Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νεκροταφεία των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Αναστασιάδου Μερόπη (26/3/2008)

Για παραπομπή: Αναστασιάδου Μερόπη, «Νεκροταφεία των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10988>

Νεκροταφεία των Ρωμιών στην Κωνσταντινούπολη (12/12/2008 v.1) Cemeteries of the Greek-Orthodox in Constantinople - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Χωροθέτηση των νεκροταφείων

Στις αρχές του 21ου αιώνα, η ρωμαιορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, αν και εξαντλημένη δημογραφικά, έπειτα από τις συνεχείς και μαζικές αναχωρήσεις των μελών της από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, συντηρούσε ακόμη περί τα 18 νεκροταφεία. Σύμφωνα με πληροφορίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το 2007, στα όρια της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και των μητροπόλεων Χαλκηδόνας, Δέρκων και Πριγκηποννήσων, υπήρχαν χώροι νεκροταφείων στις εξής συνοικίες: Θεραπειά (Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης), Γενίκιοϊ (Νηχώρι), Βογατζίκιοϊ (Βαφεοχώριον), Αρναούτκιοϊ (Μέγα Ρεύμα, Προφήτη Ηλία), Ορτάκιοϊ (Αγίου Γεωργίου), Σισλί (Σταυροδρομίου, Θείας Μεταμορφώσεως), Κουρτουλούς (Ταταύλα, Αγίου Ελευθερίου), Χάσκιοϊ (Πικρίδιον), Εγρί Καπού (Αγίου Κυριακού), Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι), Κουζγκουντζούκι (Χρυσοκέραμος), Μπαγλάρμπασι (Σκούταρι, Προφήτη Ηλία), Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα, Αγίου Ιγνατίου), Μπαλουκλί, καθώς και στα Πριγκιπόννησα: Κιναλίαντα (Πρώτη), Μπουργκάζ (Αντιγόνη), Χεϊμπελί (Χάλκη) και Μπιουγιούκ Αντά (Πρίγκηπος).

Ο υψηλός αυτός αριθμός επιβεβαιώνει την υπερτροφία που χαρακτηρίζει διάφορες όψεις της κοινωνικής ζωής της πολίτικης ρωμιοσύνης και η οποία είναι κατάλοιπο της πληθυσμιακής ευρωστίας του τέλους της Οθωμανικής περιόδου. Στην αρχή της δεκαετίας του 1920, όταν ιδρύθηκε η τουρκική δημοκρατία, οι χώροι των ρωμαιορθόδοξων νεκροταφείων ήταν περισσότεροι. Εκτός από αυτούς που έπαψαν να χρησιμοποιούνται λόγω της εντατικής αστικοποίησης και των οποίων ο αριθμός και η ακριβής τοποθεσία δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εμπεριστατωμένης έρευνας, υπάρχουν και κάποιοι που δε χρησιμοποιούνται, αλλά η τοποθεσία τους είναι γνωστή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες απώλειες καταγράφηκαν σε περιφερειακές συνοικίες του Βοσπόρου και ειδικότερα στην ασιατική του ακτή: στις περιοχές Τσεγκέλκιοϊ (Αγίου Γεωργίου), Μπέικοζ (Αγίας Παρασκευής), Κανδηλλί, Πασαμπαχτσέ (Αγίων Κωνσταντίνου κι Ελένης), αλλά και στο Βαθυρρύακα (Μπουγιούκντερε, Αγίου Γεωργίου), στην Ξηροκρήνη (Κουρούτσεσμε) ή, ακόμη, στον Άγιο Στέφανο. Ακόμη και το 19ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ο ρωμαιορθόδοξος πληθυσμός της Πόλης αυξήθηκε θεαματικά έπειτα από διαδοχικά κύματα οικονομικών μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στην οθωμανική πρωτεύουσα, οι περιφέρειες του Βοσπόρου παρέμεναν πιο αραιοκατοικημένες σε σχέση με άλλες περιοχές, όπως το Πέρα, τα Ταταύλα, το Καντίκιοϊ, το Μακροχώρι και ο Άγιος Στέφανος, όπου οι ορθόδοξες ενορίες ήταν πολυπληθείς.

2. 19ος αιώνας

Τα περισσότερα από τα ορθόδοξα κοιμητήρια που λειτουργούσαν στις αρχές του 21ου αιώνα στα όρια της τουρκικής μεγαλούπολης ιδρύθηκαν το 19ο αιώνα και ειδικότερα μετά το 1850, όταν οι τοπικές αρχές, αντιμέτωπες με μια καλπάζουσα δημογραφική αύξηση αλλά και την ανάγκη άσκησης συγκροτημένης υγειονομικής πολιτικής, αναδιοργάνωσαν τους χώρους ενταφιασμών. Δυστυχώς, οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τα ρωμαίικα νεκροταφεία πριν από την εποχή αυτή είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε την ύπαρξη νεκροπόλεων εκτός των τειχών που λειτούργησαν αδιάλειπτα από τη Βυζαντινή περίοδο. Τα Μεγάλα Μνήματα στην περιοχή του Ταξίμ, καθώς και τα Μνηματάκια στο λόφο του Κασίμ Πασά, των οποίων τα ίχνη διατηρούνταν μέχρι πρόσφατα, αναφέρονται συχνά από τους Ευρωπαίους περιηγητές του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Όμως, τα στοιχεία αυτά δεν είναι αρκετά για μια συνολική θεώρηση του χώρου, τόσο μάλλον από τη στιγμή που δεν έχουμε καν σαφή εικόνα της δημογραφικής και κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης του ρωμαιορθόδοξου πληθυσμού της Πόλης πριν από το 19ο αιώνα.

Είναι πάντως βέβαιο ότι μέχρι το 1850 οι χριστιανοί ορθόδοξοι χρησιμοποίησαν για τους ενταφιασμούς τόσο τα κοιμητήρια στις παρυφές της Πόλης, έξω από τα χερσαία τείχη, όσο και τα προαύλια και τους νάρθηκες των ναών τους. Κατά κανόνα, οι περίβολοι των εκκλησιών προορίζονταν για την τοπική ελίτ, ενώ οι «ανώνυμοι» αναπαύονταν έξω από τα τείχη. Στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, σώζονταν ακόμη ναοί όπου διατηρούνταν επιτύμβιες πλάκες ή και τάφοι στο προαύλιο (όπως, για παράδειγμα, ο Άγιος Γεώργιος στο Τσεγκέλκιοϊ).

Τα κοιμητήρια της Πόλης είναι χώροι προσβάσιμοι στα μέλη μιας μόνο θρησκευτικής κοινότητας. Καταρχήν, ένας χριστιανός δεν ενταφιάζεται σε μουσουλμανικό νεκροταφείο ούτε ένας μουσουλμάνος σε εβραϊκό. Ο διαχωρισμός είναι σαφής και όσον αφορά τις χριστιανικές Εκκλησίες: Οι χώροι ταφής είναι διαφορετικοί για τους ορθόδοξους, τους Αρμένιους γρηγοριανούς, τους Αρμένιους καθολικούς, τους Λατίνους καθολικούς κ.λπ. Ακόμη και άτομα που, στη διάρκεια του βίου τους, ξεπέρασαν τα όρια της κοινότητάς τους και διαμόρφωσαν μια σύνθετη πολιτισμική προσωπική ταυτότητα, θα επιστρέψουν για να «αναπαυτούν» στο κοιμητήριο της εθνοθρησκευτικής ομάδας από την οποία προέρχονται. Έτσι, οι Ρωμιοί (και ιδίως οι Ρωμιές) που ένωσαν τη ζωή τους με έναν αλλόθρησκο ενταφιάζονται κατά κανόνα όχι με τα άλλα μη ορθόδοξα μέλη της οικογένειάς τους, αλλά πλάι στους ομόθρησκούς τους, επανεντασσόμενοι μέσω του θανάτου τους στην «εκ γενετής» κοινότητα υπαγωγής τους.

3. 20ός αιώνας

Οι περισσότεροι ρωμαίικοι χώροι ενταφιασμού, που από το 1923 τελούν υπό την προστασία της Συνθήκης της Λωζάννης, παραχωρήθηκαν, από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα, στις κατά τόπους ενορίες με σουλτανικό φιρμάνι. Στη συνέχεια, κατά τη δεκαετία του 1930, προσαρτήθηκαν στα κοινοτικά βακούφια. Η ασάφεια και η αοριστία του νομικού τους καθεστώτος διευκόλυνε τις απώλειες καθ’ όλη τη διάρκεια του πολύταραχου για την πολίτικη ρωμιοσύνη 20ού αιώνα. Ένας πρώτος «κανονισμός περί νεκροταφείων» της 9ης Αυγούστου 1931, που διευκρινίζει τα δικαιώματα των επιμέρους δήμων στους χώρους ενταφιασμού, δεν περιέχει ειδική αναφορά στα μειονοτικά νεκροταφεία, ίσως επειδή την εποχή αυτή θεωρούνται ακόμη εκτός της δικαιοδοσίας των τουρκικών αρχών.

Τριάντα χρόνια αργότερα ωστόσο, όταν εγκαινιάζονται γιγαντιαία δημόσια έργα και εντείνονται οι προσπάθειες για πολεοδομικό μετασχηματισμό, ένας νέος νόμος (221 του 1961) απλοποιεί τη διαδικασία δημοσιοποίησης των ιδιωτικών οικοπέδων, παρέχοντας στις δημαρχίες την απαιτούμενη νομιμοποίηση ως προς τις πολυάριθμες ιδιοποιήσεις ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ανάπλασης του αστικού χώρου. Ο στόχος του νομοθέτη δεν ήταν να καταργήσει τα μειονοτικά νεκροταφεία, αλλά να εκσυγχρονίσει την Πόλη. Εξάλλου, τα χρόνια αυτά, πλείστα μουσουλμανικά κοιμητήρια και κτήρια υποχρεώθηκαν να υποστούν τις συνέπειες της εφαρμογής των νέων πολεοδομικών σχεδίων και διαγράφτηκαν από το χάρτη. Η παρατήρηση αυτή δεν αναιρεί ωστόσο τη διαπίστωση ότι τη συγκεκριμένη περίοδο αρκετά κοινοτικά νεκροταφεία πέρασαν στη δικαιοδοσία των δημαρχιών, οι οποίες πραγματοποίησαν τις σχετικές μεταβιβάσεις βάσει δικαστικών αποφάσεων.

Η τελευταία νομοθετική ρύθμιση σχετικά με το θέμα: ο νόμος 3998 του 1994 αναγνωρίζει, πρώτη φορά από το 1923, την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος των μειονοτικών κοιμητηρίων. Στο κείμενο αυτό διευκρινίζεται επίσης ότι οι εκτάσεις ταφής (γενικά) στην Τουρκία χαίρουν ειδικής προστασίας, αφού δεν μπορούν να κατεδαφιστούν ούτε να μετατραπούν σε πάρκα, κήπους, πλατείες ή πάρκινγκ· ούτε και να χρησιμοποιηθούν για σκοπό διαφορετικό απ’ αυτό για τον οποίο ιδρύθηκαν. Μόνο η χάραξη δρόμου συνιστά λόγο νόμιμης κατάργησης (εν όλω ή εν μέρει) ενός νεκροταφείου. Και πράγματι, η κατασκευή του περιαστικού οδικού δικτύου της Πόλης που αρχίζει από το 1960 απαιτεί τη διάνοιξη νέων αρτηριών, τη διεύρυνση οδών, έργα για την εκτέλεση των οποίων οι απαλλοτριώσεις και οι κατεδαφίσεις είναι αναπόφευκτες.

4. Ο κίνδυνος εξαφάνισης των νεκροταφείων

Παρά τη ρητή νομοθετική προστασία, οι Ρωμιοί της Πόλης δεν αγνοούν ότι στις αρχές του 21ου αιώνα, απ’ όλα τα –πολυάριθμα– ακίνητα που συνθέτουν την πολιτιστική τους κληρονομιά στα όρια της τουρκικής μεγαλούπολης, τα κοιμητήρια είναι τα πιο ευάλωτα και τα πιο άμεσα απειλούμενα για πολλούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η μειονότητα δε διαθέτει πια σημαντική δημογραφική βάση για να δικαιολογήσει την ανάγκη λειτουργίας 18 νεκροταφείων: οι κηδείες είναι λίγες, ενώ οι εκταφές είναι από χρόνια διαδικασία άγνωστη. Επιπλέον, το νεκροταφείο έχει πάψει να αποτελεί «κοινωνικό χώρο» για τους Ρωμιούς. Οι επισκέψεις στους νεκρούς, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια και οι λουλουδιασμένοι τάφοι είναι σπάνιοι, αφού για τους περισσότερους από τους νεκρούς δεν υπάρχουν πια συγγενείς στην Πόλη.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η γεωγραφική θέση των περισσότερων ρωμαιορθόδοξων κοιμητηρίων, που συνδυάζεται με την εντατική αστικοποίηση. Είτε βρίσκονται πια στο κέντρο της Πόλης (Σισλί, Κουρτουλούς, Καντίκιοϊ κ.ά.) είτε είναι απομονωμένα στις ανηφοριές των προαστίων του Βοσπόρου, τα νεκροταφεία των Ρωμιών καταλαμβάνουν οικοδομήσιμες εκτάσεις γης σε περιοχές όπου η τιμή του τετραγωνικού μέτρου έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη από το 2000 κι έπειτα. Η πολιορκία που υφίστανται από εργολάβους και άλλους παράγοντες της αγοράς ακινήτων υποχρεώνει τη μειονότητα και το Πατριαρχείο να βρίσκονται σε συνεχή επιφυλακή, ώστε να περιορίζονται τουλάχιστον οι κατάφωρες καταπατήσεις.

Όσο για τον κοινό νόμο που αφορά τους χώρους ταφής, ο νομοθέτης έχει τη δυνατότητα να τον μεταβάλει προσαρμόζοντάς τον στις κοινωνικές ανάγκες και στη σημερινή πραγματικότητα. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα απέμενε μόνη η εγγύηση προστασίας που παρέχει το άρθρο 42, παράγραφος 3 της Συνθήκης της Λωζάννης, ως υπερκείμενης του κοινού δικαίου. Αλλά ποιος ενδιαφέρθηκε για την τήρηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης μέχρι τη δεκαετία του 1990; Η Γαλλία, η Αγγλία, η Ιταλία, που υπέγραψαν, όπως και η Ελλάδα, το διεθνές αυτό κείμενο, θυμήθηκαν όσα συμφωνήθηκαν στην Ελβετία μόνο όταν η Τουρκία εκδήλωσε την επιθυμία της να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Συνθήκη της Λωζάννης, από την οποία γαντζώνονται οι μειονότητες στην Τουρκία και στην Ελλάδα, αποδείχτηκε δηλαδή αμφίβολης αποτελεσματικότητας, υποκείμενη στην πολιτική συγκυρία.

5. Η ανάγκη διατήρησης των κοιμητηρίων

Η διατήρηση των κοιμητηρίων είναι ουσιώδης προϋπόθεση για την επιβίωση της μειονότητας, κυρίως επειδή αποτελούν εξέχοντες τόπους συλλογικής μνήμης, εκ των ων ουκ άνευ της πολιτισμικής της ταυτότητας. Εδώ αναπαύονται τα κορυφαία στελέχη της (κληρικοί, πνευματικοί άνδρες, μεγαλοεπιχειρηματίες), τα οποία συνέβαλαν στη σύντομη λάμψη της από το 1880 μέχρι το 1914. Εδώ επίσης καταγράφεται η κοινωνική διαστρωμάτωση των ενοριών, αλλά και η εισδοχή αλλόγλωσσων ορθόδοξων στοιχείων στον ελληνόφωνο μειονοτικό ιστό. Οι Ρώσοι πρόσφυγες της Οκτωβριανής Επανάστασης ενταφιάστηκαν ένα διάστημα σε ρωμαίικα κοιμητήρια· αν και σε περιορισμένο αριθμό, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Μολδαβοί αναπαύονται σήμερα σε κεντρικά μνήματα. Εδώ, τέλος, φυλάσσονται ακόμη τα ίχνη της πολιτισμικής πολυφωνίας των Ρωμιών της Πόλης κατά το 19ο και 20ό αιώνα: οι πολυάριθμοι τάφοι των τουρκόφωνων ορθόδοξων (Καραμανλήδων) μαρτυρούν το σύνθετο χαρακτήρα της κωνσταντινουπολίτικης ρωμιοσύνης μέχρι το τέλος της Οθωμανικής περιόδου.

Τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η πολίτικη ρωμιοσύνη στις αρχές του 21ου αιώνα είναι τόσο πολλά και ποικίλα που η διάσωση των νεκροταφείων δεν αποτελεί προτεραιότητα. Ωστόσο, μια συντονισμένη προσπάθεια αξιοποίησής τους ίσως προλάβαινε μια ενδεχόμενη απώλεια. Η προβολή μερικών από αυτά ως «τουριστικών αξιοθεάτων» θα συνέβαλλε στην αναβάθμισή τους απέναντι στην κοινή γνώμη αλλά και στο τουρκικό κράτος.

Καθώς το υποδηλώνει και η συγχώνευση σε έναν ενιαίο φορέα των τουρκικών υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού, η προστασία των μνημείων στην Τουρκία είναι άμεσα συνδεδεμένη με στόχους τουριστικής ανάπτυξης και προσέλευσης κεφαλαίων μέσω του τουρισμού. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για πολιτιστικά μνημεία που δεν έχουν σχέση ούτε με τη μουσουλμανική θρησκεία ούτε με την ιστορία του τουρκικού έθνους. Η μέριμνα για τους αρχαιολογικούς χώρους, το ενδιαφέρον των αρχών για διάφορα χριστιανικά μνημεία (εκκλησίες στην Καππαδοκία, στην Ταρσό, στην Αντιόχεια κ.α.) αποσκοπούν στη δημιουργία στοιχειώδους υποδομής πολιτιστικού τουρισμού προς ικανοποίηση μιας κατεξοχήν ευρωπαϊκής πελατείας. Η πολιτική αυτή δε συνιστά τουρκική ιδιαιτερότητα. Και σε άλλες χώρες της περιοχής, τουρισμός και συντήρηση της (αλλόθρησκης) πολιτιστικής κληρονομιάς είναι συγκοινωνούντα δοχεία: Η περίπτωση της Αιγύπτου είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική.

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, μερικά τουλάχιστον κοιμητήρια θα είχαν ίσως πιθανότητες διάσωσης, αν αξιοποιούνταν τουριστικά. Φυσικά, για να αποτελέσουν τα ρωμαίικα νεκροταφεία επισκέψιμους τόπους μνήμης, προαπαιτείται σοβαρή κατάρτιση των ξεναγών: οι τάφοι των μεγάλων ανδρών της ρωμιοσύνης (ευεργετών, πατριαρχών, διανοούμενων), αλλά και των χιλιάδων «ανωνύμων», είναι μνημεία εξαιρετικά λιτά και με ελάχιστο επιγραφικό υλικό και μόνα τους δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την περιέργεια και να διεγείρουν τη φαντασία του περιηγητή.

Ωστόσο, ένα τουλάχιστον κοιμητήριο αποτελεί ήδη, εδώ και χρόνια, αναπόφευκτη στάση για όλους σχεδόν τους Έλληνες τουρίστες που επισκέπτονται την Πόλη. Πρόκειται για τον περίβολο της μονής της Ζωοδόχου Πηγής (Μπαλουκλί), το χώρο όπου αναπαύονται οι Οικουμενικοί Πατριάρχες των τελευταίων αιώνων. Επειδή συνιστούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για την ορθοδοξία, οι πατριαρχικοί τάφοι, παρά τη λιτότητά τους, εντάσσονται συστηματικά στο πρόγραμμα των εκδρομών των ελληνικών τουριστικών πρακτορείων.

Αντίθετα, στο γειτονικό κοινοτικό νεκροταφείο του Μπαλουκλί, όπως και σε αυτό του Σισλί, στο κέντρο της Πόλης, όπου είναι θαμμένα τα επιφανέστερα μέλη της πολίτικης ρωμιοσύνης –ανώτεροι κληρικοί, διανοούμενοι, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, καλλιτέχνες, επιστήμονες–, οι περιπατητές είναι σπάνιοι. Είναι αλήθεια ότι η αρχιτεκτονική των ρωμαιορθόδοξων κοιμητηρίων της Πόλης παρουσιάζει περιορισμένο ενδιαφέρον. Από σκέτο μάρμαρο (συχνά μάλιστα απλό τσιμέντο), οι περισσότεροι τάφοι στερούνται παντός διακοσμητικού στοιχείου. Όσο για τα οικογενειακά μνήματα και μαυσωλεία, που ανήκουν συνήθως σε ευκατάστατους και φέρουν τα σημάδια της παρέμβασης ειδικών τεχνιτών και καλλιτεχνών, είναι είτε δυτικότροπα στην όψη είτε με σαφείς αναφορές στην αρχαιοελληνική ταφική τέχνη. Με ελάχιστες οθωμανικές και ανατολίτικες επιρροές, δεν «ξαφνιάζουν» ούτε και ελκύουν ιδιαίτερα τους επισκέπτες από την Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο το Σισλί όσο και το Μπαλουκλί χαρακτηρίζονται συχνά ως «τοπικές εκδοχές» του Περ Λασέζ (Père-Lachaise, Παρίσι) ή παρόμοιων κοιμητηρίων δυτικοευρωπαϊκών πόλεων του 19ου αιώνα.

Για να θεωρηθούν λοιπόν αξιοθέατα τα κοιμητήρια των Ρωμιών της Πόλης, προαπαιτούνται ειδικές γνώσεις για τις ατομικές και οικογενειακές διαδρομές των ενταφιασμένων και σχετική επιμόρφωση των ξεναγών. Ωστόσο, αν η μειονότητα κατέβαλλε προσπάθειες στην κατεύθυνση αυτή, το κέρδος δε θα ήταν μόνο ακαδημαϊκό. Η –έστω και περιορισμένη– πολιτιστική αξιοποίηση των νεκροταφείων μπορεί να εξασφαλίσει μια πρόσθετη «θωράκιση» απέναντι σε ενδεχόμενες μελλοντικές αμφισβητήσεις.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>