Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Νικηφόρος Β΄ Φωκάς

Συγγραφή : Stankovic Vlada (5/10/2003)

Για παραπομπή: Stankovic Vlada, «Νικηφόρος Β΄ Φωκάς», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5544>

Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (17/3/2008 v.1) Nikephoros II Phokas (1/4/2009 v.1) 
 

1. Γέννηση-οικογένεια

Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν γόνος μιας σημαντικής μικρασιατικής στρατιωτικής οικογένειας. Ο παππούς του, Νικηφόρος Φωκάς ο Παλαιός, και ο πατέρας του Βάρδας κατείχαν υψηλότατα αξιώματα και ήταν διοικητές των βυζαντινών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία. Η οικογένειά τους ανήκε στη στρατιωτική αριστοκρατία, η οποία ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στην Καππαδοκία, απ’ όπου κατάγονταν οι Φωκάδες.1 Επρόκειτο γι' αυτό το ξεχωριστό στρώμα πολεμιστών-ακριτών που δημιούργησαν οι πολυετείς, αλλεπάλληλοι πόλεμοι με τους Άραβες στο ανατολικό σύνορο της Αυτοκρατορίας, τον 9ο και τον 10ο αιώνα: άνθρωποι που παρέμεναν στρατιώτες εφ’ όρου ζωής και που είχαν γι’ αυτόν το λόγο αναπτύξει έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, ενώ τους διέκρινε και η αφοσίωση στους οικογενειακούς δεσμούς, γεγονός που προσέδιδε ιδιαίτερη δυναμική στην τάξη τους.

Από την πλευρά της μητέρας του ο Νικηφόρος Φωκάς ανήκε επίσης σε επιφανή και πλούσια οικογένεια της μικρασιατικής αριστοκρατίας: στην οικογένεια των Μαλεΐνων. Η καταγωγή από την οικογένεια αυτή αποκτούσε μιαν ιδιαίτερη σημασία λόγω της συγγένειας με τον όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνο, επίσης μέλος της οικεγένειας, του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί πολύ. Ο Νικηφόρος, ισχυρός και προικισμένος πολεμιστής, περιέβαλλε ωστόσο με μεγάλη εύνοια τους μοναχούς και τους ασκητές και ήταν και ο ίδιος άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, και μάλιστα με τρόπο που προσέγγιζε περισσότερο τη λαϊκή παρά τη λόγια στάση απέναντι στη θρησκεία. Έτσι οι δεσμοί που κληρονόμησε ήδη λόγω καταγωγής, με τον στρατό από τη μια πλευρά και με τη θρησκεία από την άλλη, καθόρισαν όλη τη ζωή του.

Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε έναν αδελφό, τον Λέοντα, ο οποίος υπήρξε διά βίου ο στενότερος συνεργάτης του. Αργότερα ο γιος του Λέοντα, Βάρδας, έγινε επίσης διακεκριμένος υποστηρικτής του Νικηφόρου. Ο ίδιος ο Νικηφόρος παντρεύτηκε δύο φορές. Το όνομα της πρώτης συζύγου του παραμένει άγνωστο, ενώ από το γάμο αυτό απέκτησε έναν γιο, τον Βάρδα, που όμως σκοτώθηκε σε κάποιο ατύχημα. Μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Νικηφόρος νυμφεύθηκε την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, σύζυγο του προκατόχου του στο θρόνο, Ρωμανού Β΄.

2. Η στρατιωτική σταδιοδρομία του Νικηφόρου Φωκά

Για τη δράση του Νικηφόρου Φωκά δεν γνωρίζουμε τίποτε μέχρι τη στιγμή που ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος τον διόρισε στρατηγό του θέματος των Ανατολικών αντί του πατέρα του Βάρδα Φωκά, το 945. Με βεβαιότητα μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Νικηφόρος πολεμούσε στα ανατολικά σύνορα εναντίον των Αράβων από πολύ νεαρή ηλικία, ακολουθώντας τον πατέρα του και την οικογενειακή παράδοση.

Όταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος ανέλαβε την εξουσία ως μονοκράτορας πλέον, το 945, έδειξε μεγάλη εύνοια για την οικογένεια των Φωκάδων. Παραχώρησε τα υψηλότερα αξιώματα της ανατολικής στρατιάς στους Φωκάδες, επιδιώκοντας έτσι να μειώσει τη δύναμη της οικογένειας Κουρκούα, η οποία έχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης την εποχή του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, του αυτοκράτορα που είχε παραγκωνίσει τον Κωνσταντίνο Ζ' από την εξουσία. Έτσι ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος προήγαγε τον Βάρδα Φωκά σε δομέστικο των σχολών της Ανατολής και τον Νικηφόρο σε στρατηγό του θέματος των Ανατολικών στη θέση του πατέρα του, ενώ ο αδελφός του Νικηφόρου, Λέων, ανέλαβε στρατηγός Καππαδοκίας.

Ο Νικηφόρος Φωκάς παρέμεινε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, του σημαντικότερου θέματος της Μικράς Ασίας, δέκα χρόνια. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών έδωσε πολλές μάχες, στις οποίες μνημονεύεται πάντα μαζί με τον πατέρα του Βάρδα. Το 954 ο αυτοκράτορας του απένειμε τον τίτλο του μαγίστρου και του δομέστικου των σχολών. Τη θέση του στρατηγού του θέματος των Ανατολικών την ανέλαβε ο αδελφός του Λέων, ο οποίος στα δέκα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει είχε σημειώσει κάποιες επιτυχίες στις συγκρούσεις με τους Άραβες και με τον μεγαλύτερο στρατηγό τους, τον Sayf-al-Dawla.2

Πολύ σύντομα αφότου ανέλαβε δομέστικος των σχολών, ο Νικηφόρος Φωκάς άρχισε τους νικηφόρους πολέμους του. Το 957 κατέλαβε το φρούριο του Αδατά. Όμως τη μεγαλύτερη στρατιωτική του επιτυχία σημείωσε στον πόλεμο για την Κρήτη. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β΄ ήθελε, όπως το είχε επιχειρήσει και ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Ζ', το 949, να επαναφέρει στην κυριαρχία του Βυζαντίου αυτό το μεγάλο νησί, το οποίο βρισκόταν υπό αραβική κατοχή επί σχεδόν ενάμιση αιώνα. Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε πολύ δύσκολο καθήκον. Το καλοκαίρι του 960 άρχισε την πολιορκία του Χάνδακα, η οποία διάρκεσε εννέα ολόκληρους μήνες. Πολλές φορές φαινόταν ότι οι Άραβες θα κατόρθωναν να αποκρούσουν την πολιορκία, όμως η τεράστια επιμονή του Νικηφόρου και η στρατηγική του ικανότητα στο τέλος υπερίσχυσαν: ο Χάνδακας και ολόκληρο το νησί έπεσαν τον Μάρτιο του 961.3

Η μεγάλη μάχη για την Κρήτη δόξασε τον Νικηφόρο Φωκά. Έγινε ο ήρωας που επανέφερε το μεγάλο και πλούσιο αυτό νησί στην κυριαρχία του αυτοκράτορα. Μαζί με τη δόξα του ήρωα, η Κωνσταντινούπολη επεφύλαξε στον Νικηφόρο Φωκά μια θριαμβευτική υποδοχή που αύξησε ακόμα περισσότερο τη δημοτικότητά του. Όμως η αύξηση της δύναμης του Φωκά άρχισε να προκαλεί το φθόνο και την καχυποψία των υψηλότερων κύκλων της Κωνσταντινούπολης, κυρίως των πολιτικών αξιωματούχων της πρωτεύουσας, με προεξάρχοντα τον παρακοιμώμενο του Ρωμανού Β΄, τον ευνούχο Ιωσήφ Βρίγγα.4

Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, ο Νικηφόρος επέστρεψε στη Μικρά Ασία και στο αξίωμα του δομέστικου των σχολών. Στις αρχές του 962 κατέλαβε την Ανάζαρβο. Ήταν το έτος των μεγάλων κατακτήσεων και της μεγάλης δύναμης του Νικηφόρου Φωκά. Την άνοιξη του 962 ανακατέλαβε μεταξύ άλλων τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μαζί με τον συγγενή του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος ήταν τότε στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, πολιόρκησε το Χαλέπι, την πρωτεύουσα του πιο επικίνδυνου εχθρού στην Ανατολή, του εμίρη των Χαμδανιδών Sayf-al-Dawla.5

Στις 15 Μαρτίου 963 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β΄ πέθανε και ο Νικηφόρος Φωκάς στράφηκε προς την κατάκτηση της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από συνεννόηση με την αυτοκράτειρα και χήρα του Ρωμανού, Θεοφανώ, ο Νικηφόρος Φωκάς βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήδη τον Απρίλιο του 963, για να γιορτάσει στον Ιππόδρομο ακόμα ένα θρίαμβο για τους επιτυχείς πολέμους, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωσήφ Βρίγγα. Ήταν πλέον σαφές ότι η σύγκρουση θα ξεσπούσε μεταξύ του Νικηφόρου Φωκά και της αυτοκράτειρας Θεοφανώς με τους οπαδούς τους από τη μία πλευρά και τους οπαδούς του ευνούχου Ιωσήφ Βρίγγα από την άλλη.

Φοβούμενος μια πιθανή αύξηση της δημοτικότητας του Νικηφόρου και της δύναμής του, ο Ιωσήφ Βρίγγας επιχείρησε να τον συλλάβει (και πιθανώς να τον σκοτώσει) στην Κωνσταντινούπολη. Με τη δόξα του νικητή, όμως, ο Φωκάς κέρδισε την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτου, ο οποίος τον βοήθησε να καταφύγει στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Ιωσήφ Βρίγγας αναγκάστηκε να δεχθεί να έρθει σε συμφωνία με τον Νικηφόρο Φωκά. Ο Φωκάς ορκίστηκε πίστη και αφοσίωση στους γιους του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ (Βασίλειο Β΄ και Κωνσταντίνο Η΄) και του επιτράπηκε η επιστροφή του στην Καππαδοκία.6

Η Καππαδοκία όμως και τα στρατεύματά του εκεί ήταν το κέντρο της δύναμης και της επιρροής του Νικηφόρου Φωκά: στις 2 Ιουλίου του 963, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο Φωκάς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον στρατό, με πρωτοβουλία του Ιωάννη Τσιμισκή. Κατόπιν εξασφάλισε την υποστήριξη των στρατιωτικών διοικητών καθώς και βοήθεια μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας, όπου οι οπαδοί του, με επικεφαλής την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, τον πατριάρχη Πολύευκτο και τον εξώγαμο γιο του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, τον παρακοιμώμενο Βασίλειο, κέρδισαν την υπεροχή. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς εισήλθε επίσημα στην πόλη και στέφθηκε αυτοκράτορας. Ο πατέρας του Βάρδας έλαβε τον τίτλο του καίσαρα, ενώ ο αδελφός του Λέων έγινε κουροπαλάτης. Ο Νικηφόρος απένειμε επίσης στον Βασίλειο Λεκαπηνό τον τίτλο του προέδρου, ενώ στη θέση του δομέστικου των σχολών της Ανατολής τοποθέτησε τον Ιωάννη Τσιμισκή.7

Ο γάμος του με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ, που ακολούθησε σύντομα, ήταν άλλος ένας τρόπος να νομιμοποιήσει την εξουσία του ο Νικηφόρος.8 Αρχικά ο πατριάρχης Πολύευκτος απαγόρευσε αυτόν το γάμο λόγω της «πνευματικής» συγγένειας των νεόνυμφων, καθώς πιστευόταν ότι ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος του ενός γιου της Θεοφανώς. Το εμπόδιο όμως αυτό παραμερίσθηκε και ο πατριάρχης δέχθηκε να ευλογήσει το γάμο όταν ο πατέρας του Νικηφόρου, Βάρδας, δήλωσε ότι αυτός είναι ο ανάδοχος του μικρού γιου του Ρωμανού Β΄ και όχι ο γιος του. Ο Νικηφόρος υποσχέθηκε ότι θα προστατεύει και θα υπερασπίζεται τα συμφέροντα των γιων της Θεοφανώς, του Βασιλείου (Β΄) και του Κωνσταντίνου (Η΄).9

3. Αυτοκράτορας

Ο Νικηφόρος Φωκάς συνέχισε τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις και μετά τη στέψη του, αρνούμενος να κυβερνά από την πρωτεύουσα. Ήθελε να κατακτήσει και να επαναφέρει υπό την κυριαρχία του Βυζαντίου τις χαμένες νότιες επαρχίες, την Κιλικία και τη Συρία, ενώ επιθυμούσε να φθάσει μέχρι την Παλαιστίνη και τον τάφο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ. Καταγόμενος και ο ίδιος από μια συνοριακή περιοχή, στρατιωτικός από κλίση και από οικογενειακή παράδοση, ήταν φυσικό να στρέψει όλη του την ενέργεια σε τέτοιες επιχειρήσεις.

Την άνοιξη του 965 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς άρχισε νέα μεγάλη επίθεση εναντίον των Αράβων. Ήδη τον Ιούλιο του 965 κατελήφθη η Μοψουεστία, και μόνο έναν μήνα αργότερα έπεσε και η Ταρσός, ένα από τα κύρια οχυρά των Χαμδανιδών. Εκτός από τη χερσαία προέλαση προς τη Συρία, τον ίδιο χρόνο ο Νικηφόρος επανέφερε στην Αυτοκρατορία την Κύπρο, ολοκληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την ανάκτηση των θαλάσσιων κτήσεων του Βυζαντίου, μετά την ανακατάληψη της Κρήτης τέσσερα χρόνια νωρίτερα.

Με αυτές τις κατακτήσεις ο Νικηφόρος Φωκάς εξασφάλισε την περαιτέρω προέλαση προς νότο. Η θαλάσσια οδός μέσω Κρήτης και Κύπρου παρείχε ασφάλεια στις χερσαίες δυνάμεις, οι οποίες με την κατάληψη του βασικού οχυρού της Ταρσού προετοίμασαν το έδαφος για την εκστρατεία εναντίον των μεγαλύτερων πόλεων της Συρίας: της Αντιόχειας και του Χαλεπίου. Το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκίνησε την εκστρατεία εναντίον της Αντιόχειας, μέχρι την οποία έφθασαν τα στρατεύματά του αλλά δεν την κατέλαβαν. Το ίδιο έτος έπεσε η Ιεράπολις.10

Με τη δόξα του νικητή των Αράβων και του μεγάλου κατακτητή, ο οποίος, σύμφωνα με το όνομά του, θεωρούνταν ανίκητος στρατηγός, ο Νικηφόρος Φωκάς αναγκάστηκε το επόμενο έτος (967) να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που προέκυψαν στη Βαλκανική. Το Βυζάντιο είχε αναλάβει την υποχρέωση να πληρώνει φόρο στο βουλγαρικό κράτος, κατάσταση που διαρκούσε από τη σύναψη της ειρήνης και τη συμφωνία επιγαμίας επί Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού (μετά το θάνατο του Συμεών) το 927. Σίγουρος για την υπεροχή του μετά τις λαμπρές νίκες εναντίον των Αράβων, ο Νικηφόρος Φωκάς αρνήθηκε υπεροπτικά να καταβάλει το φόρο, εκδιώκοντας τους Βούλγαρους απεσταλμένους από την Κωνσταντινούπολη. Θεωρούσε ότι η Βουλγαρία δεν μπορούσε να απειλήσει σοβαρά την Αυτοκρατορία, για την οποία ο σοβαρότερος κίνδυνος βρισκόταν στην Ανατολή. Για το λόγο αυτό ήρθε σε συνεννόηση με τον ηγεμόνα των Ρως Σβιατοσλάβο, για να επιτεθεί αυτός, σε συμφωνία με το Βυζάντιο, κατά της Βουλγαρίας από βορρά.

Οπωσδήποτε ο Φωκάς συνέχισε να έχει την προσοχή του στραμμένη στο ανατολικό σύνορο, αφήνοντας την κατάσταση στα Βαλκάνια στα χέρια του φιλόδοξου ηγεμόνα των Ρως. Έτσι όμως δημιούργησε νέα προβλήματα στην αυτοκρατορία, γιατί ο Σβιατοσλάβος υπέταξε γρήγορα τη Βουλγαρία, έγινε όμως ο ίδιος απειλητικός για το Βυζάντιο. Το αποτέλεσμα ήταν να προτείνει ο Φωκάς συμμαχία στους Βουλγάρους εναντίον του Σβιατοσλάβου. Τα προβλήματα που προέκυψαν από την πολιτική αυτή του Νικηφόρου κλήθηκε τελικά να τα αντιμετωπίσει ο διάδοχος του Φωκά στο θρόνο, ο Ιωάννης Τζιμισκής.

Στο δυτικό μέτωπο ο Όθων Α΄, που είχε στεφθεί αυτοκράτορας στη Ρώμη ένα χρόνο πριν από την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία. Για να περιέλθει όλη η Ιταλία στην κυριότητά του πρότεινε το γάμο του γιου του Όθωνα (Β') με μια πορφυρογέννητη πριγκίπισσα της Κωνσταντινούπολης. Όμως ο Νικηφόρος Φωκάς απέρριψε περιφρονητικά την πρόταση και μεταχειρίστηκε τον απεσταλμένο τού Όθωνα, τον επίσκοπο Κρεμόνας Λιουτπράνδο, χωρίς σεβασμό και σχεδόν σαν αιχμάλωτο. Η αναφορά που έγραψε ο Λιουτπράνδος σχετικά με την αποστολή του αυτήν στην Κωνσταντινούπολη εύλογα παρουσιάζει τον Νικηφόρο Φωκά με τα μελανότερα χρώματα.11

3.1. Πτυχές της εσωτερικής πολιτικής

Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μικράς Ασίας που στέφθηκε αυτοκράτορας. Στρατιώτης και διοικητής στρατού μια ολόκληρη ζωή, εισήγαγε στη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας έναν στρατιωτικό τρόπο σκέψης. Οι νεαρές του αφορούσαν τα προβλήματα των στρατιωτικών κτημάτων και των εκκλησιαστικών περιουσιών, όμως η πολιτική του ήταν σαφώς αριστοκρατική. Ενώ όλοι οι αυτοκράτορες του 10ου αιώνα από τον Ρωμανό Α' Λεκαπηνό (920-944) και μετά προστάτευαν τους μικροκτηματίες από τους ισχυρούς και πλούσιους κτηματίες με το δικαίωμα της προτίμησης, ο Φωκάς αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα από τους χωρικούς, στερώντας τους ουσιαστικά τη δυνατότητα να ξαναπαίρνουν τα κτήματα που είχαν πουλήσει σε χαμηλή τιμή (συνήθως σε εποχή πείνας), όπως προέβλεπαν οι νόμοι των προγενεστέρων αυτοκρατόρων. Για να δικαιολογήσει την απόφασή του αυτή, ο Νικηφόρος Φωκάς ισχυρίσθηκε πως οι προκάτοχοί του επέδειξαν εύνοια υπέρ των μικροκτηματιών ως κοινωνικό στρώμα και με τον τρόπο αυτό παραβίασαν την αρχή της ισοτιμίας όλων των υπηκόων, την οποία αυτός επανόρθωσε με τη νεαρά του.12

Εκτός αυτού, ο Νικηφόρος Φωκάς αύξησε το κατώτερο όριο της αξίας των στρατιωτικών κτημάτων από τέσσερις λίτρες (χρυσού) σε δώδεκα. Με τον τρόπο αυτό κατοχύρωσε θεσμικά μια αλλαγή που είχε ήδη επέλθει στο χαρακτήρα του στρατού: ενώ παλαιότερα συμμετείχαν σε αυτόν οι μικροκτηματίες, στην εποχή του Φωκά η διάρθρωση του στρατού γινόταν όλο και περισσότερο αριστοκρατική. Οι στρατιώτες ήταν πλέον βαρύτερα οπλισμένοι, με αιχμή του δόρατος τους «κατάφρακτους» (βαριά οπλισμένους ιππείς), για τον εξοπλισμό των οποίων απαιτούνταν περισσότερα χρήματα. Επρόκειτο ακριβώς για τους στρατιώτες που άρμοζαν στον τρόπο διεξαγωγής πολέμου όπως είχε διαμορφωθεί, αφού πλέον οι μάχες διεξάγονταν στο σύνορο και είχαν τοπικό χαρακτήρα, αντί των μεγάλων μαχών όπου συγκρούονταν πολυάριθμα στρατεύματα.13

Πάντως το κέντρο βάρους της πολιτικής του Νικηφόρου Β' Φωκά ήταν αναμφίβολα οι στρατιωτικές του επιχειρήσεις, με συνέπεια να διατηρεί και ως αυτοκράτορας ακόμα τη νοοτροπία του στρατιωτικού και τους ισχυρούς δεσμούς του με τους συμπολεμιστές και τους στρατιώτες του. Κατηγορήθηκε ότι ανεχόταν τις παρεκτροπές των στρατιωτών του σε βάρος των πολιτών χωρίς να επεμβαίνει για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη, ενώ η πρότασή του να τιμώνται ως μάρτυρες της Εκκλησίας οι στρατιώτες που σκοτώνονταν σε μάχες με τους Άραβες είναι ενδεικτική των δεσμών ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τους στρατιώτες του. Σύμφωνα με τον Dagron, η πολιτική του Νικηφόρου Β' Φωκά οδηγούσε ουσιαστικά στη δημιουργία μιας στρατιωτικής ιεραρχίας που θα υποσκέλιζε την πολιτική, μια πορεία που διακόπηκε με τη δολοφονία του Νικηφόρου και την άνοδο του Ιωάννη Τσιμισκή στο θρόνο.14

3.2. Στάση απέναντι στην Εκκλησία

Στη στάση του Νικηφόρου Φωκά απέναντι στην Εκκλησία υπάρχει μια (φαινομενική) αντίφαση, αποτέλεσμα της ευσέβειάς του και της αντίληψής του περί μοναχισμού. Ο Φωκάς αντιμετώπιζε ευνοϊκά τους μοναχούς και τον μοναχικό βίο, όπως άλλωστε μαρτυρεί και η φιλία του με τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Έχοντας ως πρότυπο τον θείο του, τον Μιχαήλ Μαλεΐνο, ο Νικηφόρος είχε εκφράσει την επιθυμία να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει αναχωρητής, πράγμα που είχε υποσχεθεί και στον Αθανάσιο Αθωνίτη. Αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αναβάλει αυτά τα σχέδια, βοήθησε τον φίλο του Αθανάσιο να ιδρύσει μονή στο Άγιο Όρος, την οποία φιλοδοξούσε να καταστήσει πρότυπο της μοναστικής ζωής στον Άθω.15

Από την άλλη πλευρά, η νομοθεσία του Νικηφόρου Φωκά απαγόρευσε την αύξηση της μοναστικής περιουσίας, τις δωρεές γαιών στις μονές και την ίδρυση νέων καθιδρυμάτων.16 Η οικονομική πολιτική του Νικηφόρου Φωκά ήταν βέβαια σαφώς προσανατολισμένη προς τις ανάγκες του στρατού και των επιχειρήσεών του εναντίον των Αράβων, όμως στην πολιτική του προς τα μοναστήρια φαίνεται ότι καθοδηγούνταν κυρίως από την αντίληψή του περί ασκητισμού, με τον οποίο η συσσώρευση επίγειων αγαθών και πλούτου ήταν κατά τη γνώμη του εντελώς ασύμβατη. Επέκρινε αυστηρά την πλεονεξία της Εκκλησίας και των μοναχών, από τους οποίους αξίωνε να είναι σε όλα υπόδειγμα των χριστιανικών αρετών.17 Έτσι ο Νικηφόρος υποστήριζε και ενθάρρυνε, αντί της ίδρυσης νέων μονών, τη φροντίδα για τους παλιούς ναούς, για μοναστήρια, γηροκομεία ή ξενώνες, και την ίδρυση νέων κελιών ή λαυρών σε περιοχές εγκαταλελειμμένες, όπου δεν επιδιωκόταν η απόκτηση γης. Εξάλλου φαίνεται ότι και ο ίδιος είχε αναλάβει αναστηλωτική δραστηριότητα σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Καππαδοκία, όπου μάλιστα σώζονται τοιχογραφίες στις οποίες απεικονίζεται.18 Μάλιστα ο ναός στο Τσαβουσίν της Καππαδοκίας που είναι γνωστός ως «περιστερώνας», ονομάζεται επίσης «του Νικηφόρου Φωκά» λόγω της απεικόνισής του ανάμεσα στις σωζόμενες τοιχογραφίες.

Εκτός αυτού, ο Νικηφόρος Φωκάς ζήτησε να κηρύσσονται μάρτυρες και να εορτάζονται από την εκκλησία όλοι οι στρατιώτες που σκοτώνονταν στη μάχη με τους απίστους. Ο πατριάρχης Πολύευκτος, όμως, που είχε έρθει σε ρήξη με τον αυτοκράτορα εξαιτίας της μοναστικής του πολιτικής, βρήκε την ευκαιρία να αντιταχθεί τώρα στο αίτημα του Φωκά, επικαλούμενος πατερικά κείμενα στα οποία προβλεπόταν επιτιμία –απαγόρευση συμμετοχής στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για ορισμένο χρονικό διάστημα– για τους στρατιώτες που είχαν σκοτώσει κάποιον στον πόλεμο.19

4. Θάνατος

Το 968 ο Νικηφόρος Φωκάς στράφηκε και πάλι προς τη Συρία, σε μια νέα προσπάθεια να καταλάβει την Αντιόχεια. Τον Οκτώβριο πολιόρκησε με τον στρατό του την πόλη, όμως δεν είχε αρκετή δύναμη για να την καταλάβει. Αυτή ήταν και η τελευταία πολεμική επιχείρηση του Νικηφόρου Φωκά. Δεν έλαβε μέρος στις επιθέσεις κατά της Συρίας το επόμενο έτος, ούτε ήταν παρών όταν οι πολυετείς του προσπάθειες στέφθηκαν με την οριστική κατάκτηση της Αντιόχειας στις 28 Οκτωβρίου του 969, με επικεφαλής τους στρατηγούς Βούρτζηδες, Πέτρο και Μιχαήλ.20

Μερικούς μήνες αργότερα, τη νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Δεκεμβρίου του 969, ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το σχέδιο της δολοφονίας του εξύφαναν η αυτοκράτειρα Θεοφανώ και ο Ιωάννης Τσιμισκής, που έμελλε να τον διαδεχθεί στο θρόνο. Έχοντας εξασφαλίσει βοήθεια από την αυτοκρατορική αυλή, ο Τσιμισκής και οι συνεργοί του είχαν εύκολη πρόσβαση στο Μέγα Παλάτιο. Ο Νικηφόρος Φωκάς δολοφονήθηκε στα προσωπικά του διαμερίσματα, που τα είχε μάλιστα κτίσει ο ίδιος και τα οποία βρίσκονταν, κατά πάσα πιθανότητα, στη νότια πλευρά του ναού εντός του παλατιού – της Παναγίας του Φάρου.

5. Πραγματείες

Στον Νικηφόρο Β' Φωκά έχουν αποδοθεί δύο πραγματείες περί στρατηγικής. Η πρώτη, με τίτλο Περὶ παραδρομῆς (De velitatione bellica),21 είναι πιθανόν να έχει γραφτεί στην πραγματικότητα από τον αδελφό του, τον Λέοντα Φωκά,22 ενώ η δεύτερη, η Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου (Praecepta militaria),23 αποδίδεται χωρίς αμφιβολία στον Νικηφόρο Φωκά. Στις πραγματείες αυτές παρουσιάζεται ο τρόπος διεξαγωγής πολέμου στο ανατολικό σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι συνεχείς συγκρούσεις με τους Άραβες και οι σχέσεις των στρατιωτών με τους διοικητές τους.

6. Κρίσεις και αποτίμηση

Και στους συγχρόνους του είχε καταστεί σαφές ότι ο Νικηφόρος Φωκάς διέφερε από τους προκατόχους του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Συνέκριναν το χαρακτήρα του και τον τρόπο της βασιλείας του με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, ο οποίος αφενός ήταν πολύ μορφωμένος και ήπιος, αφετέρου σπάνια εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη και δεν συμμετείχε ποτέ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Όμως, αν και οι στρατιωτικές επιτυχίες του Νικηφόρου Φωκά θεωρούνταν αδιαμφισβήτητες, στους βυζαντινούς χρονικογράφους βλέπουμε επίσης συχνά μια εικόνα του Φωκά ως τυράννου, κυρίως λόγω της εκκλησιαστικής και της οικονομικής του πολιτικής, καθώς και μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί η πράξη του Ιωάννη Τσιμισκή που προχώρησε στη δολοφονία του παλιού του συμπολεμιστή.24

Ο τρόπος με τον οποίο δολοφονήθηκε, πάντως, συνδεόμενος και με την παράδοση του ανίκητου στρατηγού, συνέβαλε ώστε πολύ αργότερα ο Νικηφόρος Φωκάς να γίνει μάρτυρας και, σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα στο Άγιο Όρος με το οποίο συνδεόταν άμεσα, να εορτάζεται ως άγιος. Παρόμοια παράδοση, πιθανώς μέσω του Άθω, μεταφέρθηκε και στις σλαβικές χώρες.25

1. Μια παράδοση σύμφωνα με την οποία οι Φωκάδες ήταν απόγονοι των Ρωμαίων Φλαβίων που ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη με τον Κωνσταντίνο Α' ως συγκλητικοί, βλ. Bekker, I. (επιμ.), Michael Attaliotae, Historia (Bonnae 1853), σελ. 218, οφείλεται πιθανότατα σε μια προσπάθεια να αποδοθεί στον Νικηφόρο Φωκά μια ευγενέστερη κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή, βλ. The Oxford Dictionary of Byzantium 3, σελ. 1665-1666  [λήμμα Phokas (Φωκᾶς)].

2. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 162· Dennis, G. T., Three Byzantine Military Treatises (Washington D. C. 1985), σελ. 138-9.

3. Schlumberger, G., Un empereur byzantin au Xe siècle: Nicéphore Phocas (Paris 1925), σελ. 25-79.

4. The Oxford Dictionary of Byzantium 3, σελ. 1478-1479 (λήμμα Nikephoros II Phokas).

5. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 164.

6. Λέων διάκονος, Ιστορία ΙΙ. 11, Hase, C.B. (επιμ.), Leonis Diaconi Caloensis Historiae libri decem (Βοnn 1828), σελ. 32-4.

7. Λέων διάκονος, Ιστορία ΙΙΙ. 8, Hase, C.B. (επιμ.), Leonis Diaconi Caloensis Historiae libri decem (Βοnn 1828), σελ. 49.

8. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 165.

9. Λέων διάκονος, Ιστορία ΙΙΙ. 9, Hase, C.B. (επιμ.), Leonis Diaconi Caloensis Historiae libri decem (Βοnn 1828), σελ. 50.

10. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 169-171.

11. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 83-4. Για το κείμενο του επισκόπου Λιουτπράνδου, Liutprand of Cremona, Relatio de legatione Constantinopolitana ad Nikephorum Phocam, στο P. Chiesa (επιμ.), Liutprand of Cremona, Opera Omnia. Corpus Christianorum Continuatio Mediaevalis 156 (Turnhout, 1998), σελ. 188-215.

12. Ostrogorsky, G., “The Peasant's pre-emption right”, Journal of Roman Studies 37 (1947), σελ. 117-126.

13. Dennis, G. T., Three Byzantine Military Treatises (Washington D. C. 1985), σελ. 137-40· McGreer, E., Sowing the Dragon's Teeth: Byzantine Warfare in the Tenth Century (Washington D. C. 1995), σελ. 214-7.

14. Dagron, G. – Mihaescu, H., Le traité sur la guérila (De velitatione) de l’empereur Nicéphore Phocas (963-969), (Paris 1986), σελ. 281-5.

15. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 102-4.

16. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, J. (επιμ.), Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum (Berlin-New York 1973), σελ. 273-5.

17. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 110.

18. Tierry, N., “Un portrait de Jean Tzimiskès en Cappadoce”, Travaux et Mémoires 9 (1985), σελ. 480-3.

19. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 88.

20. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, J. (επιμ.), Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum (Berlin-New York 1973), σελ. 272-3.

21. Περί παραδρομής, στο Dagron, G. – Mihaescu, H. (επιμ.), Le traité sur la guérila (De velitatione) de l’empereur Nicéphore Phocas (963-969), (Paris 1986), σελ. 32-135 και με τον τίτλο “Skirmishing” στο Dennis, G. T. (επιμ.), Three Byzantine Military Treatises (Washington D. C. 1985), σελ. 146-239.

22. Dennis, G. T., Three Byzantine Military Treatises (Washington D. C. 1985), σελ. 139-40.

23. Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου (Praecepta militaria), στο McGreer, E. (επιμ.), Sowing the Dragon's Teeth: Byzantine Warfare in the Tenth Century. Dumbarton Oaks Studies 23 (Washington D. C. 1995), σελ. 12-58.

24. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 111-2.

25. Morris, R., “The Two Faces of Nikephoros Phokas”, Byzantine and Modern Greek studies 12 (1988), σελ. 112-3.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>