Encyclopaedia of the Hellenic World, Constantinople FOUNDATION OF THE HELLENIC WORLD
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα AΑναζήτηση με το γράμμα BΑναζήτηση με το γράμμα CΑναζήτηση με το γράμμα DΑναζήτηση με το γράμμα EΑναζήτηση με το γράμμα FΑναζήτηση με το γράμμα GΑναζήτηση με το γράμμα HΑναζήτηση με το γράμμα IΑναζήτηση με το γράμμα JΑναζήτηση με το γράμμα KΑναζήτηση με το γράμμα LΑναζήτηση με το γράμμα MΑναζήτηση με το γράμμα NΑναζήτηση με το γράμμα OΑναζήτηση με το γράμμα PΑναζήτηση με το γράμμα QΑναζήτηση με το γράμμα RΑναζήτηση με το γράμμα SΑναζήτηση με το γράμμα TΑναζήτηση με το γράμμα UΑναζήτηση με το γράμμα VΑναζήτηση με το γράμμα WΑναζήτηση με το γράμμα XΑναζήτηση με το γράμμα YΑναζήτηση με το γράμμα Z

Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη

Author(s) : Δημητρούκας Ιωάννης (12/18/2007)

For citation: Δημητρούκας Ιωάννης, «Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη», 2007,
Encyclopaedia of the Hellenic World, Constantinople
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10835>

Συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη (10/26/2011 v.1) Craft guilds in Constantinople (10/26/2011 v.1) 

GLOSSARY

 

έπαρχος της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), ο
Το λειτούργημα αυτό προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό αξίωμα του praefectus urbi, το οποίο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Δεκεμβρίου 359. Πρόκειται για αξίωμα με ιδιαίτερο κύρος. Στη δικαιοδοσία του επάρχου υπάγονταν οι διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες που σχετίζονταν με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Τη διοικητική εξουσία του στην Πόλη την περιόριζε μόνο ο αυτοκράτορας.

κεράτιον / καράτι, το
(λατ. siliqua) Μονάδα βάρους στον μεσογειακό κόσμο η οποία βασιζόταν στον σπόρο του χαρουπιού (Ceratonia siliqua) και ζύγιζε 1/1728 της ρωμαϊκής λίτρας ή 0,189 γρ. Επειδή ο σόλιδος είχε βάρος 24 κεράτια, το κεράτι σημαίνει επίσης το 1/24 του καθαρού χρυσού, και ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται ως μονάδα καθαρότητας τους. (Grierson, MIET, 2007)

νόμισμα, το (βυζ.)
Όρος που δηλώνει κυρίως το χρυσό σόλιδο. Στα τέλη του 10ου αι. δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικές υποδιαιρέσεις, το βαρύτερο ιστάμενο και το ελαφρύτερο τεταρτηρό. Από το 1092 και εξής χρησιμοποιήθηκε ο όρος υπέρπυρο για το βαρύτερο νόμισμα, ενώ το ελαφρύτερο σταμάτησε να εκδίδεται. (Grierson, MIET, 2007)

 
 
 
 
 
 
 
 

Entry's identity

 
press image to open photo library
 

>>>