1. Εισαγωγή
Η Δ΄ Σταυροφορία, η οποία έληξε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, είναι ένα από τα σημαντικότερα και θεαματικότερα γεγονότα στην ιστορία του Μεσαίωνα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ενάμιση αιώνα μετά, έγραψε πως τότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία σαν καράβι μέσα σε θύελλα διαλύθηκε σε πολλά μικρά κομμάτια.1 Με την κατάρρευση του Βυζαντίου, του κράτους που διεκδικούσε την πολιτική πρωτοκαθεδρία σε ολόκληρη τη χριστιανική οικουμένη, δημιουργήθηκε ένα εντελώς νέο σύστημα λατινικών και ελληνικών κρατών στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και των βορειοδυτικών παρυφών της Μικράς Ασίας. 2. Προϊστορία Η αποτυχία της Γ΄ Σταυροφορίας δε μείωσε το θρησκευτικό ενθουσιασμό της Δυτικής Ευρώπης. Υπό την αιγίδα του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ (1198-1216) προετοιμάστηκε νέα εκστρατεία και, πριν από το καλοκαίρι του 1202, οι σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν στη Βενετία για να αποπλεύσουν με τα σκάφη τους για την Αίγυπτο. Όμως, επειδή δεν είχαν αρκετά χρήματα για τα έξοδα του ταξιδιού, ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος τους πρότεινε να καταλάβουν την ουγγρική πόλη Ζάρα για λογαριασμό της Βενετίας. Επρόκειτο για την πρώτη παρέκκλιση των σταυροφόρων και συμβολικό προοίμιο αυτών που θα επακολουθούσαν. Αφού το Νοέμβριο του 1202 κατέλαβαν τη Ζάρα, οι σταυροφόροι αποφάσισαν να περάσουν εκεί το χειμώνα τους. Τότε εμφανίστηκε στο στρατόπεδό τους ο Βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος Άγγελος, γιος του τυφλωμένου Ισαακίου Β΄, ο οποίος ζήτησε από τη Δύση βοήθεια, προκειμένου να ανακτήσει το βυζαντινό θρόνο για λογαριασμό του πατέρα του και του ίδιου. Τους υποσχέθηκε τεράστια χρηματικά ποσά και, για να ευχαριστήσει τον πάπα, δεσμεύτηκε ότι θα επανεξετάσει το θέμα της ένωσης των Εκκλησιών. Η πρόταση ήταν τόσο δελεαστική που οι σταυροφόροι δεν μπορούσαν να την απορρίψουν. Εξάλλου, η συνείδησή τους έμενε ήσυχη: η σταυροφορία τους θα μπορούσε να συνεχιστεί, με περισσότερα χρήματα, μετά το πέρας της παραμονής τους στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη στην Κέρκυρα το Μάιο του 1203 και ήδη στις 24 Ιουνίου ο στόλος των σταυροφόρων εμφανίστηκε στα νερά του Βοσπόρου. 3. Στη Βασιλεύουσα Στις 5 Ιουλίου 1203, οι σταυροφόροι κατέλαβαν πρώτα το Γαλατά και έκοψαν την αλυσίδα η οποία έκλεινε την είσοδο στον Κεράτιο κόλπο. Μετά, τα πλοία τους εισέπλευσαν στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης και άρχισε η επίθεση από ξηράς και θαλάσσης κατά των τειχών της πόλης. Διεισδύοντας στην Κωνσταντινούπολη, οι σταυροφόροι έβαλαν φωτιά σε ορισμένα κτήρια, η οποία αναζωπυρώθηκε τόσο, ώστε στο χώρο από το ύψωμα των Βλαχερνών έως τη μονή της Ευεργέτισσας όλα παραδόθηκαν στις φλόγες. Όπως γράφει ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, η φωτιά ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι Βυζαντινοί υπερασπιστές δεν μπορούσαν να δουν τους σταυροφόρους επιδρομείς.2 Μολονότι η βυζαντινή φρουρά πρόβαλε ισχυρή αντίσταση, στις 17 Ιουλίου 1203 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων, ο δε αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος (1195-1203) δραπέτευσε παίρνοντας μαζί το ταμείο του κράτους, το οποίο περιείχε εβδομήντα πέντε χιλιάδες βυζαντινά χρυσά νομίσματα. Ο τυφλωμένος Ισαάκιος Β΄ αποκαταστάθηκε στο θρόνο και ο γιος του Αλέξιος Δ΄ στέφθηκε συναυτοκράτορας. Αφού εκπλήρωσαν τις δικές τους υποσχέσεις και έλαβαν εγγυήσεις ότι θα τηρηθεί η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Ζάρα, οι σταυροφόροι βγήκαν από την πόλη, εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά και περίμεναν να πληρωθούν το ποσό που συμφωνήθηκε. Αδυνατώντας να πληρώσει τους σταυροφόρους, ο Αλέξιος Δ΄ βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πυρά: στη μια πλευρά οι ανυπόμονοι νεοφερμένοι από τη Δύση απαιτούσαν τα χρήματά τους και στην άλλη ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν οργισμένος που ο νεαρός αυτοκράτορας έφερε τους σταυροφόρους στην πόλη.
4. Η άλωση Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1204 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη επανάσταση, η οποία έφερε στην εξουσία τον Αλέξιο Ε΄ Δούκα Μούρτζουφλο. Ο Ισαάκιος Β΄ πέθανε και ο Αλέξιος Δ΄ δολοφονήθηκε. Η άφιξη της αντιλατινικής παράταξης μόνο επιτάχυνε την τελευταία πράξη της βυζαντινής τραγωδίας. Όταν κατάλαβαν ότι δε θα πάρουν χρήματα, οι σταυροφόροι άρχισαν να ετοιμάζονται για νέα μάχη. Αποφάσισαν να καταλάβουν μία ακόμη φορά τη βυζαντινή πρωτεύουσα, όμως πλέον όχι για να εγκαταστήσουν νέα βυζαντινή κυβέρνηση αλλά για να κατατροπώσουν το κράτος και να εγκαθιδρύσουν στην επικράτειά του λατινική αυτοκρατορία. Έπειτα από αυτό άρχισε η επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης και συνέβη το αναπόφευκτο. Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204 η μεγαλούπολη στο Βόσπορο υπέκυψε στην υπεροχή των σταυροφόρων της Δ΄ Σταυροφορίας. Έτσι η Κωνσταντινούπολη, η οποία επί αιώνες έμεινε απόρθητη και άντεξε στις ισχυρές επιθέσεις των Περσών, Αράβων, Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων και Πετσενέγων, έπεσε στα χέρια των σταυροφόρων και των Βενετών. Ο Ροβέρτος του Κλαρί, σταυροφόρος και μάρτυρας από λατινικής πλευράς, έγραψε ότι οι Γάλλοι ιππότες και σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας πίστευαν όπως είναι απόγονοι των κατοίκων της αρχαίας Τροίας.3 Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδομένο θρύλο στη Γαλλία του 13ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως μια από τις δικαιολογίες για την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι Λατίνοι επίσκοποι έπεισαν τους σταυροφόρους, οι οποίοι ήταν στρατοπεδευμένοι στο Βόσπορο, ότι η επιχείρησή τους είναι νόμιμη διότι οι Έλληνες προσέβαλαν τη ρωμαϊκή θρησκεία τονίζοντας ότι κηρύσσουν το δόγμα της σκύλοι, οπότε η επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης δεν είναι αμαρτία αλλά ευσεβής πράξη.4 Αφού κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, τρεις μέρες και τρεις νύχτες οι σταυροφόροι λεηλατούσαν την πόλη και διέπρατταν απάνθρωπες πράξεις. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει τη φρίκη στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μετά την είσοδο των σταυροφόρων στη Βασιλεύουσα στις 13 Απριλίου 1204. Γράφει ότι στους δρόμους ακούγονταν κλάματα, κραυγές, θρήνοι∙ στα σταυροδρόμια οδυρμοί, στις εκκλησίες αναφιλητά∙ άνδρες αδύναμοι από τη δυστυχία και τη θλίψη∙ γυναίκες που ωρύονταν διότι οι αλαζόνες επιδρομείς τις έσερναν στους δρόμους, τις αποσπούσαν από τους άνδρες τους και τις βίαζαν.5 Κατόπιν, στον ίδιο τόνο συνεχίζει πως πολλοί κουβαλούσαν στα άλογα γυναίκες τις οποίες είχαν βιάσει οι σταυροφόροι, τυλίγοντας ορισμένες από αυτές σε φαρδείς μανδύες και δένοντας τις μπερδεμένες μπούκλες τους και τα ανακατεμένα μαλλιά τους σε ένα κουβαράκι πίσω.6 Είναι γνωστή η φράση του Νικήτα Χωνιάτη ο οποίος για την ωμότητα των Λατίνων επιδρομέων στη βυζαντινή πρωτεύουσα έγραψε ότι και οι Σαρακηνοί ακόμα ήταν φιλάνθρωποι και ήμεροι σε σύγκριση με αυτούς τους άνδρες που έφεραν «τον σταυρόν επ’ ώμων».7 Ο Νικήτας Χωνιάτης, σύμφωνα με το μεσαιωνικό τρόπο σκέψης, πικρά θρηνεί και τονίζει πως κανένας οιωνός, ουράνιος ή γήινος –σε αντίθεση από πολλές παλαιότερες περιπτώσεις–, δεν ανήγγειλε την καταστροφή της βυζαντινής πρωτεύουσας. Ούτε ματωμένη βροχή έπεφτε από τον ουρανό, ούτε η σοδειά ήταν κόκκινη σαν το αίμα, ούτε πύρινοι λίθοι έπεφταν από τον ουρανό, ούτε οποιοσδήποτε άλλος οιωνός υπήρξε ο προάγγελος της επικείμενης δυστυχίας.8 Όταν οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, λεηλατήθηκαν και αποσπάστηκαν πολύτιμοι θησαυροί του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου του τότε κόσμου και μεγάλο μέρος τους καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ο Ροβέρτος του Κλαρί αναφέρεται στον τεράστιο πλούτο που έπεσε στα χέρια των κατακτητών· υπογραμμίζει ότι τέτοιος πλούτος δεν υπήρχε ούτε την εποχή του Αλεξάνδρου, ούτε του Καρλομάγνου, ούτε πριν ούτε μετά∙ δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί στις σαράντα πλουσιότερες πόλεις τόσος πλούτος όσος στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Εξάλλου, και οι Έλληνες υποστήριζαν ότι τα δύο τρίτα του γήινου πλούτου είχαν συγκεντρωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο ήταν διασκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο.9 Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η βάρβαρη συμπεριφορά των Λατίνων απέναντι στα μνημεία καλλιτεχνικής αξίας, τις βιβλιοθήκες και τους βυζαντινούς ιερούς χώρους. Εισβάλλοντας στους ναούς, οι σταυροφόροι στράφηκαν κατά των εκκλησιαστικών αντικειμένων και κοσμημάτων, παραβίαζαν κιβωτούς με λείψανα αγίων, έκλεβαν εκκλησιαστικά σκεύη, γκρέμιζαν και έσπαζαν πολύτιμα μνημεία, έκαιγαν χειρόγραφα. Η Κωνσταντινούπολη ποτέ δεν μπόρεσε να αναρρώσει από τη λατινική καταστροφή, διότι η αποδυναμωμένη Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να ανανεώσει τους ασύγκριτους χιλιετείς θησαυρούς που συγκεντρώνονταν από τον 4ο και 5ο αιώνα. Μνημεία της κλασικής τέχνης και ιερά αντικείμενα που ανάγονταν στην εποχή των Αποστόλων καταστράφηκαν ή διασκορπίστηκαν σε όλα τα σημεία της Ευρώπης. Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Νικήτας Χωνιάτης στο ιστορικό έργο του πρόσθεσε μικρό αφιέρωμα για τα μνημεία της Κωνσταντινούπολης που καταστράφηκαν όταν οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη.10 Ο Νικήτας Χωνιάτης, ο οποίος έπειτα από πέντε ημέρες τρομερής αβεβαιότητας στην πόλη, που ήταν εκτεθειμένη στις καταστροφές των Λατίνων ιπποτών και ευγενών, κατόρθωσε να διαφύγει, περιγράφει τις συναντήσεις με τους κατοίκους των γύρω χωριών. Πρόκειται για συγκλονιστικές μαρτυρίες για τη βαθιά ρήξη στην τότε βυζαντινή κοινωνία. Αφηγείται την περιφρόνηση και το μίσος καθώς και τη χαιρεκακία με την οποία οι Θράκες χωρικοί υποδέχθηκαν τη δύστυχη και κάποτε τόσο περήφανη βυζαντινή αριστοκρατία. Οι κάτοικοι των χωριών κοντά στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνο χλεύαζαν τη φτώχεια και τη γύμνια των προσφύγων αλλά λόγω του φανατισμού τους χαρακτήριζαν αυτή την κατάσταση ισότητα. Επέμεναν ότι η ανέχεια των μέχρι χθες ευγενών πλουσίων ήταν τώρα όμοια με τη δική τους, υπήρχαν δε και κάποιοι οι οποίοι ευχαριστούσαν το Θεό που τους δόθηκε η ευκαιρία να πλουτίσουν αγοράζοντας αγαθά πάμφθηνα από τους δυστυχείς συμπατριώτες τους.11 Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέρρευσε. Στην επικράτειά της δημιουργήθηκαν ορισμένα λατινικά και ελληνικά κράτη. Οι δυνάμεις του Βυζαντίου απωθήθηκαν στην περιφέρεια και έπρεπε να περάσουν έξι δεκαετίες για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς και για την παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1261. Από την άλλη πλευρά, η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους απομάκρυνε για πάντα τη χριστιανική Ανατολή από τη χριστιανική Δύση. Όλες οι προσπάθειες πραγματικής προσέγγισης των δύο αυτών κόσμων δεν μπορούσαν πλέον να έχουν μέλλον. Εν ολίγοις, οι Βυζαντινοί ποτέ δε συγχώρεσαν τους Δυτικούς για αυτήν την ανήκουστη επιχείρηση και για όλα τα επακόλουθά της.
1. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή ιστορία, Schopen, L. – Bekker, I. (επιμ.), Nicephori Gregorae historiae Byzantinae 1 (CSHB, Bonn 1829), σελ. 13. 2. Geoffroy de Villehardouin, La conquête de Constantinople I:176, Faral, E. (επιμ.), (Paris 1973), σελ. 178. 3. Robert de Clari, La conquête de Constantinople, Charlot, P. (επιμ.), (Paris 1939), CVI, σελ. 220-223. 4. Robert de Clari, La conquête de Constantinople, Charlot, P. (επιμ.), (Paris 1939), LXXII, σελ. 153-154. 5. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 574. 6. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 594. 7. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 575. 8. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 586. 9. Robert de Clari, La conquête de Constantinople, Charlot P. (επιμ.), (Paris 1939), LXXXI, σελ. 172-173. 10. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 647-655. 11. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975), σελ. 587-591, 593-594, 644-645.
|
|
|