Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ανδρόνικος ήταν δευτερότοκος γιος του Μιχαήλ Η΄ και της Θεοδώρας (πρωτότοκος ήταν ο Μανουήλ που πέθανε σε παιδική ηλικία)1 και γεννήθηκε το 1258. Ήδη το 1265 ανακηρύχθηκε συμβασιλέας του πατέρα του και το 1272 στέφθηκε συναυτοκράτορας και έλαβε ευρύτατες δικαιοδοσίες, μεγαλύτερες από οποιονδήποτε προηγούμενο συμβασιλέα.

Νυμφεύθηκε δύο φορές. Από τον πρώτο του γάμο με την πριγκίπισσα της Ουγγαρίας Άννα (το 1272), κόρη του Στέφανου Ε΄, απέκτησε δύο γιους, τον Μιχαήλ Θ΄ και τον Κωνσταντίνο. Από τον δεύτερο γάμο του με την Ειρήνη-Γιολάντα τη Μομφερρατική (το 1285) απέκτησε πέντε γιους –τον Ιωάννη, τον Θεόδωρο, τον Δημήτριο, τον Ισαάκιο και τον Βαρθολομαίο– και δύο κόρες, τη Σιμωνίδα και τη Θεοδώρα. Τρία από τα παιδιά του –η Θεοδώρα, ο Ισαάκιος και ο Βαρθολομαίος– πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Είχε επίσης και δύο εξώγαμες κόρες, τη Μαρία και τη Ειρήνη.

2. Αποτίμηση της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄

Η βασιλεία του Ανδρόνικου Β΄ ήταν μια από τις πιο μακροχρόνιες στη βυζαντινή ιστορία, όμως στην εποχή του το Βυζάντιο ήταν πλέον ένα μικρό κράτος που έφερε το βάρος του ένδοξου παρελθόντος, γεγονός το οποίο μείωνε κατά πολύ το πεδίο πολιτικής του δράσης.

Ο Ανδρόνικος Β΄ δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Αυτοκρατορία. Ήταν δε ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στον λαό της πρωτεύουσας, διότι συνειδητοποιούσε τη δύναμη και τη σημασία της εκεί κοινής γνώμης. Ο ίδιος δεν ήταν πολεμιστής και άνθρωπος της δράσης. Προτιμούσε να μένει στην Κωνσταντινούπολη και να συναναστρέφεται έναν στενό κύκλο λογίων αντί να συμμετέχει σε στρατιωτικές εκστρατείες. Ωστόσο, πολλές από τις απόψεις του, είτε αυτές αφορούσαν την εξωτερική πολιτική είτε την εσωτερική, έδειχναν παραδειγματική σύνεση κρατικού ηγέτη. Παρά τα πολυάριθμα λάθη που έκανε, είχε λάβει σημαντικά και ουσιαστικά μέτρα. Η αποτελεσματικότητα όμως των μέτρων αυτών περιοριζόταν λόγω της κατάστασης που επικρατούσε. Για το λόγο αυτό, η βασιλεία του θεωρείται συχνά η εποχή κατά την οποία άρχισαν να «διαλύονται οι ψευδαισθήσεις».

3. Πολιτική

3.1. Εκκλησιαστική πολιτική

Η εκκλησιαστική πολιτική του Ανδρόνικου Β΄ ήταν ριζικά διαφορετική από εκείνη του πατέρα του, καθώς ο Ανδρόνικος ήταν φανατικά ορθόδοξος και τελούσε υπό την επιρροή του πατριάρχη Αθανασίου Α΄ (1289-1293, 1304-1310). Ήδη με την άνοδό του στο θρόνο αποκήρυξε την ένωση των εκκλησιών που είχε αποφασιστεί στη Λυών το 1274, η οποία πάντως δεν ίσχυε στην πράξη, τουλάχιστον από την εποχή του Σικελικού Εσπερινού. Κατόρθωσε επίσης να θέσει τέρμα στις έριδες της εκκλησίας με την παράταξη των αρσενιατών το 1310.

Στη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β' η σημασία και η επιρροή της Εκκλησίας αυξήθηκε, κυρίως δε μεγάλωσε η επιρροή του μοναχισμού. Τα μοναστήρια, ιδιαίτερα του Αγίου Όρους, ζουν στα χρόνια αυτά τη χρυσή τους εποχή. Επιπλέον, με χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου τον Νοέμβριο του 1312 οι μονές του Άθω, οι οποίες μέχρι τότε υπάγονταν στον αυτοκράτορα, τίθενται υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

3.2. Εσωτερική πολιτική

Άμεση προτεραιότητα στην εσωτερική πολιτική του Ανδρόνικου Β΄ ήταν η αντιμετώπιση της σοβαρής οικονομικής κρίσης, η οποία εκφραζόταν με την υποτίμηση του βυζαντινού χρυσού νομίσματος, που περιείχε πλέον και μικρότερης αξίας μέταλλα. Στις αρχές του 14ου αιώνα, όταν η Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε νέες σοβαρές δυσκολίες, το υπέρπυρον έχασε το μισό της αρχικής του αξίας.2 Σε αυτή την εξαιρετικά δυσμενή οικονομική κατάσταση ο Ανδρόνικος Β΄ εφάρμοσε φορολογικές μεταρρυθμίσεις που αύξησαν τα έσοδα του κράτους στο ένα εκατομμύριο υπέρπυρα. Ταυτόχρονα, αυξήθηκαν και οι εισφορές σε είδος, καθώς το 1304 εφαρμόσθηκε νέος φόρος, το λεγόμενο «σιτόκριθον», υποχρεωτική εισφορά σε σιτάρι και κριθάρι. Παρ’ όλ’ αυτά η αυτοκρατορία παρέμενε σε άθλια οικονομική κατάσταση.

Υπερασπιζόμενος την ιδέα της ενιαίας αυτοκρατορίας, ο Ανδρόνικος Β΄ απέρριψε αποφασιστικά τα σχέδια της δεύτερης συζύγου του Ειρήνης της Μομφερρατικής για διαμελισμό του Βυζαντίου, γεγονός μετά το οποίο οι σύζυγοι στην πραγματικότητα χώρισαν, αφού η Ειρήνη μετέβη και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Ο Ανδρόνικος Β΄ προέβη επίσης σε σημαντική μεταρρύθμιση του δικονομικού συστήματος, καθιερώνοντας το 1296 το θεσμό των «καθολικών κριτών των Ρωμαίων». Σύμφωνα με αυτόν, δώδεκα ανώτεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες και λαϊκοί αξιωματούχοι με δικονομικές γνώσεις, αφού ορκίζονταν, αναλάμβαναν να δικάζουν αμερόληπτα και αδωροδόκητα, ακόμα και εάν επρόκειτο για τον ίδιο τον αυτοκράτορα.3 Αυτή η ιδέα δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, και έτσι ο εγγονός του αυτοκράτορα Ανδρόνικος Γ΄ προέβη το 1329 σε νέα μεταρρύθμιση του βυζαντινού ανώτατου δικαστικού οργάνου.

Ο Ανδρόνικος Β΄ ήταν ηγεμόνας που διέθετε εξαιρετικά υψηλή μόρφωση και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επιστήμες και τη λογοτεχνία. Εκλεκτοί λόγιοι, όπως ο Νικηφόρος Χούμνος, ο Θεόδωρος Μετοχίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ήταν στενοί του συνεργάτες και σύμβουλοι. Για το λόγο αυτόν θεωρείται τεράστια η συμβολή του στην πολιτιστική άνθηση της αυτοκρατορίας, γνωστή ως «Παλαιολόγεια αναγέννηση». Παρά την πολιτική παρακμή, η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε διεθνές πολιτιστικό κέντρο.

4. Εξωτερικές πολιτικές δυσχέρειες

Τα δραστικά μέτρα λιτότητας που εφήρμοσε ο Ανδρόνικος Β΄ για να μειώσει κάπως τις τεράστιες δαπάνες και να βελτιώσει την κατεστραμμένη οικονομία της αυτοκρατορίας έπληξαν σε μεγάλο βαθμό τον στρατό και ιδιαίτερα τον στόλο, τον οποίο ο αυτοκράτορας κατάργησε εντελώς με διάταγμα του 1284. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει ότι οι Λατίνοι δεν θα ήταν τόσο θρασείς απέναντι στους Βυζαντινούς, ούτε πάλι οι Οθωμανοί θα έβλεπαν ποτέ θαλασσινή άμμο αν ο βυζαντινός στόλος κυριαρχούσε όπως παλιά στη θάλασσα.4 Ο Ανδρόνικος μείωσε τόσο πολύ το πεζικό ώστε, όπως λέει ο ίδιος συγγραφέας, «προκαλούσε γέλωτα» και «θεωρούνταν ανύπαρκτος».5 Η στρατιωτική παρακμή του Βυζαντίου συνέβαλε στον υποβιβασμό της αυτοκρατορίας σε μικρή δύναμη που δεν μπορούσε να αντισταθεί στις πολύ ισχυρότερες δυνάμεις των Οθωμανών και των Σέρβων. Επιπλέον, μια σειρά εσωτερικών κρίσεων απέκλεισε και τη δυνατότητα να εφαρμοσθεί συνεπής πολιτική έναντι των πολυάριθμων εξωτερικών εχθρών.

Η παραμέληση των ανατολικών συνόρων, αισθητή ήδη από την παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας το 1261, είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Ανδρόνικος Β΄ δεν παρέβλεψε τον κίνδυνο που απειλούσε από τη Μικρά Ασία. Για το λόγο αυτόν, από το 1290 έως το 1293 ο αυτοκράτορας είχε εγκατασταθεί στην περιοχή αυτή, επιθυμώντας με την παρουσία του και με την ενίσχυση των υφιστάμενων οχυρώσεων να ενθαρρύνει τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν αποθαρρυνθεί από τις συνεχείς οθωμανικές επιδρομές και εγκατέλειπαν βαθμιαία την περιοχή της Μικράς Ασίας αναζητώντας καταφύγιο στις ευρωπαϊκές επαρχίες.6 Όμως, δεν κατόρθωσε να πετύχει πολλά. Περίπου το 1300 ολόκληρη η Μικρά Ασία, με εξαίρεση ορισμένες μεγάλες πόλεις, βρισκόταν υπό οθωμανική εξουσία. Εξίσου απέτυχε και η προσπάθεια να βελτιωθεί με τη βοήθεια των Αλανών η κατάσταση στην περιοχή. Η συμμετοχή της Καταλανικής Εταιρείας, αν και στην αρχή είχε κάποια αποτελέσματα, γρήγορα στράφηκε εναντίον του Βυζαντίου με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να περάσει μερικά δύσκολα χρόνια (1305-1309), όταν οι Καταλανοί είχαν λεηλατήσει και ερημώσει τις επαρχίες της Θράκης και της Μακεδονίας. Από την άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί, ιδιαίτερα μετά το 1318, άρχισαν πειρατικές επιθέσεις, τόσο εναντίον των βενετικών όσο και εναντίον των βυζαντινών κτήσεων στο Αιγαίο. Μάλιστα το 1326 κατέλαβαν τη σημαντικότερη πόλη της Βιθυνίας, την Προύσα, και το 1327 το Λοπάδιο. Η βυζαντινή παρουσία στη Μικρά Ασία ήταν πλέον μόνο συμβολική.

Το Βυζάντιο είχε όμως πολλές δυσκολίες και στις σχέσεις του με τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες. Ενώ ο Μιχαήλ Η΄ προσπάθησε να μην επιτρέψει ούτε στους Γενουάτες ούτε στους Βενετούς να αποκτήσουν μεγάλη επιρροή, ο Ανδρόνικος Β΄ μονόπλευρα και ανεπιφύλακτα στηρίχθηκε στη Γένουα. Με την αύξηση, όμως, της δύναμης της Γένουας εντάθηκε και ο παλιός ανταγωνισμός της με τη Βενετία. Στον πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ τους το 1294 αναμείχθηκε και το Βυζάντιο, όπου υπέστη μόνο απώλειες και ταπεινώσεις. Ο Γενουάτης Βενέδικτος Ζακαρία, κύριος της Φώκαιας και των πλούσιων ορυχείων της, κατέλαβε το 1304 τη βυζαντινή Χίο.

Στη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου, η σερβική προέλαση προς το νότο και η κατάληψη μεγάλων βυζαντινών εδαφών εισέρχεται σε αποφασιστική φάση. Οι Σέρβοι, αφού κατέλαβαν το 1282 τα Σκόπια και τμήματα της Μακεδονίας, στη συνέχεια προχώρησαν σε συγκρούσεις που προσέλαβαν χαρακτηριστικά συνοριακών αψιμαχιών, όμως με μια σταδιακή μετάθεση των συνόρων προς το νότο. Η αποτυχία της βυζαντινής αντεπίθεσης το 1297 ανάγκασε τον αυτοκράτορα να αρχίσει διαπραγματεύσεις, οι οποίες έληξαν το 1299 με τη σύναψη ειρήνης και το γάμο του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Uroš Β΄ Μιλούτιν με τη μικρή κόρη του αυτοκράτορα Σιμωνίδα. Ως προίκα δόθηκαν στους Σέρβους οι κατακτημένες περιοχές πάνω από τη γραμμή Αχρίδα-Πρίλαπος-Στύπειο (Štip). Στον πολιτιστικό τομέα, όμως, επακολούθησε περίοδος εκβυζαντινισμού της Σερβίας.

Τα ελληνικά αυτόνομα κρατίδια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας έφθιναν γρηγορότερα απ’ ό,τι το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα ο Ανδρόνικος Β΄ να σημειώσει κάποιες επιτυχίες στην περιοχή αυτή. Τα στρατεύματά του κατόρθωσαν να καταλάβουν το Δυρράχιο στις αρχές του 1296 και έτσι η αυτοκρατορία εμφανίσθηκε πάλι στις ακτές της Αδριατικής, όμως για σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς οι Σέρβοι κατόρθωσαν να το αποσπάσουν. Ο αυτοκράτορας μπόρεσε επίσης να εξασφαλίσει στην Ήπειρο, μετά το θάνατο του δεσπότη Νικηφόρου Α΄ (το 1296), την επικράτηση της φιλοβυζαντινής παράταξης, με την επικράτηση της πριγκίπισσας Άννας, που ανέλαβε την αντιβασιλεία της Ηπείρου.

5. Εμφύλιος πόλεμος (1321-1328)

Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Ανδρόνικου Β΄ και του εγγονού του Ανδρόνικου Γ΄, ο οποίος ξέσπασε σε μεγάλο βαθμό για προσωπικούς λόγους, ήταν σύγκρουση της παλαιάς και της νέας γενιάς και αποτέλεσε την αρχή της εποχής των εμφύλιων πολέμων οι οποίοι σημάδεψαν τον 14ο αιώνα στο Βυζάντιο. Η σύγκρουση ξέσπασε μετά το Πάσχα του 1321 και έληξε με τη συνθηκολόγηση του αυτοκράτορα και την παραχώρηση στον Ανδρόνικο Γ΄ των περιοχών της Θράκης από τη Χριστούπολη μέχρι τις ακτές κοντά στην Κωνσταντινούπολη, τις οποίες θα διοικούσε ως αυτοκράτορας. Ο Ανδρόνικος Β΄ διατήρησε την πρωτεύουσα και την περιοχή δυτικά της Χριστούπολης, μαζί με τα νησιά του Αιγαίου, καθώς και το δικαίωμα να ασκεί την εξωτερική πολιτική. Το 1322, ωστόσο, ξέσπασε νέα σύγκρουση, όταν ο στρατηγός του Ανδρόνικου Γ' Συργιάννης τάχθηκε στο πλευρό του Ανδρόνικου Β΄. Ακολούθησαν μερικά χρόνια ηρεμίας, διάστημα κατά το οποίο ο γηραιός αυτοκράτορας αφοσιώθηκε στην εξωτερική πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του ιδιαίτερα στις σχέσεις με τη Δύση.

Στην τρίτη, αποφασιστική φάση του εμφύλιου πολέμου (1327-1328), στην οποία αναμείχθηκαν και τα νοτιοσλαβικά κράτη, όταν οι Σέρβοι τάχθηκαν στο πλευρό του γηραιού και οι Βούλγαροι του νεαρού αυτοκράτορα, νικητής αναδείχθηκε ο Ανδρόνικος Γ΄. Ο παππούς του Ανδρόνικος Β΄ παραιτήθηκε από το θρόνο τον Μάιο του 1328. Ήταν ήδη, βέβαια, προχωρημένης ηλικίας και αντιμετώπιζε προβλήματα με την όρασή του. Όταν ο νεαρός αυτοκράτορας αρρώστησε, τον Ιανουάριο του 1330, οι συνεργάτες του ανάγκασαν τον γηραιό Ανδρόνικο Β΄ να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα και να παραιτηθεί γραπτώς από το θρόνο.7 Σε σύντομο χρονικό διάστημα, λησμονημένος απ’ όλους, πέθανε τη νύχτα μεταξύ 12ης και 13ης Φεβρουαρίου του 1332, ως μοναχός Αντώνιος. Κηδεύτηκε στη Μονή Λιβός, (Fenari Isa Camii) στην Κωνσταντινούπολη.



1. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, ed. Failler, A., τομ. I (Paris 1984), σελ. 247.

2. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, ed. Failler, A., τομ. IΙΙ (Paris 1999), σελ. 539-541.

3. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, ed. Failler, A., τομ. IΙΙ (Paris 1999), σελ. 263.

4. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, ed. Bekker, I. – Schopen, L., τομ. Ι (Bonn 1829), σελ. 209.

5. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, ed. Bekker, I. – Schopen, L. τομ. Ι (Bonn 1829), σελ. 233, 158.

6. Laiou, A., Constantinople and the Latins. The Foreign Policy of Andronicus II, 1282-1328 (Cambridge Mass. 1972), σελ. 76-84.

7. Voordeckers, E., “A propos de la renonciation au thrône ďAndronic III Paléologue en 1330”, Revue des études byzantines 26 (1968), σελ. 185-188.