Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μακεδονική δυναστεία (867-1056)

Συγγραφή : Stankovic Vlada (30/10/2008)

Για παραπομπή: Stankovic Vlada, «Μακεδονική δυναστεία (867-1056)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10927>

Μακεδονική δυναστεία (867-1056) (28/6/2011 v.1) Macedonian dynasty (867-1056) (28/6/2011 v.1) 
 

1. Ίδρυση της δυναστείας: Βασίλειος Α΄ (867-886)

Ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας ήταν ο Βασίλειος Α΄, ο οποίος γεννήθηκε περίπου το 835 στη δυτική Θράκη, στα περίχωρα της Αδριανούπολης. Ο Βασίλειος, γνωστός με την προσωνυμία Μακεδόνας λόγω της καταγωγής του (αλλά και Κεφαλάς), καταγόταν από οικογένεια χωρικών. Χάρη στις ικανότητες και τη ρώμη του, όταν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 855-860, προσέλκυσε γρήγορα την προσοχή ισχυρών ανθρώπων, από ιπποκόμος (του πατρίκιου Θεόφιλου) έγινε προσωπικός υπηρέτης του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, του οποίου το 856 έγινε παρακοιμώμενος. Ο Βασίλειος βοήθησε το Μιχαήλ Γ΄ να απαλλαγεί από το θείο του, τον καίσαρα Βάρδα, το 866, γεγονός που οδήγησε στη στέψη του σε συναυτοκράτορα τον ίδιο χρόνο, ενώ προηγουμένως ο αυτοκράτορας τον είχε παντρέψει με την πρώην ερωμένη του Ευδοκία Ιγγερινή. Στις 24 Σεπτεμβρίου 867, στο παλάτι του Αγίου Μάμα στο Πέρα, άνθρωποι του Βασίλειου Μακεδόνα (μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Συμβάτιος) δολοφόνησαν το Μιχαήλ Γ΄. Kατόπιν τούτου ο Βασίλειος απέμεινε ο μοναδικός αυτοκράτορας. Ως επιβεβαίωση της νέας, απόλυτης εξουσίας του, ο Βασίλειος ανακηρύχθηκε επίσημα αυτοκράτορας στο ναό της Αγίας Σοφίας.

Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας κυβέρνησε την αυτοκρατορία επί 19 έτη (867-886). Ενεργητικός και φιλόδοξος, από την κατάληψη ήδη της εξουσίας έπρεπε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα και αφοσιώθηκε στην επίλυσή τους. Καθαίρεσε τον πατριάρχη Φώτιο (858-867, 877-886) και στη θέση του αποκατέστησε τον Ιγνάτιο (847-858, 867-877), προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να εξομαλύνει τη σύγκρουση με τη Ρώμη (την οποία ο Φώτιος δεν αναγνώριζε), αλλά και την εσωτερική διαίρεση στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Με τον τρόπο αυτό, ο Βασίλειος απέκτησε τη σημαντική υποστήριξη της Ρώμης, η οποία διήρκεσε πολλά έτη, έως ότου ο αυτοκράτορας επανέφερε τον πατριάρχη Φώτιο στην πρωτεύουσα και το παλάτι (περ. 873), διορίζοντάς τον διδάσκαλο των γιων του. Σύντομα μετά την κατάληψη της εξουσίας, ο Βασίλειος έστεψε συναυτοκράτορα τον πρεσβύτερο γιο του Κωνσταντίνο (ο οποίος γεννήθηκε από το γάμο με την πρώτη, άγνωστη σε εμάς, σύζυγό του), τον δε Λέοντα (ο οποίος γεννήθηκε το 866 από το γάμο του με την Ευδοκία Ιγγερινή) τον έστεψε το 870. Ο τρίτος γιος του Βασιλείου, ο πορφυρογέννητος Στέφανος, γεννήθηκε λίγο μετά την ανάρρηση του πατέρα του στο θρόνο (πιθανώς στα τέλη του 867),1 ο δε τέταρτος γιος του Αλέξανδρος γεννήθηκε δύο χρόνια αργότερα και στέφθηκε το 879, μετά το θάνατο του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου. Ο Στέφανος, ο οποίος ευνουχίστηκε, καθώς προοριζόταν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία, έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον αδελφό του Λέοντα το 886. Ο Βασίλειος απέκτησε επίσης τέσσερις κόρες, οι οποίες έγιναν μοναχές (στη μονή της Αγίας Ευφημίας στην Κωνσταντινούπολη), διότι ο αυτοκράτορας δεν ήθελε φιλόδοξοι γαμπροί να απειλήσουν τη διαδοχή των γιων του.

Ο Βασίλειος Α΄ είχε πολιτικό πρόγραμμα με μεγαλεπήβολους στόχους, το οποίο διαπνεόταν από την ιδέα της παλινόρθωσης της ισχύος της αυτοκρατορίας μετά την Εικονομαχία και την «αδύναμη» βασιλεία του Μιχαήλ Γ΄. Η πολύπλευρη δραστηριότητά του συνδεόταν με τη μεγάλη πνευματική ακμή του Βυζαντίου, τις ιεραποστολικές επιτυχίες των προηγούμενων ετών και την ισχυρή ιδεολογία της νέας μετά την Εικονομαχία εποχής, την οποία διακήρυσσε ο πατριάρχης Φώτιος. Ο Βασίλειος ο Μακεδόνας οικοδόμησε ή ανακαίνισε περισσότερες από τριάντα εκκλησίες ή μονές, όλες στην Κωνσταντινούπολη ή στα περίχωρα, το δε κύριο ίδρυμά του, η Νέα Εκκλησία στο Μεγάλο Παλάτι, μαζί με το Καινούργιον (παλάτι) που βρισκόταν στην περιοχή, συνιστούσε τη σαφέστερη έκφραση αυτής της νέας ιδέας της ανακαίνισης της Κωνσταντινούπολης, καθώς και της αυτοκρατορίας. Η Νέα Εκκλησία αποτελούσε έκφραση της υπεροχής του αυτοκράτορα επί της πνευματικής εξουσίας, η δε ημερομηνία των εγκαινίων, η 1η Μαΐου (880), καθιερώθηκε ως νέα επίσημη εορτή στην πρωτεύουσα, θυμίζοντας έντονα την 11η Μαΐου, ημέρα των εγκαινίων της πόλης το 330.

Στο ίδιο πνεύμα της ριζικής αναδιοργάνωσης (που διαπνεόταν και από έναν ορισμένο κλασικισμό), ο Βασίλειος επιδόθηκε στο μεγάλο πρόγραμμα της κωδικοποίησης της νομοθεσίας. Ο Βασίλειος κατόρθωσε να εκδώσει πριν από το θάνατό του μόνο την Εισαγωγή, κώδικα αποτελούμενο από 40 κεφάλαια, την εισαγωγή του οποίου σχετικά με τη θέση και το ρόλο του αυτοκράτορα και του πατριάρχη έγραψε ο Φώτιος, τον οποίο ο Βασίλειος είχε επαναφέρει από το 877 στον πατριαρχικό θρόνο. Στις νομοθετικές διατάξεις περιλαμβάνονταν και ορισμένες που αφορούσαν στους Ιουδαίους, τον οποίων τον εκχριστιανισμό προωθούσε ο αυτοκράτορας, με τρόπο που προκάλεσε και κάποιες επικρίσεις.2

2. Λέων Στ΄ (886-912)

Ο Λέων Στ΄ ο Σοφός (886-912) ήταν σύνθετη προσωπικότητα, με υψηλή μόρφωση και μεγάλες φιλοδοξίες, αλλά επηρεαζόταν εύκολα: από την αρχή της βασιλείας του βρισκόταν υπό την ισχυρή επιρροή του Στυλιανού Ζαούση, πατέρα της ερωμένης του Ζωής, για τον οποίο μάλιστα καθιέρωσε το νέο τίτλο του βασιλεοπάτορος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Λέοντα ήταν ότι δεν αποκτούσε γιο που θα τον διαδεχόταν: Η πρώτη του σύζυγος Θεοφανώ –μελλοντική αγία– πέθανε το 895/896 χωρίς να γεννήσει γιο, όπως και η Ζωή Ζαούση λίγο αργότερα. Η τρίτη σύζυγός του Άννα χάρισε στο Λέοντα γιο, ο οποίος ονομάστηκε Βασίλειος, ωστόσο πέθανε λίγο μετά τη γέννα μαζί με τη μητέρα του. Η νέα ερωμένη του Λέοντα, η Ζωή Καρβονοψίνα, γέννησε στον αυτοκράτορα γιο, ο οποίος ονομάστηκε Κωνσταντίνος. Ο Λέων βρέθηκε ενώπιον διλήμματος για τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφάλιζε στο γιο του τη νομιμότητα. Κατόπιν συμφωνίας με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό (901-907, 912-925), ο αυτοκράτορας εξασφάλισε την αναγνώριση του Κωνσταντίνου ως νόμιμου γιου, ωστόσο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και παραβίασε τη συμφωνία νυμφευόμενος τη Ζωή. Με τον τρόπο αυτό άρχισε η έριδα γύρω από την τεταρτογαμία, τον τέταρτο –παράνομο– γάμο του Λέοντα, ο οποίος συγκλόνισε τη βυζαντινή κοινωνία και επανέφερε την παλαιά διαίρεση μεταξύ των οπαδών του Φωτίου και του Ιγνατίου. Ο Λέων αναγκάστηκε να καθαιρέσει το Νικόλαο Μυστικό, τοποθετώντας στον πατριαρχικό θρόνο τον Ευθύμιο (907), ενώ ζήτησε και τη βοήθεια της Ρώμης. Εντούτοις, πριν από το θάνατό του επανέφερε το Νικόλαο στον εκκλησιαστικό θρόνο ως πράξη μετάνοιας.

Ο Λέων Στ΄ συνέχισε τη νομοθετική δραστηριότητα του πατέρα του: εξέδωσε νέο κώδικα, το Πρόχειρον·3 από αυτόν φρόντισε να αφαιρέσει την εισαγωγή του Φωτίου, ο οποίος τοποθετούσε τον πατριάρχη υπεράνω του βασιλέως. Σημειωτέον ότι, με την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Λέων αντικατέστησε αμέσως τον Φώτιο με τον αδελφό του Στέφανο στον πατριαρχικό θρόνο (886-893). Εκτός από το Πρόχειρον, εξέδωσε επίσης συλλογή 113 Νεαρών, οι οποίες απευθύνονταν κυρίως προς το Στυλιανό Ζαούση και τον πατριάρχη Στέφανο, καθώς και συλλογή βασιλικών νόμων, τα λεγόμενα Βασιλικά, σε 60 τόμους, που περιείχαν όλες τις παλαιές διατάξεις των νόμων και αποτέλεσαν τη βάση του βυζαντινού νομικού συστήματος έως το τέλος της αυτοκρατορίας. Με την πρόθεση να προβάλλει την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, ο Λέων ανακαίνισε στην πρωτεύουσα την αφιερωμένη στον άγιο Λάζαρο μονή, ενώ ανήγειρε λουτρό που κοσμήθηκε με μωσαϊκά με ειδωλολατρικά μοτίβα. Έγραψε μάλιστα πολλές ομιλίες τις οποίες εκφωνούσε επ’ ευκαιρία των εγκαινίων εκκλησιών που ίδρυαν οικείοι του στην Κωνσταντινούπολη.

3. Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (920-944)

Μετά το θάνατο του Λέοντα το Μάιο του 912 και τη σύντομη ανεξάρτητη βασιλεία του αδελφού του Αλεξάνδρου (πέθανε τον Ιούνιο του 913), ο οκταετής γιος του Λέοντα Κωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας. Το Βυζάντιο εισήλθε σε περίοδο κρίσης, κατά τη διάρκεια της οποίας εναλλασσόταν η επιρροή του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, της βασιλομήτορος Ζωής και ισχυρών ανδρών από μεγάλες οικογένειες, ενώ παράλληλα μαίνονταν οι πόλεμοι με τους Βουλγάρους και η προσπάθεια του Βούλγαρου ηγεμόνα Συμεών να κατακτήσει το αυτοκρατορικό στέμμα. Μετά την ήττα των Βυζαντινών από το Συμεών στην Αγχίαλο (20 Αυγούστου 917), ο δρουγγάριος του στόλου Ρωμανός Λεκαπηνός κατέφθασε μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και, κατόπιν συμφωνίας με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, ανέλαβε την εξουσία, ενώ πάντρεψε την κόρη του Ελένη με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός έλαβε τον τίτλο του βασιλεοπάτορος, στη συνέχεια του καίσαρα και το Δεκέμβριο του 920 στέφθηκε βασιλιάς από το Νικόλαο Μυστικό. Η βασιλεία του Ρωμανού (920-944) χαρακτηρίζεται από τις επιτυχίες του βυζαντινού στρατού στην Ανατολή υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κουρκούα, του δομέστικου των σχολών, τη σύναψη ειρήνης με τους Βουλγάρους μετά το θάνατο του Συμεών το 927,4 την προσπάθεια του αυτοκράτορα να θέσει τέρμα στην ισχυροποίηση της αριστοκρατίας με την καθιέρωση του δικαιώματος της προτίμησης5 για τα αγροτικά ακίνητα μέσω της έκδοσης Νεαρών (928 και 934)6 και, τέλος, τη στέψη των γιων του Χριστοφόρου, Στεφάνου και Κωνσταντίνου.7

4. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (913/945-959), Ρωμανός Β΄ (959-963)

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος κατόρθωσε να ανακτήσει την εξουσία από το Στέφανο και τον Κωνσταντίνο Λεκαπηνό το Φεβρουάριο του 945, τοποθετώντας αμέσως στις σημαντικότερες θέσεις στο βυζαντινό στρατό μέλη της οικογένειας των Φωκάδων. Επιπλέον, έστρεψε την προσοχή του στην οργάνωση της μεγάλης ιστοριογραφικής και λογοτεχνικής δραστηριότητας στην Κωνσταντινούπολη, χάρη στην οποία η περίοδος της βασιλείας του (έως το 959) ονομάστηκε εποχή εγκυκλοπαιδισμού.8 Ο γιος του Ρωμανός Β΄ κυβέρνησε μόλις τέσσερα χρόνια (959-963), στη διάρκεια των οποίων το Βυζάντιο υπό την ηγεσία του Νικηφόρου Φωκά ανέκτησε την Κρήτη (961) και συνέχισε τους νικηφόρους πολέμους με τους Άραβες στην Ανατολή.

5. Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969)

Η δόξα του Νικηφόρου Φωκά συνέβαλε ώστε ο επιτυχημένος στρατηγός να κατορθώσει να επικρατήσει επί της ελίτ της Κωνσταντινούπολης (Αύγουστος 963), της οποίας ηγούνταν ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας, να νυμφευτεί τη χήρα του Ρωμανού Θεοφανώ και να γίνει αυτοκράτορας· η οικογένεια των Φωκάδων έφθασε έτσι στο απόγειο της επιρροής της. Ο Νικηφόρος Φωκάς συνέχισε τις επιτυχημένες εκστρατείες του στην Ανατολή, επαναφέροντας την Κύπρο υπό βυζαντινή κυριαρχία (965), ενώ ταυτόχρονα εφάρμοσε αυστηρή πολιτική έναντι των μοναστηριών, περιορίζοντας την αύξηση της περιουσίας τους.9 Ωστόσο, ο συγγενής του και ένας από τους καλύτερους διοικητές του βυζαντινού στρατού Ιωάννης Τσιμισκής συνδέθηκε ερωτικά με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, με την οποία συνωμότησε κατά του Νικηφόρου Φωκά. Τελικά, ο Τσιμισκής δολοφόνησε το Νικηφόρο Φωκά στο αυτοκρατορικό παλάτι στις 11 Δεκεμβρίου 969, λίγες μόνο εβδομάδες αφότου τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν επαναφέρει την Αντιόχεια στην εξουσία της Κωνσταντινούπολης.

6. Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976)

Ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) αναγκάστηκε, έπειτα από απαίτηση του πατριάρχη Πολυεύκτου (956-970), να εκδιώξει την αυτοκράτειρα Θεοφανώ από το παλάτι ως ένδειξη μετάνοιας για τη δολοφονία του προκατόχου του, εμφανιζόμενος και ο ίδιος ως προστάτης των νεαρών πορφυρογέννητων πριγκίπων, των γιων του Ρωμανού Β΄, Βασιλείου (γένν. 958) και Κωνσταντίνου (γένν. 960). Ο Ιωάννης Τσιμισκής συνέχισε τους πολέμους στην Ανατολή, αλλά αναγκάστηκε να στρέψει την προσοχή του στα Βαλκάνια. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Νικηφόρος Φωκάς, μη θέλοντας να καταβάλει τις χρηματικές χορηγίες που απαιτούσαν οι Βούλγαροι, κάλεσε το Ρώσο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο να τους επιτεθεί. Ο Σβιατοσλάβος, όμως, αυτοανακηρύχθηκε κύριος της Βουλγαρίας, με αποτέλεσμα το Βυζάντιο να έχει να αντιμετωπίσει στη θέση του ασθενούς βουλγαρικού κράτους τον φιλόδοξο Ρώσο ηγεμόνα. Το 971, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής ξεκίνησε από την Αδριανούπολη επικεφαλής του βυζαντινού στρατού, ο οποίος έπειτα από μεγάλη μάχη νίκησε τον Σβιατοσλάβο στο Δορόστολον (Σιλίστρια). Ο Τσιμισκής αφαίρεσε από τον τσάρο των Βουλγάρων, τον Βόρι, το αυτοκρατορικό στέμμα, το οποίο μετά το θρίαμβό του το τοποθέτησε στο Ιερό Βήμα της Αγίας Σοφίας, ενώ στο χώρο της πρώην Βουλγαρίας καθιέρωσε το βυζαντινό σύστημα εξουσίας και ίδρυσε σειρά θεμάτων.

7. Βασίλειος Β΄ (976-1025)

Μετά το θάνατο του Τσιμισκή από τύφο τον Ιανουάριο του 976, η εξουσία στην αυτοκρατορία τυπικά πέρασε στα χέρια των νεαρών αυτοκρατόρων Βασιλείου Β΄ (976-1025) και Κωνσταντίνου Η΄ (διακυβέρνησε ανεξάρτητα το 1025-1028), ωστόσο ο ισχυρότερος άνδρας στην αυτοκρατορία έως το 985 ήταν ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, εξώγαμος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού. Ταυτόχρονα, στην αυτοκρατορία ξέσπασαν εξεγέρσεις των στρατιωτικών διοικητών Βάρδα Φωκά και Βάρδα Σκληρού (οι οποίες οδήγησαν σε σειρά εμφύλιων πολέμων έως το 988), ενώ οι Βούλγαροι εξεγέρθηκαν με επικεφαλής το Σαμουήλ, ο οποίος κατέλαβε μέσα σε μερικά μόνο χρόνια τα εδάφη από τις όχθες του Δούναβη έως τη Μακεδονία και την Αλβανία.

Ο Βασίλειος Β΄ υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην ενίσχυση του αυτοκρατορικού κύρους και στη διεξαγωγή πολέμων σε όλα τα μέτωπα της αυτοκρατορίας. Μετά την οριστική επικράτησή του στους εμφύλιους πολέμους με τη βοήθεια του ηγεμόνα του Κιέβου Βλαδίμηρου,10 ο Βασίλειος κατόρθωσε με τις συνεχείς εκστρατείες του έως τα τελευταία έτη του 10ου αιώνα να συντρίψει το κράτος του Σαμουήλ. Στην αποφασιστική μάχη στο Κλειδί (1014) κατατρόπωσε το βουλγαρικό στρατό και τύφλωσε 13.000-14.000 Βουλγάρους·11 ο Σαμουήλ έπαθε αποπληξία όταν αντίκρισε τους τυφλωμένους στρατιώτες του και απεβίωσε. Ο Βασίλειος Β΄ υπέταξε το 1018 ολόκληρο το βουλγαρικό κράτος και επανέφερε τα σύνορα της αυτοκρατορίας στους ποταμούς Σάββα και Δούναβη· επιπλέον ίδρυσε την αρχιεπισκοπή Αχρίδας και καθιέρωσε το σύστημα των θεμάτων στο χώρο όλης της Βαλκανικής. Τα επόμενα χρόνια, το Βυζάντιο έφθασε στο απόγειο της επέκτασής του στη μετά τον Ιουστινιανό εποχή, όταν ο Βασίλειος προσάρτησε στην αυτοκρατορία τμήματα των υποτελών αρμενικών ηγεμονιών. Σύμφωνα με την πολιτική του, ο Βασίλειος αποπειράθηκε να περιορίσει την ισχύ των μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών της Μικράς Ασίας και προσπάθησε να συνεχίσει την πολιτική του Ρωμανού Λεκαπηνού, διατηρώντας τα έσοδα από τους φόρους στα χέρια του κράτους και εφαρμόζοντας το αλληλέγγυον, το οποίο πλήρωναν οι πλούσιοι αντί των φτωχών χωρικών.

8. Η περίοδος από το 1025 έως 1042

8.1. Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028)

Η βραχύχρονη βασιλεία του αδελφού του Βασιλείου, Κωνσταντίνου Η΄, επέφερε την οριστική νίκη της αριστοκρατίας, η δε επιλογή του Ρωμανού Αργυρού (1028-1034) ως διαδόχου και συζύγου της κόρης του Κωνσταντίνου Ζωής απλώς επιβεβαίωσε την υπεροχή των ισχυρών οικογενειών επί της κεντρικής εξουσίας.

8.2. Ρωμανός Γ΄(1028- 1034)

Με το Ρωμανό Γ΄ άρχισε η περίοδος του αγώνα της βυζαντινής αριστοκρατίας για την εύνοια των πορφυρογέννητων θυγατέρων του Κωνσταντίνου Η΄, της Ζωής και της Θεοδώρας. Έως το 1056, αρχικά η Ζωή και στη συνέχεια η Θεοδώρα παρείχαν, χάρη στην καταγωγή τους από τη Μακεδονική δυναστεία, τη νομιμότητα σε όλους τους αυτοκράτορες μέσω γάμου ή υιοθεσίας. Ο Ζωή παντρεύτηκε δεύτερη φορά στις 11 Απριλίου 1034 το Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνα (1034-1041), ο οποίος μαζί με τον πρεσβύτερο αδελφό του, τον ευνούχο Ιωάννη Ορφανοτρόφο, στραγγάλισε το Ρωμανό Αργυρό στο λουτρό των ανακτόρων.

8.3. Οι αυτοκράτορες Μιχαήλ Δ΄ (1034-1041) και Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042) και οι αυτοκράτειρες Ζωή και Θεοδώρα

Σε αντίθεση προς τον πλούσιο αριστοκράτη Ρωμανό Αργυρό, ο οποίος ήδη από την αρχή της βασιλείας του είχε καταργήσει το αλληλέγγυον, που δυσαρεστούσε τους Βυζαντινούς λαϊκούς και εκκλησιαστικούς γαιοκτήμονες, ο Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνας καταγόταν από τα μεσαία στρώματα. Περιβαλλόμενος από τους τέσσερις αδελφούς του, τους οποίους τοποθέτησε στις σημαντικότερες θέσεις, η εποχή της βασιλείας του υπήρξε η αρχή ενός νέου, οικογενειακού τρόπου διακυβέρνησης με τη βοήθεια ενός διακλαδωμένου δικτύου συγγενών· αυτό στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών θα ενισχυόταν, ενώ θα καθίστατο η κυρίαρχη μορφή διακυβέρνησης από την εποχή της ανόδου στην εξουσία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081). Ο Μιχαήλ Δ΄, σύμφωνα με την εκτίμηση του Μιχαήλ Ψελλού, υπήρξε καλός ηγεμόνας και έντιμος άνθρωπος, αλλά βρισκόταν υπό την αρνητική επιρροή των αδελφών του.12 Η ασθένεια του Μιχαήλ Δ΄ (επιληψία) και η ενδοοικογενειακή διχόνοια που ξέσπασε προκάλεσε την κατάρρευση της οικογένειας των Παφλαγόνων μετά τη σύντομη διακυβέρνηση του Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη (γιου της αδελφής του Μιχαήλ Δ΄). Η αυτοκράτειρα Ζωή υιοθέτησε το Μιχαήλ Ε΄, ωστόσο αυτός διέταξε την εκδίωξή της από την Κωνσταντινούπολη, γεγονός που οδήγησε τον Απρίλιο του 1042 σε εξέγερση του λαού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του. Κατόπιν τούτου, η αδελφή της Ζωής, η Θεοδώρα, επανήλθε από το μοναστήρι και στέφθηκε αυτοκράτειρα. Μετά την επιστροφή της Ζωής από τα Πριγκιποννήσια, οι δύο αδελφές κυβέρνησαν μαζί τους επόμενους τέσσερις μήνες, ωσότου η Ζωή προέβη σε τρίτο γάμο με τον Κωνσταντίνο Μονομάχο, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας (1042-1055). Ήταν η εποχή που η συνείδηση για το δικαίωμα επί του αυτοκρατορικού στέμματος και τη νομιμότητα των τελευταίων εκπροσώπων της Μακεδονικής δυναστείας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, πρωτίστως στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Την περίοδο αυτή προβαλλόταν η απευθείας καταγωγή των πορφυρογέννητων θυγατέρων του Κωνσταντίνου Η΄ από μια γραμμή πέντε αυτοκρατόρων ως το ισχυρότερο επιχείρημα για το δικαίωμά τους να φέρουν το αυτοκρατορικό στέμμα και να κυβερνούν την αυτοκρατορία.

9. Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055)

Όπως και τους προκατόχους του, έτσι και τον Κωνσταντίνο Μονομάχο τον κάλυπτε η νομιμότητα της βασιλείας της Ζωής, ακόμα και μετά το θάνατό της το 1050. Ωστόσο, η Ζωή, αμέσως μετά τη στέψη του Μονομάχου, εκτοπίστηκε πλήρως και αντικαταστάθηκε από τις ερωμένες του αυτοκράτορα, ιδιαίτερα από τη φημισμένη Σκλήραινα, για την οποία χτίστηκε ανάκτορο κοντά στο Μεγάλο Παλάτι. Η βραχύχρονη πνευματική άνοδος στις αρχές της κυβέρνησης του Μονομάχου, η ίδρυση «πανεπιστημίου», επικεφαλής του οποίου τοποθετήθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός ως ύπατος των φιλοσόφων και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος ως νομοφύλακας, δεν είχε καμία σχέση με τους τελευταίους εκπροσώπους της Μακεδονικής δυναστείας, όπως δεν είχε και η εκκλησιαστική ρήξη μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης το 1054, η οποία στο Βυζάντιο πέρασε τελείως απαρατήρητη.

10. Θεοδώρα (1055-1056): Το τέλος της δυναστείας

Η καλά εδραιωμένη νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας συνέβαλε ώστε μετά το θάνατο του Μονομάχου να αναλάβει το θρόνο η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (1055-1056), καθώς ο αυτοκράτορας δεν είχε αποκτήσει διάδοχο. Κυβερνώντας με τη βοήθεια ενός μικρού κύκλου στενών συνεργατών, από τους οποίους οι ισχυρότεροι ήταν ο Λέων Παρασπόνδυλος και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Μιχαήλ Στ΄ Στρατιωτικός (1056), η σύντομη ανεξάρτητη βασιλεία της Θεοδώρας αποτέλεσε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και τον προάγγελο μιας νέας· σε αυτήν κάποιες νέες οικογένειες θα αγωνίζονταν για την εγκαθίδρυση της νομιμότητας της δικής τους εξουσίας και του δικαιώματος επί του αυτοκρατορικού στέμματος. Με το θάνατο της Θεοδώρας, το 1056, εξέλιπε και η τελευταία εκπρόσωπος της οικογένειας του Βασιλείου του Μακεδόνα, της πιο μακροχρόνιας δυναστείας που γνώρισε μέχρι τότε η βυζαντινή ιστορία.

11. Τα σύνορα

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τη μακρόχρονη περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας έφτασε σταδιακά στο αποκορύφωμα της εξάπλωσής της στους αιώνες που ακολούθησαν την ιουστινιάνεια ανάκτηση. Στην Ανατολή, ειδικότερα, κύριο μέλημα υπήρξε η σταθεροποίηση της εσωτερικής περιοχής του Ευφράτη με τις εκστρατείες του Βασιλείου Α΄ στην Τεφρική, στη Μελιτηνή και στα Σαμόσατα (9ος αι.), καθώς και με τις εκστρατείες του Ιωάννη Κουρκούα στον Ευφράτη (αρχές 10ου αι.), ενώ το Βυζάντιο υπό τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Ζ΄, Νικηφόρο Β΄ και Ιωάννη Α΄ επεκτάθηκε προς την Κιλικία και τη βόρεια Συρία. Η εξάπλωση αυτή συνεχίστηκε στις αρχές του 11ου αιώνα, τόσο μέσω πολεμικών συγκρούσεων όσο και μέσω διπλωματικών πρακτικών: έτσι, κυριεύτηκαν η Έδεσσα (1031), το Καρς (μετά το 1000), το Βασπουρακάν (1021) και το Άνιο (1045), τα οποία επέκτειναν τα ανατολικά σύνορα σε μεγάλο βαθμό.13

Στη Βαλκανική οι εξελίξεις σχετίζονται με τους πολέμους με τους Βουλγάρους, καθώς και με τις σκλαβηνίες. Όσον αφορά τις δεύτερες, συνέβησαν δύο εξελίξεις: οι σκλαβηνίες είτε ενσωματώθηκαν στο Βυζάντιο ή στη Βουλγαρία, είτε σταδιακά εξελίχθηκαν σε ημικρατικές ενώσεις και τελικά σε κρατίδια. Έτσι, στις αρχές της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ δημιουργήθηκε το θέμα Δελματίας στις Δαλματικές ακτές, αφού οι Σλάβοι που κατοικούσαν στα ορεινά της περιοχής είχαν αποδεχτεί τη βυζαντινή επικυριαρχία.

Το εκχριστιανισμένο (865/866) βουλγαρικό βασίλειο υπό την ηγεσία του Συμεών αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες απειλές κατά του Βυζαντίου. Από το 913 και εξής, οι Βυζαντινοί επιδόθηκαν σε έναν απελπισμένο αγώνα κατά του Συμεών, ο οποίος στην προσπάθειά του να κατακτήσει το αυτοκρατορικό στέμμα έφτασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, το Δυρράχιο και την Κόρινθο, ενώ επιχείρησε δύο φορές να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη (913 και 924). Ο θάνατος του Συμεών σηματοδότησε την αρχή μιας ειρηνικής περιόδου, η οποία έληξε με την κατάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους από το Νικηφόρο Β΄ Φωκά, χάρη και στη σημαντική βοήθεια των Ρώσων. Ωστόσο, ο ηγεμόνας των Ρώσων Σβιατοσλάβος επιχείρησε να οικειοποιηθεί βουλγαρικά εδάφη, αλλά ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής τον υποχρέωσε σε συνθηκολόγηση μετά τη μάχη στο Δωρόστολον (971). Το 976, ως αποτέλεσμα της επανάστασης των Κομητόπουλων (των γιων του κόμητος Νικολάου), ιδρύθηκε ένα δυτικοβουλγαρικό κράτος, με πρωτεύουσα αρχικά την Πρέσπα και στη συνέχεια την Αχρίδα. Η μεγαλύτερη εξάπλωση του κράτους αυτού σημειώθηκε επί Σαμουήλ, από την Αδριατική έως το Δούναβη και έως την κεντρική Ελλάδα στα νότια. Τελικά, έπειτα από μακροχρόνιους πολέμους το κράτος αυτό καταλύθηκε από το Βασίλειο Β΄ και στα βουλγαρικά εδάφη δημιουργήθηκε το καπετανάτο Βουλγαρίας και τα θέματα Παρίστριον (Παραδουνάβιον) και Σίρμιον.14

Στην Ιταλία και τη Σικελία οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Άραβες και, μετά το 962, τις φιλοδοξίες της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και την παπική πολιτική. Τον 9ο αιώνα, οι Άραβες κατέκτησαν κάποια εδάφη, ωστόσο το 876 οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν τη Βάρη (Μπάρι). Επί Βασιλείου Β΄ σταθεροποιήθηκαν οι βυζαντινές κτήσεις στη νότια Ιταλία, ενώ στα χρόνια των διαδόχων του ανακτήθηκε η δυτική ακτή της Σικελίας.

Όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση, από το 10ο αιώνα και εξής τα θέματα συρρικνώνονται, οδηγώντας στη συνένωση κάποιων νέων θεμάτων (κυρίως παραμεθόριων περιοχών) σε ανώτερες στρατιωτικές μονάδες υπό την ηγεσία ενός δούκα ή κατεπάνω. Ενδεικτικά, στο τελευταίο τρίτο του 10ου αιώνα, τα θέματα των ανατολικών συνόρων υπάγονταν στους δούκες Αντιοχείας, Μεσοποταμίας και Χαλδίας, ενώ στα Βαλκάνια υπάρχουν οι δούκες Θεσσαλονίκης, Αδριανούπολης και των εκβολών του Δούναβη.15

12. Αποτίμηση

Το Βυζάντιο την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας εξελίσσεται σε συγκεντρωτικό κράτος με αυστηρή δομή, το οποίο διοικείται από μια αυστηρά ιεραρχημένη αυτοκρατορική αυλή και τους διοικητικούς μηχανισμούς της Κωνσταντινούπολης.16

Στο εξωτερικό, η ηγεσία ικανών αυτοκρατόρων επιτρέπει στην αυτοκρατορία να αναχαιτίσει τις αραβικές επιθέσεις και να περάσει στην αντεπίθεση, να εξαλείψει τη βουλγαρική απειλή για μεγάλο χρονικό διάστημα και να καταστήσει τους Ρώσους συμμάχους. Έτσι, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί Μακεδόνων αποτελεί ένα ισχυρό κράτος που έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό σε σύγκριση με το παρελθόν.

Στο εσωτερικό, η αυτοκρατορία είναι εξίσου εύρωστη. Η οικονομία παρουσιάζει ανοδικές τάσεις, με την αύξηση του μεγέθους και του αριθμού των πόλεων, καθώς και του πληθυσμού, να οδηγεί στην άνοδο των εμπορικών δραστηριοτήτων. Στο γεγονός αυτό συμβάλλει και η αποκατάσταση του βυζαντινού ελέγχου στις θαλάσσιες επικοινωνίες, ιδιαίτερα μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (961). Το κράτος αντλεί τους πόρους του υπό μορφή φόρων από τον αγροτικό πληθυσμό και κατά συνέπεια προσπαθεί να προστατεύσει τους ελεύθερους αγρότες και να περιορίσει την εξάπλωση της μεγάλης ιδιοκτησίας, την οποία συνιστούν η Εκκλησία και η αριστοκρατία. Η αυτοκρατορική εξουσία ενισχύεται την περίοδο αυτή έναντι της Εκκλησίας, ενώ καταφέρνει προσωρινά να επιβληθεί και στη δύναμη των αριστοκρατικών οικογενειών, περιορίζοντας την επεκτατικότητά τους με μέτρα όπως η αρχή της προτίμησης. Ωστόσο, η πολιτική των αυτοκρατόρων σε αυτό τον τομέα είναι ασυνεπής, και μοιραία η αντίσταση του ελεύθερου αγροτικού πληθυσμού θα υποχωρήσει μπροστά στην πίεση της μεγάλης εγγείου ιδιοκτησίας.17 Οι αριστοκρατικές οικογένειες συνήθως υπηρετούν πιστά τον αυτοκράτορα και οι γόνοι τους ως στρατηγοί είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τις σημαντικές νίκες της εποχής. Αυτό οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι, αρχικά τουλάχιστον, οι διοικητικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι οφείλουν τη θέση τους και την οικονομική τους ισχύ στο αδιαφιλονίκητο επίκεντρο του κράτους, στον αυτοκράτορα. Ακόμα και όταν επαναστατούν, επιζητούν την υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης και την κατάκτηση του θρόνου και όχι την ίδρυση μιας ανεξάρτητης ηγεμονίας.

Στον πνευματικό τομέα σημειώνεται μεγάλη πρόοδος, ιδιαίτερα αισθητή όσον αφορά την αναγέννηση του δικαίου. Συγχρόνως, αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη δικαιοσύνη, στη φορολογία και στις συναλλαγές, καθώς και στην προστασία των αδυνάτων, τάση που αντανακλούν και δημοσιονομικές ρυθμίσεις (π.χ. περιορισμοί στο ανώτατο ύψος επιτοκίου).

Όσα σκιαγραφήθηκαν προβάλλουν την ισχύ, την ευημερία και την ευμάρεια που απολάμβανε το βυζαντινό κράτος κατά τη διακυβέρνηση της Μακεδονικής δυναστείας.

1. Παλαιότερα (και επί χρόνια) θεωρείτο ότι ο Στέφανος είναι ο νεότερος γιος, πρωτίστως λόγω του θρύλου για την προφητεία ΒΕΚΛΑΣ (η οποία έπρεπε να αποτελεί τα ονόματα του Βασιλείου, της Ευδοκίας, του Κωνσταντίνου, του Λέοντος, του Αλεξάνδρου και του Στεφάνου), όμως οι νεότερες έρευνες έδειξαν ότι ο Στέφανος είναι ο τρίτος γιος του Βασιλείου Α΄. Βλ. Αγγελίδη, Χ., Ο βίος του οσίου Βασιλείου του νέου (Ιωάννινα 1980), σελ. 112 κ.ε.· πρβλ. Jenkins, R.J.H., “The Chronological Accuracy of the ''Logothete'' for the Years A.D. 867-913”, Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 91-112 [= Studies on Byzantine History of the 9th and 10th Centuries (London, Variorum Reprints, 1970), III].

2. Dagron, G., “Le traité de Grégoire de Nicèe sur le baptême des Juifs”, Travaux et Mémoires 11 (1991), σελ. 314-357.

3. Schminck, A., Studien zu mittelbyzantinischen Rechtsbüchern (Frankfurt am Main 1986).

4. Σταυρίδου-Ζαφράκα, Α., «Ο ανώνυμος λόγος “Επί τη των Βουλγάρων συμβάσει”», Βυζαντινά 8 (1976), σελ. 343-407· Dujčev, I., “On the Treaty of 927 with the Bulgarians”, Dumbarton Oaks Papers 32 (1978), σελ. 219-295.

5. Για την προτίμηση, βλ. Παπαγιάννη, Ε., «Η βυζαντινή προτίμησις», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου: Από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα (Αθήνα 2006), σελ. 267-281.

6. Svoronos, N., Les novélles des empereurs de la dynastie Macédoine (Paris 1994).

7. Σήμερα έχει αποδειχτεί ότι ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος καταλάμβανε την τρίτη θέση στο «προεδρείο» των αυτοκρατόρων, μετά το Ρωμανό και το Χριστόφορο Λεκαπηνό, οι δε νεότεροι γιοι του Ρωμανού ήταν κατώτεροί του στην ιεραρχία και όχι ανώτεροι, όπως παλαιότερα πιστευόταν. Βλ. Kresten, O. – Müller, A., Sammtherrschaft, Legitimationsprinzip, und kaiserlicher Urkundentitel in Byzanz in der ersten Hälfte des 10. Jahrhunderts (Wien 1995).

8. Lemerle, P., Le prémier humanisme byzantin (Paris 1971).

9. Φαίνεται ότι ο Νικηφόρος Φωκάς ποτέ δεν εξέδωσε Νεαρά με την οποία δήθεν τριπλασίαζε την αξία των στρατιωτικών κτημάτων, όπως πιστευόταν επί μακρόν. Βλ. Κόλιας, Τ., Νικηφόρος Φωκάς (963-969). Ο στρατηγός αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο (Αθήνα 1993).

10. Ο Βασίλειος αναγκάστηκε να δώσει στο Βλαδίμηρο ως σύζυγο την αδελφή του Άννα, ενώ επί Βλαδίμηρου οι Ρώσοι ασπάστηκαν το χριστιανισμό και βρίσκονταν υπό την ισχυρή επιρροή της Κωνσταντινούπολης.

11. Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum, Thurn, I. (επιμ.), (Berolini et Novi Eboraci 1973).

12. Ο Μιχαήλ Ψελλός χρωστούσε σε αυτό τον αυτοκράτορα ευγνωμοσύνη διότι τον δέχτηκε στην αυτοκρατορική γραμματεία. Ωστόσο, γνώριζε ότι η θετική άποψή του για το Μιχαήλ Δ΄ είναι αντίθετη με την αρνητική θέση των περισσότερων Βυζαντινών για το συγκεκριμένο αυτοκράτορα, Michele Psello, Imperatori di Bisanzio (Cronografia), Impellizzeri, S. (επιμ.), (Vicenza 1984), Ι, 160· Michaelis Pselli Orationes panegyricae, Dennis G.T. (επιμ.), (Stutgardiae et Lipsiae 1994), αρ. 2, σελ. 29-32.

13. Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη βυζαντινή εποχή, μτφρ. Δ.Χ. Σταθακόπουλος (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 126-127.

14. Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη βυζαντινή εποχή, μτφρ. Δ.Χ. Σταθακόπουλος (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 127-128.

15. Koder, J., Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη βυζαντινή εποχή, μτφρ. Δ.Χ. Σταθακόπουλος (Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 131.

16. Πρβλ. Kazhdan, A.P. – Epstein, A.W., Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα (Αθήνα 1997), σελ. 57-58.

17. Βλ. Λαΐου, Α.Ε., «Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας», στο Λαΐου, Α.Ε. (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου: Από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα (Αθήνα 2006), σελ. 361-389, κυρίως 364-368.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>