Τα πρώτα εγκαίνια του ναού της Αγίας Σοφίας σύμφωνα με το Πασχάλιον Χρονικόν:
«Ἐπὶ τῆς αὐτῆς συνόδου τῶν ἐπισκόπων οὐ μετὰ πολλὰς ἡμέρας τοῦ ἐνθρονισθῆναι τὸν Εὐδόξιον ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως τὰ ἐγκαίνια τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς πόλεως ἐτελέσθη δι’ ἐτῶν λδʹ μικρῷ πρόσω ἀφ’ οὗ θεμελίους κατεβάλετο Κωνσταντῖνος νικητής, σεβαστός. ἐγένετο δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια αὐτῆς ἐπὶ τῶν προκειμένων ὑπάτων πρὸ ιςʹ καλανδῶν μαρτίων, ἥτις ἐστὶ μηνὸς περιτίου ιδʹ. εἰς τὰ ἐγκαίνια προσήγαγεν ὁ βασιλεὺς Κωνστάντιος Αὔγουστος ἀναθέματα πολλά, κειμήλια χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ μεγάλα καὶ διάλιθα χρυσυφῆ ἁπλώματα τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου πολλά, ἔτι μὴν καὶ εἰς τὰς θύρας τῆς ἐκκλησίας ἀμφίθυρα χρυσᾶ διάφορα καὶ εἰς τοὺς πυλεῶνας τοὺς ἔξω χρυσυφῆ ποικίλα»·
Πασχάλιον Χρονικόν 1, Dindorf, L. (επιμ.) (CSHB, Bonn 1832), σελ. 544.
Η καταστροφή της κωνσταντίνειας Αγίας Σοφίας το 404:
«μετὰ δὲ τὸν ἄφατον καὶ δυσερμήνευτον ἐκεῖνον σκότον, φλὸξ ἀπὸ μέσου τοῦ θρόνου, ἐν ᾧ εἰώθει ὁ Ἰωάννης καθέζεσθαι,
καθάπερ ἐν μέσῳ σώματι κειμένη καρδία τοῖς λοιποῖς ἐξηγεῖσθαι μέλεσι τὰ τοῦ Κυρίου λόγια, φανεῖσα ἐπεζήτει τὸν ὑποφήτην τοῦ λόγου· ὃν οὐχ εὑροῦσα κατεβόσκετο τὴν σκευωρίαν. δενδρωθεῖσα δὲ εἰς ὕφος εἷρψεν διὰ τῶν ἁλύσεων ἐπὶ τὴν στέγην· ἔχεως δὲ δίκην τὴν γαστέρα φαγοῦσα, ἐπὶ νῶτον ἐφέρετο τῶν δωμάτων τῆς ἐκκλησίας, “μισθὸν τῆς ἀδικίας” ὥσπερ τὴν ἐπὶ ταύτῃ ὡρισμένην δίκην ἀποδιδόντος Θεοῦ εἰς σωφρονισμὸν καὶ νουθεσίαν τῶν οὐκ εἰδότων γε νουθετεῖσθαι <ἢ> διὰ τῆς ὄψεως τῶν τοιούτων θεηλάτων κακῶν»·
Coleman-Norton, P.R., Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi (Cambridge 1928), σελ. 62 [=Patrologia Graeca 47, στήλ. 35-36].
Η ιουστινιάνεια Αγία Σοφία μετά τη δεύτερη αφιέρωσή της το 562:
«Οὕτως ἀντολικὰς μὲν ἐπ’ ἄντυγας ὄμμα τανύσσας
θάμβος ἀειδίνητον ἐσόψεαι. ἀλλ’ ἐπὶ πάσαις
ἐκφύεται πολύκυκλον ὑπὲρ σκέπας οἷά τις ἄλλη..........(400)
ἁψὶς ἠερόφοιτος, ἀνευρύνουσα κεραίην
ἠέρι κολπωθεῖσαν, ἀίσσει δ’ ἄχρι καρήνου
ἄχρι βαθυκνήμοιο καὶ ἄντυγος, ἧς κατὰ νῶτον
πυθμένας ἐρρίζωσε μέσου κόρυς ἄμβροτος οἴκου.
ὣς ἡ μὲν βαθύκολπος ἀνέσσυται ἠέρι κόγχη,...................(405)
ὑψόθεν ἀντέλλουσα μία, τρισσοῖσι δὲ κόλποις
νέρθεν ἐπεμβεβαυῖα· διατμηγεῖσα δὲ νώτοις
πένταχα μοιρηθέντα δοχήϊα φωτὸς ἀνοίγει,
λεπταλέαις ὑάλοις κεκαλυμμένα, τῶν διὰ μέσσης
φαιδρὸν ἀπαστράπτουσα ῥοδόσφυρος ἔρχται ἠώς».....(410)
Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις του ναού της Αγίας Σοφίας, PG 86.2, στήλ. 2.135.
Ο πρωτότυπος σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας:
The design had no close antecedents. It is made up of elements that were current at the time, but these elements, as far as we kno, had not previously been put together in the same combination. Nor was St. Sophia imitated in the following centuries - that is, not until the Ottoman mosques of the sixteenth century. This uniqueness makes St. Sophia difficult to classify. It has been called a domed basilica because it has a longitudinal axis and rows of columns on either side of the nave, but such a designation does not sufficiently reflect the basic structural elements. According to another analysis, the design of St. Sophia was obtained by splitting Sts. Sergius and Bacchus in half and inserting the central dome between the two halves. It may make better sense to reverse this statement. For if we compare St. Sophia with the adjacent and contemporary church of St. Irene (abstracting, of course, the elements that were introduced into St. Irene in the eighth century), we can see that St. Irene has a better claim to being called a domed basilica, and that the singularity of St. Sophia lies precisely in the intercalation of the "two halves of Sts. Sergius and Bacchus».
Mango, C., Byzantine Architecture (London 1986), σελ. 61.
Tο εσωτερικό της Αγίας Σοφίας:
Το σχέδιο αυτό αναπτύσσεται αρχίζοντας από το κέντρο του οικοδομήματος. Ό επισκέπτης, που στέκεται κάτω από την κορυφή του τρούλου, μόλις που αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον μεγάλο χώρο: στην πρώτη ματιά παρουσιάζεται άμορφος, άλλα βαθμιαία αρχίζει να αποκτά σχήματα και τα σχήματα να παίρνουν τις θέσεις τους. Από τον κάθετο κεντρικό άξονα ο χώρος αναπτύσσεται σε μήκος, μέσα στις μεγάλες κόγχες, ανατολικά και δυτικά. Αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο, ανατολικά με το χώρο πού βρίσκεται ανεπτυγμένος μπροστά στο ιερό και την αψίδα του, και δυτικά με το διαμέρισμα της εισόδου• από τις κόγχες ό χώρος κινείται μέσα στις άλλες διαγώνιες πλευρικές κόγχες, υψώνεται κάθετα μέσα στον κεντρικό τρούλο, αγγίζει τη στεφάνη του, βυθίζεται μέσα στο ημισφαίριο, απλώνεται και κυλά μέσα στα τεταρτοσφαίρια των διαγώνιων κογχών. Ή αλληλουχία αυτή των χωρικών σχημάτων αναπτύσσεται ταυτόχρονα φυγόκεντρα, γύρω από έναν μεσαίο άξονα, άλλα και σε μήκος, παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα, από την είσοδο ως την αψίδα του ιερού. Οι μεγάλοι πεσσοί που στηρίζουν τα τόξα του κεντρικού τετραγώνου και οι δευτερεύοντες πεσσοί, ανατολικά και δυτικά, χάνονται μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα…
Παρόλο που οι χωρικές ενότητες διαρθρώνονται και διατάσσονται καθαρά, με αυτή τη ρυθμική αλληλουχία των τριών, των πέντε και των επτά, τα όριά τους παραμένουν ασαφή. Τα πάντα εκτείνονται πέρα από τα φαινομενικά, φυσικά τους όρια. Το μάτι πλανιέται, πέρα από το κεντρικό τετράγωνο, μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, των οποίων τα τελικά σχήματα δεν γίνονται ποτέ αντιληπτά. Το βλέμμα του επισκέπτη παρασύρεται πέρα από τις καμπύλες τοξοστοιχίες μέσα στις κόγχες και στους εξωτερικούς χώρους. Ακόμη, η επικάλυψη αυτών των τοξοστοιχιών με τα παράθυρα των εξωτερικών τοίχων αποκλείει την άμεση αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στους βοηθητικούς και τους κύριους χώρους. Μέσα στο εσωτερικό κέλυφος, οι χωρικοί όγκοι και ή αλληλουχία τους είναι εύκολα κατανοητοί, άλλα έξω από αυτόν τον πυρήνα ο χώρος παραμένει αινιγματικός για τον παρατηρητή, ο όποιος περιορίζεται μέσα στο μεσαίο κλίτος. Η μορφή και η αλληλεπίδραση των χωρικών σχημάτων πρώτα δηλώνεται και ύστερα αναιρείται. Πράγματι, κανένα από αυτά τα χωρικά σχήματα δεν περιέχεται μέσα στις περικλείουσες μάζες, είτε αυτές είναι πεσσοί, είτε επίπεδοι ή καμπύλοι τοίχοι, είτε θολωτές επιφάνειες. Ό όρος «περικλείουσα μάζα» —σ’ αυτού του τύπου την αρχιτεκτονική τουλάχιστον— δεν είναι ακριβής. Οι πεσσοί φαίνονται αρκετά ογκώδεις, Ιδιαίτερα αν τους κοιτάζει κανείς από τα πλαγία κλίτη, άλλα η πρόθεση των κατασκευαστών τους ήταν να είναι αόρατοι. Ό όγκος τους εξαϋλώνεται με τις ορθομαρμαρώσεις τους. Οι κορμοί των κιόνων είναι μεγάλοι, με διάμετρο 0,60-1 μ., άλλα τα πολύχρωμα μάρμαρα εξουδετερώνουν την εντύπωση του μεγάλου όγκου τους
Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-Τουφάνο, Φ. (μτφρ.) ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ. 261-262, 263-264.