1. Οι χριστιανοί συγγραφείς απέδωσαν την επιλογή της θέσης σε θεία καθοδήγηση. Σύμφωνα με το Σωζόμενο, Εκκλ. Ιστ. 2.3, ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει αρχικά την Τροία λόγω του συμβολικού βάρους της για τους Ρωμαίους (πατρίδα του Αινεία). Τα έργα της νέας οχύρωσης είχαν ήδη αρχίσει όταν εμφανίστηκε ο Θεός στον ύπνο του Κωνσταντίνου ζητώντας του να επιλέξει άλλη θέση, προφανώς λιγότερο συνδεδεμένη με το παγανιστικό παρελθόν της αυτοκρατορίας. 2. Φιλοστόργ., Εκκλ. Ιστ. 2.9. 3. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 38-39, βλ. και «Χρονολόγιο». 4. Ο Μώκιος, ιερέας στη μακεδονική Αμφίπολη, συνελήφθη κατά τη διάρκεια των διωγμών του Διοκλητιανού και υπεβλήθη σε μαρτύρια (πυρά, αρένα με λέοντες), αλλά ο Θεός τον προστάτευε. Τελικά τον έστειλαν στην πόλη του Βυζαντίου, όπου αποκεφαλίστηκε. 5. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 354-5· Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451 (Αθήνα 2000), σελ. 450-451. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κωνσταντίνος έχτισε εκκλησία προς τιμήν του, όπου και μετέφερε τα ιερά λείψανα του αγίου, προφανώς θέλοντας να αποκαταστήσει τη μνήμη του και να δείξει ότι οι διωγμοί των χριστιανών ανήκουν ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Βλέπε και Σωζόμ., Εκκλ. Ιστ. 8.17. Για μεταγενέστερες πηγές σχετικά με τη λατρεία του αγίου Μωκίου και την οικοδόμηση της εκκλησίας πάνω σε προγενέστερο ειδωλολατρικό ναό, βλ. Πάτρια, Preger, T. (επιμ.), Scriptores Originum Constantinopolitarum τόμ. Ι (Leipzig 1901), σελ. 19. 6. Σωκρ. Σχ., Εκκλ. Ιστ. 1.16. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων βρισκόταν εκεί όπου σήμερα ορθώνεται το Fatih Camii. Έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το αν επρόκειτο πράγματι για εκκλησία ή απλώς για μαυσωλείο. Πάντως, σύμφωνα με τις περιγραφές, το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι εκεί στεγάζονταν σαρκοφάγοι από πορφυρίτη, οι οποίες αποτελούσαν κενοτάφια των αποστόλων· μία από αυτές προοριζόταν για την ταφή του αυτοκράτορα, ο οποίος επιθυμούσε να συγκαταλέγεται στους αποστόλους. Αυτά βέβαια σύμφωνα πάντοτε με τη χριστιανική φιλολογία. 7. Dindorf, L. (επιμ.), Chronicon Paschale (Bonnae 1832), και σε αγγλική μετάφραση Whitby, M. – Whitby, Μ., Chronicon Paschale 284-628 A.D. (Liverpool 1989). 8. Μαλάλ. Ι. 13.7-8. Βλ. Dindorf, L. (επιμ.), Ioannis Malalae Chronographia (Bonnae 1831). Επίσης Jeffreys, E. – Jeffreys, M. – Scott, R., The Chronicle of John Malalas (Sydney 1986). 9. Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum I-II (Leipzig 1901), ιδιαίτερα το Παραστάσεις σύντομαι χρονικαί και τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως του Ησυχίου. Βλ. και Dagron, G., Constantinople imaginaire: études sur le recueil des Patria (Paris 1984). 10. Η πρωιμότερη τέτοια προσπάθεια είναι του Lathoud, D. “La consecration et le dedicace de Constantinople”, Echos d’Orient 23 (1924), σελ. 289-314, 24 (1925), σελ. 180-201. Ακολούθησε η περιγραφή του Janin, R., Constantinople Byzantine: Developpement urbain et repertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 18-19, 23-26 και, τέλος, το έργο-σταθμός για τη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας του Dagron, G., Naissance d’une capitale: Constantinople et ses institutions de 330 a 451 (Paris 1974). 11. Πρόκειται για τον κίονα Çemberlitaş, που στέκει ακόμη και σήμερα στην ομώνυμη περιοχή επί της κεντρικής οδού Divan Yolu. Ο κίονας έπαθε σημαντική ζημιά από πυρκαγιά και υποστηρίχθηκε με σιδερένια στεφάνια. Το άγαλμα του Κωνσταντίνου δε σώζεται, ενώ και ο ίδιος ο κίονας εδώ και αρκετά χρόνια συντηρείται. 12. Για το άγαλμα αλλά και για την ταύτιση του Κωνσταντίνου με τον Αήττητο Ήλιο βλ. Preger, T., “Konstantinos-Helios”, Hermes 36 (1901), σελ. 457-469. 13. Odahl, C.M., Constantine and the Christian Empire (London – New York 2004), σελ. 243-244, σημ. 21. 14. Αν και έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης επιστημονικής συζήτησης, το άρθρο 16.10.1 του Θεοδοσιανού Κώδικα, που αποτελεί και το μοναδικό τεκμήριο αντιπαγανιστικής νομοθεσίας του ίδιου του Κωνσταντίνου, αναφέρει σαφώς την απαγόρευση θυσιών σε ιδιώτες, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η δεισιδαιμονία. Οι θυσίες επιτρέπονταν μόνο σε περιπτώσεις όπου δημόσια κτήρια πλήττονταν από φυσικές καταστροφές και άρα υπήρχε ανάγκη εξακρίβωσης της θείας βούλησης για το κοινό καλό. 15. Ενδεικτικό είναι ότι τη χρονολογία αυτή την υιοθετεί μια σύγχρονη σημαντική έκθεση για τη βυζαντινή τέχνη στη Royal Academy of Arts του Λονδίνου καθώς και ο συνοδευτικός οδηγός της, που εκδόθηκε από το Robin Cormack και τη Μαρία Βασιλάκη με τίτλο Byzantium 330-1453, στον οποίο συμμετέχουν περισσότεροι από 100 διαπρεπείς βυζαντινολόγοι. Βλ. http://www.royalacademy.org.uk/ exhibitions/byzantium/about/. 16. Τη χρονολογία του 324 την είχε προτείνει ο Vasiliev, Α., Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 324-1453, έργο το οποίο εκδόθηκε πρώτη φορά τη δεκαετία του 1920 και μεταφράστηκε έκτοτε σε πολλές γλώσσες, ενώ στην ελληνική βιβλιογραφία ακολουθήθηκε από δύο κορυφαίους βυζαντινολόγους, την Αι. Χριστοφιλοπούλου και τον Ι. Καραγιαννόπουλο. |