1. 10ος-12ος αιώνας
Βενετοί έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ήδη από τον 9ο αιώνα, ακολουθώντας τους εμπόρους μιας άλλης ιταλικής πόλης, του Αμάλφι. Το πρώτο διάταγμα (χρυσόβουλο) με το οποίο παραχωρούνταν προνόμια στους Βενετούς εμπόρους που ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες Βασίλειο Β΄ (976-1025) και Κωνσταντίνο Η΄ (1025-1028) και χρονολογείται στον Μάρτιο του 992.1 Αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς προνομίων που παραχωρούνταν από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες σε Ιταλούς εμπόρους (από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα) και τα οποία καθόριζαν τη δραστηριότητά τους στα εδάφη της αυτοκρατορίας και στην πρωτεύουσά της. Αυτό το σχήμα της παραχώρησης προνομίων με διατάγματα, που ίσχυσε μέχρι και την κατάρρευση του Βυζαντίου, υιοθετήθηκε από τους Σλάβους γείτονές του και διατηρήθηκε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το πιο σημαντικό έγγραφο για την ύπαρξη ενετικής συνοικίας στην Κωνσταντινούπολη είναι το χρυσόβουλο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) του 1082.2 Εκτός από τους τιμητικούς τίτλους που αποδίδονται στον δόγη και τον Ενετό πατριάρχη που έδρευε στο Γκράντο (Grado), μεγάλο μέρος του εγγράφου αναφερόταν στον καθορισμό των ορίων της ενετικής συνοικίας.3 Η συνοικία βρισκόταν ανάμεσα στην πύλη της Δρουγγαρίου Βίγλης (Odunkapi) και στην Εβραϊκή Πύλη δίπλα στην αγορά του Περάματος (το σημερινό Balikbazar – η ψαραγορά), στη νότια ακτή του Κεράτιου Κόλπου, στα βορειοδυτικά της Αγίας Σοφίας, και τη διέσχιζαν τα τείχη της πόλεως. Το μέρος ήταν ονομαστό για μεγάλο διάστημα ως το κέντρο δραστηριότητας των ξένων εμπόρων (κυρίως Εβραίων) στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Η συνοικία περιλάμβανε αρκετά σπίτια, την εκκλησία του Αγίου Ακινδύνου (η οποία ήταν βενετική πολύ πριν από τη συγκρότηση της συνοικίας),4 αποθήκες και τρεις προβλήτες για τα βενετικά πλοία. Το κέντρο της συνοικίας ήταν το Embolon (στοά), που βρισκόταν κοντά στην Εβραϊκή Πύλη και αποτελούνταν από μία στοά με εσωτερικά καταστήματα.
Οι Βενετοί είχαν το προνόμιο να εμπορεύονται δίχως να πληρώνουν το κομμέρκιον ή άλλες εισφορές στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Εκείνη την εποχή ορίστηκε να φυλάσσονται τα μέτρα και τα σταθμά που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι της Βενετίας στην εκκλησία του Αγίου Ακινδύνου και οι ιερείς της εκκλησίας να εκτελούν χρέη νοταρίων.5 Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός παραχώρησε στους εμπόρους της Πίζας (το έτος 1111) προνόμια και το δικαίωμα σύστασης ξεχωριστής συνοικίας που βρισκόταν στο ίδιο μέρος και συνόρευε με την ενετική. Οι επόμενοι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών ενίσχυσαν τα προνόμια που δόθηκαν στη Βενετία. Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-1143) εξέδωσε χρυσόβουλο το 1126 με το οποίο επικυρώνονταν τα ήδη παραχωρηθέντα προνόμια, και ο Μανουήλ A' Κομνηνός (1143-1180) εξέδωσε άλλο ένα το 1148, βάσει του οποίου επεκτείνονταν τα όρια της βενετικής συνοικίας, στην οποία προστέθηκε άλλη μια προβλήτα (σκάλα) – η Scala Maior (Scala Sancti Marciani).
Στα τέλη της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού ξέσπασαν αναταραχές στην Κωνσταντινούπολη οι οποίες εκδήλωναν τα αντι-ιταλικά αισθήματα του πληθυσμού. Η επιθυμία του συγκεκριμένου αυτοκράτορα να κάμψει το μονοπώλιο των Βενετών παραχωρώντας εμπορικά προνόμια στη Γένοβα (χρυσόβουλο του 1170) πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Σημειώθηκαν επίσης βιαιοπραγίες εναντίον των Γενουατών, που έδωσαν αφορμή κατά τα έτη 1170-1171 για διώξεις και συλλήψεις 10.000 Βενετών εμπόρων από ολόκληρη την αυτοκρατορία, των οποίων οι περιουσίες κατασχέθηκαν.6 Η εχθρότητα συνεχίστηκε για 10 χρόνια περίπου·νέες σφαγές και διωγμοί ακολούθησαν επί Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού και τερματίστηκαν ύστερα από μια σειρά διαπραγματεύσεων και λόγω των επίμονων απαιτήσεων των Βενετών για αποζημιώσεις για τις φθορές. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος (1185-1195) εξέδωσε τρία διατάγματα (1187) προς όφελος των Βενετών. Το 1189 (κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας) η βενετική συνοικία επεκτάθηκε σε βάρος της γενουατικής και της παραχωρήθηκε άλλη μια προβλήτα. Εκείνη την εποχή η συνοικία περιλάμβανε επίσης το παλάτι του Βοτανειάτη ή Καλαμάνου,7 όπου βρίσκονταν τα γραφεία της επίσημης διοίκησης. Εφόσον οι έμποροι της Βενετίας είχαν μεγάλα φορολογικά προνόμια, πολλοί άλλοι έμποροι, κυρίως Εβραίοι, προσελκύονταν στη συνοικία. Την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας οι πληροφορίες για την οργάνωση της κοινότητας είναι σπάνιες και τα ονόματα των διορισμένων από τη Βενετία εκπροσώπων δεν αναφέρονται. Τα διατάγματα αναφέρουν απλώς διπλωματικούς απεσταλμένους και δικαστές.
2. Η Δ' Σταυροφορία και η Λατινική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη
Η Βενετία συνέβαλε κατεξοχήν στην οργάνωση και τη διεξαγωγή της Δ΄ Σταυροφορίας. Μια μεγάλη φωτιά ξέσπασε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 1203 και οι Έλληνες λαφυραγώγησαν τη συνοικία των ξένων εμπόρων. Αμέσως μετά την άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας στις 12 Απριλίου 1204 και τη λεηλασία της από τους Ενετούς και τους Σταυροφόρους, που μοιράστηκαν τα λάφυρα, εγκαθιδρύθηκε η λατινική κυριαρχία. Ο δόγης Ερρίκος Dandolo (1197-1205) έγινε ο κυβερνήτης του ενός τετάρτου των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (quartae partis et dimidiae totius imperii Romaniae). Μετά το θάνατό του, ο κυβερνήτης των βενετικών κτήσεων εκλεγόταν από τη Σύγκλητο της Βενετίας και ονομαζόταν ποτεστάτος (podestà).
Στη Λατινική Αυτοκρατορία, ο Βενετός ποτεστάτος στην Κωνσταντινούπολη (1204-1261) –πρώτος ο Μαρίνος Zeno και μετά από αυτόν ο Ιάκωβος Tiepolo– απέκτησε μεγάλη ισχύ και επιρροή. Απέκτησε καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών για ολόκληρη την αυτοκρατορία και επίσης χειριζόταν εμπορικές και στρατιωτικές υποθέσεις, οργανώνοντας τη ναυτική άμυνα της βραχύβιας αυτοκρατορίας των Σταυροφόρων. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος, παρόλο που δεν του είχαν δοθεί ειδικές εξουσίες από τη Σύγκλητο, έκανε συμφωνίες και εξέδιδε χρυσόβουλα υπογεγραμμένα με κόκκινο μελάνι, όπως συνήθιζαν να κάνουν και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες: το 1219 με τον αυτοκράτορα της ΝίκαιαςΘεόδωρο A' Λάσκαρη (1204-1222) και το 1220 με τον Σουλτάνο του Ικονίου.8 Ο οργανισμός υπό την εξουσία του ποτεστάτου περιλάμβανε 6 συμβούλους, 5 δικαστές, 2 camerarii (ταμίες) και άλλους αξιωματούχους. Κατά τη διάρκεια της λατινικής κυριαρχίας πολλές εκκλησίες, τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στον Γαλατά, στην άλλη όχθη του Κεράτιου Κόλπου, περιήλθαν στην κατοχή των Βενετών και των μελών των καθολικών ταγμάτων. Οι Βενετοί εκείνη την περίοδο είχαν το μονοπώλιο στο εμπόριο με την Ανατολή και η βενετική αποικιακή αυτοκρατορία εδραιώθηκε στην ανατολική Μεσόγειο.
3. Οι τελευταίοι αιώνες στο Βυζάντιο (13ος-14ος)
Το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη ξανάγινε η πρωτεύουσα του παλινορθωμένου Βυζαντίου, η Βενετία περιήλθε σε δυσμένεια. Σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει τη μεγάλη της επιρροή, ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) ευνόησε τους Γενουάτες παραχωρώντας τους ένα μέρος στον Γαλατά, όπου δημιούργησαν μια ανθηρή οχυρωμένη συνοικία. Τη βενετική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη τη διαδέχθηκε η γενουατική, το ανάκτορο του Καλαμάνου κατεδαφίστηκε και μεταφέρθηκε κομμάτι κομμάτι στη Γένοβα, όπου χτίστηκε το κτήριο της Τράπεζας του Αγίου Γεωργίου (Banco di San Giorgio). Οι εκκλησίες που ως τότε ήταν στην κατοχή των Βενετών περιήλθαν στην εξουσία των Γενουατών και στη δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου Γένοβας. Αυτό το καθεστώς συνεχίστηκε και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά το 1261 η οργάνωση της ενετικής κοινότητας άλλαξε. Επικεφαλής της ήταν ο βάιλος (bailo,9 από το λατ. bajulus – κυβερνήτης), ο οποίος ήταν κυβερνήτης της κοινότητας και μόνιμος απεσταλμένος της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη. Αρμοδιότητά του ήταν να διατηρεί καλές σχέσεις με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τις άλλες ξένες κοινότητες. Τα εσωτερικά του καθήκοντα περιλάμβαναν την ενασχόληση με τις ανάγκες των εκκλησιών που βρίσκονταν στην κατοχή των Βενετώνκαι την προεδρία στο δικαστήριο που ρύθμιζε τις διαφωνίες μεταξύ των εμπόρων και το οποίο συγκροτούνταν τρεις φορές την εβδομάδα στο προστώο του ναού της Θεοτόκου του Εμβόλου (Santa Maria de Embulo) ή στο lobium – την υπαίθρια στοά στην οικία του. Όσον αφορά τις οικονομικές του αρμοδιότητες, ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση μεγάλων χρηματικών ποσών καθώς και της περιουσίας των αποθανόντων Βενετών, ενώ είχε και την ευθύνη να κρατά λογαριασμό των (ετήσιων) εσόδων της κοινότητας και να ασκεί αυστηρό έλεγχο. Οι εξουσίες του βαΐλου περιλάμβαναν επίσης τον έλεγχο των φορτίων στις γαλέρες και την εφαρμογή των οδηγιών που λαμβάνονταν από τη Βενετία (τη Σύγκλητο και το Γραφείο των Cinque Savi della Mercanzia). Η βενετική συνοικία, παρά τις προσπάθειες να επανεγκατασταθεί στο Πέρα, εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι το 13ο-15ο αιώνα. Ο βάιλος είχε τη δική του οικία-παλάτι (και ένα δεύτερο στο Πέρα),10 μια ξεχωριστή οικία για τους συμβούλους του και ένα τρίτο κτήριο που προοριζόταν για αποθήκη. Οι Βενετοί είχαν ήδη αποκτήσει τέσσερις εκκλησίες.11
Το εμπόριο ενετικών αγαθών στη Μαύρη Θάλασσα ήταν πολύ ακμαίο, παρ' όλους τους πολέμους με τη Γένοβα, την εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων και την έξαρση της πειρατείας. Οι γαλέρες των νηοπομπών έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας τα αγαθά: η Ανατολή εξήγε μετάξι, βαμβάκι, πολύτιμους λίθους, ξυλεία, σιτηρά και καρυκεύματα σε μεγάλες ποσότητες. Η Βενετία και η δυτική Ευρώπη εξήγαν υφάσματα από τη Λομβαρδία και τη Φλάνδρα, αντικείμενα τέχνης και αγαθά πολυτελείας. Πλήθος εγγράφων χρονολογούμενων στο 13ο-15ο αιώνα που αφορούν το γραφείο του βαΐλου σώζονται στα αρχεία της Βενετίας.12
4. Οθωμανική Αυτοκρατορία Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ τον Μάιο του 1453 έθεσε προσωρινό τέλος στην παρουσία της βενετικής κοινότητας. Ο βάιλος σφαγιάσθηκε μαζί με την οικογένειά του και η περιουσία των Βενετών καθώς και εκείνη των υπόλοιπων ξένων λεηλατήθηκε. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα οι Βενετοί επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη. Στην πραγματικότητα η Βενετία είχε διατηρήσει καλές σχέσεις με τους Οθωμανούς πριν από την πτώση του Βυζαντίου. Οι συμφωνίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσαν τα προνόμια των Βενετών εμπόρων, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τη Βυζαντινή περίοδο, καθώς η Μαύρη Θάλασσα έγινε λιγότερο προσβάσιμη για εμπόριο. Όλοι οι σουλτάνοι επικύρωναν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί από τους προκατόχους τους στους Βενετούς με καταστατικά, τα επονομαζόμενα ahidname, επίσης γνωστά στη Δύση και ως διομολογήσεις (1349, 1403, 1419, 1479, 1482, 1503, 1540, 1567, 1595, 1601). Οι παραχωρήσεις που αφορούσαν το εμπόριο όριζαν ρητά ότι όλοι οι μη μουσουλμάνοι που κατοικούσαν προσωρινά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαιρούνταν από τον κεφαλικό φόρο (jizya). Ο Βενετός βάιλος κατοικούσε στο Πέρα, όπου βρισκόταν το παλάτι του ως το 1797, και θεωρείται ο πρώτος μόνιμος πρεσβευτής στην παγκόσμια ιστορία.13
1. Για την λατινική εκδοχή του εγγράφου βλ. Branca, V. (ed.), Storia della civilità veneziana I (Firenze 1979), σελ. 195-198· Thomas, G. – Tafel, G., Urkunden zur älteren Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante. 1. Theil (814-1205) (Wien 1856, ανατ. Amsterdam 1964), σελ. 36-39· Nicol, D., Venezia e Bisanzio (Milano 2001), σελ. 61-62. 2. Nicol, D., Venezia e Bisanzio (Milano 2001), σελ. 85-88, υποσημ. 19 με βιβλιογραφία. Για τις διαφορετικές απόψεις για τη χρονολογία βλ. Francopan, P., “Byzantine Trade privileges to Venice in the Eleventh Century: the Chrysobull of 1092”, Journal of Medieval History 30:2 (2004), σελ. 135-160· Jacoby, D., “The Chrysobull of Alexius I Comnenus to the Venetians: the date and the debate”, Journal of Medieval History 28 (2002), σελ. 199-204. 3. Balin, M.A., Histoire de la Latinité de Constantinople (Paris 1894), με αναφορές στην ιστορική τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης, σελ. 17-25· Janin, R., Constantinople byzantin. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 248· βλ. χάρτη της Κωνσταντινούπολης στο Magdalino, P.,“Medieval Constantinople: Built environment and Urban development”, στο Laiou, A. (ed.), The Economic history of Byzantium : from the seventh through the fifteenth century (Dumbarton Oaks Studies 39, Washington, D.C. 2002), σελ. 535 http://www.doaks.org/EconHist/EHB20.pdf. 4. Σύμφωνα με τον Janin (Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique [Paris 1964], σελ. 238), η εκκλησία του Αγίου Ακινδύνου ήταν αρχικά ελληνική. 5. Thomas, G. – Tafel, G., Urkunden zur älteren Handels und Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante. 1. Theil (814-1205) (Wien 1856, ανατ. Amsterdam 1964), σελ. 67-74. 6. Nicol, D., Venezia e Bisanzio (Milano 2001), σελ. 132-133. 7. Για το παλάτι του Βοτανειάτη βλ. Angold, M., “Inventory of the so-called Palace of Botaneiates”, στο Angold, M. (ed.), The Byzantine Aristocracy IX-XIII Centuries (BAR International Series 221, Oxford 1984), σελ. 254-266. Για την οικογένεια του Καλαμάνου βλ. Polemis, D.I., The Doukai. A contribution to Byzantine Prosopography (London 1968), σελ. 123-124. 8. Jacoby, D., “The Venetian presence in the Latin Empire of Constantinople”, Jahrbuch der Österreichischen byzantinistik 43 (1993), σελ. 141-201· Robbert, L.B., “Rialto businessmen and Constantinople 1204-1261”, Dumbarton Oaks Papers 49 (1995), σελ. 43-58. 9. Μαλτέζου, Χ., Ο θεσμός του εν Κωνσταντινουπόλει Βενετού Βαΐλου (1268-1453) (Αθήναι 1970). 10. Bertelè, T., Il palazzo degli ambasciatori di Venezia a Costantinopoli e le sue antiche memorie (Bologna 1932, ανατ. Padova 2005). 11. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique iii: Les Églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 571-573. 12. Archivio di stato di Venezia, Bailo a Costantinopoli. Atti Protocolli. 13. Bertelè, T., Il palazzo degli ambasciatori di Venezia a Costantinopoli e le sue antiche memorie (Bologna 1932, ανατ. Padova 2005).
|
|
|