Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος

1. Βιογραφικά στοιχεία

Η καταγωγή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου εκκινούσε από τρεις βυζαντινές οικογένειες αυτοκρατόρων, τους Δούκες, τους Κομνηνούς και τους Αγγέλους, ενώ και οι δύο γονείς του ανήκαν στην οικογένεια των Παλαιολόγων. Γεννήθηκε το 1224 ή το 12251 από το γάμο του μεγάλου δομέστικου Ανδρόνικου Παλαιολόγου και της Θεοδώρας Παλαιολογίνας, κόρης του δεσπότη Αλεξίου Παλαιολόγου και της Ειρήνης Αγγελίνας (κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄).

Ο Μιχαήλ παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, εγγονή του Ισαακίου Δούκα, αδελφού του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη. Από το γάμο του απέκτησε επτά παιδιά: τους γιους Μανουήλ (πέθανε σε παιδική ηλικία), Ανδρόνικο, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο και τις κόρες Ειρήνη, Άννα και Ευδοκία. Ο Μιχαήλ Η΄ είχε και δύο εξώγαμες κόρες – την Ευφροσύνη και τη Μαρία.

2. Αρχή της σταδιοδρομίας

Μετά την επιτυχημένη εκστρατεία του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, τα στρατεύματα του οποίου το 1246 κατέλαβαν πολλές πόλεις της Μακεδονίας, διοικητής Δύσης με έδρα τη Θεσσαλονίκη τοποθετήθηκε ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ενώ ο γιος του Μιχαήλ ανέλαβε τη διοίκηση των πόλεων Μελενίκου και Σερρών. Έτσι αρχίζει η σταδιοδρομία του νεαρού στρατιωτικού, ο οποίος παρέμεινε σε αυτό το αξίωμα έξι με επτά χρόνια (1246/7-1253).

Ο θάνατος του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη (1254) βρήκε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο με τον τίτλο του μεγάλου κονοσταύλου, στη θέση του διοικητή των ξένων μισθοφόρων στο στρατό της Νίκαιας. Στη θέση αυτή παρέμεινε κατά πάσα πιθανότητα ως το 1257-1258. Όμως οι φιλοδοξίες του προκάλεσαν τις υποψίες του νέου αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρεως. Φοβούμενος τον βασιλιά αλλά και για να προωθήσει τις αξιώσεις του στο θρόνο, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατέφυγε το 1256 –όταν ήταν διοικητής στη Βιθυνία– στον σουλτάνο του Ικονίου και έκανε συμμαχία με τους Σελτζούκους.2 Όταν όμως κίνδυνος από τους Τατάρους ανάγκασε τους Σελτζούκους να ζητήσουν τη βοήθεια των Βυζαντινών, ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τον Θεόδωρο Β'.

Η κατάσταση για τον Μιχαήλ άλλαξε τον Αύγουστο του 1258 με το θάνατο του Θεόδωρου Β΄. Διάδοχος του θρόνου παρέμεινε ο ανήλικος Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις, ενώ την αντιβασιλεία ανέλαβε ο Γεώργιος Μουζάλων, που ήταν ιδιαίτερα μισητός στην αριστοκρατία και πολύ σύντομα δολοφονήθηκε, μαζί με τον αδελφό του, στη διάρκεια της επιμνημόσυνης ακολουθίας για τον Θεόδωρο Β΄ στη μονή Σωσάνδρων. Ο Μιχαήλ, που είχε λάβει μέρος στη συνωμοσία εναντίον του, ανέλαβε τώρα την αντιβασιλεία. Έχοντας ήδη το κύρος άριστου στρατηγού και προερχόμενος από μιαν από τις επιφανέστερες οικογένειες, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο στρατό και τη στιγμή εκείνη ήταν οπωσδήποτε η πλέον εξέχουσα προσωπικότητα στην Αυτοκρατορία. Η καταγωγή της συζύγου του Θεοδώρας από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη έπαιξε επίσης ρόλο.

Η ανάληψη της αντιβασιλείας άνοιξε στον Μιχαήλ το δρόμο προς την εξουσία. Τον Σεπτέμβριο του 1258 αναγορεύθηκε Μέγας Δουξ, δύο μήνες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου, δεσπότης και την 1η Ιανουαρίου 1259 ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας του νεαρού Ιωάννη Δ΄. Ανέλαβε έτσι τα ηνία της Αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε πολύ δύσκολη θέση, αντιμέτωπη με οξύτατες εξωτερικές απειλές.

3. Η αναστήλωση της Αυτοκρατορίας

Η αστραπιαία άνοδος του Μιχαήλ Η΄ δεν οφειλόταν μόνο στις ικανότητές του, οι οποίες είναι αναμφισβήτητες, αλλά και στις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις. Στη Δύση είχε οργανωθεί ισχυρός αντιβυζαντινός συνασπισμός τον οποίο αποτελούσαν ο βασιλιάς της Σικελίας Μανφρέδος, ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ο πρίγκιπας της Αχαΐας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, με την υποστήριξη του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Uroš Α'. Ήδη το 1258 ο Μανφρέδος είχε καταλάβει την Κέρκυρα και το Δυρράχιο στις ακτές της Ηπείρου, πόλη που είχε μόλις αποκτήσει ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις, ενώ οι Σέρβοι είχαν καταλάβει τα Σκόπια, την Πρίλαπο και το Κίτσεβο. Η απειλή για την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ήταν άμεση.

Ο πόλεμος εναντίον της συμμαχίας αυτής υπήρξε η πρώτη μεγάλη δοκιμασία για τη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄· η αίσια έκβασή του, από την άλλη, ενίσχυσε σημαντικά την εξουσία του. Το φθινόπωρο του 1259 ο στρατός της Νίκαιας υπό την ηγεσία του αδελφού του Μιχαήλ Ιωάννη Παλαιολόγου κατατρόπωσε στην πεδιάδα της Πελαγονίας τον ετερογενή στρατό του αντίπαλου συνασπισμού.3 Στην ξηρά δεν υπήρχε πλέον δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψει την αναστήλωση του Βυζαντίου.

Η μόνη πιθανή εξωτερική απειλή για την πολιτική του Μιχαήλ ήταν η Βενετία, που είχε καρπωθεί τα μεγαλύτερα οφέλη από την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 από τους σταυροφόρους, και η οποία ήταν ισχυρότατη ναυτική δύναμη. Για το λόγο αυτόν ο Μιχαήλ Η΄ συμμάχησε με τη Γένουα, αντίπαλο της Βενετίας. Η συμμαχία συνάφθηκε τον Μάρτιο του 1261 στο Νυμφαίο και υποχρέωνε τη Γένουα να παράσχει στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Ενετών, με αντάλλαγμα την απαλλαγή της από όλους τους φόρους στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και τη δημιουργία δικών της εμπορικών σταθμών σε όλα τα σημαντικά λιμάνια.

Το μεγάλο γεγονός, η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, πάγιος στόχος της πολιτικής της Νίκαιας, συνέβη αιφνίδια το καλοκαίρι του 1261, όταν ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος μπήκε με μικρή στρατιωτική δύναμη στην αφύλακτη πρωτεύουσα. Ο Μιχαήλ Η΄ εισήλθε στην πόλη με επισημότητα και εν πομπή στις 15 Αυγούστου, υπό τις ενθουσιώδεις ζητωκραυγές του συγκεντρωμένου λαού. Τον Σεπτέμβριο του 1261 ο πατριάρχης έστεψε τον Μιχαήλ Η΄ και τη σύζυγό του Θεοδώρα στην Αγία Σοφία. Ο ηλικίας τριών χρονών γιος του Ανδρόνικος, ως διάδοχος του θρόνου, ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας. Ο νόμιμος αυτοκράτορας Ιωάννης Δ΄ παραγκωνίστηκε από τις τελετές αυτές και λίγους μήνες αργότερα τυφλώθηκε και εκτοπίστηκε από τον Μιχαήλ.4

Η παλινόρθωση της αυτοκρατορίας εγκυμονούσε ωστόσο νέους κινδύνους και δυσκολίες, ενώ η διατήρηση αυτής της θέσης απαιτούσε περισσότερες δυνάμεις και μέσα από αυτά που διέθετε εκείνη τη στιγμή η «επαρχιακή» αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η αυτοκρατορία περιβαλλόταν από πολλούς εχθρούς, και μια επίθεση από τη Δύση, από τις δυνάμεις που ήθελαν την ανανέωση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ήταν αναμενόμενη ανά πάσα στιγμή. Ο Μιχαήλ Η΄ επιστράτευσε τη διπλωματία και αποδείχτηκε δαιμόνιος και αξιοθαύμαστα αποτελεσματικός.

4. Εξωτερική πολιτική

4.1. Δυτική πολιτική

Ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος του Βυζαντίου ήταν το βασίλειο της Σικελίας, του οποίου όμως τα κατακτητικά σχέδια εξαρτόνταν από την υποστήριξη του πάπα. Στη διάρκεια της βασιλείας του Μανφρέδου, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με την παπική αυλή, ο Μιχαήλ Η΄ σχετικά εύκολα χαλιναγωγούσε τις φιλοδοξίες του. Όμως, όταν στο θρόνο της Σικελίας ανέβηκε ο Κάρολος Ανδεγαυός, με τον οποίο συνέπραξαν ο έκπτωτος Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄, ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, η Σερβία και η Βουλγαρία, η κατάσταση για το Βυζάντιο έγινε ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ο Μιχαήλ ανακίνησε τότε το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, την οποία ο πάπας, μετά την εμπειρία του 1204, προτιμούσε από μιαν εκ νέου κατάκτηση του Βυζαντίου. Για μερικά χρόνια ο Μιχαήλ Η΄ έπαιζε με επιτυχία το χαρτί αυτό, όμως ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ τον έβαλε μπροστά στο δίλημμα: ή ένωση ή ο ίδιος δεν είναι πλέον σε θέση να συγκρατήσει τον Κάρολο Ανδεγαυό. Στο μεταξύ, με τον Κάρολο συνέπραξε και ο Ιωάννης της Θεσσαλίας, νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β'. Έτσι όλοι οι εχθροί του Βυζαντίου ενώθηκαν στην ίδια παράταξη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι απειλές του Γρηγορίου Ι΄ είχαν αποτέλεσμα, και έτσι στη σύνοδο της Λυών τον Ιούνιο του 1274 υπεγράφη η ένωση των εκκλησιών. Αναγνωρίσθηκε όχι μόνο το πρωτείο της ρωμαϊκής εκκλησίας αλλά και το πρωτείο του ρωμαϊκού δόγματος, και έτσι επήλθε προσωρινή ανακούφιση.

Νέα πρόκληση για τον Μιχαήλ Η΄ εμφανίσθηκε όταν στην παπική έδρα ανέβηκε ο Γάλλος Μαρτίνος Δ΄, στην άμεση επιρροή του Καρόλου Ανδεγαυού. Στο μεταξύ είχε αποδειχτεί ότι η ένωση παρέμεινε επί της ουσίας νεκρό γράμμα. Με την υποστήριξη του πάπα, ο Κάρολος Ανδεγαυός και ο Λατίνος τιτουλάριος αυτοκράτορας Φίλιππος, γιος του Βαλδουίνου Β΄, συνωμολόγησαν το 1281 στο Ορβιέτο μια συνθήκη με τη Δημοκρατία της Βενετίας, με σκοπό «να αποκαταστήσουν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που είχε σφετερισθεί ο Παλαιολόγος».5 Μάλιστα, ο Μαρτίνος Δ΄ καταδίκασε ως σχισματικό τον Μιχαήλ Η΄ και απαγόρευσε στους καθολικούς ηγεμόνες να έχουν επαφές μαζί του. Οι ηγεμόνες των Βαλκανίων –ο Ιωάννης της Θεσσαλίας, ο Μιλούτιν, ο Γεώργιος Α΄ Τέρτερος– προσχώρησαν σε αυτόν το συνασπισμό. Μολονότι η θέση του Μιχαήλ Η΄ φαινόταν να είναι κρίσιμη, την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να αλλάξει την κατάσταση. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας συμφώνησε με τον βασιλιά της Αραγονίας Πέτρο Γ΄ να επιτεθεί στον Κάρολο αιφνιδιαστικά. Για το σκοπό αυτόν έθεσε στη διάθεση του Πέτρου πολλά χρήματα, ενώ Βυζαντινοί πράκτορες ξεσήκωναν τους κατοίκους της Σικελίας εναντίον της ξένης εξουσίας των Ανδεγαυών. Τη στιγμή που οι δυσκολίες του Βυζαντινού αυτοκράτορα έφθασαν στο αποκορύφωμά τους, ξέσπασε στο Παλέρμο επανάσταση (Μάρτιος 1282) –ο «Σικελικός Εσπερινός»– η οποία έθεσε τέρμα στην κυριαρχία των Ανδεγαυών στη Σικελία. Η θύελλα η οποία επί είκοσι χρόνια ετοιμαζόταν να ξεσπάσει πάνω από το Βυζάντιο απομακρύνθηκε χάρη στις απαράμιλλες διπλωματικές ικανότητες του Μιχαήλ Η΄.

Το Βυζάντιο σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στη θάλασσα, όπου επανέκτησε την Εύβοια και πολλά άλλα νησιά, με αποτέλεσμα ο βυζαντινός στόλος να γίνει πάλι κυρίαρχος του Αιγαίου Πελάγους. Στην Πελοπόννησο οι Βυζαντινοί όχι μόνο κατόρθωσαν να εδραιώσουν τις θέσεις τους, αλλά άρχισαν να επεκτείνονται εις βάρος του πριγκιπάτου του Μορέως. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας επέτρεψε στον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος είχε πέσει αιχμάλωτος στη μάχη της Πελαγονίας, να επιστρέψει στην Αχαΐα αφού πρώτα έδωσε όρκο υποτέλειας στον αυτοκράτορα και έλαβε τον τίτλο του μεγάλου δομέστικου, υποχρεώθηκε δε να εκχωρήσει στο Βυζάντιο ορισμένα σημαντικά κάστρα – τη Μονεμβασιά, τον Μυστρά, τη Μάνη και το Γεράκι. Ήταν η αρχή της ανανέωσης της βυζαντινής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο, η οποία αργότερα θα γίνει το υγιέστερο και οικονομικά ισχυρότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας.

Με το όνομα του Μιχαήλ Η΄ συνδέεται και ένα σημαντικό έγγραφο, διάταγμα από το 1272, με το οποίο επιχείρησε, αλλά χωρίς επιτυχία, να καταργήσει το αυτοκέφαλο της σερβικής και βουλγαρικής εκκλησίας και να τις υποτάξει στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας. Το 1272, στη σύγκρουσή του με τη Βουλγαρία, ο Μιχαήλ Η΄ επανέκτησε την Αγχίαλο και τη Μεσημβρία, αντικείμενο παλαιών βουλγαροβυζαντινών αντιπαραθέσεων. Στην Ήπειρο, όπου ο αυτοκρατορικός στρατός δεν είχε τόση επιτυχία, η συνθήκη ειρήνης που είχε επιτευχθεί ισχυροποιήθηκε με το γάμο του Νικηφόρου, νόμιμου γιου και διαδόχου του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ με ανιψιά του Μιχαήλ Η΄. Η συνθήκη αυτή και τυπικά σήμαινε το τέλος όλων των φιλοδοξιών του κράτους της Ηπείρου στον αγώνα για τη βυζαντινή διαδοχή.

Στο πλαίσιο της βυζαντινής δυτικής πολιτικής, πολύ ευαίσθητες ήταν οι σχέσεις με τις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες. Ο Μιχαήλ Η΄, ύστερα από μερικές ήττες που υπέστη η Γένουα στον πόλεμο εναντίον της Βενετίας, άλλαξε την πολιτική του γραμμή. Τον Ιούνιο του 1265 έκανε με τους Βενετούς μια συνθήκη με την οποία παραχωρούσε στη Βενετία όχι μόνο τα παλιά αλλά και ορισμένα καινούρια προνόμια. Επειδή όμως οι Βενετοί δίσταζαν να επικυρώσουν τη συνθήκη, ο Μιχαήλ Η΄ ανανέωσε τη συνθήκη με τη Γένουα, και, εκτός από τα παλιά προνόμια, το 1267 παραχώρησε στους Γενουάτες και το δικαίωμα να εγκατασταθούν στον Γαλατά. Φοβούμενοι ένα μονοπώλιο της Γένουας στην Ανατολή, οι Βενετοί δέχθηκαν τελικά τον Απρίλιο του 1268 να επικυρώσουν τη συμφωνηθείσα συνθήκη με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, χωρίς όμως αυτό να ακυρώσει τα προνόμια της Γένουας. Αν και η πολιτική αυτή εξασφάλισε το Βυζάντιο από τις δύο ναυτικές δυνάμεις, το ενέπλεξε ωστόσο στα δεσμά των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών, από τα οποία δεν κατάφερε μέχρι τέλους να απαλλαγεί.

4.2. Ανατολική πολιτική

Ο Μιχαήλ Η΄ ήταν αναγκασμένος να λαμβάνει υπόψη του και τις εξελίξεις στην Ανατολή, όπου την εποχή εκείνη οι σημαντικότεροι πολιτικοί παράγοντες ήταν οι Τάταροι της Χρυσής Ορδής στη νότια Ρωσία, οι Μογγόλοι του Khan Hulagu στην Εγγύς Ανατολή και οι Μαμελούκοι στην Αίγυπτο. Λόγω των σχέσεων με τη νότια Ρωσία, από όπου έφθαναν στους Μαμελούκους της Αιγύπτου οι ομόφυλοί τους, ήταν σημαντική για τους Μαμελούκους η θαλάσσια οδός που βρισκόταν στα χέρια των Βυζαντινών. Όμως οι καλές σχέσεις του Μιχαήλ Η' με τον Khan Hulagu δυσκόλευαν τη συνεργασία του τόσο με τους Μαμελούκους όσο και με τους Τάταρους της Χρυσής Ορδής, που ήταν εχθρικοί προς τους Μογγόλους της Εγγύς Ανατολής.

Οι Τάταροι συμμάχησαν με τη Βουλγαρία και έκαναν καταστροφικές επιδρομές στη βυζαντινή επικράτεια το 1264 και το 1271, αναγκάζοντας τον Μιχαήλ να επιδιώξει συνθήκη μαζί τους. Έτσι έκλεισε το 1272 συνθήκη φιλίας με τον Νογάι, αρχηγό των Τατάρων, ο οποίος ασκούσε αποφασιστική επιρροή στη Χρυσή Ορδή και ήταν σε θέση να αποτρέψει κάθε αντιβυζαντινή ενέργεια στη Βουλγαρία. Ο Μιχαήλ Η΄, εκτός από πλούσια δώρα, έδωσε στον Νογάι την εξώγαμη κόρη του Ευφροσύνη ως σύζυγο.

Με τον τρόπο αυτό ο Μιχαήλ Η΄ πέτυχε να δημιουργήσει πίσω από έναν κλοιό εχθρικών προς την αυτοκρατορία δυνάμεων έναν κλοιό δικών του συμμάχων, για να ελέγχει τους εχθρούς της αυτοκρατορίας: οι Μογγόλοι του Khan Hulagu ασκούσαν πίεση επί του σουλτανάτου του Ικονίου, οι Τάταροι του Νογάι επί της Βουλγαρίας, ενώ πίσω από τις πλάτες των Σέρβων βρισκόταν η συμμαχική Ουγγαρία· ο γάμος του διαδόχου Ανδρόνικου και της Άννας, κόρης του Στέφανου Ε΄, εδραίωσε τη συμμαχία αυτή.

5. Εσωτερική πολιτική

Ο Μιχαήλ ανέπτυξε πλούσιο αναστηλωτικό έργο για τους ναούς, τις μονές και τα δημόσια ιδρύματα που είχαν ερειπωθεί στα χρόνια της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.6 Ταυτόχρονα επισκεύασε τα τείχη, χερσαία και θαλάσσια, και προσπάθησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της πρωτεύουσας, που είχε μειωθεί σημαντικά. Για το έργο του επαινείται σε μια σειρά εγκωμιαστικούς λόγους του Μανουήλ Ολόβωλου, ο οποίος αναφέρεται στα επιτεύγματα του Μιχαήλ Η΄ προς επίρρωσιν του τίτλου «Νέος Κωνσταντίνος» που του απέδιδε.7

Ο Μιχαήλ Η΄ εισήγαγε σημαντικές αλλαγές στο θεσμό του συναυτοκράτορα με το διάταγμα που εξέδωσε το 1272.8 Ο γιος του και συναυτοκράτορας Ανδρόνικος Παλαιολόγος έλαβε ευρύτατα δικαιώματα, που δεν είχαν παλαιότερα οι συναυτοκράτορες. Με τον τρόπο αυτό ο Μιχαήλ ήθελε να εξασφαλίσει το γιο του από τον αδελφό του Ιωάννη Παλαιολόγο, ο οποίος ήταν τότε ιδιαίτερα δημοφιλής και μπορούσε να απειλήσει τη διαδοχή.

Οι μεγάλες όμως διπλωματικές επιτυχίες, τις οποίες ο Μιχαήλ Η΄ σημείωσε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και με μεγάλες και επώδυνες για την Αυτοκρατορία υποχωρήσεις, δημιούργησαν προβλήματα στον εσωτερικό τομέα. Στην αρχή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης με την ωμή συμπεριφορά του απέναντι στον νόμιμο διάδοχο του θρόνου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι, του οποίου τα δικαιώματα είχε ορκιστεί να υπερασπιστεί ως αντιβασιλέας. Ο πατριάρχης Αρσένιος Αυτωρειανός, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του προστάτη του νεαρού αυτοκράτορα, αφόρισε τον Μιχαήλ Η΄. Ο Μιχαήλ κατάφερε ύστερα από μεγάλες προσπάθειες να παραμερίσει τον γηραιό ασκητή (1265)· στη θέση του ανέλαβε πατριάρχης ο Γερμανός Γ', ο οποίος ενίσχυε την εικόνα του αυτοκράτορα και φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που του απέδωσε και το όνομα Νέος Κωνσταντίνος. Αργότερα ο Μιχαήλ Η' έλαβε άφεση από τον πατριαρχικό αφορισμό από τον δεύτερο διάδοχο του Αρσενίου, τον Ιωσήφ Α', όμως ένα μέρος του κλήρου έμεινε πιστό στον έκπτωτο Αρσένιο. Πολύ σύντομα δημιουργήθηκε η παράταξη των αρσενιατών, η οποία αντιδρούσε επίμονα στον αυτοκράτορα και στη νέα εκκλησιαστική ηγεσία.

Στη δυσαρέσκεια αυτή προστέθηκε και η αντίδραση μέρους της κοινής γνώμης στην ενωτική πολιτική του αυτοκράτορα. Όταν με την υπογραφή της ένωσης της Λυών ο Μιχαήλ Η΄ ζήτησε από την ορθόδοξη εκκλησία να αναγνωρίσει το παπικό πρωτείο, αναστατώθηκε ολόκληρη η χώρα. Η κατάσταση έγινε ακόμα δυσκολότερη όταν ο πατριάρχης Ιωσήφ Α΄ αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ένωση, με αποτέλεσμα να γίνει νέα βίαιη αλλαγή στον πατριαρχικό θρόνο. Πατριάρχης έγινε ο Ιωάννης ΙΑ' Βέκκος, ο οποίος στην αρχή ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά αργότερα δέχθηκε την ένωση. Ακολούθησε βαθύ σχίσμα και η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε δύο εχθρικές παρατάξεις. Ο βυζαντινός λαός, του οποίου τα αντιλατινικά αισθήματα είχαν οξυνθεί, εξεγέρθηκε εναντίον του αυτοκράτορα. Αντίθετα με τον Μιχαήλ, που έβλεπε την ένωση ως απαραίτητο μέσο της εξωτερικής του πολιτικής, ο κλήρος και μέρος του λαού την αντιμετώπισαν ως εκκλησιαστικό μέτρο που έθιγε την ορθόδοξη πίστη και δεν αναγνώριζαν στην εξωτερική απειλή, κυρίως από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό, κάποιο ελαφρυντικό για την ενωτική πολιτική του αυτοκράτορα. Η κατάσταση οξύνθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε να αρχίσουν άγριοι διωγμοί, ενώ η ίδια η αυτοκρατορική οικογένεια διχάστηκε: το ρόλο του άξονα γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκε η αντιπολίτευση εναντίον του Μιχαήλ Η΄ έπαιξε η μεγαλύτερη αδερφή του αυτοκράτορα Ειρήνη (Ευλογία).9

Το μίσος απέναντι στον ενωτικό αυτοκράτορα απλώθηκε και στα ελληνικά αυτόνομα κρατίδια. Εναντίον του Μιχαήλ Η΄ ξεσηκώθηκε ο δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος, ενώ ο σεβαστοκράτορας Ιωάννης της Θεσσαλίας, παλαιός εχθρός του αυτοκράτορα, εμφανίσθηκε στο ρόλο του υπερασπιστή της ορθοδοξίας: μάλιστα, το 1278 συγκάλεσε σύνοδο στην οποία ο Μιχαήλ Η΄ καταδικάσθηκε ως αιρετικός.10

Ο Μιχαήλ Η΄ πέθανε στο χωριό Παχώμιο της Θράκης στις 11 Δεκεμβρίου 1282. Ο γιος και διάδοχός του Ανδρόνικος Β΄, θεωρώντας την ένωση των εκκλησιών μεγάλη αμαρτία του πατέρα του, διέταξε να ταφεί ο Μιχαήλ κρυφά, τη νύχτα, σε ασημείωτο τάφο του τοπικού νεκροταφείου του χωριού. Ωστόσο αργότερα, φοβούμενος μήπως το λείψανο βεβηλωθεί, διέταξε να γίνει εκταφή του πατέρα του. Το λείψανο δεν μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά στη Σηλυβρία, όπου το ενταφίασαν στη μονή του Σωτήρος χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας που συνετάχθη το 1439 και στο οποίο μνημονεύονται όλα τα ονόματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, απουσιάζει το όνομα του Μιχαήλ Η΄.11 Πρόκειται για τυπικό παράδειγμα μιας βυζαντινής Damnatio memoriae.




1. Το Prosopographisches  Lexikon der Palaiologenzeit, IX (Wien 1989), αρ. 21528, σελ. 104, αναφέρει ως χρονολογία γέννησης το 1224, ενώ το The Oxford Dictionary of Byzantium, II (New York-Oxford 1991), σελ. 1367, αναφέρει και τις δύο χρονολογίες.

2. Prosopographisches  Lexikon der Palaiologenzeit, IX (Wien 1989), αρ. 21528, σελ. 104.

3. Geanakoplos, D.J., “Greco-Latin Relations on the Eve of the Byzantine Restoration: The Battle of Pelagonia – 1259”, Dumbarton Oaks Papers 7 (1953), σελ. 99-141.

4. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, 324-1453, ΙΙΙ (Αθήνα 1993), σελ. 131-132.

5. Tafel, G.L.F – Thomas, G.M., Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der republik Venedig mit besonderen Beziehungen auf Byzanz und die Levante I (Fontes Rerum Austriacarum, Abt. II,  Wien  1856), σελ. 287 κ.ε.

6. A.-M. Talbot, "The Restoration of Constantinople under Michael VIII", Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 243-261.

7. The Oxford Dictionary of Byzantium, II (New York-Oxford 1991), σελ. 1367. Πρβ. R. Macrides, “The new Constantine and the New Constantinople”, Byzantine and Modern Greek Studies 6 (1980), σελ. 41.

8. Heisenberg, A., Aus der Geschichte und Literatur der Palaiologenzeit, (München 1920), σελ. 33 κ.ε. (=Quellen und Studien zur spätbyzantinischen Geschichte, Variorum Reprints, London 1973).

9. Γουναρίδης Π., Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310). Ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων (Αθήνα 1999).

10. Grumel, V., “En Orient après le IIe concile de Lyon. Brèves notes ď histoire et de chronologie”, Échos d’Orient 24 (1925), σελ. 321 κ.ε.

11. Guillard, J., “Le Synodicon de ľ Orthodoxie et commentaire”, Travaux et Mémoires 2 (1967), σελ. 97, σημ. 327.