Για το κτίσιμο της Αγίας Σοφίας και τον άγγελο Κυρίου, μία θρυλική που κατά παράδοση αποδίδεται στον Γεώργιο Κωδινό
«…Τo λογαριασμό των εξόδων βαστούσε ο Στρατήγιος, ο αδελφοποιτός του αυτοκράτορα και φύλακας του βασιλικού ταμείου. Αυτόν διέταξε ο αυτοκράτορας να δίνει στους εργάτες, εκτός από το μισθό τους και τα καθημερινά αργύρια, κάτι σαν φιλοδώρημα, δυο φορές την εβδομάδα. Και όποτε ερχόταν να δει πώς πάνε οι εργασίες φορούσε άσπρο επανωφόρι και στο χέρι κρατούσε ράβδο λεπτή. Αφού λοιπόν ρίξανε τη σκεπή πάνω από τις αψίδες και από τις δυο μεριές του γυναικωνίτη, συνέχιζαν να χτίζουν από τους πινσούς ως τα κατηχούμενα. Τότε έβγαλε διαταγή ο Στρατήγιος να μοιράσουν μιλιαρίσια στο λαό και να κατέβουν οι μάστορες από τις σκαλωσιές να φάνε. Ήταν η τρίτη ώρα της έβδομης ημέρας. Ο πρωτομάστορας Ιγνάτιος, καθώς κατέβηκε, άφησε το γιο του, παιδί δεκατεσσάρων χρονών, να’χει το νου του στα εργαλεία που άφησαν oι μάστορες. Όπως λοιπόν καθόταν το παιδί και φύλαγε, ξάφνου του φανερώθηκε κάποιος λευκοντυμένος. Έμοιαζε σαν να ήταν ένας ευνούχος σταλμένος από το παλάτι και τον ρώτησε:
– «Για ποια λόγο σταμάτησαν οι εργάτες και δε τελειώνουν γρήγορα το έργο του Θεού αλλά το’ριξαν στο φαγητό;»
Και το παιδί τού απάντησε:
– «Κύριέ μου, θα γυρίσουν σύντομα».
Και κείνος πάλι τού είπε:
– «Τρέχα γρήγορα να τους φωνάξεις».
Μα το παιδί φοβότανε να αφήσει τη θέση του μήπως και χαθεί κανένα εργαλείο. Τότε ο ξένος, που ήταν άγγελος, του είπε παίρνοντας όρκο:
– «Πήγαινε, φώναξε τους. Κι εγώ δεν θα φύγω από εδώ ώσπου να γυρίσεις, μα την Αγία Σοφία, τον Λόγο του Θεού, που τώρα κτίζεται».
Σαν άκουσε τον όρκο του αγγέλου το παιδί πήγε στα γρήγορα και βρήκε τον πατέρα του τον Ιγνάτιο. Του λέει για τον ασπροντυμένο. Και αυτός οδηγεί το παιδί στον αυτοκράτορα, που έτρωγε εκεί κοντά στο Βαπτιστήριο. Μόλις άκουσε ο Ιουστινιανός αυτά που είπε το παιδί το καλεί κοντά του και του δείχνει όλους τους ευνούχους. Και όταν εκείνο κανένα δεν αναγνώρισε να μοιάζει του λευκοφορεμένου, κατάλαβε πως ήταν άγγελος Κυρίου. Εκείνο που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν ο όρκος, όπως τον άκουσε από το παιδί και ακόμη πως ήταν λευκοντυμένος και έβγαζαν φωτιά τα μάγουλα, και η θωριά του ήταν αλλιώτικη.
Χάρηκε πολύ ο Ιουστινιανός και δόξασε τον Θεό πού έδειξε την ευδοκία του για το έργο. Από τότε κάλεσε την εκκλησία Αγία Σοφία, λύνοντας έτσι την απορία του, τι όνομα να της δώσει. Ακόμη κάλεσε πολλούς οσίους κι ενάρετους ανθρώπους, που τον συμβούλεψαν να μη γυρίσει το παιδί στην εκκλησία, γιατί αν γύριζε ό φύλακας άγγελος θα έφευγε από τον τόπο. Όπως του είπαν έτσι κι έκανε. Γιόμισε με πλούτη το παιδί και το έστειλε να ζήσει στα νησιά της Προποντίδας. Και ό άγγελος έμεινε να φυλάγει την εκκλησία ως τα σήμερα, όπως είχε ορκισθεί. Ο τόπος που βρήκε το παιδί και πιάσανε κουβέντα είναι στα δεξιά του πινσού κοντά στο Συλλαγόυο.…»
Το χρονικό του Γεωργίου Κωδινού, Για το κτίσιμο της Αγια-Σοφιάς, μεταγλώτισση και σχόλια Γ. Πρίντζιπα, εικονογράφηση Έλλη Σολομωνίδου-Μπαλάνου, Εκδόσεις : ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα, 2000, σελ. 24-26