έπαρχος πραιτoρίου (praefectus praetorio), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στον λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτορίας» ή «των πραιτορίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτορίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας, της επαρχότητας, που περιλάμβανε «διοικήσεις», και αυτές με τη σειρά τους επαρχίες. Το 400 τέτοιες επαρχότητες ήταν της Ανατολής (per Orientem), του Ιλλυρικού (per Illyricum), του Ιλλυρικού, Ιταλίας και Αφρικής (per Illyricum, Italiam et Africam) και της Γαλατίας (Galliarum). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά του αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
έπαρχος της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), ο
Το λειτούργημα αυτό προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό αξίωμα του praefectus urbi, το οποίο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Δεκεμβρίου 359. Πρόκειται για αξίωμα με ιδιαίτερο κύρος. Στη δικαιοδοσία του επάρχου υπάγονταν οι διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες που σχετίζονταν με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Τη διοικητική εξουσία του στην Πόλη την περιόριζε μόνο ο αυτοκράτορας.
|