Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Πόντος (Αρχαιότητα)

Συγγραφή : Στεφανίδου Βέρα (24/9/2002)

Για παραπομπή: Στεφανίδου Βέρα, «Πόντος (Αρχαιότητα)», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5896>

Πόντος (Αρχαιότητα) (11/11/2008 v.1) Pontus (Antiquity) (28/4/2011 v.1) 
 

1. Ανθρωπογεωγραφία

1.1. Ετυμολογία

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Πόντος ήταν γιος της Γαίας και πατέρας του Νηρέα. Γι' αυτό το λόγο, «Πόντος» σήμαινε αρχικά «θάλασσα» και αργότερα έγινε προσηγορικό των θαλασσών, π.χ. Εύξεινος Πόντος, Ελλήσποντος και Αιγαίος Πόντος. Η ιστορική περιοχή του Πόντου αρχικά ονομαζόταν «Καππαδοκία η προς τον πόντο», δηλαδή «παραθαλάσσια Καππαδοκία».

1.2. Γεωγραφική θέση – γεωφυσική κατάσταση

Ο Πόντος βρίσκεται στα Β-ΒΑ της Μικράς Ασίας. Βόρεια βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά ορίζεται από την Κολχίδα (σημ. Γεωργία), δυτικά από την Παφλαγονία και νότια από την Καππαδοκία. Στην Αρχαιότητα όμως, τα εδάφη των δύο αυτών περιοχών συχνά συγχέονταν με τον Πόντο και είναι δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος σήμερα ακριβή σύνορα.1 Ο Πόντος χωρίζεται σε δύο μέρη, παράλια και μεσόγεια περιοχή, από την οροσειρά του Παρυάδρη (σημ. Μπαχλάρ Νταγ), που είναι συνέχεια της οροσειράς του Καυκάσου. Τον διασχίζουν όμως και πολλοί ποταμοί, κάποιοι από τους οποίους είναι πλωτοί, όπως ο Άλυς (σημ. Kızılırmak), ο Ίρις (σημ. Yeşilırmak), ο Λύκος (σημ. Kelkit ή Germeli Çay), ο Θερμώδων (σημ. Terme Çay) και άλλοι.2 Το δέλτα του Ίρι και του Λύκου ήταν ιδιαίτερα εύφορο και υπαγόταν διοικητικά στις πόλεις Αμάσεια, Ζήλα και στα Ποντικά Κόμανα που βρίσκονταν στην ενδοχώρα. Το παράλιο τμήμα του Πόντου και οι κοιλάδες έχουν πλούσια βλάστηση, λόγω του κλίματος που είναι υγρό και ομιχλώδες. Το μεσογειακό τμήμα του έχει ηπειρωτικό κλίμα.

1.3. Δημογραφικά στοιχεία

Ο Πόντος κατοικούνταν από γηγενείς φυλές, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες, Πέρσες και αργότερα Ρωμαίοι (τέλη 1ου αι. π.Χ.). Οι πληροφορίες που έχουμε για τις φυλές, οι οποίες ήταν ανεξάρτητες η μια από την άλλη, περιορίζονται σε λίστες με τις ονομασίες τους (Χάλυβες, Μοσσύνοικοι, Αρμενοχάλυβες, Δρίλες, Τιβαρινοί και άλλοι) και στο αν και κατά πόσο εξελληνίστηκαν στους κατοπινούς αιώνες.3 Αντίθετα με τους Έλληνες αποίκους, οι διάφορες φυλές δε φαίνεται να είχαν συνείδηση μιας κοινής πολιτιστικής ταυτότητας, παρά τις οικονομικές, εμπορικές και κοινωνικές συναμεταξύ τους σχέσεις. Δεν έχουμε ιστορικές αναφορές για τις προϊστορικές παραθαλάσσιες δυναστείες της περιοχής, αν και αρχαιολογικά ευρήματα συνδέουν τους προϊστορικούς τάφους που βρέθηκαν κοντά στην πόλη Τοκάτ με τις δυναστείες της Çatal Höyük (2300 - 2100 π.Χ.).4 Ένας βιαστικός δημογραφικός διαχωρισμός θα υποδήλωνε ότι οι Έλληνες κατοικούσαν στα παράλια, όπου είχαν ιδρύσει πόλεις (π.χ. Τραπεζούντα, Αμισός, Σινώπη και άλλες) και οι γηγενείς φυλές στα βουνά και οροπέδια της περιοχής. Αυτό όμως δεν ήταν απόλυτο, μια και αρκετές αυτόχθονες φυλές κατοικούσαν σε παραθαλάσσια χωριά,5 ενώ είναι πιθανό μερικοί Έλληνες να επέλεξαν να κατοικήσουν ανάμεσα στις γηγενείς φυλές.6

2. Ιστορία

Ο Πόντος κατοικούνταν πολύ πριν από την αποίκησή του από τους Έλληνες, αν και τα γεγονότα του αποικισμού του από προελληνικούς πολιτισμούς μοιάζουν να χάνονται σε ένα λαβύρινθο υποθέσεων, λόγω έλλειψης στοιχείων. Η ύπαρξη ελληνικών ονομάτων στα αρχεία των Χετταίων7 υποδηλώνει την επικοινωνία των Ελλήνων με κατοίκους της περιοχής από το 14ο αι. π.Χ., δηλαδή πολύ πριν από τον αποικισμό της Μαύρης θάλασσας. Το ίδιο υποδηλώνεται και από την ελληνική μυθολογική παράδοση, η οποία είναι γεμάτη ακριβείς αναφορές για τα παράλια της Μαύρης θάλασσας.8 Ο Πόντος συγκεκριμένα ήταν η πατρίδα των Αμαζόνων και των Χαλύβων-Χαλδαίων. Η ιστορία όμως του ελληνισμού του Πόντου φαίνεται να ξεκινά από την ελληνική μυθολογία με την Αργοναυτική εκστρατεία,9 η οποία πιθανόν να υποδηλώνει τις πρώτες ελληνικές προσπάθειες να κατακτήσουν και να ελέγξουν τους εμπορικούς δρόμους του Εύξεινου Πόντου (περίπου το 13ο αι. π.Χ.). Σύντομα, κοινά οικονομικά κυρίως συμφέροντα πρέπει να ανάγκασαν Έλληνες αποίκους και γηγενείς να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Συχνά πάντως οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις διαφορές ανάμεσα σε δύο φυλές προς όφελός τους.10 Στην Τραπεζούντα και τη Σινώπη υπήρχαν επίσημοι εκπρόσωποι των Μοσσύνοικων και των Παφλαγόνων, οι οποίοι διαφύλατταν τα συμφέροντα των αρχηγών των φυλών διευκολύνοντας το εμπόριο.11

Η προσάρτηση μέρους του Πόντου στην Περσική αυτοκρατορία φαίνεται να πρόσφερε πολιτική, και κατά συνέπεια οικονομική και κοινωνική, σταθερότητα. Η Αμισός περιήλθε στην περσική επικράτεια γύρω στο 368 π.Χ. Σύντομα ακολούθησαν η Σινώπη και άλλες πόλεις του δυτικού Πόντου, αλλά όχι ολόκληρη η περιοχή.12 Αν και οι Πέρσες επηρέασαν πολιτικά και πολιτισμικά τους Έλληνες και γηγενείς κατοίκους, κάτι που υποδηλώνεται από νομισματικά ευρήματα,13 η περσική κυριαρχία δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Οι κάτοικοι του Πόντου πλήρωναν ετήσιο φόρο, αλλά ο Ξενοφώντας δε συνάντησε έντονη περσική παρουσία κατά την Κάθοδο των Μυρίων. Στις πόλεις φαίνεται να υπήρχε περσική στρατιωτική φρουρά, αλλά οι κάτοικοι διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και μια σχετική αυτονομία και ανεξαρτησία.14 Ο περσικός στρατός προστάτευε κυρίως την κοιλάδα του ποταμού Άλυ, η οποία ήταν το κύριο πέρασμα από τα παράλια προ της ενδοχώρα του Πόντου. Η έλλειψη στενού περσικού ελέγχου είναι ακόμα πιο έντονη στις διάφορες γηγενείς φυλές, οι οποίες διατήρησαν την αυτονομία τους αν και επηρεάστηκαν πολιτισμικά.15 Ο Πόντος δεν ήταν ούτε ξεχωριστή σατραπεία, ούτε ανεξάρτητο βασίλειο στους χρόνους της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά μάλλον αποτελούσε μέρος της σατραπείας της Καππαδοκίας.16

Όπως είναι φυσικό, πολλοί Πέρσες διοικητικοί και ιερατικοί υπάλληλοι, απόμαχοι στρατιωτικοί και οι οικογένειές τους εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. H άνοδος της μιθριδατικής δυναστείας, γύρω στο 281 π.Χ., φαίνεται να βασίστηκε στην υποστήριξη των κατοίκων του Πόντου με περσική καταγωγή. Το επονομαζόμενο «Βασίλειο του Πόντου» κατά καιρούς περιλάμβανε περιοχές του Πόντου, της Βιθυνίας, της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας, της Μικρής Αρμενίας και της Κολχίδας. Μετά τον Γ' Μιθριδατικό πόλεμο και την ήττα του Μιθριδάτη ΣΤ', το βασίλειο κατέρρευσε και διαμελίστηκε από τον Πομπήιο όταν οργάνωσε τη Μικρά Ασία (66-62 π.Χ.). Ένα μέρος του Πόντου αποτέλεσε τη ρωμαϊκή επαρχία του Πόντου-Βιθυνίας (63 π.Χ.), ενώ ένα άλλο, συμπεριλαμβανομένης της Τραπεζούντας και της Φαρνάκειας, αποδόθηκε στον τετράρχη της Γαλατίας, Δηιόταρο, και ονομάστηκε «Πόντος Γαλατικός» (Pontus Galaticus).

Η περιοχή αρχικά ήταν μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας και αργότερα της επαρχίας της Καππαδοκίας. Σε αυτήν υπάγονταν διοικητικά η Αμάσεια, η Σεβαστόπολις και τα Ποντικά Κόμανα, στα οποία δόθηκε αυτονομία. Γύρω στο 36 π.Χ., το ανατολικό τμήμα του Πόντου δόθηκε από το Μάρκο Αντώνιο στον εγγονό του Μιθριδάτη ΣΤ', Πολέμωνα Α'. Το τμήμα αυτό ονομάστηκε «Πόντος Πολεμωνιακός». Το 166 μ.Χ., ο «Γαλατικός» και ο «Πολεμωνιακός Πόντος» ενώθηκαν και αποτέλεσαν το «Μεσόγειο Πόντο» (Pontus Mediterraneus), ο οποίος ως διοικητική περιφέρεια, υπαγόταν στη ρωμαϊκή επαρχία της Καππαδοκίας.

Ο Μεσόγειος Πόντος καταλάμβανε ένα μεγάλο μέρος από την ενδοχώρα του Πόντου και σε αυτόν υπάγονταν διοικητικά οι πόλεις Νεοκαισάρεια, Ζήλα, Σεβάστεια, Αμάσεια, Σεβαστόπολις και Ποντικά Κόμανα. Σύμφωνα με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού, ο Πόντος, που είχε ονομαστεί «Ποντική Διοίκηση» (Diocecis Pontica), διαιρέθηκε σε τρεις επαρχίες: το Διόσποντο ή Ελενόποντο, τον Πολεμωνιακό Πόντο και τη Μικρά Αρμενία ή Αρμενία Α'. Ο Διόσποντος περιλάμβανε το δυτικό μέρος του Πόντου μέχρι τον ποταμό Θερμώδοντα, με τις πόλεις Αμάσεια, Ίβωρα, Ευχάιτα, Ζήλα, Άνδραπα, Ζάλιχα, Σινώπη και Αμισό. Ο Πολεμωνιακός Πόντος εκτεινόταν ανατολικά του ποταμού Θερμώδοντα, με τις πόλεις Νεοκαισάρεια, Ποντικά Κόμανα, Πολεμώνιο, Κερασούντα και Τραπεζούντα, ενώ η Μικρά Αρμενία περιλάμβανε την περιοχή του Άνω Ευφράτη και έφτανε ως την πόλη της Διοσκουριάδας στην Κολχίδα. Η διαίρεση αυτή διατηρήθηκε έως το 535 μ.Χ.

3. Οικονομία

Η γονιμότητα του εδάφους και το πλούσιο υπέδαφος καθιστά την περιοχή ιδανική για την ίδρυση αποικιών17 και την εξάπλωση του εμπορίου. Η σημασία του Πόντου ως πηγή πρώτων υλών και τροφίμων για την κλασική Αθήνα διαφαίνεται από το γεγονός ότι ο Περικλής δημιούργησε φιλικές σχέσεις με τις παράλιες πόλεις, οι οποίες αν και φαίνονται ως μέλη της αθηναϊκής ηγεμονίας, δεν τους επιβλήθηκε το αθηναϊκό πολίτευμα όπως σε τόσες άλλες πόλεις-κράτη.18 Η τοπική παραγωγή περιλάμβανε προϊόντα ελαιοδέντρων, αμπελιών,19 καθώς και σιτηρά,20ψάρια,21 μεγάλη ποικιλία φρούτων και εσπεριδοειδών, ξηρούς καρπούς και μέλι. Η περιοχή είχε θαυμάσια ξυλεία22 για την κατασκευή πλοίων και αξιόλογος ήταν, και παραμένει, ο πλούτος του υπεδάφους, με άφθονα κοιτάσματα σε άνθρακα, χαλκό και ασήμι. Ειδικά η περιοχή μεταξύ της Αμισού και της Κολχίδας, κατοικούνταν από πολλές μικρές φυλές, όπως οι Χάλυβες, οι οποίοι ήταν ονομαστοί στους Έλληνες για τις ικανότητές τους στη μεταλλοτεχνία.

Οι παράλιες πόλεις του Πόντου ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις όχι μόνο με άλλες πόλεις στα βόρεια και δυτικά παράλια της Μαύρης θάλασσας, αλλά και με τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, τα νησιά του Αιγαίου και τον ελλαδικό χώρο. Όμως από πολύ νωρίς, οι ελληνικές παράλιες κοινότητες ανέπτυξαν σχέσεις με τις γηγενείς φυλές που ζούσαν στα βουνά και με άλλες πόλεις της ενδοχώρας. Τα ελληνικά κεραμικά που βρέθηκαν στην πόλη Αk Alan, 10 μίλια μακριά από την Αμισό, υποδηλώνουν τις σχέσεις των δυο πόλεων. Το πέρασμα μεταξύ Αμισού και Σεβάστειας ήταν ο καλύτερος δρόμος από τα παράλια για το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Επίσης, οι κάτοικοι της Τραπεζούντας φαίνεται να είχαν εμπορικές ανταλλαγές με το βασίλειο του Αραράτ (Urartu). Εξάλλου, οι πλωτοί ποταμοί διευκόλυναν το εμπόριο και την επικοινωνία μεταξύ διαφόρων πόλεων του Πόντου και των γύρω περιοχών.

4. Θεσμοί

Στην οικονομική και πολιτική ζωή του Πόντου είναι δυνατόν να παρατηρηθούν ελληνικές, ελληνιστικές και περσικές συνήθειες και θεσμοί. Οι παραθαλάσσιες πόλεις και οι πολιτειακοί τους θεσμοί δίνουν ενδείξεις του ελληνικού συστήματος, ενώ το πλήθος των οχυρωμένων θησαυροφυλακίων (γαζοφυλάκια) που υπήρχε στον Πόντο κατά τα Ελληνιστικά χρόνια φαίνεται ως απομεινάρι του περσικού συστήματος.23 Ο Πόντος αποτελούνταν από ομάδες χωριών (π.χ. Χιλιόκωμον), τα εδάφη των μεγάλων θρησκευτικών κέντρων (π.χ. Ποντικά Κόμανα, Ζήλα) και τα εδάφη που ανήκαν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, πολλοί από τους οποίους είχαν περσική καταγωγή. Υπήρχαν όμως και οι παράλιες πόλεις, οι οποίες ξεκίνησαν ως ελληνικοί εμπορικοί σταθμοί και αποικίες. Η οργάνωσή τους βασιζόταν στο θεσμό της πόλης-κράτους και, κατά τη Μιθριδατική περίοδο, είχαν ιδιαίτερα προνόμια σχετικά με τη διανομή της γης της επικράτειάς τους. Όμως, οι κανόνες εδαφικής ιδιοκτησίας βασίζονταν στα περσικά έθιμα και, στην ουσία, όλα τα εδάφη ανήκαν στον εκάστοτε απόλυτο ηγεμόνα.24

Ακόμα και μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους, η ρωμαϊκή διακυβέρνηση βασίστηκε σε υπάρχοντα συστήματα και δεν προχώρησε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στη νομοθεσία των πόλεων προσπαθώντας να διατηρήσει, όσο αυτό ήταν εφικτό, τις τοπικές συνήθειες.25 Οι λιγοστές ρωμαϊκές αποικίες του Πόντου φαίνεται να ταυτίζονται με τις ελληνικές πόλεις (π.χ. Σινώπη), ενώ η Αμισός, αν και δέχτηκε ρωμαίους εποίκους, δεν υπήρξε ποτέ αποικία.26 Χάρη στη ρωμαϊκή τεχνολογία, η άμυνα της περιοχής βελτιώθηκε από τη δημιουργία δρόμων και το χτίσιμο φρουρίων, τα οποία βοήθησαν την ανάπτυξη του εμπορίου και τις διαπολιτιστικές σχέσεις.27

5. Θρησκεία

5.1. Παγανιστικές λατρείες

Παρά τις δυσκολίες στην επικοινωνία, οι διάφορες γηγενείς φυλές φαίνεται να είχαν δανειστεί πολιτιστικά στοιχεία από το νεολιθικό πολιτισμό του Çatal Höyük και τους Χετταίους. Η ελληνική μυθολογία συνδέει την περιοχή με τη λατρεία της Μητέρας-Γης και των παραλλαγών της, όπως η Μήδεια και η Juno – η «μηδομένη θεά».28 Η γεωφυσική κατάσταση του Πόντου κατά τη διάρκεια του αποικισμού συνδέεται άμεσα με το θρησκευτικό αίσθημα των αποίκων και επηρέασε τις μελλοντικές γενιές. Για παράδειγμα, τα ακρωτήρια της περιοχής δεν χρησίμευαν μόνο για τον προσδιορισμό των αποστάσεων στους ναυτικούς, είχαν και θρησκευτική σημασία. Το Ιασώνιο Άκρο, ανατολικά της Σινώπης, ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο ως το 14ο αι. μ.Χ. και στην Αρχαιότητα πιθανόν να υπήρχε εκεί και ένας ναός του Δία.29

Αν και στις πόλεις λατρεύονταν οι ελληνικές θεότητες, με την πάροδο του χρόνου, η διείσδυση τοπικών και περσικών θεοτήτων φαίνεται να αντικατοπτρίζει τη μεικτή δημογραφική και πολιτιστική κοινωνία της περιοχής. Οι άποικοι διαμόρφωσαν πολλές από τις τοπικές θρησκευτικές αντιλήψεις σύμφωνα με τις δικές τους δοξασίες. Για παράδειγμα, το ναό των Μόσχων όπου η θυσία κριαριού απαγορευόταν, οι Έλληνες τον θεώρησαν ναό της Λευκοθέας που χτίστηκε από το Φρίξο.30 Ο Στράτιος Δίας, στον οποίο οι «βασιλείς του Πόντου» πρόσφεραν θυσίες, πιθανόν να ήταν μια γηγενής θεότητα, την οποία οι Έλληνες άποικοι αναγνώρισαν ως έναν πολεμιστή Δία και που από την περσικής καταγωγής μιθριδατική δυναστεία αναγνωρίστηκε ως μια από τις μορφές του Αχουρομάζδη.31 Οι «βασιλείς του Πόντου» ορκίζονταν στο όνομα του θεού της Ανατολής, Μην, ενώ χρησιμοποιούσαν ως βασιλικό σύμβολο το μισοφέγγαρο, το οποίο ήταν χαρακτηριστικό της εικονογραφίας του θεού. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' και οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να τον εξελληνίσουν και να διαδώσουν τη λατρεία του, σχετίζοντάς τον με το Δία και τον Άττι.32 Επίσης, αγάλματα και πήλινα ειδώλια (1ος αι. π.Χ.-2ος αι. μ.Χ.) δείχνουν ότι η λατρεία της Κυβέλης ήταν εξαπλωμένη στην περιοχή. Οι τοπικοί αυτοί θεοί δεν εξαφανίστηκαν με την κατάκτηση του Πόντου από του Ρωμαίους, μια και οι περισσότεροι από αυτούς ενσωματώθηκαν στο πάνθεο της πολυθεϊστικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η εξάπλωση της λατρείας μη ελληνικών και ρωμαϊκών θεοτήτων διαφαίνεται και στις αυτοκρατορικές κοπές της Τραπεζούντας.33

5.2. Χριστιανισμός

Όπως και στις περισσότερες περιοχές τις Μικράς Ασίας, το μήνυμα του Χριστού φαίνεται να επεκτάθηκε στον Πόντο μέσα από τις τοπικές Ιουδαϊκές κοινότητες.34 Η εκκλησιαστική παράδοση συνδέει τον Απόστολο Ανδρέα και Παύλο με το κήρυγμα του Ευαγγελίου στην περιοχή. Ο Ανδρέας θεωρείται ο πρώτος επίσκοπος του Πόντου, αλλά αυτό πιθανόν να διαδόθηκε από τον 9ο αιώνα.35 Έως το τέλος του 1ου αι. μ.Χ., ο χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί στις αστικές περιοχές του Πόντου, ιδιαίτερα γύρω από την Αμισό, και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις αγροτικές περιοχές.36 Γύρω στο 240 μ.Χ., ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός έγινε επίσκοπος της Νεοκαισάρειας. Το ιεραποστολικό του έργο βοήθησε πολύ την επέκταση της νέας θρησκείας. Γύρω στο τέλος του 4ου αιώνα, η Νεοκαισάρεια είχε γίνει από μόνη της μια επισκοπή, όπως και η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, το Πολεμώνιο, τα Κόμανα, το Ρίζαιο και η Πιτυούς.

6. Πολιτισμός

Ο Πόντος υπήρξε η πατρίδα του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, του μαθηματικού Διονυσόδωρου, του γεωγράφου Στράβωνα, καθώς και του Αλέξανδρου του Αβωνοτειχίτη, ο οποίος ήταν εισηγητής μιας ιδιότυπης λατρείας του Ασκληπιού. Επίσης, η περιοχή εμφανίζεται ως η πατρίδα αρκετών θεατρικών συγγραφέων, όπως ο Διονύσιος ο Σινωπεύς (4ος αι. π.Χ.), ο Διόδωρος και ο αδερφός του Δίφιλος (μέσα του 4ου αι. π.Χ.). Αν και έκαναν καριέρα στην Αθήνα, η καταγωγή τους υποδηλώνει ότι ο Πόντος είχε θεατρική παράδοση.37

Από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου ήταν το αντικείμενο αστεϊσμών από τους Αθηναίους, λόγω της παράξενης διαλέκτου τους και της έλλειψης κουλτούρας.38 Από τον 1ο αι. μ.Χ., η λατινική γλώσσα εξαπλώθηκε στην περιοχή αλλά δεν κατάφερε να αντικαταστήσει τη σημασία της ελληνικής στην εμπορική και κοινωνική ζωή του τόπου.39 Οι περσικές επιρροές που παρατηρούνται σήμερα στην ποντιακή γλώσσα και οι ομοιότητες μεταξύ της παραδοσιακής ποντιακής μουσικής και της ανάλογης περσικής πιθανόν να έχουν τις ρίζες τους στις πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ των κατοίκων του Πόντου.

1. Π.χ. Αππ., Μιθριδ. 9, 12, 61· Justin 38.5.6· Αθήν. 5.215b, 5.212a.

2. Αισχ., Πέρσ. 865· Αρρ., Ευξ. 8-12· Ηρ. 1.72, 4.37· Plin., NH 6.6, 6.8, 6.10· Στράβ. 11.2.17, 12.3.12, 12.3.15, 12.3.30· Ξεν., Αν. 4.6.4, 4.8.1, 5.6.9.

3.  Tac., Ann. 13.39· Isaac, B., The Limits of the Empire - The Roman Army in the East (Oxford 1990), σελ. 37-38· CIL ΙΙΙ 6745 (Suppl.), 6747 (Suppl.)· ILS 268.

4. Απολλ. Ρ. 3.1-3, 3.247 κ.ε., 4.212-213, 4.241-252· Ησίοδ. Θ. 1001.

5. Ανωνύμου, Περίπλ. Ε.Π. 3, 17, 19, 32· Αρρ., Περίπλ. Ε.Π. 17· Στράβ. 12.3.17· Ξεν., Ανάβ. 6.2.1· Bryer, A. – Winfield, D., Byzantine Monuments and Topography of the Pontos 1 (Washington – Dumbarton 1985), σελ. 119-120· Απολλ. Ρ. 2.378, 2.1009· SEG ΧΧΧ 1452.

6. Στράβ. 11.2.17

7. Αππ., Μιθριδ. 66, 70· SEG ΧΧΧ 1449A· Ηρ. 1.171, 5.119· McGing, B.C., The Foreign Policy of Mithridates VI Eupator, King of Pontus (The Netherlands – Leiden 1986), σελ. 10.

8. Στράβ. 12.3.31· Tac., Ann. 11.15· Vermaseren, M.J., Cybele and Attis. The Myth and the Cult (London 1977), σελ. 27.

9. Πλούτ., Πομπ. 24.5· Juv. 6.511-521· Διον. Αλ., Ρωμ. 2.19.3-5· Pliny Ep. 10.49-50· Head, B.V. (1911), σελ. 496-499· CCCA 202-205, 207-208, 210· Rosenqvist, J.O., "The hagiographical evidence of Mithraism in Trebizond: local tradition or learned design?", Eranos 89 (1991), σελ. 109-111, 117· Cumont, E. – Cumont, F., "Voyage d’ exploration archeologique dans le Pont et la Petit Armenie", Studia Pontica 2 (1906), σελ. 367-369· Cumont, F., The Mysteries of Mithra (New York 1956), σελ. 17-18· Bryer, A. – Winfield, D., Byzantine Monuments and Topography of the Pontos 1 (Washington – Dumbarton 1985), σελ. 182, 198-199, 213.

10. Πράξεις Αποστ. 2:9, 18:2· CIJ ΙΙ 802· Schurer, E., The History of the Jewish People in the Age of Jesus Christ 3.1 (Edinburgh 1986), σελ. 35-36.

11. Ευαγγελίδης, Τ., Ιστορία της Ποντικής Τραπεζούντας (756 π.Χ. - 1897) (Thessalonike 1994), σελ. 61· Χρύσανθος, επίσκοπος Τραπεζούντος, "Η εκκλησία της Τραπεζούντος", Αρχείον Πόντου 4 & 5 (1933), σελ. 96-205, ιδ. σελ. 112-114, 789· Bryer, A.A.M. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos 1 (Washington 1985), σελ. 218· Ευσ., Εκκλ. Ιστ. 3.1.

12. Ramsay, W.M., The Church in the Roman Empire, Before AD 170 (London 1944), σελ. 82-84, 224· Πέτρου Επ. I 1:1· Kelly, J.N.D., A Commentary on the Epistles of Peter and of Jude (London 1969), σελ. 41-42· Ευσ., Εκκλ. Ιστ. 3.1· Pliny, Ep. 10.96.9· Λουκ., Αλέξ. 25, 38.

13. IG ΙΙ2 10321, 2319.61, 2319.63, 2325.163, 2363, ΧΙ 105.21, 107.20· Αθήν. 6.235f, 13.582e, 13.597e· Στράβ. 12.3.11· Webster, I., Studies in Later Greek Comedy (Manchester 1953), σελ. 152-183.

14. Αθήν. 13.580e-581a. Πρβ. FCG 2.162ff, 3.3ff, 3.537ff, 3.382ff.

15. CIL ΙΙΙ1 6746-6748 (Suppl.)· Bryer, A.A.M. – Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos 1 (Washington 1985), σελ. 34, 113-114, 146, 181, 226, 229, 243· Kaimio, J. The Romans and the Greek language (Commentationes Humanarum Litterarum 64, Helsinki 1979), σελ. 75-82, 109, 127-128, 82-84, 147-149, 153-162· Head, B.V., Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics (Oxford 1911), σελ. 509, 496-499.

16. Ηρ. 1.28, 1.72, 1.104, 2.104, 3.90-94, 7.61-95, 4.37· Pliny, NH 6.4· Στράβ. 7.5.12, 12.3.18-28· Ξεν., Αν. (περίληψη) 7.8.25, 5.6.6-8· Αισχ., Προμ. 714-715· Αρρ., Ευξ. 15· Σκύλ. 70, 71, 81, 85-88, 91-92.

17. Lloyd, S., Early Highland Peoples of Anatolia (London 1967), σελ. 18-20, 25-29.

18. Ξεν., Αν. 5.5.2-3· Ανωνύμου, Ευξ. 27. Πρβ. Ξεν., Αν. 4.8.9, 4.8.24.

19. Ηρ. 4.108-109· Στράβ. 14.5.23· Ευρ., Βάκχ. 15-22.

20. Diller, A., Race Mixture Among the Greeks Before Alexander (Westport – Connecticut 1971), σελ. 68. Πβλ. Graham, A.J., "Patterns in early Greek colonisation", JHS 91 (1971), σελ. 35-47, ιδ. σελ. 37.

21. Δες για παράδειγμα: Justin 42· Όμ., Ιλ. 2.851-857· Απολλ. Ρ. 1.1-4· Στράβ. 11.2.19· Αππ., Μιθριδ. 103. Ησίοδ. Θ. 337-345, 992-1002· Παυσ. 2.3.10.

22. Όμ., Οδ. 12.70· Διόδ. Σ. 4.40 κ.ε.· Ησίοδ. Θ. 956 κ.ε.· Πίνδ., Πυθ. 4.

23. Ξεν., Αν. 5.4.3-10, 4.8.24, 5.2.1-2.

24. Ξεν., Αν. 5.4.34, 6.6.4.

25. Κτησίας FGrHist 13.20-22 F 688.

26. Morkholm, O., Early Hellenistic Coinage (Cambridge 1991), σελ. 95-96. Βλ. επίσης: Ξεν., Αν. 4.5.24, 4.5.35.

27. Στράβ. 12.3.6, 12.3.11.

28. Ξεν., Αν. 4.5.10, 4.5.34, πιθανόν 7.8.25.

29. Αππ., Μιθριδ. 8.

30. Ξεν., Αν. 5.6.15-16, 6.4.3-7.

31. Στράβ. 12.3.14· Head, B.V., Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics (Oxford 1911), σελ. 496· Pol. 4.38.3-10· Ξεν., Ελλ. 5.1.28

32. Στράβ. 12.2.1, 12.3.30· Ξεν., Αν. 4.8.22-23.

33. Ηρ. 7.147· Λυσ. 22.14· Ξέν., Ελλ. 5.1.28.

34. Στράβ. 7.6.2.

35. Στράβ. 11.2.17, 12.3.18-19.

36. Στράβ. 12.3.28, 11.14.16, 12.3.32, 12.3.37· Theophrastos, Historia Plantarum 8.11.5

37.  Saprykin, S.Y. – Maslennikov, A.A., “Bosporan Chora in the Reign of Mithridates VI Eupator and His Immediate Successors”, Αncient Civilisations from Scythia to Siberia 3.1 (1996), σελ. 1-14 (στα ρωσικά)· Saprykin, S.Y., "Eupator’s Law on Inheritance and Its Role in the History of the Pontic Kingdom", VDI 197 (1991), σελ. 181-197 (στα ρωσικά με περίληψη στα αγγλικά).

38. Pliny, Ep. 10.49-50, 10.68-69, 10.79-80, 10.84, 10.108-109, 10.113, 10.20.

39. Στράβ. 12.3.6, 12.3.11· Pliny, Ep. 10.90-91, 10.92-93· IGR IV 4.314.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>