Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Θεόδωρος, μοναδικός γιος του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, γεννήθηκε το 1222, το έτος που ο πατέρας του αναγορεύθηκε αυτοκράτορας.1 Η μητέρα του Ειρήνη ήταν κόρη του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως. Κατά τα παιδικά του χρόνια διέμενε στη στρατιωτική έδρα της αυτοκρατορίας Νυμφαίο (σήμερα Nif, Kemalpasa). Έπασχε από κληρονομική επιληψία οξείας μορφής, η οποία είχε εκδηλωθεί από μικρή ηλικία, γεγονός που συνέβαλε κατά πολύ στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Σύμφωνα δε με τις πηγές, ο Θεόδωρος ήταν νευρικός, οξύθυμος, αλλά παράλληλα συναισθηματικός, ενώ τον διέκρινε αγάπη προς την ανάγνωση και τη μελέτη.

Κατά την εποχή της ήπιας μορφής της ασθένειάς του ασχολήθηκε συστηματικά με τα γράμματα και την πολεμική τέχνη. Την ανατροφή του την ανέλαβε η μητέρα του, ενώ για την παιδεία του φρόντισε ο αυτοκράτορας. Υπό την καθοδήγηση του λόγιου
Νικηφόρου Βλεμμύδη –πιθανόν συμπληρωματικά και επικουρικά– και επίσημα του Γεωργίου Ακροπολίτη2 ο Θεόδωρος έλαβε αξιόλογη μόρφωση και απέκτησε βαθιές γνώσεις τόσο στις θετικές επιστήμες όσο και στον τομέα της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Τις σπουδές του τις ολοκλήρωσε σχετικά νωρίς, πιθανόν περί τα τέλη της δεκαετίας του 1230. Το 1233, σε ηλικία 11 ετών, αρραβωνιάστηκε την εννιάχρονη κόρη του τσάρου της Βουλγαρίας Ιωάννη Β΄ Ασάν, Ελένη, στο πλαίσιο της προσέγγισης των δύο κρατών που σκοπό είχε τη συγκρότηση αντιλατινικής συμμαχίας. Ο γάμος τελέστηκε στη Λάμψακο την άνοιξη του 1235 μετά την υπογραφή της σχετικής διακρατικής συμφωνίας. Η νεαρή σύζυγος τέθηκε υπό τη φροντίδα της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Από την Ελένη ο Θεόδωρος απέκτησε πέντε παιδιά: τον Ιωάννη –μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι–, την Ειρήνη,3 τη Μαρία,4 τη Θεοδώρα5 και την Ευδοκία.6 Πριν από το 1254 η Ελένη πέθανε, γεγονός που συγκλόνισε βαθύτατα το σύζυγό της.7

Από νεαρή ηλικία ο Θεόδωρος ενεπλάκη ενεργά στις κρατικές υποθέσεις. Το 1238 και αργότερα το 1241 κατά τη διάρκεια εκστρατειών στην Ευρώπη ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης εμπιστεύτηκε τη διοίκηση του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας στο γιο του, διορίζοντάς τον αναπληρωτή, πιθανόν, αντιβασιλέα και κατ’ επέκταση συμβασιλέα.8 Παρότι δεν έλαβε μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, φαίνεται ότι ο Θεόδωρος υπήρξε αγαπητός στο στρατό και τους κύκλους της αριστοκρατίας.

Μετά το θάνατο του πατέρα του στις 3 Νοεμβρίου 1254 ο Θεόδωρος, σε ηλικία 32 ετών, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας με το οικογενειακό όνομα της μητέρας του, Λάσκαρις. Σύμφωνα με το έθιμο, η αναγόρευση έγινε σε ασπίδα ενώπιον του στρατού και παρουσία της συγκλήτου. Η στέψη αναβλήθηκε έως το 1255, μέχρι την εκλογή του νέου Πατριάρχη
Αρσενίου Αυτωρειανού.

Ως αυτοκράτορας ο λόγιος Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αποδείχθηκε άνθρωπος της δράσης με σπουδαίες διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες. Κατά την τετραετή βασιλεία του προέβη σε σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων που στόχο είχαν τη μείωση του ρόλου των αριστοκρατικών οικογενειών. Είχε επίγνωση της σημασίας του αυτοκρατορικού αξιώματος και διοικούσε προσωπικά το κράτος. Παρά το βαθύ θρησκευτικό του αίσθημα, δεν επέτρεπε τη συμμετοχή του κλήρου στις κρατικές υποθέσεις και δε δίστασε να επιχειρήσει την προώθηση πολιτικών σκοπιμοτήτων μέσω της Εκκλησίας. Επηρεασμένος από τις ιδέες της εποχής, που ανάγλυφα διατυπώθηκαν κυρίως στα έργα του Βλεμμύδη, φιλοδοξούσε να ενσαρκώσει το ιδεώδες του βασιλιά-φιλοσόφου.

Το καλοκαίρι του 1258 η υγεία του Θεοδώρου Β΄ επιδεινώθηκε ραγδαία. Λίγες μέρες πριν από το θάνατό του έλαβε το μοναχικό σχήμα διατηρώντας το όνομα Θεόδωρος. Στις 16 Αυγούστου 1258, έπειτα από αλλεπάλληλες επιληπτικές κρίσεις, ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις πέθανε στο Νυμφαίο και ετάφη στη μονή των Σωσάνδρων στην περιοχή της Μαγνησίας, όπως και ο πατέρας του Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης.
9

Πριν από το θάνατό του ο Θεόδωρος Β΄, ανήσυχος για το μέλλον του οκτάχρονου γιου του, διόρισε τον επιστήθιο φίλο του και ανώτατο αξιωματούχο Γεώργιο Μουζάλωνα και τον Πατριάρχη Αρσένιο αντιβασιλείς μέχρι την ενηλικίωση του Ιωάννη. Οι φόβοι του για την αντίδραση των αριστοκρατικών οικογενειών, συσπειρωμένων γύρω από το Μιχαήλ Παλαιολόγο, σύντομα επιβεβαιώθηκαν. Οι αδελφοί Μουζάλωνες δολοφονήθηκαν, ο Μιχαήλ (Η΄) Παλαιολόγος ανήλθε στο θρόνο, ο Αρσένιος απομακρύνθηκε από το αξίωμα του Πατριάρχη, ενώ αργότερα ο Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις φυλακίστηκε και τυφλώθηκε.

2. Εξωτερική πολιτική

Κατά τη σύντομη βασιλεία του ο Θεόδωρος Β΄ προσπάθησε να συνεχίσει την εξωτερική πολιτική του πατέρα του. Παρότι δε σημειώθηκαν ουσιαστικές αλλαγές στο χώρο, οι οποίες να οδηγήσουν τους Βυζαντινούς πλησιέστερα στο στόχο τους, την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κατόρθωσε να διατηρήσει το status quo απέναντι στους αντιπάλους της, που μετά το θάνατο του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη επιχείρησαν νέες επιθέσεις και διεκδικήσεις. Βασικές επιτυχίες του Θεοδώρου Β΄ υπήρξαν η σύναψη συνθήκης ειρήνης με το σουλτάνο του Ικονίου İzzedin Kaykauş B' (1246-1257), καθώς επίσης η διασφάλιση εκ νέου της εξουσίας επί των ευρωπαϊκών κτήσεων εις βάρος της Βουλγαρίας και του κράτους της Ηπείρου.

2.1. Πόλεμος με τους Βούλγαρους

Οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις είχαν στόχο την απώθηση των στρατευμάτων του Βούλγαρου τσάρου και γυναικάδελφου του Θεοδώρου Β΄, Μιχαήλ Ασάν (1246-1256), ο οποίος τον Ιανουάριο του 1255 πέρασε τον ποταμό Έβρο, το νότιο σύνορο του βασιλείου του, και γρήγορα κατέλαβε μεγάλες περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας. Ο Θεόδωρος Β΄ μετακάλεσε τους θείους του από την πλευρά της μητέρας του, οι οποίοι βρίσκονταν επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη στην εξορία, και συγκάλεσε συμβούλιο επί του πρακτέου. Με την υποστήριξη κυρίως του μεγάλου δομέστικου Γεωργίου Μουζάλωνα ο αυτοκράτορας κινήθηκε αμέσως προς βορράν και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να νικήσει τα βουλγαρικά στρατεύματα. Επανήλθε στην περιοχή το Μάιο του 1256, οπότε ο Βούλγαρος τσάρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να συνάψει συνθήκη ειρήνης με ευνοϊκούς για τη Νίκαια όρους, παραχωρώντας τις πόλεις Πρίλαπο, Βελεσά, Δίβρα και Τζέπαινα. Ο κίνδυνος από τους Βούλγαρους ελαττώθηκε μετά το θάνατο του Μιχαήλ Ασάν και κατά τη διάρκεια των εσωτερικών αναταραχών. Οι σχέσεις Νίκαιας - Βουλγαρίας εξομαλύνθηκαν τελικά μετά την άνοδο στο βουλγαρικό θρόνο του σερβικής καταγωγής αριστοκράτη Κωνσταντίνου Tich (Τίχου ή Τοίχου) (1257-1277), ο οποίος πήρε σύζυγο την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Ειρήνη.

2.2. Σχέσεις με το κράτος της Ηπείρου

Στο κράτος της Ηπείρου ο δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Δούκας (1231-1271), παρακολουθώντας τις πρώτες επιτυχίες των Βουλγάρων στις αρχές του 1255, άρχισε να σχεδιάζει επίθεση εναντίον των βαλκανικών εδαφών της Νίκαιας και προέβη σε προτάσεις συμμαχίας προς τους Αλβανούς και το βασιλιά της Σερβίας Στέφανο Ούρεσι Α΄ (Uroš) (1243-1276). Ο Θεόδωρος Β΄ ενήργησε αμέσως και, αφού επικύρωσε τα προνόμια των Αλβανών, τα οποία είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Ιωάννης Γ΄, ματαίωσε το ενδεχόμενο συμμαχίας εναντίον του. Μετά την ανεπιτυχή για τους Βούλγαρους έκβαση των πολέμων με το Θεόδωρο Β΄, ο Μιχαήλ Β΄ θεώρησε σκόπιμο να διατηρήσει την ειρήνη με τη Νίκαια. Η αναθέρμανση των σχέσεων επισφραγίστηκε τον Οκτώβριο του 1256 στη Θεσσαλονίκη με το γάμο του Νικηφόρου, γιου του Μιχαήλ Β΄, με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Μαρία. Η ειρήνη όμως δεν έμελλε να διαρκέσει. Κατά τις διαπραγματεύσεις ο Θεόδωρος Β΄, κρατώντας ουσιαστικά ομήρους το γιο του Μιχαήλ Β΄ Νικηφόρο και τη σύζυγό του Θεοδώρα, επέβαλε εκβιαστικούς όρους και ζήτησε ως επικύρωση του γάμου και της συμμαχίας την παράδοση του Δυρραχίου και του μακεδονικού οχυρού των Σερβίων. Στη συνέχεια ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, φοβούμενος εσωτερικές αναταραχές μετά την αυτομολία του Μιχαήλ Παλαιολόγου στο Ικόνιο, αναχώρησε εσπευσμένα για τη Νίκαια. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο ελληνικών κρατών οξύνθηκαν. Η αντιπαράθεση των δυνάμεων εξελίχθηκε κατά το 1257 σε ένα σκληρό και αμφίρροπο πόλεμο. Ο Μιχαήλ Β΄ προώθησε τα σχέδιά του για συμμαχία κατά της Νίκαιας. Με τη βοήθεια των Αλβανών και τη συμπαράσταση των Σέρβων απώθησε τις στρατιωτικές δυνάμεις του Θεοδώρου Β΄ από την Αλβανία και τη Μακεδονία και κατέλαβε την Καστοριά και τη Βέροια. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του γενικού διοικητή της Μακεδονίας Γεωργίου Ακροπολίτη. Ο ίδιος πολιορκήθηκε στον Πρίλαπο και οδηγήθηκε τελικά αιχμάλωτος στην Άρτα. Με εντολή του αυτοκράτορα στην περιοχή μετέβη με ολιγάριθμο στράτευμα ο Ιωάννης Παλαιολόγος, αδελφός του μεγάλου κοντόσταυλου Μιχαήλ Παλαιολόγου. Ο ικανότερος Βυζαντινός στρατηγός όμως δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τις δυνάμεις του Μιχαήλ Β΄, που φαινόταν πλέον να αποβλέπει στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης, όπου διέμενε η βυζαντινή φρουρά υπό τη διοίκηση του θείου του Θεοδώρου Β΄, Μιχαήλ Λασκάρεως. Οι αποτυχίες στο δυτικό μέτωπο οδήγησαν το Βυζαντινό αυτοκράτορα σε απελπισία. Διαταραγμένος και βαριά άρρωστος, ο Θεόδωρος Β΄ κατέκρινε για τις απώλειες τους στρατιωτικούς αρχηγούς και προέβη σε σειρά ακραίων μέτρων εις βάρος τους. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος φυλακίστηκε χωρίς δίκη, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος φυλακίστηκε και ο γιος του Κωνσταντίνος τυφλώθηκε ενώ ο έμπιστος συνεργάτης και δάσκαλος του Θεόδωρου Β΄ Γεώργιος Ακροπολίτης μαστιγώθηκε. Οι σκληρές αυτές συνθήκες οδήγησαν πολλούς αξιωματικούς να αυτομολήσουν στο στρατό του Μιχαήλ Β΄ Δούκα. Απελπισμένος ο Θεόδωρος Β΄ δε δίστασε να ζητήσει από τον Πατριάρχη Αρσένιο να αφορίσει ολόκληρο το κράτος της Ηπείρου, πράξη η οποία θα απειλούσε σοβαρά την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο αφορισμός ωστόσο ανακλήθηκε χάρη στην παρέμβαση του Νικηφόρου Βλεμμύδη.

2.3. Ενωτική πολιτική

Στο πλαίσιο της προσπάθειας να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης ο νέος αυτοκράτορας, αν και επιφυλακτικός, συνέχισε την ενωτική πολιτική του πατέρα του. Οι διαπραγματεύσεις με τον πάπα Αλέξανδρο Δ' (1254-1261) το 1256 απέβησαν άκαρπες καθώς ο Θεόδωρος Β΄ δεν εμφανίστηκε πρόθυμος για υποχωρήσεις και συμβιβασμούς και απέρριψε κάθε συζήτηση για την υποταγή της ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρώμη. Αυταρχικός στις απόψεις του, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θεωρούσε ότι μόνο μια σύνοδος θα μπορούσε να αποφασίσει πάνω στα ζητήματα που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες και ότι ο ίδιος ως κριτής θα έπρεπε να αναλάβει την επίλυση των ενδεχόμενων διαφορών και να εκφέρει την τελική κρίση.

Οι σημαντικές επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και η εδραίωση της θέσης της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί Θεοδώρου Β΄ στη διεθνή πολιτική σκηνή κατέστησαν πλέον περιττή τη συμπαράσταση της Ρώμης στον αγώνα για την Κωνσταντινούπολη.

2.4. Σχέσεις με το σουλτανάτο του Ικονίου

Σοβαρές επιπλοκές δημιούργησε η αυτομολία το 1255 του Μιχαήλ Παλαιολόγου στο σελτζουκικό κράτος του Ικονίου. Ο μέγας κοντόσταυλος και διοικητής της Βιθυνίας λόγω της δυσμένειας που επιδείκνυε ο αυτοκράτορας προς το πρόσωπό του κατέφυγε στο Ικόνιο, όπου έτυχε υποστήριξης από την πλευρά του σουλτάνου Kaykauş Β΄ στις αξιώσεις του για το βυζαντινό θρόνο. Την ίδια όμως εποχή ο σουλτάνος απειλήθηκε από επιδρομές των Μογγόλων (Τατάρων) και ζήτησε τη βοήθεια της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος Β΄ έσπευσε προς τις Σάρδεις, όπου είχε καταφύγει ο σουλτάνος, και στρατοπέδευσε. Παραχώρησε στους Σελτζούκους ένα απόσπασμα για ενίσχυση και έλαβε τη Λαοδίκεια, στην οποία εγκαταστάθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα η βυζαντινή φρουρά. Στη συνέχεια ο Θεόδωρος Β΄ και ο Kaykauş Β΄ συνήψαν συνθήκη ειρήνης (1256), ενώ ο Μιχαήλ Παλαιόλογος, δηλώνοντας μετάνοια και πίστη στον αυτοκράτορα, επέστρεψε στη Νίκαια. Την ίδια εποχή οι Βυζαντινοί δέχθηκαν μία αντιπροσωπεία των Μογγόλων, φροντίζοντας να επιδείξουν πλούτο και δύναμη με σκοπό να τους πείσουν για την ακαταμάχητη δύναμη της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας.

3. Εσωτερική πολιτική

Αξιόλογο υπήρξε το έργο του νέου αυτοκράτορα στο χώρο της εσωτερικής πολιτικής. Ως προς την οργάνωση και τις δομές του κράτους συνέχισε γενικά την πολιτική των προκατόχων του, ενσωματώνοντας στο διοικητικό σύστημα τα εδάφη που προσάρτησε. Με απώτερο σκοπό όμως την εδραίωση της αυτοκρατορίας με βάση τις ντόπιες μικρασιατικές δυνάμεις, ο Θεόδωρος Β΄ προχώρησε σε σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που περιόριζαν την αυξανόμενη δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων και αριστοκρατών κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, στη δύναμη των οποίων είχε στηριχθεί ο πατέρας του. Ανέβασε στα υψηλά διοικητικά αξιώματα ικανούς ανθρώπους ανεξαρτήτως της καταγωγής τους. Εύγλωττο παράδειγμα για την επιθυμία του αυτοκράτορα να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στενών και έμπιστων συνεργατών αποτελεί ο Γεώργιος Μουζάλων. Ο ταπεινής καταγωγής παιδικός φίλος του Θεοδώρου το 1255 αναδείχθηκε στην κορυφή της αυλικής ιεραρχίας και, λαμβάνοντας αρχικά ένα συνδυασμό τίτλων (πρωτοβεστιάριος, πρωτοσεβαστός και μέγας στρατοπεδάρχης), ανήλθε στη συνέχεια στο αξίωμα του μεγάλου δομέστικου. Πιθανόν θέλοντας να εξασφαλίσει ευρεία υποστήριξη και αποδοχή της πολιτικής του ο Θεόδωρος Β΄ επέτρεψε την επιστροφή των εξορισθέντων συγγενών του από την πλευρά της μητέρας του και τους απένειμε σημαντικά διοικητικά αξιώματα.

Στις άμεσες προτεραιότητες του αυτοκράτορα τέθηκε η μεταρρύθμιση του στρατού. Ο αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ του εξοπλισμού ενός αμιγώς βυζαντινού στρατού και εναντίον των μισθοφόρων, κυρίως των Λατίνων, οι οποίοι συνεργάζονταν με την αριστοκρατία. Ο Θεόδωρος Β΄, ίσως ο μόνος αυτοκράτορας που επιχείρησε μια τέτοιου είδους μεταρρύθμιση, πίστευε ότι η συγκρότηση ενός τέτοιου στρατού θα έφερνε καλύτερα αποτελέσματα στην υπεράσπιση των πάτριων εδαφών και θα εξασφάλιζε
σημαντικά οικονομικά οφέλη, καθώς η συντήρηση των μισθοφόρων απέβαινε δαπανηρή για τον κρατικό προϋπολογισμό. Χαρακτηριστική παραμένει η αναφορά του σε μία επιστολή ότι ο στρατός, τον οποίο οργάνωσε, ήταν «πόλις κινούμενη με αποστολή να φυλάσσει τις παλαιές ελληνίδας πόλεις». Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι επί βασιλείας του παρατηρείται παρουσία και Τούρκων μισθοφόρων στα βυζαντινά στρατεύματα.

Ιδιαίτερα αυταρχικός εμφανίστηκε ο Θεόδωρος Β΄ και στις σχέσεις του με την Εκκλησία. Το 1255 η σύνοδος είχε εκλέξει παμψηφεί Πατριάρχη το Νικηφόρο Βλεμμύδη. Μετά την άρνηση όμως του Βλεμμύδη να δεχθεί την εκλογή, ο αυτοκράτορας με συνοπτικές διαδικασίες ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο τον άγνωστο έως τότε απλό μοναχό Αρσένιο Αυτωρειανό, που αποδείχθηκε υπάκουος στις αυτοκρατορικές επιθυμίες και ως εγγυητής της νομιμότητας της δυναστείας των Λασκάρεων συγκρούστηκε στη συνέχεια με το σφετεριστή Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Ο Θεόδωρος Β΄ δε δίστασε επίσης να επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία για την προώθηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Το 1257 επέβαλε στον Πατριάρχη Αρσένιο να αφορίσει τον αντίπαλό του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου και όλο το λαό του. Η αντίδραση όμως του κλήρου και η προσωπική παρέμβαση του δασκάλου του αυτοκράτορα, Ν. Βλεμμύδη, οδήγησαν στην ανάκληση του μέτρου.

Η σκληρή συνολικά πολιτική του Θεοδώρου Β΄ προκάλεσε δυσαρέσκεια και αντιδράσεις στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι εξόριστοι στη Νίκαια λόγιοι της Κωνσταντινούπολης αντιλαμβάνονταν την εσωτερική πολιτική ως αποτυχημένη. Η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στις παραδοσιακά αριστοκρατικές οικογένειες σκλήρυνε ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησής του. Ο ανταγωνισμός μεταξύ του αυτοκράτορα και της στρατιωτικής αριστοκρατίας είχε εκδηλωθεί ήδη κατά το βουλγαρικό πόλεμο και κορυφώθηκε κατά τον ηπειρωτικό. Ο Θεόδωρος Β΄ απέδιδε στους στρατιωτικούς αρχηγούς τις κατά καιρούς αποτυχίες του και δε δίστασε να προβεί σε σειρά από δίκες. Οι ακραίες ποινές και οι κατασχέσεις που επέβαλε ο οξύθυμος αυτοκράτορας προκάλεσαν μεγαλύτερη ένταση, που εξελίχθηκε σε πραγματική διαμάχη, η οποία τελικά οδήγησε στην πτώση της δυναστείας των Λασκάρεων.

Πολύ σπουδαία θεωρείται η δράση του Θεοδώρου Β΄ για την οργάνωση της παιδείας και την καλλιέργεια των γραμμάτων. Επιφανής λόγιος και δόκιμος συγγραφέας, συνέχισε το έργο του πατέρα του και επέδειξε ζωηρότατο ενδιαφέρον για την πολιτιστική ανάπτυξη. Σύντομα γύρω του συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός λογίων και η Αυλή κατέστη σημαντικό κέντρο ενασχόλησης με τις επιστήμες. Στις μεγάλες πόλεις ιδρύθηκαν βιβλιοθήκες, για τον εμπλουτισμό των οποίων φρόντιζε το κράτος, αναπτύχθηκαν κέντρα μελέτης των θετικών επιστημών και καταρτίστηκαν εργαστήρια αντιγραφής χειρογράφων. Δόθηκε ιδιαίτερο βάθος στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, ενώ χάρη στην ανάγκη ερμηνείας των αρχαίων συγγραφέων καλλιεργήθηκε η φιλολογία. Επί βασιλείας του ανοικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Τρύφωνα στη Νίκαια, δίπλα στην οποία ανεγέρθηκε η
Σχολή της Νίκαιας με δύο έδρες, μία Γραμματικής και μία Ρητορικής. Στις ανώτατες σχολές φοιτούσε μικρός αριθμός διακεκριμένων νέων (όπως ο Γεώργιος Ακροπολίτης), οι οποίοι στη συνέχεια κάλυπταν τις ανάγκες της αυτοκρατορίας ως υψηλά ιστάμενα στελέχη, διοικητές και διπλωμάτες. Ευνοήθηκε επίσης η ιδιωτική δράση των δασκάλων και λογίων, κάποιοι εκ των οποίων, όπως ο Πρόδρομος ο Σκαμανδρηνός και ο μαθητής του Νικηφόρος Βλεμμύδης στην Έφεσο, δραστηριοποιήθηκαν ιδρύοντας τοπικές σχολές.

Επηρεασμένος και εμπνεόμενος από τις αντιλήψεις του δασκάλου του Ν. Βλεμμύδη, ο Θεόδωρος Β΄ ενσάρκωσε την ιδέα του βασιλιά-φιλοσόφου και αγωνίστηκε για την εδραίωση μιας «πεφωτισμένης μοναρχίας», τα θεμέλια της οποίας τέθηκαν επί Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Ομολογούσε δε ότι «βασιλεία και φιλοσοφία πολύ το συγγενές τε και ομοιότροπο» και πίστευε ότι η συνύπαρξη της φιλοσοφίας και της βασιλείας στο ίδιο πρόσωπο είναι ο τέλειος τύπος βασιλέως, ο οποίος αποτελεί επί γης Θεό.

Γενικά τα χρόνια της διακυβέρνησης του Θεοδώρου Β΄ στη Νίκαια οι Βυζαντινοί αρχίζουν να διαπιστώνουν τους στενούς δεσμούς τους με την ελληνική Αρχαιότητα. Το ενδιαφέρον για την Αρχαιότητα εν γένει αναζωογονήθηκε από τον 11ο αιώνα. Περί τα μέσα του 13ου αιώνα όμως παρατηρείται ότι οι όροι ελληνικός και ελληνισμός, που άλλωστε απαντούν συχνά και σε κείμενα του ίδιου του Θεοδώρου Β΄, πλέον προσδιορίζονται με βάση την παιδεία και τη γλωσσική ταυτότητα, ενώ φαίνεται ότι παύουν να έχουν θρησκευτική χροιά.

Η ανάπτυξη των γραμμάτων και η πολιτιστική άνθηση θύμιζε την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913-959) και υπήρξε τόσο εντυπωσιακή, ώστε οδήγησε ορισμένους σύγχρονους λογίους να συγκρίνουν τη Νίκαια με την αρχαία Αθήνα.
Χαρακτηριστική, τέλος, είναι η αποτίμηση του έργου του Θεοδώρου Β΄ από τον ίδιο σε μια επιστολή προς το Βλεμμύδη, όπου υπογράμμιζε ότι ο κύριος σκοπός της πολιτικής του ήταν η συνολική φροντίδα για το κράτος και το λαό του, καθώς επίσης η εξασφάλιση των μέσων και των πόρων για την υπεράσπιση των Ελλήνων.

4. Συγγραφικό έργο

4.1. Γενικά

Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ήταν σπουδαίος στοχαστής και υπήρξε εξαιρετικά γόνιμος συγγραφέας με μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων. Συνέβαλε ενεργά και προσωπικά στην καθιέρωση της Νίκαιας ως του σημαντικότερου κέντρου του βυζαντινού πνευματικού βίου και συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους λογίους του 13ου αιώνα. Το έργο του περιλαμβάνει θεολογικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές πραγματείες, εκκλησιαστικούς ύμνους, πανηγυρικούς, εγκώμια, κάποιες σάτιρες και πλήθος επιστολών. Η συγγραφή των περισσότερων έργων ανάγεται στα χρόνια πριν από την ενθρόνισή του, συνέχισε όμως να ασχολείται ενεργά με τη συγγραφή και ως αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Θεοδώρου Β΄ έχει δημοσιευτεί, ωστόσο αρκετά συγγράμματα παραμένουν ακόμα αδημοσίευτα, ενώ είναι αισθητή η απουσία στη βιβλιογραφία μιας συνολικής μελέτης για το έργο και τη σκέψη του λόγιου αυτοκράτορα.10

Ο κορμός του συγγραφικού έργου του Θεοδώρου Β΄ αποτελείται από φιλοσοφικές και θεολογικές πραγματείες. Βασικό γνώρισμα γενικά των συγγραμμάτων του είναι η τάση για επιστημονική προσέγγιση. Το πλήθος αναφορών και παραπομπών στους αρχαίους συγγραφείς φανερώνει τη βαθιά κατάρτισή του στην ελληνική γραμματεία, καθώς επίσης και τις ερμηνευτικές του δυνατότητες.

Κατά κύριο λόγο ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Θεωρούσε δε λυτρωτική την επίδραση της φιλοσοφίας στη συνείδηση των ανθρώπων. Πηγή έμπνευσης στα έργα του αποτελούσαν οι Πυθαγόρειοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας (ιδίως ο διάλογος Τίμαιος), οι Νεοπλατωνικοί, καθώς και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Τα αμιγώς φιλοσοφικά του έργα είναι δύο. Στο πρώτο, το Περί Φυσικής Κοινωνίας, αναπτύσσονται απόψεις για τη φύσει συγγένεια μεταξύ των όντων. Αντλώντας από την προσωκρατική φιλοσοφία ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι τα όντα συνίστανται από τα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία, πυρ, αέρας, ύδωρ και γη, και ότι διαφορές μεταξύ τους προκύπτουν από το βαθμό της κράσης των ίδιων των στοιχείων. Σχετικά με την κράση των έμψυχων όντων ασπάζεται τη θεωρία του Ηρακλείτου περί των τεσσάρων χυμών (αίμα, ξανθή χολή, μέλαινα χολή και φλέγμα), ενώ, βασιζόμενος στην πλατωνική ψυχολογία, ξεχωρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος επιπλέον διαθέτει ψυχή αποτελούμενη από τρία μέρη: νουν, επιθυμίαν και θυμόν. Στο συνδυασμό αυτών των επτά μερών διακρίνει 93 τύπους ανθρώπων και δικαιολογεί τη φύση της «συμπάθειας» και της «αντιπάθειας» μεταξύ των ανθρώπων. Στο ίδιο έργο ο συγγραφέας ανέπτυξε επίσης κάποιες απόψεις σχετικά με τη δομή της κοινωνίας και επιχείρησε συστάσεις για την καλύτερη οργάνωσή της. Στο δεύτερο σύνθετο φιλοσοφικό σύγγραμμά του, το έργο Κοσμική Δήλωσις, ο Θεόδωρος εκθέτει την περί κόσμου θεωρία του. Σε τέσσερις λόγους εξετάζει α) το περιεκτικό, ήτοι τον ουρανό, β) το περιεχόμενο, ήτοι τα στοιχεία, γ) τη συνάφεια του περιέχοντος και του περιεχομένου, ήτοι τα του βίου του κόσμου και δ) τα της αγνωσίας του ανθρώπου.

Ως φιλόσοφος ο Θεόδωρος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διανοητής που σκέφτεται και φιλοσοφεί με μαθηματικό τρόπο. Η κλήση του προς τα μαθηματικά διακρίνεται σαφώς μέσω της μαθηματικής συμβολικής, την οποία χρησιμοποίησε εκτενώς στα φιλοσοφικά του έργα (Κοσμική Δήλωσις και Περί Φυσικής Κοινωνίας), αλλά και στα θεολογικά (κυρίως στο Περί Χριστιανικής Θεολογίας). Ως προς το έργο Κοσμική Δήλωσις χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορικές αναφορές στο τελειότερο πνευματικό δημιούργημα, το νου, ο οποίος περιγράφεται ως σφαιρικός, όπως και ο ουρανός, το τελειότερο κοσμικό δημιούργημα.11 Ο νους επίσης εξετάζεται και ως τριγωνικός, ως απεικόνιση δηλαδή των εννοιών της αλληλεπίδρασης και της αλληλεξάρτησης, τις οποίες εμπεριέχει ως ολότητα και ενότητα, αλλά είναι και τετράγωνος, διότι οδηγεί τη γνώση πάλι στην ενότητα του γνωρίζοντος πνεύματος. Στο έργο Περί Φυσικής Κοινωνίας όμοιες φιλοσοφικές επιδόσεις αναπτύσσονται σε μεγαλύτερη έκταση, ενώ γίνεται προσπάθεια για παρουσίαση της μετάβασης από το τρίγωνο και το τετράγωνο στον κύκλο. Στο δε θεολογικό του έργο Περί Χριστιανικής Θεολογίας η μαθηματική συμβολική χρησιμοποιείται ακόμα και στη δομή της έκθεσης. Έτσι π.χ. ο Λόγος β΄ με τίτλο Ότι το Ον έστι Εν υποδιαιρείται σε: Πρόταση, Έκθεση, Προσδιορισμό, Αποδείξεις και Συμπέρασμα. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια του συγγραφέα να επεκτείνει την εφαρμογή της μαθηματικής συμβολικής και πέρα από τα όρια της Τριαδολογίας, όπου άλλωστε είναι και εύλογη.12 Αξιοσημείωτη παραμένει η χρήση γεωμετρικού σχεδίου όταν επιχειρείται η παρουσίαση του Ελληνισμού ως κέντρου στο οποίο συρρέουν όλες οι τάσεις ανάπτυξης των τεχνών και επιστημών. Οι ελληνοκεντρικές αυτές ιδέες άλλωστε βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εσωτερική πολιτική που προώθησε ο αυτοκράτορας.

4.2. Συγγράμματα

Το συνολικό έργο του κατανέμεται στις ακόλουθες κατηγορίες:

4.2.1. Συγγράμματα πολιτικού χαρακτήρα, εγκώμια, επιτάφιοι, ρητορικά κ.ά.

1)Εγκώμιον εις την μεγαλόπολιν Νίκαιαν,13
2) Επιτάφιος προς τον βασιλέα Αλαμανών Φρειδερίκον (Epitaphium in Fridericum II imperatorem),14
3) Εγκώμιον εις Ιωάννην Βατάτζην (Laudatio Ioannis Ducae Imperatoris),15
4) Εγκώμιον εις τον μέγαν φιλόσοφον κυρόν Γεώργιον τον Ακροπολίτην (Laudatio Georgii Acropolitei),
5) Προς τον Μουζάλωνα κυρόν Γεώργιο (περί δούλων και κυρίων),
6) Επαναγνωστικόν αποσταλέν προς τους εν τη Έω, ότε ο των Ρώσων άρχων ήλθεν εις τον τοιούτον βασιλέα ικετεύων λύσαι την κατά των Βουλγάρων μάχην, αντιδούναι δε αυτώ το κάστρον Τζέπαιναν,
16
7) Λόγος απολογητικός προς τινάς μεσοπονήρους ενοχλούντας αυτώ,17
8) Απολογητικόν προς τινάς των φίλων αυτού ωθούντας αυτόν νύμφην αγαγέσθαι,
9) Εγκώμιον εις τον άγιον Τρύφωνα,
10) Εγκώμιον εις το έαρ και τον χαρίεντα,
11) Defensio caelibatus,
12) De subiectorum in principem officiis,
13) In dissimulatorem quendam.

4.2.2. Φιλοσοφικά

1) Περί Φυσικής Κοινωνίας λόγοι εξ. Αναπτύσσονται ιδέες σχετικά με την κοινωνία. Ως προς το ρόλο των σοφών ανδρών ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά «[…]καλλίστη γουν κοινωνία και κοινωνοί οι τρόφιμοι της παιδείας, και όσοι κατά το δυνατόν αυτοίς εκείνην ασπάζονται, οι δε μη τοιούτοι θηριώδεις και ακοινώνητοι[…]».18
2)
Κοσμική Δήλωσις.

4.2.3. Θεολογικά

Εκτός από τα υμνογραφικά έργα (κυρίως ο Μέγας παρακλητικός κανών), όπου εξέφραζε με τρόπο συναισθηματικό την προσέγγισή του στα θεολογικά θέματα, ο Θεόδωρος Β΄ συνέγραψε και πραγματείες, στις οποίες ανέπτυξε με αξιοσημείωτο βάθος προβλήματα θεολογικής φύσης συνδυάζοντας πάντα τη θεολογία με τη φιλοσοφία. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «Φιλοσοφία τη θεολογία αρμόσαντες και θεολογήσαντες τα εξαίρετα». Τα βασικά θεολογικά του έργα είναι το Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι οκτώ και ο Λόγος εις την υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον. Βαθύτατα θρήσκος ο συγγραφέας ομολογεί ότι η αγάπη προς το Θεό και η πίστη προς αυτόν είναι το καύχημά του («Ημίν δε θείος έρως το καύχημα και η ομολογία της θείας πίστεως», στο Περί χριστιανικής θεολογίας, ζ΄ 23).

1) Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι οκτώ (Sermones VIII de theologia christiana). Το κυριότερο σύνθετο θεολογικό σύγγραμμα. Χρονολογείται ασφαλώς μετά το 1254. Αποτελεί μαρτυρία για τη βαθιά θεολογική γνώση και την επιμονή στην παράδοση του ορθόδοξου δόγματος και κατατάσσει το Θεόδωρο Λάσκαρι στους εγκυρότερους και σημαντικότερους θεολόγους του 13ου αιώνα. Συγκροτείται από οκτώ βιβλία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο λόγος Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, γραμμένος ως απάντηση στο Νικόλαο εκ Δουράτσιου, επίσκοπο Κοτρώνης.19

Σχετικά με τη μεθοδολογία συγγραφής παρατηρείται μια προσπάθεια συνδυασμού της μυστικής έκφρασης του Διονυσίου Αρεοπαγίτη με τη νεοπλατωνική διαλεκτική και τις μαθηματικές μεθόδους. Οι αποδείξεις και τα συμπεράσματα συνδέονται. Οι λόγοι είναι σύντομοι έχοντας συνήθως έκταση διάλεξης. Φανερώνεται εξαιρετική γνώση της ελληνικής γλώσσας. Η χάρη της αττικής γλώσσας συνδυάζεται με την εκκλησιαστική φρασεολογία και η έκφραση αποκτά μεγάλη καλλιέπεια. Ο συγγραφέας βρίσκεται πλησίον της καθημερινής αίσθησης και αποφεύγει το επιτηδευμένο και περίτεχνο ύφος. Χρησιμοποιεί με λογοτεχνικό τρόπο πλήθος πλατειασμών και ρητορικών σχημάτων. Χαρακτηριστική παραμένει η μαθηματική δομή του λόγου. Συναντώνται αρκετές σπάνιες λέξεις, ιδίως στον τέταρτο λόγο Περί Θεωνυμίας, ο οποίος θα έπρεπε να εξετάζεται μάλλον ως φιλολογικό παρά ως θεολογικό έργο.

Οι οκτώ λόγοι έχουν ως εξής:

Λόγος α΄ Περί του Όντος,
Λόγος β΄ Ότι το Ον έστι Εν,
Λόγος γ΄
Ότι το Εν έστι Τρία,
Λόγος δ΄ Περί Θεωνυμίας,
Λόγος ε΄ Περί της Αγίας Τριάδος,
Λόγος στ΄ Κατά Λατίνων πρώτος. Περί Αγίου Πνεύματος,
Λόγος ζ΄ Κατά Λατίνων δεύτερος. Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος (De processione spiritus sancti),
Λόγος η΄ Εις το Ευαγγελισμόν της Υπερπαναγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ήγουν Περί της Ενανθρωπίσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

2) Λόγος εις την υπεραγίαν Δέσποιναν Θεοτόκον οφείλων αναγιγνώσκεσθαι εν τη εορτή της Ακαθίστου.20

4.2.4. Σατιρικά

1) Προς τινά κρυψίνουν ειρωνευόμενον προς αυτόν,
2) Σάτιρα του παιδαγωγού Χριστόφορου Ζαβαριώτου ή Κωμωδία εις τον βαγιούλον αυτού κάκιστον και χείριστον όντα (Satyra in paedagogum).
21

4.2.5. Υμνογραφικά

Ο Θεόδωρος Β΄συνέταξε και αφιέρωσε στη Θεοτόκο μερικούς κανόνες εξαιρετικής ποιητικής, πνευματικής και θρησκευτικής αξίας. Κάποια από τα έργα αυτά, και ιδίως ο Μέγας παρακλητικός κανών εις την Θεοτόκον, γνώρισαν μεγάλη διάδοση στην ορθόδοξη Εκκλησία, μεταφράστηκαν στα σλαβικά, αρμενικά και σε άλλες γλώσσες και έχουν ενταχτεί στην εκκλησιαστική ψαλτική ως αναπόσπαστο μέρος της.

1) Μέγας παρακλητικός κανών εις την Θεοτόκον, Ήχος πλ. δ΄ (Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι…),22
2) Κανών εις τον Ακάθιστον ύμνον,
3) Κανών εις την Θεοτόκον. Ήχος α΄ (Χαίροις ιλαστήριον ψυχών…),
23
4) Κανών παρακλητικός εις την Θεοτόκον (Χαράς ημίν πρόξενος…),
5)
Στιχηρά προσόμοια εις την Θεοτόκον κατ’ αλφάβητον. Ήχος α΄ (Χαίρε αγαλλίασις αγνή αγγέλων αγλάισμα…),
6) Θεοτοκία (Λαμπάδα φαίδρυνον σεμνή πύλη φωτός αδύτου…),
7) Προσόμοια κατ’ αλφάβητον εις τους Αίνους.

4.2.6. Επιστολές

Στις 218 διασωθείσες επιστολές που ο Θεόδωρος Β΄ απηύθυνε ως ευχαριστήριες, συγχαρητήριες, συλλυπητήριες κ.λπ. προς διάφορους λογίους, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς διασώζονται πλήθος πληροφοριών που διαφωτίζουν τόσο την ιδιοσυγκρασία και τις πνευματικές ικανότητες του αυτοκράτορα όσο και γενικότερα τον πνευματικό και πολιτικό βίο της Αυτοκρατορίας. Την πρώτη συλλογή των επιστολών τη συγκέντρωσε και την επιμελήθηκε ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο οποίος έγραψε και έμμετρο πρόλογο.

4.2.7. Αδημοσίευτα έργα

Αρκετά από τα έργα του Θεοδώρου Β΄ παραμένουν, όπως προειπώθηκε, αδημοσίευτα. Μεταξύ τους συγκαταλέγονται τα ακόλουθα: Εγκώμιον εις τον έαρ και τον χαρίεντα, Επιτομαί ηθικαί το του βίου άστατον διαγράφουσαι (στον κώδ. Ambr. Gr. 208 infer. f. 78), Απολογητικόν προς τινάς των φίλων αυτού ωθούντας αυτόν νύμφην αγαγέσθαι, Τα δύο σατιρικά έργα, Εγκώμιο της Αληθείας, Περί της αρετής, Περί Σαρακοστής, Εγκώμιο του Αγίου Ευθυμίου, Εγκώμιο των Αγίων Αναργύρων κ.ά.




1. Σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές, ο διάδοχος Θεόδωρος γεννήθηκε την ημέρα της ανόδου του πατέρα του, του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, στο θρόνο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία Ι, σελ. 8, 2-3, αναφέρει «ὁμοῦ τε γὰρ αὐτὸς ἐξ ὠδίνων εἰς φῶς προήγετο μητρικῶν καὶ ὁμοῦ τὰ τῆς αὐτοκρατορίας σκῆπτρα ὁ πατὴρ ἄρτι ἐδέδεκτο». Άλλες πηγές τοποθετούν τη γέννηση του Θεοδώρου λίγο νωρίτερα. Κατά το Γεώργιο Ακροπολίτη, Χρονική συγγραφή, 52, 76-77, «σχεδὸν γὰρ τῇ πατρικῇ ἀναρρήσει καὶ ἡ γέννησις ἐκείνου συνέδραμεν». Η επικρατέστερη σήμερα άποψη είναι ότι ο Θεόδωρος Λάσκαρις γεννήθηκε στις αρχές του 1222.

2. Προς τιμήν του Γεωργίου Ακροπολίτη ο Θεόδωρος συνέταξε ένα εγκώμιο. Από την αλληλογραφία του όμως φαίνεται ότι έτρεφε μεγαλύτερο σεβασμό προς το Νικηφόρο Βλεμμύδη, από τον οποίο επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τη φιλοσοφία, ενώ τον συμβουλευόταν συχνά σε θέματα θεολογικής φύσης. Πρβλ. Andreeva, M.A., Ocerki po klul’ture vizantijskogo dvore v XIII veko (Prague 1927), σελ. 109-110, και Κρικώνης, Χ.Θ., Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως: Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι (Ανάλεκτα Βλατάδων 49, Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1988).

3. Η Ειρήνη παντρεύτηκε στις αρχές του 1258 το Βούλγαρο τσάρο Κωνσταντίνο Tich. Μετά την άνοδο του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στο βυζαντινό θρόνο το 1261, άσκησε πίεση στο σύζυγό της προκειμένου να τον πείσει να εκδικηθεί το σφετεριστή Μιχαήλ Η΄ για την τύφλωση του αδελφού της Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι.

4. Η Μαρία παντρεύτηκε το Μάιο του 1256 στη Θεσσαλονίκη το γιο του Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου,  Νικηφόρο.

5. Η Θεοδώρα παντρεύτηκε το 1261 το Φράγκο ευγενή Βελικούρτο (Velincourt), βλ. Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 τόμ., Corpus scriptorum historiae Byzantinae Ι (Bonn 1829-1855), σελ. 92.

6. Η Ευδοκία ήταν η νεότερη κόρη του Θεοδώρου Β΄. Παντρεύτηκε τον κόμη (κόντο) της Βιντιμιλίας (Ventimiglia), βλ. Polemis, D., The Doukai: a contribution to Byzantine prosopography (London 1968), σελ. 110.

7. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με το θάνατο της Ελένης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι χρονολογείται πριν από την ανάρρηση στο θρόνο του Θεοδώρου, ο οποίος χρειάστηκε να τεκμηριώσει σε έναν απολογητικό λόγο την απόφασή του να μην ξαναπαντρευτεί (Απολογητικόν προς τινάς των φίλων αυτού ωθούντας αυτόν νύμφην αγαγέσθαι). Νιώθοντας βαθύτατη θλίψη για τον πρόωρο χαμό της συζύγου του ο Θεόδωρος συνέγραψε επίσης ένα δοκίμιο με τίτλο Επιτομαί ηθικαί το του βίου άστατον διαγράφουσαι, έργο ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο αναπτύσσονται κάποιες σκέψεις σχετικά με το νόημα της ζωής.

8. Δεν είναι βέβαιο τι τίτλο είχε ο Θεόδωρος κατά τη βασιλεία του πατέρα του. Κατά πάσα πιθανότητα τιμήθηκε με τον τίτλο του δεσπότη. Η σημαντική παρουσία του στη διοίκηση πάντως φαίνεται και από τις περιοδείες που πραγματοποίησε στις κυριότερες πόλεις της Μικράς Ασίας περί το 1250, βλ. Andreeva, M.A., Ocerki po klul’ture vizantijskogo dvore v XIII veko (Prague 1927), σελ. 101-102.

9. Σχετικά με την ασθένεια, την κουρά και το τέλος της ζωής του Θεοδώρου Λασκάρεως μας πληροφορούν ο Γεώργιος Ακροπολίτης (Χρονική Συγγραφή, 153, § 74, Μετά δε ταύτα νόσω δεινή ο βασιλεύς Θεόδωρος περιπέπωκεν…), ο Νικηφόρος Γρηγοράς, (Ιστορία Βυζαντινή ΙΙΙ, 1, 61-62), ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (Διήγησις μερική, σελ. 47-48, § 48), ο χρονογράφος Εφραίμ (Χρονογραφία, 9246), ο Γεώργιος Παχυμέρης (Ι, 32, 1-35, 15 και 35-39) κ.ά.

10. Γενικά και για επιμέρους έργα βλ. Pappadopoulos, J.B., Théodore II Lascaris, empereur de Nicée (Paris 1908), Andreeva, M.A., Ocerki po klul’ture vizantijskogo dvore v XIII veko (Prague 1927), Τωμαδάκη, Ν., Σύλλαβος βυζαντινών μελετών και κειμένων (Αθήνα 1961), Κρικώνης, Χ.Θ., Θεοδώρου Β' Λασκάρεως: Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι (Ανάλεκτα Βλατάδων 49, Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1988). Σχετικά με την έρευνα στα χειρόγραφα και την ανάγκη μιας εμπεριστατωμένης μελέτης του πλούσιου έργου του Θεοδώρου Β' βλ. Astruc, Ch., “La tradition manuscrite des oeuvres oratoire profanes de Theodore Lascaris”, Travaux et memoires 1 (1965), σελ. 393-394.

11. Σύμφωνα με το βασικό ερευνητή των μαθηματικών απόψεων του Θεοδώρου Λασκάρεως E. Ivanka, οι αναφορές στη σφαιρικότητα του ουρανού έχουν καθαρά μεταφορικό χαρακτήρα και δε συνεπάγεται ότι ο συγγραφέας ασπαζόταν την ιδέα περί σφαιρικού ουρανού, βλ. Ivanka, E., “Mathematische Symbolik in den beiden Schriften des Kaisers Theodoros II. Laskaris: Δήλωσις φυσική und Περί φυσικής κοινωνίας”, Byz. Forsch. 4 (1972), σελ. 138-141.

12. Γενικά για το θέαμα της μαθηματικής συμβολικής βλ. Κρικώνης, Χ.Θ., Θεοδώρου Β' Λασκάρεως: Περί χριστιανικής θεολογίας λόγοι (Ανάλεκτα Βλατάδων 49, Ίδρυμα Πατερικών Μελετών Θεσσαλονίκη 1988).

13. Δημοσιευμένο στο Bachmann, L. Theodori Ducae Lascaris imperatoris in laudem Nicaeae urbis oratio (Rostock 1847).

14. Δημοσιευμένο στο  Pappadopoulos, J.B., Théodore II Lascaris, empereur de Nicée (Paris 1908), σελ. 183-89. Επανεκδόθηκε από τον Στέφανο Ν. Δραγούμη, «Θεοδώρου Δούκα Λασκάρεως επιτάφιος εις Φρεδερίκον Β΄ βασιλέα των Αλαμανών», στο Βυζαντινίς Β΄(1911-12), σελ. 404-413 (το κείμενο 406-413).

15. Δημοσιευμένο στο  Andreeva, M.A., “A propos de l’éloge de lempereur Jean III Batatzès par son fils Théodore II Lascaris”, στο Seminarium Kondakovianum 10 (1938), σελ. 137-138 και 141 (αποσπάσματα).

16.  Δημοσιευμένο στο Festa, σελ. 279-282, Appendix I.

17.  Δημοσιευμένο στο Festa, σελ. 283-289, Appendix II.

18. Σχετικά με τα φιλοσοφικά έργα και τις ιδέες του Θεόδωρου Λάσκαρη βλ. το Dräseke, J., “Theodoros Lascaris”, στο BZ 3 (1894), σελ. 498-515. και Theodoros Dukas Laskaris, der natürliche Zusammenhang: ein Zeugnis vom Stand der byzantinischen Philosophie in der Mitte des 13. Jahrhunderts (Gerhard, R., 1915-, Amsterdam: A. M. Hakkert, 1989).

19. Ο επίσκοπος Νικόλαος διετέλεσε απεσταλμένος του πάπα στη Νίκαια και υπήρξε συγγραφέας ενός «Βιβλίου περί της πίστεως εις την Αγία Τριάδα», έργο προς το οποίο ο Θεόδωρος Λάσκαρις άσκηση δριμεία κριτική, εμμένοντας ότι «το Πνεύμα το άγιον εκ του πατρός και μόνο εκπορεύεσθαι δογματίζει. εκ του υιού δε οθκ εκπορεύεσθαι μεν φάμεν, δια του υιού δε χορηγείσθαι ημίν προς κάθαρσιν και αγιασμόν και πιστεύομεν και δοξάζομεν».

20.  Δημοσιευμένο στο Σωτήρ 16 (1894), σελ. 186-92.

21.  Πρβλ. Papadopoulos, J. B., La satire de précepteur, œuvre inédite de Théodore II Lascaris empereur de Nicée - Rendu de deuxième Congrès  int. des Études Byzantine (Beograd 1929), σελ. 27.

22. Βλ. PG 140, 759-80 και σε πολλά λειτουργικά βιβλία.

23. Βλ. Ευστρατιάδου Σωφρ. Μέγα Θεοτοκάριον Α΄ (1931), σελ. 39-42.