ. 57. 31. Για το χρυσάργυρον έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ήταν ταυτόσημο με την collatio lustralis, φόρο προγενέστερο, τουλάχιστον στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, που βάραινε μάλιστα όλα τα κοινωνικά στρώματα. Βλ. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία 2.38. 32. Βλ. Cameron, A., The Later Roman Empire: AD 284-430 (London 1993), σελ. 53. 33. Θεοδοσιανός Κώδικας 16.10.1. 34. Πρόκειται για πρώιμο κτήριο, το οποίο είχε κτιστεί στη θέση που σήμερα ορθώνεται η βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. 35. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίχθηκε από το αυτοκρατορικό περιβάλλον και έγινε δεκτό από τους εκκλησιαστικούς φορείς που αγιοποίησαν τη μητέρα του αυτοκράτορα. Η σύγχρονη ιστορική επιστήμη έχει επανεξετάσει και αμφισβητήσει αρκετά από τα στοιχεία αυτά. Βλ. και Klein, H.A., “Constantin, Helena, and the Cult of the True Cross in Constantinople”, στο Durand, J. – Flusin, Β. (επιμ.), Byzance et les reliques du Christ (Paris 2004), σελ. 31-59. 36. Με την πάροδο του χρόνου ωστόσο ο Κωνσταντίνος έδειξε να επηρεάζεται από τη διδασκαλία του Αρείου, ενώ τα παιδιά του, και ιδιαίτερα ο Κωνστάντιος, φανέρωσαν εξαρχής κλίση προς τον αρειανισμό. Βλ. και Cameron, A., The Later Roman Empire, AD 284-430 (London 1993), σελ. 60-61. 37. Εκτός από τον αρειανισμό, τις συνόδους της εποχής απασχόλησαν ο δονατισμός, ο μοντανισμός, ο μαρκιονισμός και άλλα «αιρετικά» δόγματα, εναντίον των οποίων θεσπίστηκε και επίσημη κρατική νομοθεσία. |