|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.
|
αχτναμές, ο
Σουλτανικό έγγραφο που παραχωρεί προνομιακό καθεστώς σε κοινότητες ή φυσικά πρόσωπα.
|
ποδέστας ή ποτεστάτος, ο
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό potestas, που σημαίνει δύναμη. Ο ποδέστας ή ποτεστάτος (podestà) ήταν τίτλος που δινόταν σε συγκεκριμένους υψηλούς αξιωματούχους αρκετών ιταλικών πόλεων. Με τον όρο αυτό αποκαλούνταν επίσης: 1. Ο διοικητής του βενετικού τομέα της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. 2. Ο διοικητής στις γενουατικές κτήσεις της Ρωμανίας (Γαλατάς και Χίος). 3. Ο Λομβαρδός δικαστής στην Εύβοια.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|