Μικρά Ασία (Βυζάντιο)

1. Εισαγωγή

Μετά την απώλεια των επαρχιών της Ανατολής, συνεπεία της μάχης στον Ιερομύακα (Yarmouk, το 636), καθώς και την εισβολή των Σλάβων και των Βουλγάρων στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων, η Μικρά Ασία αποτέλεσε την περιοχή-κλειδί για την εξασφάλιση της επιβίωσης της αυτοκρατορίας.

2. Οι Άραβες επιδιώκουν την κατάκτηση της Μικράς Ασίας

Έχοντας καταλάβει τη Συρία, οι Άραβες αμφισβήτησαν την κυριαρχία των Βυζαντινών στον Καύκασο και ιδιαίτερα στην Αρμενία. Τα στρατεύματά τους διέσχισαν πολλάκις το οροπέδιο της Ανατολίας είτε με στόχο να πολιορκήσουν την Κωνσταντινούπολη, είτε διείσδυαν σε βάθος με επιδρομές, που ορισμένες φορές τούς έφερναν μέχρι τις επαρχίες που γειτνίαζαν με την αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Πολλές φορές οι Άραβες επιχείρησαν να εδραιώσουν την παρουσία τους στο οροπέδιο, με την προσδοκία να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη και να την κάνουν πρωτεύουσά τους. Οι Βυζαντινοί απέφευγαν συστηματικά τη μάχη εκ του συστάδην, ενθυμούμενοι τις προηγούμενες ήττες τους, και καταλάμβαναν εκ νέου την περιοχή αμέσως μόλις την εγκατέλειπε ο αντίπαλος. Τα σύνορα ανάμεσα στην αυτοκρατορία και το χαλιφάτο των Ομεϊαδών δεν ήταν ακόμη παγιωμένα: Η Κιλικία στα νοτιοανατολικά και η Λαζική, καθώς και η οχυρή θέση της Θεοδοσιούπολης, που έλεγχε τους δρόμους οι οποίοι οδηγούσαν στην καρδιά της Ανατολίας, βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση. Η αποτυχία των Αράβων στην πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 678 έδωσε την ελπίδα στους Βυζαντινούς ότι θα επανακτούσαν το χαμένο έδαφος, εκμεταλλευόμενοι συγχρόνως τους εμφύλιους πολέμους στους κόλπους του χαλιφάτου. Όμως ο Ιουστινιανός Β΄ υπέστη σοβαρή ήττα στη Σεβαστούπολη, γεγονός που οδήγησε στην αναζωπύρωση των αραβικών επιθέσεων, οι οποίες κορυφώθηκαν με μια νέα πολιορκία της πρωτεύουσας στα 717-718. Οι μουσουλμάνοι υπέστησαν νέα μεγάλη ήττα, αλλά ο απολογισμός αυτής της εικοσιπενταετίας συγκρούσεων ήταν βαρύς για τους Βυζαντινούς: Η Αρμενία είχε χαθεί οριστικά, όπως και η Θεοδοσιούπολη και η Μελιτηνή, καθώς επίσης και η Κιλικία και η Ταρσός, όπου οι Άραβες έχτισαν ένα ισχυρό οχυρό. Ο Ταύρος και ο Αντίταυρος αποτελούσαν έκτοτε το σύνορο ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Αρκετές από τις επαρχίες που παρέμειναν στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά.1 Οι Άραβες είχαν έλθει στη Λυκία για να πάρουν την ξυλεία που χρειάζονταν για την κατασκευή του στόλου τους, και οι παράκτιες πόλεις της περιοχής παρέμειναν ερημωμένες από πληθυσμό τουλάχιστον μέχρι το 10ο αιώνα.2 Επίσης, στρατεύματα του χαλιφάτου είχαν επανειλημμένως καταλύσει στη Βιθυνία, το σιτοβολώνα της Κωνσταντινούπολης.

Γενικά, οι πόλεις που υπέστησαν καταστροφικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 7ου αιώνα από τις περσικές επιδρομές είχαν μετατραπεί σε κάστρα, οχυρά σχετικά μικρότερου μεγέθους, που αποτελούσαν έδρα των σημαντικών εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας, στρατηγών και επισκόπων. Οι περισσότεροι δρόμοι έπαψαν να συντηρούνται, εμποδίζοντας τις εμπορικές σχέσεις. Ο πληθυσμός της υπαίθρου επλήγη και από τις επιδρομές και τις συχνά ταυτόχρονες επιδημίες, αλλά οι χωρικοί λόγω της κινητικότητάς τους κατάφερναν να ξεφεύγουν από τον εχθρό. Στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε το ποσοστό του πληθυσμού που επέζησε, αλλά φαίνεται ότι ήταν αρκετός, ώστε να παρέχει άνδρες στα στρατεύματα των θεμάτων.3

3. Η Ανατολία εμπόλεμη ζώνη

Μετά το 718, η Μικρά Ασία εξακολούθησε να αποτελεί το στόχο των αραβικών επιδρομών, αλλά οι Αββασίδες που διαδέχτηκαν τους Ομεϊάδες παραιτήθηκαν από τα σχέδια για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και μετατόπισαν την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους στη Μεσοποταμία, ιδρύοντας τη Βαγδάτη το 762. Οι χαλίφηδες, επικεντρωμένοι στη διεξαγωγή ιερού πολέμου (djihad) ενάντια στους απίστους, εξακολούθησαν να εκστρατεύουν επί περίπου έναν αιώνα, σημειώνοντας κατά καιρούς μεγάλες επιτυχίες· όμως, από την εποχή των Ισαύρων, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν σε θέση να ανταποδώσουν τα πλήγματα. Το 740 τα στρατεύματα του συνόλου των θεμάτων, υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα Λέοντος Ε΄ και του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄, συνέτριψαν ένα μουσουλμανικό εκστρατευτικό σώμα κοντά στο Ακροϊνόν – η πρώτη θεαματική επιτυχία ενάντια στους εισβολείς. Την επόμενη χρονιά, ο Κωνσταντίνος Ε΄ προχώρησε μέχρι την περιοχή της Μελιτηνής και έφερε πίσω πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και ιακωβίτες χριστιανούς, τους οποίους εγκατέστησε σε εδάφη της αυτοκρατορίας. Έκτοτε, Βυζαντινοί και μουσουλμάνοι εναλλάσσονταν στις νίκες και στις ήττες. Το 838, ο χαλίφης αλ-Μουτασίμ ηγήθηκε ενός ισχυρού σώματος που νίκησε το στρατό του Θεοφίλου στη μάχη του Δαζιμώμος και κυρίευσε το Αμόριον, την πρωτεύουσα του θέματος Ανατολικών. Το 863, οι Βυζαντινοί υπό την ηγεσία του δομέστικου των σχολών Πετρωνά, θείου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, κατέστρεψαν το στρατό του εμίρη της Μελιτηνής, στερώντας από τους Άραβες μια πολύτιμη βάση επίθεσης. Στην πραγματικότητα, με την αποδυνάμωση του αββασιδικού χαλιφάτου από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα η ευθύνη για τη διεξαγωγή του ιερού πολέμου περιήλθε στους εμίρηδες των συνόρων, που ήταν εγκατεστημένοι στη Μελιτηνή, την Ταρσό ή το Χαλέπι.4

Οι κήρυκες μιας δυϊστικής αίρεσης, τους οποίους οι Βυζαντινοί ονόμαζαν παυλικιανούς, έβρισκαν σχετική απήχηση στον πληθυσμό, γεγονός που θορύβησε τις αρχές. Η πολιτική της καταστολής της αυτοκράτειρας Θεοδώρας προκάλεσε τη φυγή των πιο ένθερμων παυλικιανών σε μουσουλμανικό έδαφος, στην κοντινή περιοχή της Μελιτηνής. Οι παυλικιανοί σχημάτισαν ένα μικρό κράτος στρατιωτικού χαρακτήρα γύρω από το οχυρό της Τεφρικής και ενωμένοι με τους μουσουλμάνους διενεργούσαν επιχειρήσεις διεισδύοντας βαθιά στη βυζαντινά εδάφη. Χρειάστηκαν αρκετές εκστρατείες από την πλευρά της αυτοκρατορίας για να τους περιορίσουν. Όσοι επέζησαν, μεταφέρθηκαν στη Θράκη και από τη στρατολόγησή τους συγκροτήθηκε ένα τάγμα.5

Οι εμφύλιοι πόλεμοι κατάφεραν σε δύο φάσεις να φέρουν την ερήμωση στις ανατολικές επαρχίες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχτηκε επίθεση τον Ιούνιο του 742 από το γυναικάδελφό του Αρτάβασδο, ο οποίος πήρε με το μέρος του τα στρατεύματα της Θράκης, φθάνοντας έτσι χωρίς μάχη στις πύλες της πρωτεύουσας. Οι δύο αντίπαλοι αναζήτησαν διαδοχικά την υποστήριξη του Ομεϊάδη χαλίφη. Ο Κωνσταντίνος από την πλευρά του, με τη βοήθεια των στρατευμάτων των Ανατολικών και των Θρακησίων, νίκησε ύστερα από δύο προσπάθειες τον Αρτάβασδο και στη συνέχεια, το 743, το γιο του Νικήτα και προχώρησε στην πολιορκία της πρωτεύουσας έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει την υποστήριξη του ναυτικού θέματος Κιβυρραιωτών. Το Νοέμβριο του 744, πέτυχε την παράδοση της Κωνσταντινούπολης, που λιμοκτονούσε, βάζοντας τέλος σε έναν εμφύλιο πόλεμο που κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια. Η Μικρά Ασία διχάστηκε βαθιά άλλη μια φορά την εποχή της στάσης του Θωμά Σλάβου εναντίον του Μιχαήλ Β΄.6 Εντούτοις, μετά τα μέσα του 8ου αιώνα, η δημογραφική κατάσταση άλλαξε με το τέλος των μεγάλων επιδημιών της πανώλης. Η αργή ανάπτυξη7 χρειάστηκε αιώνες για να οδηγήσει στην πλήρη ανάκαμψη της παραγωγής και της οικονομίας, όμως η Βιθυνία και γενικότερα το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας γνώρισαν αρκετά γρήγορα νέα περίοδο ακμής, με τη βοήθεια μιας καλύτερης νομισματικήςκυκλοφορίας.8

4. Η βυζαντινή εξάπλωση

Στο γύρισμα από τον 9ο στο 10ο αιώνα, και έπειτα από μακρόχρονους αγώνες, η ισορροπία των δυνάμεων φαινόταν πλέον όλο και πιο καθαρά να ευνοεί τους Βυζαντινούς. Στη διάρκεια του τρίτου τέταρτου του 10ου αιώνα, την αντίσταση των Αράβων εμψύχωνε ο εμίρης του Χαλεπίου Sayf-ad-Dawla, ο οποίος κατάφερε, συγκεντρώνοντας εθελοντές για τον ιερό πόλεμο, να συγκροτήσει πολυάριθμο στρατό και να ανακτήσει τις δυνάμεις του, έως ότου υπέστη ήττα στα ορεινά περάσματα του Ταύρου. Οι Βυζαντινοί, υπό την καθοδήγηση λαμπρών στρατηγών, όπως ο Ιωάννης Κουρκούας, ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής, επανέκτησαν κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα τα μεγάλα οχυρά του ανατολικού τμήματος του θέματος των Ανατολικών, τη Μελιτηνή, οριστικά το 934, τη Θεοδοσιούπολη, στη συνέχεια την Ταρσό και τη Μοψουεστία, το 965, και τελικά, το 969, την Αντιόχεια, έδρα ενός πατριαρχείου που δε λειτουργούσε από το 640. Έπρεπε όμως να απωθήσουν τη στρατιωτική αντεπίθεση που διεξαγόταν από μια νέα μουσουλμανική δυναστεία, τους Φατιμίδες, οι οποίοι κατείχαν την Αίγυπτο από το 969. Η εξάπλωση συνεχίστηκε στο πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα, μέχρι τη στιγμή που η αυτοκρατορία προσάρτησε τα αρμενικά βασίλεια, κατ’ αρχάς αυτό των Ardzruni ή Artsruni, που έγινε το κατεπανάτο του Βασπουρακάν (ή Βαασπρακανία) γύρω από τη λίμνη Βαν, και στη συνέχεια εκείνο των Βαγρατιδών στο Άνιον το έτος 1045, που αποτέλεσε το θέμα της Μεγάλης Αρμενίας και της Ιβηρίας. Τα σύνορα μετακινήθηκαν αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα ανατολικά και περνούσαν από τον Τίγρη και τον Ευφράτη. Οι πόλεμοι είχαν οδηγήσει σε κατά τόπους πληθυσμιακή ερήμωση· πλήθος κατοίκων της Κιλικίας και της περιοχής της Αντιόχειας είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι και είχαν πουληθεί ως δούλοι, ενώ άλλοι είχαν διαφύγει της βυζαντινής προέλασης, για να βρουν καταφύγιο στα εδάφη που ανήκαν ακόμη στους μουσουλμάνους. Οι αυτοκράτορες, ειδικά ο Νικηφόρος Φωκάς, κάλεσαν τους χριστιανούς που ζούσαν υπό μουσουλμανική κυριαρχία, στην πλειονότητά τους ιακωβίτες που δεν αναγνώριζαν τη δικαιοδοσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και τους υποσχέθηκαν ελεύθερη λατρεία. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός δικτύου νέων επισκοπών και η άνθηση μοναστηριών όπου αναπτύχθηκε ο συριακός πολιτισμός. Η κατάκτηση της Αρμενίας οδήγησε σε δημογραφικές αναταραχές: Πλήθος Αρμενίων που είχαν καταταγεί στο βυζαντινό στρατό τοποθετήθηκαν στις φρουρές του δουκάτου της Αντιόχειας. Οι Αρμένιοι πρίγκιπες τοποθετήθηκαν με το αυλικό στρατιωτικό περιβάλλον τους στη Μικρά Ασία. Ο Σεναχηρείμ (Senacherim Artzrouni), πρώην πρίγκιπας του Βασπουρακάν, έγινε στρατηγός της Καππαδοκίας και ο Κακίκιος (Gagik), πρώην πρίγκιπας του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας, δεν ανέλαβε αμέσως επίσημα αξιώματα, αλλά υψηλούς τίτλους και εδάφη στην περιοχή της Σεβάστειας.

5. Η τουρκική εισβολή

Οι Τουρκομάνοι, τουρκικά φύλα, είχαν από καιρό εμφανιστεί στην Εγγύς Ανατολή. Οι στρατιωτικές αρετές τους είχαν τραβήξει την προσοχή των Αββασιδών χαλιφών, οι οποίοι πήραν στην υπηρεσία τους πολλούς από αυτούς. Αυτοί συμμετείχαν σε εκστρατείες εναντίον των Βυζαντινών. Έτσι, η μάχη του Δαζιμώνος το 838, που έφερε αντιμέτωπους τον αυτοκράτορα Θεόφιλο με το χαλίφη αλ-Μουτασίμ, μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη σημαντική αντιπαράθεση ανάμεσα στους Τουρκομάνους και τους Βυζαντινούς. Αρχικά η νίκη ήταν με το μέρος των Βυζαντινών, όμως ηττήθηκαν μετά την άφιξη των τουρκικών ενισχύσεων που επιτέθηκαν με τα βέλη τους στους Βυζαντινούς στρατιώτες· οι τελευταίοι γλίτωσαν την πανωλεθρία χάρη σε μια βροχή που χαλάρωσε τις χορδές των τουρκικών τόξων. Τον 11ο αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, σουνίτες που είχαν πρόσφατα εξισλαμιστεί, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία, κατέλαβαν το Ιράν και στη συνέχεια τη Μεσοποταμία, κι εγκαταστάθηκαν στη Βαγδάτη. Οι σουλτάνοι Toghrul Beg και στη συνέχεια ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν οραματίζονταν την επανένωση του μουσουλμανικού κόσμου υπό τη δική τους εξουσία. Ο βασικός τους αντίπαλος ήταν οι Φατιμίδες σιίτες του Καΐρου. Τα δε στρατεύματα των Σελτζούκων περιλάμβαναν τουρκομανικά φύλα που δεν είχαν ενσωματωθεί πλήρως στον τακτικό στρατό, ενώ οι σουλτάνοι τούς άφηναν να λεηλατούν τους γειτονικούς χριστιανικούς τόπους, την Αρμενία και τη Μικρά Ασία. Αυτοί οι Τουρκομάνοι έκαναν σύντομες ληστρικές επιδρομές, τις οποίες ο βυζαντινός στρατός δυσκολευόταν να αποκρούσει. Ωστόσο, όταν οι Βυζαντινοί στρατηγοί αναχαίτιζαν τα τουρκικά στρατεύματα, έφθαναν καμιά φορά στο σημείο να τα διαλύσουν. Η κυριότερη προσπάθεια αντίδρασης από τους Βυζαντινούς οργανώθηκε γύρω από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη, ο οποίος είχε εκλεγεί από τη βυζαντινή αριστοκρατία ως συναυτοκράτορας, για να απωθήσει τους Τούρκους. Το 1071, ο Ρωμανός Δ΄ ως επικεφαλής ισχυρού στρατού κινήθηκε ενάντια στους Τούρκους του Αλπ Αρσλάν, ο οποίος τότε διεξήγε εκστρατεία ενάντια στους Φατιμίδες. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν κοντά στο οχυρό του Μαντζικέρτ και ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε. Η Μικρά Ασία ήταν ευάλωτη στους Τούρκους όχι μόνο λόγω αυτής της ήττας, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, που έφερε αντιμέτωπους τους υποστηρικτές του Διογένη κι εκείνους της δυναστείας των Δουκών. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και των μετέπειτα εξεγέρσεων ενάντια στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, οι αντίπαλοι αναζήτησαν ενισχύσεις των δικών τους στρατευμάτων στα τουρκικά στρατιωτικά σώματα. Η κατάσταση αυτή εξηγεί την ταχύτητα της τουρκικής προέλασης. Έτσι, ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ένας διεκδικητής του θρόνου, τοποθέτησε τουρκική φρουρά μέσα στην πόλη της Νίκαιας, της οποίας οι ισχυρές επάλξεις θα μπορούσαν να αντισταθούν στις εφόδους των τουρκικών ορδών. Ο Μελισσηνός διαπραγματεύτηκε με τον Αλέξιο Κομνηνό και έλαβε τον υψηλό τίτλο του καίσαρα, αλλά η τουρκική φρουρά παρέμεινε στη Νίκαια και άρχισε να ενεργεί προς ίδιον όφελος.9 Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός ανέλαβε την εξουσία το 1081 και ασχολήθηκε με την απόκρουση της νορμανδικής εισβολής, χωρίς να επιχειρήσει καμία επίθεση στη Μικρά Ασία επί αρκετές δεκαετίες, αρκούμενος στο να απαγορεύσει στους Τούρκους να καταλάβουν τα νησιά και να αποκτήσουν πρόσβαση στο ναυτικό. Δεν υποστήριξε τους αξιωματικούς που αντιστέκονταν ακόμη κατά τόπους σε μια άνιση τουρκική πίεση, όπως ο Φιλαρέτος Βραχάμιος που κρατούσε την Αντιόχεια, την Έδεσσα, την Κιλικία και τη Μελιτηνή. Αντιθέτως, ο τελευταίος πιθανότατα έστειλε επικουρικά στρατεύματα στην Ευρώπη κι έχασε το Δεκέμβριο του 1084 την Αντιόχεια της Συρίας προς όφελος του Σουλεϊμάν, του Σελτζούκου πρίγκιπα που είχε εγκατασταθεί στη Νίκαια.

6. Η ανάκτηση του ελέγχου της Μικράς Ασίας

Την εποχή της Α΄ Σταυροφορίας, η Μικρά Ασία είχε σχεδόν ολοκληρωτικά χαθεί. Η κατάληψη της Νίκαιας από τους σταυροφόρους το 1097 και η νίκη τους στο Δορύλαιο επέτρεψαν στον Αλέξιο να ανακτήσει τον έλεγχο του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας και των παραλίων του Πόντου, απωθώντας τους Τούρκους στο οροπέδιο, όπου ίδρυσαν τη νέα πρωτεύουσά τους, στο Ικόνιο. Παρ’ όλα αυτά, το 1176 ο Μανουήλ Κομνηνός δεν κατόρθωσε να τους εκτοπίσει, βάζοντας τέλος σε οποιαδήποτε ελπίδα για επανένωση της Μικράς Ασίας υπό το αυτοκρατορικό σκήπτρο.

Οι περιοχές που καταλήφθηκαν προσωρινά από τους Τούρκους υπέστησαν άνισες καταστροφές: Η κοιλάδα του Μαιάνδρου και γενικότερα το θέμα των Θρακησίων φαίνεται ότι ήταν περιοχές που παρέμειναν ακμάζουσες, παρά τις σφαγές του πληθυσμού της Σμύρνης την εποχή της ανάκτησης. Απεναντίας, η περιοχή του Αδραμυττίου παρέμενε ερειπωμένη στην αρχή της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού. Ο αυτοκράτορας αυτός ενίσχυσε τον πληθυσμό, εγκαθιστώντας Σέρβους αιχμαλώτους στη Βιθυνία. Στα τέλη του 12ου αιώνα, όταν οι Τούρκοι πραγματοποιούσαν επιδρομές στην περιοχή, τη βρήκαν σε μεγάλη ακμή.10 Οι Βυζαντινοί είχαν καταφέρει να διασφαλίσουν τις πιο εύφορες αγροτικές γαίες. Το 1204, όταν μια μερίδα της βυζαντινής αριστοκρατίας αναζήτησε καταφύγιο στην περιοχή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, κατάφερε να αναδιοργανώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα βιώσιμο κράτος γύρω από το Θεόδωρο Λάσκαρι.

7. Η ύστατη αναλαμπή

Με την απομάκρυνση της απειλής της λατινικής κατοχής, η Μικρά Ασία γνώρισε αξιοσημείωτη άνθηση. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας είχε στην πραγματικότητα το κέντρο της κοντά στη Σμύρνη, στο Νυμφαίο, όπου ήταν εγκατεστημένοι ο αυτοκράτορας και η Αυλή, η οποία αποτελούνταν από εξόριστους Κωνσταντινουπολίτες και ντόπιες οικογένειες. Απαλλαγμένος από τη συντήρηση μιας αχανούς πρωτεύουσας, ο προϋπολογισμός ισοσκελιζόταν πιο εύκολα, χωρίς να απαιτείται η επιβολή υπερβολικών φόρων. Οι αριστοκράτες, ενθαρρυμένοι από τον Ιωάννη Βατάτζη, γαμπρό του Λασκάρεως, αξιοποιούσαν με περισσή φροντίδα την ακίνητη περιουσία τους, ακολουθώντας το παράδειγμα του αυτοκράτορα, ο οποίος καυχιόταν ότι είχε προσφέρει στη σύζυγό του ένα στέμμα με το εισόδημα από την πώληση των αυγών από τα κτήματά του. Η τύχη ευνόησε τους Βυζαντινούς. Το σελτζουκικό σουλτανάτο, που μετά το 1176 είχε επεκτείνει τα εδάφη του εις βάρος της αυτοκρατορίας, μέχρι τη Σινώπη (που κατελήφθη από τους Τούρκους το 1214) προς τη Μαύρη Θάλασσα και μέχρι την Αττάλεια (1207) προς τη Μεσόγειο, προσέκρουσε τώρα σε έναν τρομερό αντίπαλο από τα Ανατολικά, τους Μογγόλους, από τους οποίους υπέστη σοβαρή ήττα το 1243. Οι Σελτζούκοι ήταν αναγκασμένοι να αγοράζουν τα προς το ζην από τους Βυζαντινούς, γεγονός που πρόσφερε στους τελευταίους αξιόλογο πλούτο.11

8. Η πτώση

Το σχέδιο για την ανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης δίχαζε βαθιά την αριστοκρατία της Νίκαιας, διότι οι αυτόχθονες δεν επιθυμούσαν οι τοπικοί πόροι να διατεθούν για την άμυνα μιας τεράστιας πρωτεύουσας, τη στιγμή που η πίεση από τους Τουρκομάνους –που με τη σειρά τους πιέζονταν από τους Μογγόλους– γινόταν αισθητή στα ανατολικά σύνορα. Αυτός ο φόβος αποδείχθηκε δικαιολογημένος όταν ένας σφετεριστής, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ανέτρεψε τον εγγονό του Ιωάννη Βατάτζη, τον Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι, και στη συνέχεια ανακατέλαβε την Κωνσταντινουπόλη, όπου εγκαταστάθηκε. Απασχολημένος με τις επιθέσεις του Κάρολου Α΄ Ανδεγαυού (d’Anjou), ο Μιχαήλ Η΄ χρησιμοποίησε το στρατό για να υπερασπιστεί τις δυτικές επαρχίες και δεν έδωσε μεγάλο βάρος στην υπεράσπιση των μικρασιατικών επαρχιών, παρά την προσπάθεια ανέγερσης οχυρών στα σύνορα. Η στρατιωτική μεγαλοφυΐα του αυτοκράτορα επέτρεψε τη διατήρηση των βασικών θέσεων της αυτοκρατορίας, η μετριότητα όμως του γιου του, του Ανδρονίκου Β΄, ενέτεινε ακόμα περισσότερο την απαξίωση από πλευράς των πληθυσμών, που δε συγχωρούσαν στην νέα δυναστεία τον παραγκωνισμό των Λασκάρεων. Έτσι οι αρσενιάτες υποστήριξαν τον πατριάρχη Αρσένιο, που είχε καθαιρεθεί από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, και το σχίσμα διατηρήθηκε μέχρι το 1310.12

Ο Ανδρόνικος, που πλέον δε διέθετε μεγάλο στρατό, προσπαθούσε παρ’ όλα αυτά να διατηρήσει τις επαρχίες που ήταν αρκετά κοντά στην πρωτεύουσα. Αλλά κάθε φορά που κάποιο από τα απεσταλμένα στρατεύματα σημείωνε επιτυχίες, εκείνος υποψιαζόταν, όχι άδικα, τον επικεφαλής του για εξέγερση, όπως συνέβη στην περίπτωση του Αλεξίου Φιλανθρωπηνού ή του Ιωάννη Ταρχανιώτη. Το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια, μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα, όλων των εδαφών που συνέβαλλαν στην ευημερία της Νίκαιας. Διάφορα τουρκομανικά φύλα εγκαταστάθηκαν στις χαμένες επαρχίες. Ένα από τα λιγότερο σημαντικά, με επικεφαλής τον Οσμάν, εγκαταστάθηκε στον άνω Σαγγάριο, στο όριο της Βιθυνίας. Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να χειριστεί την κατάσταση σύμφωνα με τις παραδοσιακές μεθόδους της βυζαντινής διπλωματίας, στρέφοντας το ένα φύλο ενάντια στο άλλο. Αυτή η μέθοδος υπήρξε αναποτελεσματική, διότι, από τη στιγμή που κάποιος αρχηγός συμμαχούσε με τους Βυζαντινούς, έχανε αυτομάτως μέρος των πολεμιστών του, των γαζήδων, που τον ακολουθούσαν μόνο επειδή επιθυμούσαν να λαφυραγωγούν εις βάρος των γειτονικών χριστιανικών πληθυσμών. Εξάλλου, αυτή υπήρξε η δύναμη των Οσμανλήδων που εγκαταστάθηκαν στο όριο της Βιθυνίας, την οποία κυρίευσαν σε πείσμα μιας τελευταίας αντίδρασης του Ανδρονίκου Γ΄. Η Φιλαδέλφεια κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της μέχρι το 1390, σχηματίζοντας ένα είδος «ελληνικού εμιράτου». Οι χριστιανικές κοινότητες της Μικράς Ασίας γρήγορα αποδυναμώθηκαν, εκτός από τον Πόντο, όπου η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας διατήρησε την ανεξαρτησία της μέχρι το 1461.



1. Haldon, J. – Kennedy, H., “The Arab-Byzantine Frontier in the Eighth and Ninth Centuries: Military Organization and Society in the Borderlands”, Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta 19 (1980), σελ. 79-116.

2. Foss, C., “The Lycian Coast in the Byzantine Age”, Dumbarton Oaks Papers 48 (1994), σελ. 1-52.

3. Για τους μετασχηματισμούς του 7ου αιώνα, βλ. Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture (Cambridge 1990).

4. Για την κατάσταση των πληθυσμών της Μικράς Ασίας, βλ. Trombley, F., “War, society and popular religion in Byzantine Anatolia: 6th-13th centuries”, στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.), Η Βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.) (Αθήνα 1998), σελ. 97-139.

5. Lemerle, P., “L’histoire des Pauliciens d’Asie mineure d’après les sources grecques”, Travaux et Mémoires 5 (1973), σελ. 1-144, που περιλήφθηκε στο Lemerle P., Essais sur le monde byzantin (London 1980), αρ. 4· Garsoïan, N., “Byzantine Heresy, a re-interpretation”, Dumbarton Oaks Papers 25 (1971), σελ. 87-113.

6. Για τις στρατιωτικές εξεγέρσεις, βλ. Kaegi, W.E., Byzantine military unrest 471-843: an interpretation (Amsterdam 1981).

7. Ο W. Treadgold χρονολογεί αυτή τη μεταστροφή από την εποχή της Εικονομαχίας. Βλ. Treadgold, W., The Byzantine Revival: 780-842 (Stanford 1988).

8. Hendy, M., Studies in the Byzantine Monetary Economy, c. 300-c. 1450 (Cambridge 1985), σελ. 409-439.

9. Για τις εξεγέρσεις από το 963 έως το 1204, βλ. Cheynet J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Paris 1990).

10. Για την οικονομική ανάπτυξη επί Μακεδόνων και Κομνηνών, βλ. Harvey, A., Economic expansion in the Byzantine empire 900-1200 (Cambridge 1989).

11. Για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, βλ. Angold, M., A Byzantine Government in Exile: Government and Society under les Laskarids of Nicaea (1204-1261) (Oxford 1975).

12. Γουναρίδης, Π., Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310). Ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων (Αθήνα 1999).