Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έξι Μάρμαρα

Συγγραφή : Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα (29/5/2008)

Για παραπομπή: Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα, «Έξι Μάρμαρα», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11072>

Έξι Μάρμαρα (4/12/2008 v.1) Exi Marmara (Altımermer) (25/5/2009 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.

αλληλοδιδακτική μέθοδος, η
Μέθοδος διδασκαλίας σύμφωνα με την οποία προχωρημένοι μαθητές, «πρωτόσχολοι», εκτελούσαν χρέη βοηθού του δασκάλου διδάσκοντας σε μικρότερες τάξεις.

άσπρο, το (ακτσές, ο)
Βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο της ακμής της αυτοκρατορίας, 40 αργυρά άσπρα αντιστοιχούσαν σ' ένα χρυσό νόμισμα. Ωστόσο αργότερα υποτιμήθηκε, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί, στο τέλος του 17ου αιώνα, από το γρόσι.

βακούφι, το
Ίδρυμα, κτήμα και μερικές φορές ακόμα και χρηματικό ποσό ή εισόδημα που προερχόταν από φορολογικά έσοδα, το οποίο θεωρούνταν αφιερωμένο σύμφωνα με τον ισλαμικό ιερό νόμο (σεριάτ) και είχε παραχωρηθεί για θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς.

καδής, ο
Αξίωμα που συνδύαζε δικαστικά, συμβολαιογραφικά και διοικητικά καθήκοντα. Ο καδής, που προέδρευε στο ιεροδικείο στην έδρα της διοικητικής περιφέρειας του καζά, καταχώριζε τις πράξεις που εξέδιδε, καθώς και όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα, σε ειδικούς ιεροδικαστικούς κώδικες (σιτζίλ). Ως δικαστής ο καδής εφάρμοζε τον ιερό νόμο των μουσουλμάνων (σαρία), λαμβάνοντας υπόψη και το νόμο που εξέδιδαν οι σουλτάνοι (κανούν), όπως και το τοπικό εθιμικό δίκαιο (ερφ). Στο δικαστήριό του είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν όλοι οι υπήκοοι ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Παράλληλα, ο καδής είχε και διοικητικά καθήκοντα, τα οποία ασκούσε σε συνεργασία με τους διοικητικούς αξιωματούχους του καζά, όπως και αρμοδιότητες σχετικές με τη συλλογή των φόρων.

νάρθηκας, ο
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική νάρθηκας ονομάζεται ο εγκάρσιος προθάλαμος στη δυτική πλευρά ενός ναού. Σε αυτόν παρέμεναν οι κατηχούμενοι και εκεί εκτελούνταν ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Ο προθάλαμος τοποθετείται μπροστά από το μεσαίο και τα πλάγια κλίτη ως εσωνάρθηκας ή μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας ως εξωνάρθηκας. O εξωνάρθηκας μπορεί να έχει τη μορφή ανοιχτής κιονοστήρικτης στοάς.

σιγίλλιον, το
Προέρχεται από το λατ. sigillum = σφραγίδα. 1. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ο όρος σιγίλλιον χρησιμοποιείται για κάποια επίσημα έγγραφα της αυτοκρατορικής γραμματείας που φέρουν σφραγίδες και αναλόγως διακρίνονται σε μολυβδόβουλα και χρυσόβουλα (σιγίλλια). Διάφορες κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούσαν επίσης έγγραφα με το ίδιο όνομα. Η πατριαρχική γραμματεία αρχίζει να χρησιμοποιεί τα πρώτα σιγίλλια (ή σιγιλλιώδες γράμμα) περί τα μέσα του 13ου αιώνα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο χρησιμοποίησε τα σιγίλλια αντικαθιστώντας τα παλαιότερα έγγραφα, γνωστά ως «υπομνήματα».2. Κατά την Οθωμανική περίοδο τα σιγίλλια ήταν έγγραφα που υπέγραφε ο Πατριάρχης και συνήθως επιβεβαίωναν κάποιο προνόμιο ή γνωστοποιούσαν κάποια συνοδική απόφαση.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>