Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Έφεσος (Αρχαιότητα), Σεραπείον

Συγγραφή : Δαλαβέρας Ανδρέας , Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα (1/12/2005)

Για παραπομπή: Δαλαβέρας Ανδρέας, Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα , «Έφεσος (Αρχαιότητα), Σεραπείον», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4362>

Έφεσος (Αρχαιότητα), Σεραπείον (23/1/2006 v.1) Ephesus (Antiquity), Serapeion (7/3/2007 v.1) 
 

1. Θέση

Το επονομαζόμενο Σαραπείο (ή Σεραπείο) της Εφέσου βρίσκεται δίπλα στην Τετράγωνη Αγορά, επί της Δυτικής Οδού, σε πλάτωμα διαστάσεων 100 × 75 μ. που προέκυψε μετά την κατεδάφιση των ύστερων ελληνιστικών οικιών της περιοχής. Το ιερό συγκρότημα περιλάμβανε δίτονες κορινθιακές στοές και έναν οκτάστυλο πρόστυλο ναό στη νότια πλευρά. Χτίστηκε κατά το 2ο αι. μ.Χ. και φιλοξένησε τη λατρεία μιας άγνωστης θεότητας, σχετικής με την ίαση ασθενειών μέσα από τελετουργικούς καθαρμούς που γίνονταν στο εσωτερικό του ναού.1

2. Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός

Ένα μεγάλο άνδηρο διαστάσεων περίπου 100 x 75 μ. δημιουργήθηκε τον πρώιμο 2ο αι. μ.Χ. σε μια προεξοχή του όρους Bulbuldag και πάνω σε ερείπια κτηρίων των Ύστερων Ελληνιστικών χρόνων, για να φιλοξενήσει τον περίβολο του ιερού. Το άνδηρο, συμμετρικά διαμορφωμένο με άξονα Β-Ν, δημιουργήθηκε με τη λατόμηση του φυσικού βράχου και τη χρήση του για τη δημιουργία διάφορων επιπέδων πρόσβασης. Η κύρια είσοδος του συγκροτήματος βρισκόταν στη βόρεια στενή πλευρά, όπου μια εντυπωσιακή κλίμακα οδηγούσε από τη Δυτική Οδό, ενώ μια άλλη κλίμακα, από τη νοτιοδυτική γωνία της Τετράγωνης Αγοράς, κατέληγε στο ναό.2

Στο κέντρο της νότιας πλευράς του συγκροτήματος βρισκόταν ο οκτάστυλος πρόστυλος ναός (διαστάσεων 29,20 x 36,70 μ.), ο οποίος πατούσε πάνω σε υψηλό πόδιο. Η πρόσβαση γινόταν μόνο μέσω κλίμακας στην κύρια όψη. Οκτώ μονολιθικοί κίονες κορινθιακού ρυθμού και ύψους περίπου 15 μ. έφεραν πλούσια διακοσμημένο θριγκό και σχημάτιζαν βαθύ προστώο. Παραστάδες διαμορφώνονταν σε κανονικά διαστήματα στον τοίχο της πρόστασης. Η είσοδος στο σηκό γινόταν από ένα μεγάλο θυραίο άνοιγμα (πλάτους 5 μ. και ύψους περίπου 6 μ.).

Ο σηκός είχε βάθος 30 μ. και καλυπτόταν με καμάρα. Έξι μικρές κόγχες ανοίγονταν σε καθέναν από τους μακριούς τοίχους, ενώ υπήρχε και μια μεγάλη κεντρική κόγχη στο μέσο του νότιου τοίχου, όπου βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα και η οποία πλαισιωνόταν από δύο μικρότερες κόγχες. Κάθετες σχισμές σε όλες τις κόγχες εξασφάλιζαν την ελεύθερη διοχέτευση νερού, που στη συνέχεια έρεε σε έναν περιφερειακό αγωγό στο δάπεδο του σηκού. Δύο πλάγιοι διάδρομοι διαμορφώνονταν στην ανατολική και δυτική πλευρά του σηκού, στους τοίχους των οποίων ανοίγονταν επίσης κόγχες, οι οποίες όμως δε φαίνεται να συνδέονταν με κάποιο σύστημα παροχής νερού.3 Στη νότια πλευρά του σηκού αποκαλύφθηκαν δύο στενές κλίμακες, οι οποίες δε γνωρίζουμε αν εξυπηρετούσαν την έξοδο από το ναό ή αν σχετίζονταν με τη λατρεία και οδηγούσαν σε άδυτο, το οποίο θα διαμορφωνόταν πάνω από το σηκό.4 Οι τοίχοι του ναού ήταν χτισμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο, ενώ για την κατασκευή της θολωτής στέγης χρησιμοποιήθηκαν κροκαλοπαγείς λίθοι.

Το συγκρότημα όριζαν κορινθιακές διώροφες στοές βάθους περίπου 6 μ. και ύψους 15 μ. Οι στύλοι των στοών εδράζονταν πάνω σε βάσεις αττικού-ιωνικού τύπου συμφυείς με τα βάθρα. Οι κορμοί των κιόνων δεν είχαν ραβδώσεις, ήταν μονολιθικοί και συγκρατούσαν ιωνικό θριγκό με τριταινιωτό επιστύλιο, ζωφόρο και οριζόντιο γείσο.5 Στο δεύτερο όροφο ο θριγκός στηριζόταν σε πεσσούς, οι οποίοι απέληγαν σε κορινθιακούς ημικίονες. Ο πίσω τοίχος των στοών ήταν επενδυμένος, τουλάχιστον στο ισόγειο, με μαρμάρινες πλάκες, μεταξύ των οποίων διαμορφώνονταν παραστάδες, που πατούσαν σε αττικές βάσεις και έφεραν κορινθιακά επίκρανα. Τα κεραμίδια της στέγης ήταν μαρμάρινα και πήλινα, λακωνικού και κορινθιακού τύπου. Τον πολυτελή διάκοσμο των στοών συμπλήρωναν χάλκινα αγάλματα, τμήματα των οποίων βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφικών ερευνών. Η αρχιτεκτονική των στοών –κυρίως η επεξεργασία των κιονοκράνων και των επικράνων– αποδίδεται στο εργαστήριο της Αφροδισιάδος που εργάστηκε και στα Λουτρά του Λιμανιού της Εφέσου.6

Μέσα από το σχεδιασμό και τη γενική κάτοψη του ιερού είναι εμφανής η επιρροή της αρχιτεκτονικής της Ρώμης. Τυπικά γνωρίσματα των ρωμαϊκών ναών, όπως το υψηλό πόδιο, το βαθύ προστώο και η πρόσβαση μέσω μιας κλίμακας που βρίσκεται στην κύρια όψη, κυριαρχούν στην αρχιτεκτονική του ναού. Το συγκρότημα του λεγόμενου Σαραπείου έχει απόλυτα συμμετρική κάτοψη, ενώ αξιοσημείωτη είναι η αξονική διάταξη του ναού μέσα στο ευρύτερο αρχιτεκτονικό σύνολο. Το σχέδιο του ιερού φαίνεται ότι διαμορφώνεται με πρότυπο τις αυτοκρατορικές αγορές (fora), όπου οι ναοί υψώνονται στο πίσω μέρος των συγκροτημάτων και κυριαρχούν στο χώρο που ανοίγεται μπροστά τους.7

3. Ύστερη Αρχαιότητα

Σεισμός, πιθανότατα εκείνος που μαρτυρείται το 262, και η πυρκαγιά που ακολούθησε, κατέστρεψαν το ανατολικό τμήμα του ιερού. Το ιερό δεν επισκευάστηκε κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησης των κτηρίων της πόλης από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄ (379-395). Ο χώρος γέμισε ερείπια, ενώ τα αρχιτεκτονικά μέλη της δυτικής πλευράς, που σώθηκαν σε καλύτερη κατάσταση, αποσπάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην επισκευή της γειτονικής Αγοράς και άλλων κτηρίων. Πιθανότατα, εκείνη την περίοδο ο ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία με πρεσβυτέριο (διαστάσεων 8,40 × 9 μ.) στα ανατολικά, ενώ στα νότια έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα βαπτιστήριου. Η εκκλησία πιθανώς ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του αγίου Ιωάννη, όπως αποκαλύπτεται από επιγραφές με επικλήσεις του αγίου που βρέθηκαν στο χώρο.8

4. Ταύτιση

Αρχικά, το κτήριο είχε ερμηνευθεί ως νυμφαίο και αργότερα ως ναός αφιερωμένος στον αυτοκράτορα Κλαύδιο (41-54). Στη συνέχεια, έρευνες που διενεργήθηκαν στο χώρο οδήγησαν τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για ιερό του 2ου αιώνα, αφιερωμένο στη λατρεία του Σαράπιδος.9 Ο Σάραπις, αιγυπτιακή θεότητα με χθόνιο χαρακτήρα, πέρασε στην αρχαία ελληνική θρησκεία κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, υιοθετώντας προοδευτικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες πολλών ελληνικών θεών, όπως ο Δίας, ο Ασκληπιός, ο Διόνυσος, ο Ποσειδώνας και ο Ήλιος. Η διάδοση της λατρείας του ευνοήθηκε ιδιαίτερα στην Αυτοκρατορική εποχή. Συνεπώς, τη χρονική περίοδο που χτίστηκε ο ναός, η λατρεία του Αιγύπτιου θεού θα είχε ήδη βρει πρόσφορο έδαφος τόσο στην Έφεσο όσο και σε άλλες σημαντικές πόλεις της Μικράς Ασίας.10 Πρόσφατες απόψεις όμως αμφισβητούν την ταύτιση του ιερού με Σαραπείο11 και αναγνωρίζουν στο χώρο το ελληνιστικό Ασκληπιείο, το οποίο μετασκευάστηκε στα χρόνια του Τραϊανού σε μουσείο, ένα είδος ιατρικής σχολής με επικεφαλής πιθανόν τον προσωπικό γιατρό του αυτοκράτορα, τον Titus Statilius Crito.12

5. Ιστορία της έρευνας και σημερινή κατάσταση

Η ανασκαφική έρευνα στο χώρο διενεργήθηκε τα έτη 1911 και 1913 υπό την καθοδήγηση του R. Heberdey, ενώ η ταύτιση του ιερού ως τόπου λατρείας του Σαράπιδος οφείλεται στον J. Keil (1926).13 Το 1990 άρχισαν εκ νέου οι εργασίες από τους G. Langmann, F. Hueber και P. Scherrer, που έφεραν στο φως νέα στοιχεία, τα οποία συμπληρώνουν τις γνώσεις μας κυρίως ως προς την αρχιτεκτονική μορφή και τη διακόσμηση του συγκροτήματος. Τα σωζόμενα ερείπια στο χώρο προσφέρουν ελάχιστη εικόνα του μνημειακού χαρακτήρα και της πολυτέλειας του ιερού.

1. Hueber, F., Ephesos, Gebaute Geschichte (Sonderhefte der Antiken Welt, Mainz 1997), σελ. 77· Alzinger, W., Die Ruinen von Ephesos (Wien 1974), σελ. 101-102· Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 41, 142-143.

2. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 148.

3. Hueber, F., Ephesos, Gebaute Geschichte (Sonderhefte der Antiken Welt, Mainz 1997), σελ. 77-79·  Keil, J., “Vorläufiger Bericht über die Grabungen in Ephesos”, OJh 23 (1926), σελ. 249.

4. Για το λειτουργικό και μυστηριακό χαρακτήρα των κλιμάκων βλ. Eingartner, J., “Bemerkungen zur Funktion römischer Tempel am Beispiel des Isisheiligtums in Sabratha und des sog. Serapeion in Ephesos”, στο L’Africa romana: atti del 13. Convegno Internazionale di Studio, Djerba, 10-13 dicembre 1998 (χ.τ.έ. 2000), σελ. 1219-1220.

5. Στο στυλοβάτη, μπροστά από κάθε κίονα –σε απόσταση 3,10 μ.– υπήρχαν βάσεις, που πιθανότατα χρησιμοποιούνταν ως τράπεζες προσφορών από τους πιστούς. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 150· Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 143, εικ. 189.

6. Για την αρχιτεκτονική μορφή του συγκροτήματος βλ. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 148-150· Eingartner, J., “Bemerkungen zur Funktion römischer Tempel am Beispiel des Isisheiligtums in Sabratha und des sog. Serapeion in Ephesos”, στο  L'Africa romana: atti del 13. Convegno Internazionale di Studio, Djerba, 10-13 dicembre 1998 (χ.τ.έ. 2000), σελ. 1217-1221. Αναλυτικά για την αρχιτεκτονική των στοών βλ. http://ezines.onb.ac.at:8080/allergy.hno.akh-wien.ac.at/forum/forum1196/01serapei.htm

7. Lyttelton, M., “The Design and Planning of Temples and Sanctuaries in Asia Minor in the Roman Imerial Period”, στο Macready, S. – Thompson F.H. (επιμ.), Roman Architecture in the Greek World, Society of Antiquaries, Occasional Papers, New Series 10 (London 1987), σελ. 46-47.

8. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 150· Wiplinger, G. – Wlach, G., Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 142.

9. Η ταύτιση του ναού ως τόπου λατρείας του Σαράπιδος βασίστηκε σε επιγραφικές μαρτυρίες· συγκεκριμένα, σε επιγραφή βάσης αγάλματος, η οποία βρέθηκε σε δεύτερη χρήση στο χώρο και αναφέρει τα εξής: τοις επί Θεού/μου Νείλου Σαράπιδι θύου/σι. Βλ. Vidman, L., Sylloge Inscriptionum religionis Isiacae et Sarapiacea (Berlin 1969), σελ. 156, αρ. 303. Σύμφωνα με τον J. Keil, το άγαλμα απεικόνιζε τον Καρακάλλα και ήταν αφιερωμένο σε αυτούς που θυσίαζαν στον Αιγύπτιο θεό. Βρέθηκε επίσης ενεπίγραφο τμήμα του επιστυλίου, που θεωρήθηκε ότι αναφέρεται στον ιερέα του θεού. Η αναγνώριση του κτηρίου ως ναού αφιερωμένου στη συγκεκριμένη αιγυπτιακή θεότητα βασίστηκε επίσης στα κατάλοιπα σωληνώσεων ύδρευσης, που ερμηνεύτηκαν ως στοιχεία λατρείας ενός θεού θεραπευτή, βλ. Keil, J., “Vorläufiger Bericht über die Grabungen in Ephesos”, OJh 23 (1926), Beiblatt, σελ. 267-170· Keil, J., “Das Serapeion von Ephesos”, στο Halili Edhem Hatira Kitabi I (Ankara 1947), σελ. 181-192· Eingartner, J., “Bemerkungen zur Funktion römischer Tempel am Beispiel des Isisheiligtums in Sabratha und des sog. Serapeion in Ephesos”, στο  L’Africa romana: atti del 13. Convegno Internazionale di Studio, Djerba, 10-13 dicembre 1998 (χ.τ.έ. 2000), σελ. 1217, σημ. 35, 36, 37.

10. Για το θέμα αυτό βλ. Walters, J.C., “Egyptian Religions in Ephesos”, στο Koester, H. (επιμ.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Cambridge 1995), σελ. 281-309· Koester, H., “The cult of the Egyptian deities in Asia Minor”, στο Koester, H. (επιμ.), Pergamon. Citadel of the Gods, Symposium held at the Harvard University, 1997 (Harvard Theological Studies 46, Harrisburg 1998), σελ. 111-135.

11. Wild, R.A., “The Known Isis-Serapis Sanctuaries of the Roman Period”, ANRW II 17.4, σελ. 1829-1831, όπου αμφισβητείται η ερμηνεία των επιγραφικών μαρτυριών και η σχέση τους με το ιερό.

12. Για την ταύτιση του Ασκληπιείου/Μουσείου με το λεγόμενο Σαραπείο βλ. Scherrer, P., “The historical topography of Ephesos”, στο Parrisch, D. (επιμ.), Urbanism in Western Asia Minor (Portsmouth, Rhode Island 2001), σελ. 75-76.

13. Keil, J., “Vorläufiger Bericht über die Grabungen in Ephesos”, OJh 23 (1926), Beiblatt, σελ. 265-279· Wiplinger, G. – Wlach, G., Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus. 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996),  σελ. 142.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>