Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Ιερόν Μανδήλιον, Μεταφορά, 944

Συγγραφή : Δημητρούκας Ιωάννης (31/3/2003)

Για παραπομπή: Δημητρούκας Ιωάννης, «Ιερόν Μανδήλιον, Μεταφορά, 944», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4568>

Ιερόν Μανδήλιον, Μεταφορά, 944 (31/3/2009 v.1) Mandylion, Transfer of, 944 (31/3/2009 v.1) 

Παραθέματα

 

1. Μετακομιδή και λιτάνευση του Ιερού Μανδηλίου

ἀλλὰ τοῦ τῶν Σαρακηνῶν ἀρχηγοῦ, ὑφ’ ᾧ τὸ πᾶν τῆς ἐξουσίας ἀνέκειτο, ἐμμένειν τοῖς ὡμολογημένοις κρίνοντος δεῖν καὶ ἐκπηροῦν τὴν ὑπόσχεσιν, ἐξῄει τῆς πόλεως τὸ τιμαλφέστατον ἀπεικόνισμα καὶ τὸ χριστόγραφον ἐπιστόλιον καὶ πρὸς τὰ ἐνταῦθα διεκομίζετο.

καὶ δὴ τὴν ὁδὸν διανύοντες, οἱ ταῦτα ἐπιφερόμενοι τὸν Εὐφράτην κατέλαβον [...] ἡ γὰρ ναῦς, μεθ’ ἧς τὸν Εὐφράτην περαιωθῆναι αὐτοῖς προὔκειτο, ἔτι πρὸς τὰ τῆς Συρίας ὁρμιζομένη μέρη, ὡς μόνον εἰσήλθον ἐν αὐτῇ οἱ ἐπίσκοποι τὴν θείαν εἰκόνα καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἐπικομιζόμενοι, ἔτι τοῦ σάλου τοὺς στασιώτας κατέχοντος, ἐξαίφνης χωρὶς ἐρετῶν χωρὶς τοῦ κυβερνῶντος ἢ ἕλκοντος πρὸς τὴν ἀντιπέρας κατῇρε γῆν μόνῳ τῷ θείῳ κυβερνωμένη βουλήματι, ὃ δὴ τοὺς προστυχόντας καὶ ἰδόντας ἅπαντας θάμβους ἐπλήρωσε καὶ ἐκπλήξεως καὶ ἑκόντας παραχωρῆσαι τὴν ἔκπεμψιν ἔπεισεν·
ἐντεῦθεν καταλαμβάνουσι τὰ Σαμόσατα οἱ τῶν φερομένων διάκονοι· ἦσαν δὲ ὁ τῶν Σαμοσάτων καὶ ὁ τῆς Ἐδέσης ἀρχιερεὺς καὶ ὁ τούτου πρωτοπρεσβύτερος καὶ ἕτεροί τινες των ευλαβεστέρων Χριστιανῶν, οἷς καὶ ὁ τοῦ ἀμηρᾶ ὑπηρέτης συνῆν, ὃς ἀπὸ Ῥώμης κατωνομάζετο· ἐνταῦθα ἐπί τινας ἡμέρας χρονοτριβήσαντες πολλῶν ἐκεῖσε θαυμάτων γεγονότων εἴχοντο τῆς ὁδοῦ· καὶ πάλιν ἄπειρα θαύματα ἐτελεῖτο ἐν τῇ ὁδῷ ὑπὸ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος καὶ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Χριστοῦ […]
ἤδη οὖν τὸ πολὺ τῆς ὁδοῦ διανύσαντες φθάνουσι καὶ εἰς τὴν τὴς ὑπεραγίας θεοτόκου μονήν, ἣ τὰ Εὐσεβίου κατονομάζεται ἐν τῷ τῶν Ὀπτιμάτων λεγομένῳ τυγχάνουσαν θέματι […]
τῇ πέμπτῃ ἐπὶ δεκάτῃ τοῦ Αυγούστου μηνὸς συνήθως τῶν βασιλέων τὴν ἑορτὴν ἀγόντων τῆς μεταστάσεως τῆς ἀειπαρθένου καὶ θεομήτορος ἐν τῷ πανσέπτῳ ταύτης κατὰ Βλαχέρνας ναῷ, περὶ δείλης ὀψίας κατέλαβον ἐκεῖσε οἱ τῶν τιμίων τούτων διάκονοι καὶ ἀπετέθη ἐν τῷ ὑπερώῳ εὐκτηρίῳ τοῦ τοιούτου θείου ναοῦ ἡ ἔνδον ἔχουσα τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἐπιστολὴν κιβωτός· καὶ προσελθόντες οἱ βασιλεῖς ἔξωθεν ταύτην σεβασμίως ἤσπάσαντο προσκυνήσαντες, εἶτα μετὰ τιμῆς καὶ δορυφορίας καὶ λαμπάδων συχνῶν πρὸς τὴν βασίλειον τριήρην ταύτην διακομίσαντες σὺν αὐτῇ κατέλαβον τὰ βασίλεια καὶ ἐν τῷ ἐκεῖσε θείῳ ναῷ, ὃς Φάρος ὠνόμασται ἴσως διὰ τὸ οἷον ἱμάτιον λαμπρὸν κεκαλλωπίσθαι, αὐτὸν περιττῶς ταύτην ἀπέθεντο·
τῇ δὲ ἱκνουμένῃ ταῶν ἡμερῶν, ἥτις ἑξκαιδεκάτη τοῦ μηνὸς ἦν, μετ’ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας πάλιν τὸν ἀσπασμὸν καὶ τὴν προσκύνησιν ποισάμενοι καὶ λαβόντες αὐτὴν ἐκεῖθεν οἵ τε ἱερεῖς καὶ οἱ νεάζοντες βασιλεῖς – ὁ γὰρ γέρων οἰκουρὸς δι’ ἀσθένειαν κατελείπετο – μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων καἰ δαψιλοῦς τοῦ φωτός διὰ τῆς πρὸς θάλασσαν καθόδου εἰς τὴν βασίλειον τριήρην αὖθις ἐνθέμενοι, τῆς πόλεως ἐν χρῷ σχεδὸν τὴν εἰρεσίαν ποιούμενοι, ἵνα τρόπον τινὰ διαζώσῃ τὸ ἄστυ διὰ τῆς ἐν θαλάσσῃ πορείας αὐτῆς, ἐκτὸς τοῦ πρὸς δύσιν τείχους τῆς πόλεως προσωρμίσθησαν· ἔνθα τῆς νεὼς ἐκβάντες πεζοποροῦντες οἵ τε βασιλεῖς καὶ πάντες οἱ τῆς γερουσίας βουλῆς καὶ ὁ τῶν ἱερῶν κατάρχων μετὰ παντὸς τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος τῇ προσηκούσῃ δορυφορίᾳ ὡς ἄλλην κιβωτόν, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ ταύτην, τὸ τῶν ἁγιωτάτων καὶ τιμίων φρουρὸν σκεῦος παρέπεμπον καὶ τὰ ἐκτὸς τοῦ τείχους μέχρι τῆς Χρυσῆς διελθόντες Πύλης· εἶτα ἐκεῖθεν ἐντὸς γεγονότες τοῦ ἄστεος μετὰ μετεώρων ψαλμῳδιῶν καὶ ὕμνων καὶ ᾠδῶν πνευματικῶν καὶ ἀπείρου λαμπάδων φωτὸς τὴν πάνδημον συγκροτοῦντες παραπομπὴν διὰ μέσης τῆς πόλεως τὴν πορεῖαν διήνυον, ἁγιασμοῦ μεταλαβεῖν καὶ κρείττονος σθένους τὴν πόλιν διὰ τοῦτο πιστεύοντες καὶ ἀβλαβῆ καὶ ἀπόρθητον εἰς τὸν αἰῶνα συντηρηθήσεσθαι· τοῦ δὲ σχολάζοντος ὄχλου πρὸς τὴν θέαν συντρέχοντος καὶ ὥσπερ κύματα μακρὰ τοῦ δήμου πολλαχόθεν κινουμένου τε καὶ συρρέοντος ἄνθρωπος τις τὰς βάσεις παρειμένος καὶ ἀσθενὴς ἀπὸ χρόνου μακροῦ τοῖς οἰκείοις διακόνοις ἐπερειδόμενος διανέστη πρὸς τὸ τὴν θείαν εἰκόνα διερχομένην ἰδεῖν καὶ ἅμα τῇ θέᾳ παραδόξως ὑγιωθεὶς καὶ γνοὺς ἰσχυροποιηθέντα τῶν βάσεων αὐτοῦ τὰ σφυρὰ προσέδραμεν […] τὴν πρὸ τοῦ Αὐγουστείου τοίνυν φθάσαντες ἀγορὰν οἱ τῆς πανηγύρεως ἔξαρχοι καὶ τῆς εὐθείας ὁδοῦ μικρὸν πρὸς τὰ λαιὰ παρεκνεύσαντες τὸ τῆς θείας Σοφίας θεοῦ ἐπώνυμον ἱερὸν καταλαμβάνουσι τέμενος καὶ τῶν ἀδύτων τοῦ ἱλαστηρίου ἐντὸς τὴν τιμίαν εἰκόνα καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἀποτίθενται· ἐνταῦθα δὲ παντὸς τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος προσκυνήσαντος καὶ τὰ εἰκότα τιμήσαντος ἐξήλθον πάλιν ἐκεῖθεν μετὰ τοῦ φόρτου τοῦ ἱεροῦ οἱ τελοῦντες τὴν πρόοδον καὶ τὰ τῶν βασιλείων καταλαβόντες ἀνάκτορα ἐν τῷ κατ’ ἐπωνυμίαν Τρικλίνῳ Χρυσῷ ἐπὶ τοῦ βασιλείου θρόνου, ἐν ᾧ περὶ τῶν μεγίστων χρηματίζειν εἰώθασι, τὴν θείαν εἰκόνα τέως ἱδρύουσιν ἁγιασθῆναι πάντως καὶ τὴν ἀνακτορικὴν καθέδραν καὶ δικαιοσύνης ὁμοῦ καὶ χρηστότητος ἐπιεικῶς μεταδοῦναι τοῖς ἐπὶ ταύτης ἐφεζομένοις οὐκ ἀπεικότως πιστεύσαντες· ἐκτενοῦς δὲ συνήθως γεγονυίας δεήσεως ᾔρθη μετὰ τὴν ταύτης συμπλήρωσιν ἐντεῦθεν πάλιν ἡ θεία εἰκὼν καὶ ἐν τῷ προρηθέντι τοῦ Φάρου ναῷ ἐν τῷ δεξιῷ πρὸς ἀνατολὰς ἀνιερώθη καὶ ἀνετέθη μέρει εἰς δόξαν πιστῶν, εἰς φυλακὴν βασιλέων καὶ εἰς ἀσφάλειαν ὅλης τῆς πόλεως και τῆς τῶν Χριστιανῶν καταστάσεως.

Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De imagine Edessena 49-64 (PG 113, στ. 448-452).

Μετάφραση: Επειδή όμως ο στρατηγός των Σαρακηνών έκρινε ότι έπρεπε να μείνει πιστός στις συμφωνίες και να ξεπληρώσει την υπόσχεσή του, η πολυτιμότατη εικόνα βγήκε από την πόλη (της Έδεσσας) μαζί με την επιστολή που γράφηκε από τον Χριστό και άρχισε η μεταφορά της στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτοί που μετέφεραν την εικόνα κάλυψαν μέρος της πορείας και έφθασαν στον ποταμό Ευφράτη… Το πλοίο, με το οποίο σκόπευαν να περάσουν τον Ευφράτη και ήταν αγκυροβολημένο στην όχθη που έβλεπε προς το μέρος της Συρίας, μόλις επιβιβάστηκαν σ’ αυτό οι επίσκοποι που μετέφεραν την εικόνα και την επιστολή, … χωρίς κωπηλασία, χωρίς να οδηγείται από τον κυβερνήτη ή να έλκεται, κατέπλευσε ξαφνικά στην αντίπερα όχθη, κυβερνημένο μόνο από τη θέληση του Θεού. Από εκεί αυτοί που έκαναν τη μεταφορά, δηλαδή ο επίσκοπος Σαμοσάτων και Εδέσσης και ο πρωτοπρεσβύτερός του και άλλοι ευλαβείς Χριστιανοί, στους οποίους ανήκε και ο υπασπιστής του εμίρη, που καταγόταν από τη Ρώμη, έφτασαν στα Σαμόσατα, όπου παρέμειναν μερικές μέρες ακόμη και, αφού έγιναν πολλά θαύματα, ξεκίνησαν και πάλι για το ταξίδι…
Και αφού διήνυσαν το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου, έφθασαν στη Μονή της Αγίας Θεοτόκου που ονομάζεται «Τα Ευσεβίου» και ανήκει στο Θέμα Οπτιμάτων.
Τη δεκάτη πέμπτη ημέρα του μηνός Αυγούστου, κατά την οποία συνήθως οι αυτοκράτορες τελούν τη γιορτή της Κοιμήσεως της Αειπαρθένου Θεοτόκου στον πάνσεπτο ναό των Βλαχερνών, αργά το δειλινό, έφτασαν στις Βλαχέρνες οι διάκονοι των πολύτιμων αυτών κειμηλίων και το κιβώτιο που περιείχε την εικόνα και την επιστολή αποτέθηκε στο υπερώο του ναού. Και οι αυτοκράτορες πλησίασαν και, αφού προσκύνησαν με σεβασμό, ασπάστηκαν εξωτερικά το κιβώτιο. Έπειτα μετέφεραν με τιμές και πολυάριθμη συνοδεία και πολλές λαμπάδες το κιβώτιο στον αυτοκρατορικό δρόμωνα και μ’ αυτόν έφτασαν στο Παλάτι. Και απέθεσαν το κιβώτιο στο ναό του Φάρου που βρισκόταν εκεί. Και την επόμενη ημέρα, τη δεκάτη έκτη του Αυγούστου, αφού ασπάστηκαν και προσκύνησαν το κιβώτιο με σεβασμό και ευλάβεια, οι ιερείς και οι νεαροί αυτοκράτορες (γιατί ο γερο-αυτοκράτορας ήταν άρρωστος και είχε μείνει πίσω στο Παλάτι) μετέφεραν με ψαλμούς, ύμνους και άπλετο φωτισμό την εικόνα, κατέβηκαν την κάθοδο που οδηγούσε στη θάλασσα και τοποθέτησαν την εικόνα εκ νέου στον αυτοκρατορικό δρόμωνα, και κωπηλατώντας, έτσι που τα κουπιά να αγγίζουν σχεδόν τη θαλάσσια πλευρά της πόλης, προκειμένου η εικόνα με το θαλασσινό αυτό ταξίδι, να διαφυλάξει την πόλη σώα και αβλαβή, προσορμίσθηκαν έξω από το δυτικό τείχος. Εδώ αποβιβάστηκαν από το πλοίο και πεζοπορώντας οι αυτοκράτορες, οι συγκλητικοί, ο πατριάρχης και όλο το πλήρωμα της εκκλησίας με την αρμόζουσα συνοδεία συνόδευαν το σκεύος με τα αγιώτατα και πολύτιμα κειμήλια ως άλλη Κιβωτό ή και με τιμές που ξεπερνούσαν την Κιβωτό. Και αφού διέσχισαν την απόσταση ως τη Χρυσή Πύλη μπήκαν από αυτή στην Πόλη με ψαλμωδίες και ύμνους και ωδές πνευματικές και το φως άπειρων λαμπάδων, και πορεύθηκαν συγκροτώντας πάνδημη πομπή διαμέσου της Πόλεως, πιστεύοντας ότι έτσι η πόλη θα ευλογηθεί και θα προικισθεί με σθένος, ώστε να διατηρηθεί ασφαλής και απόρθητη στους αιώνες των αιώνων. Και ο άεργος όχλος προσέτρεχε, για να απολαύσει το θέαμα, και ο λαός κινούμενος από κάθε κατεύθυνση συνέρρεε σαν τα πελώρια κύματα της θάλασσας… Και αφού έφτασαν στην αγορά που βρίσκεται μπροστά στο Αυγούστειον, οι προεξάρχοντες της λιτανείας παρεξέκλιναν από το δρόμο τους ελαφρά προς τα αριστερά και έφτασαν στο Ναό της Αγίας Σοφίας και απέθεσαν στο Ιερό την εικόνα και την επιστολή.
Και αφού προσκύνησε όλο το πλήρωμα της εκκλησίας και απέδωσε τις δέουσες τιμές, βγήκαν πάλι από το ναό όσοι τελούσαν τη λιτανεία και, όταν έφτασαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, τοποθέτησαν αμέσως τη θεία εικόνα πάνω στον αυτοκρατορικό θρόνο στην αίθουσα του χρυσού τρικλίνου, όπως ονομαζόταν, …πιστεύοντας δικαίως ότι καθαγιάζεται έτσι η καθέδρα του Παλατιού και μεταδίδεται δικαιοσύνη και χρηστότητα σ’ αυτούς που κάθονται στο θρόνο. Και αφού έγινε εκτενής δέηση, η θεία εικόνα μεταφέρθηκε και πάλι και τοποθετήθηκε και ανατέθηκε στο ναό του Φάρου, στο δεξιό προς ανατολάς μέρος, για να δοξάζει τους πιστούς, να προστατεύει τους αυτοκράτορες και να παρέχει ασφάλεια σ’ πόλη την πόλη και το κράτος των Χριστιανών.

2. Η προφητεία της μονοκρατορίας του Πορφυρογέννητου σε ένα από τα θαύματα της εικόνας

ἤδη οὖν τὸ πολὺ τῆς ὁδοῦ διανύσαντες φθάνουσι καὶ εἰς τὴν τῆς ὑπεραγίας θεοτόκου μονὴν, ἣ τὰ Εὐσεβίου κατονομάζεται ἐν τῷ τῶν Ὀπτιμάτων λεγομένῳ τυγχάνουσαν θέματι· ἐν τῷ ναῷ δὲ τοῦ τοιούτου φροντιστηρίου ἁγιοπρεπῶς ἡ τὴν τερατουργὸν εἰκόνα κρύπτουσα θήκη ἐναποτίθεται καὶ πολλοὶ προσελθόντες ἐξ εἰλικρινοῦς διαθέσεως ἀπὸ τῶν οἰκείων νόσων ἰάθησαν· ἔνθα καὶ τὶς προσῆλθεν ὑπὸ δαίμονος ἐνοχλούμενος... τέλος καὶ τάδε οἱονεὶ ἀπεφοίβαζεν «ἀπόλαβε», λέγων «Κωνσταντινούπολις δόξαν καὶ χαρὰν καὶ σύ, Κωνσταντῖνε Πορφυρογέννητε, τὴν βασιλείαν σου»· καὶ τούτων ῥηθέντων ἰάθη ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀπελύθη παραχρῆμα τῆς τοῦ δαίμονος ἐπιθέσεως.

Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, De imagine Edessena, 53-4 (PG 113, στ. 448-9).

3. Η Ιστορία του Μανδηλίου από τη σκοπιά των Αράβων

En l'année 331 [15 sept. 942 - 3 sept. 943], les armées grecques arrivèrent dans le Diyar Bekr, réduisirent en captivité un grand nombre de ses habitants et s'étant emparés d'Arzan, dévastèrent la totalité du pays et arrivèrent près de Nisibe. Ils demandèrent aux habitants de leur remettre la sainte image du «mandil» conservée dans l'église d'Édesse avec lequel N.-S. Jésus le Messie s'était essuyé le visage et sur lequel les traits de sa face étaient restés imprimés.
Les Grecs leur offrirent, s'ils leur livraient ce «mandil», de mettre en liberté, parmi les prisonniers musulmans qu'ils détenaient entre entre leurs mains, le nombre qu'ils leur indiqueraient. On écrivit à ce sujet à Muttaqi à Bagdad. Le vizir Abu ’l-Hasan b. Muqla présenta au calife la lettre qui venait d'erriver en ce sens, et lui demanda de lui indiquer ce qu'il devait faire. Muttaqi lui ordonna de convoquer les qadis et les jurisconsultes, de leur demander une consultation juridique à ce sujet et d'agir suivant leur réponse.
Le vizir fit venir ces personnages ainsi que ‘Ali b. ‘Isa et les principaux fonctionnaires de l'administration. Il les mit au courant de la lettre qui était arrivée au sujet de l'affaire et leur demanda leur opinion. Il y eut alors une longue discussion. L'un des assistants exposa la question du «mandil»; il dit qu'il était depuis très longtemps dans l'église d'Édesse et que jamais aucun roi de Rum ne l'avait encore réclamé. Le lui remettre, disait-il, serait humilier l'islam, alors que les Musulmans méritent plus que quiconque de posséder le «mandil» de Jésus (‘Isa) - que le salut soit sur lui! - ‘Ali b. ‘Isa dit qu'il était bien plus nécessaire et méritoire de delivrer les prisonniers musulmans et de les faire sortir du pays des Infidèles où ils endurent toutes sortes de souffrances et de maux. Un grand nombre des assistants se rangèrent à son avis et il conseilla, avec plusieurs qadis des Musulmans, d'échanger, contre le «mandil» les prisonniers musulmans au pouvoir des Rum, puisque le gouvernement ne pouvait rien pour eux et n'avait aucun moyen de les arracher aux mains de l'ennemi. Le vizir fit rédiger un acte en ce sens et le fit signer par tous les assistants. Puis, il le présenta à Muttaqi, qui ordonna de rédiger la réponse prescrivant aux habitants d'Édesse de se conformer à cette décision.
Le traité fut conclu entre les habitants d'Édesse et les Rum aux conditions suivantes: les Rum remirent aux gens d'Édesse deux cent Musulmans qu'ils avaient faits prisonniers, s'engagèrent envers eux à ne pas faire à l'avenir d'incursions dans leur pays et conclurent avec eux une paix perpétuelle.
Les Rum prirent possession du «mandil» et l'emportèrent à Constantinople, où il fut intoduit le jeudi 1er du mois de Ab (août). Stéphane, son frère le Patriarche Théophylacte et Constantin fils de l'empereur Romain, se rendirent à la Porte d'Or pour y recevoir le «mandil». Il fut apporté à la grande église de Sainte-Sophie (Agia Sufia), précédé de tous les dignitaires de l'empire, qui marchaient en tenant de nombreux cierges à la main; de là, il fut transporté au Palais (al-Balat). Cette cérémonie eut lieu dans la 24e année du règne de Romain l'ancien, empereur conjointement avec Constantin, fils de Léon.

Μετάφραση: Το έτος 331 (15 Σεπτεμβρίου 942 - 3 Σεπτεμβρίου 943) τα ελληνικά στρατεύματα έφθασαν στο Diyar Bekr, αιχμαλώτισαν μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους του και, αφού έγιναν κύριοι του Arzan, λεηλάτησαν το σύνολο των περιοχών αυτών και έφθασαν κοντά στη Νίσιβη. Απαίτησαν από τους κατοίκους να τους αποδώσουν την άγια εικόνα του μανδηλίου που διατηρείται στην εκκλησία της Έδεσσας και όπου έχει αποτυπωθεί η εικόνα του Σωτήρα μας Ιησού του Μεσσία και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Οι Έλληνες ως αντάλλαγμα υποσχέθηκαν, αν τους παρέδιδαν το μανδήλιον, να απελευθερώσουν από τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους που κρατούσαν τον αριθμό που θα τους υποδείκνυαν. Για την υπόθεση αυτή στάλθηκε γράμμα στο (χαλίφη) Muttaqi, στη Βαγδάτη. Ο βεζίρης Abu ’l-Hasan b. Muqla έδειξε το σχετικό γράμμα που μόλις είχε φτάσει στο χαλίφη και του ζήτησε να του υποδείξει τι έπρεπε να πράξει. Ο Muttaqi τον διέταξε να συγκαλέσει τους καδήδες και τους νομομαθείς, να ζητήσει μια νομική γνωμάτευση για το θέμα και να ενεργήσει σύμφωνα με την απάντησή τους.
Ο βεζίρης κάλεσε τα πρόσωπα αυτά και τον 'Ali b. 'Isa και τους κυριότερους αξωματούχους της διοίκησης. Τους ενημέρωσε για την επιστολή, ώστε να κατανοήσουν την υπόθεση και ζήτησε τη γνώμη τους. Τότε έλαβε χώρα μια μακρά συζήτηση. Ένας από τους παρευρισκόμενους εξέθεσε το θέμα του μανδηλίου. Είπε ότι βρισκόταν από τα παλιά χρόνια στην εκκλησία της Έδεσσας και ότι ποτέ κανένας αυτοκράτορας των Ρωμαίων δεν το είχε ζητήσει. Η απόδοσή του, είπε, σήμαινε ταπείνωση για το Ισλάμ και ότι οι Μουσουλμάνοι αξίζουν περισσότερο από τον καθένα να κατέχουν το μανδήλιον του Ιησού – που ευλογημένο να είναι τ’ όνομά του! Ο 'Ali b. 'Isa είπε όμως ότι ήταν περισσότερο αναγκαία και ευεργετική η παράδοση των μουσουλμάνων αιχμαλώτων και η αποχώρησή τους από τις χώρες των απίστων, όπου υποφέρουν κάθε είδους στερήσεις και κακά. Μεγάλος αριθμός των παρευρισκομένων συντάχθηκε με την άποψή του και τότε αυτός, με τη σύμφωνη γνώμη πολλών καδήδων, υπέδειξε στους Μουσουλμάνους να ανταλλάξουν τους αιχμαλώτους που βρίσκονταν στην εξουσία των Ελλήνων με το μανδήλιον, αφού η κυβέρνηση δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτούς και δεν είχε τα μέσα για να τους αποσπάσει από τα χέρια των εχθρών. Ο βεζίρης συνέταξε μια πράξη με αυτό το περιεχόμενο και την έδωσε να την υπογράψουν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ύστερα την παρουσίασε στον Muttaqi. Αυτός διέταξε να συνταχθεί μια απάντηση που θα απαιτούσε από τους κατοίκους της Έδεσσας να συμμορφωθούν με την απόφαση αυτή.
Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ των κατοίκων της Έδεσσας και των Ρωμαίων με τους ακόλουθους όρους: Οι Έλληνες αποδίδουν στο λαό της Έδεσσας 200 Μουσουλμάνους που είχαν κλεισθεί στις φυλακές, αναλαμβάνουν τη δέσμευση να μη διενεργούν επιδρομές στην περιοχή τους και συνάπτουν μαζί τους αιώνια ειρήνη.
Οι Έλληνες απέκτησαν το μανδήλιον και το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήχθη την Πέμπτη, την 1η του Αυγούστου. Ο Στέφανος και ο αδελφός του Κωνσταντίνος, γιοι του αυτοκράτορα Ρωμανού, και ο πατριάρχης Θεοφύλακτος μετέβησαν στη Χρυσή Πύλη, για να υποδεχθούν εκεί το μανδήλιον. Το μανδήλιον μεταφέρθηκε στη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, με όλους τους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας να προηγούνται και να προχωρούν σε πομπή, κρατώντας στα χέρια τους πολυάριθμα κεριά. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Παλάτιον. Η τελετή αυτή έλαβε χώρα το 24ο έτος της βασιλείας του Ρωμανού του Πρεσβυτέρου, συναυτοκράτορα του Κωνσταντίνου, γιου του Λέοντος (ΣΤ').

Από το έργο του Άραβα ιστορικού Yahya ibn Sa'id, στο Vasiliev, Α., Byzance et les Arabes, τόμ. II: La dynastie Macedonienne (867-959), Deuxième partie: Extraits des sources arabes [= Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2.2], γαλλ. μεταφρ. H. Gregoire και M. Canard (Bruxelles 1950), σελ. 91-92.

 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>