Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Σύρος

Συγγραφή : Μαυροειδή Μαρία , Κέκου Εύα , Σπυροπούλου Βάσω (20/9/2005)

Για παραπομπή: Μαυροειδή Μαρία, Κέκου Εύα, Σπυροπούλου Βάσω, «Σύρος», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6901>

Σύρος (3/5/2006 v.1) Syros (4/5/2006 v.1) 
 

1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον

Η Σύρος ή Σύρα, το μεγαλύτερο πληθυσμιακά νησί των Κυκλάδων, κατέχει κεντρική θέση στο νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα. Το νησί διαθέτει πολλά υψώματα και μικρές κοιλάδες, και οι ακτές του σχηματίζουν αρκετούς ασφαλείς όρμους (Ερμούπολη, Φοίνικας, Βάρη, Γαλησσάς, Κίνι, Δελφίνι κλπ.).

Το συριανό φυσικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται, όπως και των υπoλοίπων νησιών των Κυκλάδων, από το άγονο τοπίο με τις ξερολιθιές και την αραιή, χαμηλή βλάστηση, που από το τέλος της άνοιξης ξηραίνεται. Το νησί διαιρείταινοητά σε δύο τμήματα, την Άνω και την Κάτω Μεριά. Το νότιο τμήμα της Σύρου διαφοροποιείται εν μέρει, καθώς διαθέτει περιορισμένους πευκώνες και ορισμένα πυκνόφυτα σημεία, κατάλοιπα, σύμφωνα με μια άποψη της παλαιότερης φυσιογνωμίας του νησιού, η οποία χαρακτηριζόταν από πυκνότερη βλάστηση. Στο παρελθόν, στις εκβολές μικρών χειμάρρων σχηματίζονταν μικροί υγροβιότοποι, γύρω από τους οποίους σχηματίζονταν θίνες, σημαντικοί βιότοποι για τα μεταναστευτικά πουλιά.

Τα τελευταία χρόνια η πανίδα της Σύρου έχει υποστεί σημαντική μείωση. Ωστόσο, στο νησί, και κυρίως στην Άνω Μεριά, ενδημούν 11 είδη ερπετών και ο Πρασινόφρυνος (Bufo viridis), ένα είδος αμφιβίου, 47 είδη πουλιών, ανάμεσά τους χρυσαετοί, πετρίτες, κορυδαλλοί κ.ά., καθώς και λαγοί και αγριοκούνελα. Η βόρεια Σύρος αποτελεί μια από τις σημαντικές για τα μεταναστευτικά πουλιά περιοχές της Ελλάδας, και μάλιστα το όρος Σύριγγας έχει ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών "NATURA 2000" ενώ στις ακτές του νησιού βρίσκει καταφύγιο η μεσογειακή φώκια (Monachus Monachus).

Η Ερμούπολη, πρωτεύουσα του νησιού, αποτελεί το μοναδικό αστικό κέντρο του συμπλέγματος. Η μεσαιωνική πόλη της Άνω Σύρου είναι χτισμένη στο λόφο του Αγίου Γεωργίου, πάνω από την Ερμούπολη. Εκτός από την Ερμούπολη και την Άνω Σύρο, υπάρχουν αρκετοί ακόμα διάσπαρτοι οικισμοί.

(Μαρία Μαυροειδή - Βασιλική Σπυροπούλου)

2. Ιστορία

2. 1. Προϊστορικοί και Αρχαίοι χρόνοι

Στις θέσεις Χαλανδριανή και Καστρί έχουν εντοπιστεί σημαντικά δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2.700-2.200 π.Χ.). Αξιόλογα ευρήματα έφεραν στο φως οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1862 στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής, καθώς και εκείνες από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα το 1898, οι οποίες αποκάλυψαν υπολείμματα οχύρωσης, οικιών κ.ά. Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί αποτελεί έναν από τους καλύτερα διατηρημένους μετά και τα έργα στερέωσης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας το 1962. Τα ευρήματα των ανασκαφών βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου.

Ίχνη εγκαταστάσεων εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία του νησιού (Τάλαντα, Σαν Μιχάλης, Αζόλιμνος, Γαλησσάς, Μάλλια, Μάννα).

Στους αιώνες που ακολούθησαν, το νησί βρέθηκε σταδιακά κάτω από την επιρροή των Φοινίκων, των Μινωιτών και στη συνέχεια των Μυκηναίων. Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί με το όνομα «Συρίη», καθώς και δύο πόλεις του με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη.

Τον 6ο αι. π.Χ. στη Σύρο, η οποία είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού, και δάσκαλος του Πυθαγόρα. Το όνομά του έχει δώσει σε δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχωπού) και το άλλο στην Αληθινή, ανάμεσα στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο. Την περίοδο αυτή υπήρχαν δύο πόλεις στη Σύρο: Μία στη σημερινή Ερμούπολη (στην περιοχή Πευκάκια-Ψαριανά) και μία στο Γαλησσά (Γαλησσός).

Κατά τους Μηδικούς πολέμους, η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες. Από το 478 π.Χ. εντάχθηκε στην Α΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Διατήρησε την αυτονομία της, με βουλή και δήμο, κατέβαλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (324-184 π.Χ.) η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης.

Μετά από μία περίοδο αναταραχών κατά τον 3ο αι. π.Χ., το νησί ακμάζει και πάλι κατά τον 2ο αι. π.Χ., όπως δηλώνει η κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αι. π.Χ.

2. 2. Βυζαντινοί χρόνοι – Φραγκοκρατία – Οθωμανική περίοδος

Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, οι βαρβαρικές επιδρομές και η μάστιγα της πειρατείας, που σημαδεύουν το χώρο του Αιγαίου για πολλούς αιώνες, οδηγούν τη Σύρο στην παρακμή. Στους Βυζαντινούς χρόνους, η Σύρος αποτελεί, μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, μέρος του θέματος του Αιγαίου.

Με την κατάλυση του Βυζαντίου από τους Φράγκους το 1204, η Σύρος υπάγεται στην ενετική κυριαρχία και περιλαμβάνεται στο δουκάτο του Αιγαίου. Κατά τη Λατινοκρατία, η πλειονότητα της τοπικής κοινότητας αποδέχεται το καθολικό δόγμα, διατηρεί όμως την ελληνική γλώσσα, ενώ διατηρήθηκε μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού». Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες ζωής του δουκάτου του Αιγαίου, η Σύρος γνωρίζει ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου.

Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οθωμανικός στόλος καταλαμβάνει το νησί και το δουκάτο καταλύεται. Όμως, οι διαπραγματεύσεις των τοπικών αρχών με την οθωμανική εξουσία οδηγούν στα 1579 στην παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα κυκλαδονήσια, όπως, για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας και θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα, στο πλαίσιο των πρώτων διομολογήσεων της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1535, έπειτα από σχετική συμφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της οθωμανικής εξουσίας, οι καθολικοί τίθενται υπό την προστασία των Γάλλων, προνόμιο που διατηρήθηκε για αιώνες. Το 1617 όμως, ο οθωμανικός στόλος καταστρέφει το νησί. Κατά τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο πληθυσμός του νησιού ήταν περίπου 2.500 καθολικοί και 150-200 ορθόδοξοι.

2. 3. Νεότεροι χρόνοι

Μετά το β΄ μισό του 17ου αιώνα, μετά το τέλος των οθωμανοβενετικών πολέμων, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης του χώρου του Αιγαίου, που κορυφώθηκε κατά το πέρασμα από το 18ο στο 19ο αιώνα. Χάρη στην καίρια γεωγραφική της θέση, την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων και την ενισχυμένη αυτοδιοίκηση, η Σύρος αναδείχθηκε σε ναυτιλιακό κόμβο. Η διατήρηση ουδετερότητας από τους Συριανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση πολυάριθμων ελληνορθόδοξων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τη Χίο, τα Ψαρά, την Κάσο, και άλλα μέρη κατά τη διάρκειά της. Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μετέδωσαν νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Δραστηριότητες, όπως η διακίνηση σιταριού και πολεμοφοδίων για τους εμπόλεμους, η εκποίηση λειών πολέμου αλλά και πειρατικών λαφύρων, η εξαγορά αιχμαλώτων και το δουλεμπόριο απέφεραν πλούτο στους Συριανούς. Σταδιακά και με την άφιξη πολυάριθμων προσφύγων από διάφορες περιοχές του ανατολικού Αιγαίου ανατράπηκε η παραδοσιακή αναλογία καθολικών-ορθοδόξων υπέρ των δεύτερων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης αριθμούσαν τους 13.800, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Χιώτες και το ένα πέμπτο Σμυρνιοί και Κυδωνιείς.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Σύρος, ειδικότερα η Ερμούπολη, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες Χιώτες, Σμυρνιούς, Ψαριανούς, Κάσιους και Κρήτες, αναδείχθηκε σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής. Το Μάιο του 1823 η Σύρος μαζί με τη Μύκονο αποτελούν μια επαρχία σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση των νησιών του Αιγαίου που θέσπισαν οι αρχές της Επανάστασης. Από το 1830, αναπτύχθηκε στη Σύρο το εμπόριο των υφασμάτων, του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, και παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Ως το 1860 περίπου, η Σύρος ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύχθηκαν οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Η ακμή της Ερμούπολης συνδέθηκε με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Η παρακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας σήμανε μια περίοδο μαρασμού. Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώθηκε καθώς το λιμάνι του Πειραιά απέκτησε την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό χώρο.

Στο τέλος του 19ου αιώνα και για μερικές ακόμα δεκαετίες παρατηρήθηκε προσωρινή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στην ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας. Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού. Η οικονομική παρακμή εντάθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε στροφή στην οικονομία του νησιού με κύριο άξονα τον τουρισμό.

2. 4. Η Σύρος σήμερα

Οι τουριστικές υποδομές, η ένταξη του νησιού σε ευρωπαϊκά προγράμματα αλλά και η επαναλειτουργία του Νεωρίου Σύρου, η αυξημένη αγροτική παραγωγή, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και βιομηχανικής κληρονομιάς του νησιού και η παρουσία δημοσίων υπηρεσιών έδωσαν ώθηση στη ζωή του νησιού, μετά από μια περίοδο οικονομικού μαρασμού. Σήμερα, η Σύρος είναι το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Κυκλάδων.

Καθολικοί και Ορθόδοξοι συνυπάρχουν αρμονικά και την παλαιότερη αμοιβαία επιφυλακτικότητα του παρελθόντος έχει αντικαταστήσει η οικονομική και κοινωνική όσμωση. Έτσι, μεγάλο ποσοστό των σημερινών επαγγελματιών στην Ερμούπολη προέρχονται από την Άνω Σύρο, ενώ οι μεικτοί γάμοι είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο.

(Μαρία Μαυροειδή)

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

3. 1. Καστρί

Ο οχυρωμένος πρωτοκυκλαδικός οικισμός του Καστριού χρονολογείται περίπου στα 2.300-2.220 π.Χ. Πρόκειται για την πιο σημαντική οχυρωματική κατασκευή της 3ης χιλιετίας π.Χ. στο Αιγαίο, με πύργους και πύλες. Η έκταση του οικισμού, η ποικιλία στις κατόψεις των ανασκαμμένων οικιών τα κινητά ευρήματα (δείγματα κεραμεικής, λιθοτεχνίας, μικροτεχνίας και μεταλλοτεχνίας) δηλώνουν μια ανθηρή κοινωνία που είχε αναπτύξει μάλιστα σχέσεις με τα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας.

3. 2. Χαλανδριανή

Το πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο της Χαλανδριανής είναι το πλέον εκτεταμένο του είδους που έχει ερευνηθεί μέχρι τώρα. Αποτελείται από 600 τουλάχιστον υπόσκαφους τάφους με πλούσια κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία και τηγανόσχημα πήλινα σκεύη με παραστάσεις πλοίων, που μαρτυρούν ότι ο οικισμός του νεκροταφείου ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις Κυκλάδες.

Ίχνη πρωτοκυκλαδικής εγκατάστασης υπάρχουν και σε άλλα σημεία του νησιού (Τάλαντα, Σα Μιχάλης, Αζόλιμνος, Γαλησσάς, Μάλλια, Μάννα).

Στην Ερμούπολη και στον Γαλησσά εντοπίζονται υπολείματα των δύο πόλεων που άκμασαν από την αρχαϊκή ως την ελληνιστική περίοδο.

(Βασιλική Σπυροπούλου)

4. Μουσεία και αρχεία

4. 1. Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1835 και από το 1899 στεγάζεται στο Δημαρχείο της Ερμούπολης. Σε αυτό εκτίθενται ευρήματα από τους Προϊστορικούς μέχρι και τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα σημαντικότερα εκθέματα προέρχονται από τη Χαλανδριανή, όπου άκμασε ο πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός στη Σύρο (β΄ μισό 3ης χιλιετίας π.Χ.). Εκτίθενται επίσης σκεύη και ειδώλια της ίδιας περιόδου από τη Νάξο και την Πάρο, ελληνιστικά γλυπτά και επιγραφές από τη Σύρο και άλλα νησιά του Νότιου Αιγαίου κ.ά. Από τα πιο σημαντικά εκθέματα του Μουσείου είναι "Δέπας αμφικύπελλον" (αρ. ευρ. 458) από τον οικισμό του Καστριού (τέλος 3ης χιλιετίας π.Χ.), πυξίδα (αρ. ευρ. 177) από το νεκροταφείο της Χαλανδριανής (β' μισό 3ης χιλιετίας π.Χ.), μαρμάρινο ειδώλιο γυναικείας μορφής (αρ. ευρ. 356) από το νεκροταφείο της Χαλανδριανής (β΄μισό 3ης χιλιετίας π.Χ.) και τηγανόσχημο πήλινο σκεύος (αρ. ευρ. 152) από το νεκροταφείο της Χαλανδριανής (β' μισό 3ης χιλειτίας π.Χ.)

4 .2. Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης

Το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης στεγάζεται σε τρία βιομηχανικά κτήρια: το Χρωματουργείο Κατσιμαντή (1888), το Σκαγιοποιείο Αναιρούση (1889), το Βυρσοδεψείο Κορνηλάκη (περί το 1880) και τμήμα του Υφαντουργείου Βελισσαρόπουλου (1900-1905). Η λειτουργία του ξεκίνησε το 2000. Στην έκθεση που λειτουργεί στο Χρωματουργείο Κατσιμαντή (Γ. Παπανδρέου 11, απέναντι από το Νοσοκομείο), μπορεί ο επισκέπτης να δει σπάνια τεκμήρια για τη βιομηχανική κληρονομιά της Ερμούπολης (έγγραφα, χάρτες, σχέδια, φωτογραφίες), καθώς επίσης μηχανήματα και εργαλεία από την πλούσια συλλογή του Μουσείου.

4 .3. Ιστορικό Αρχείο Κυκλάδων

Το Ιστορικό Αρχείο Κυκλάδων στεγάζεται στο μέγαρο Λαδόπουλου, αριστερά του Δημαρχείου. Τα πλούσια αρχεία του χρονολογούνται από το 1821 και είναι ανοικτά για τους ερευνητές και τους επισκέπτες.

4. 4. Νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου

Το Νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στην περιοχή της Νεάπολης της Ερμούπολης. Το παλαιότερο τμήμα του είναι ένα ανοιχτό μουσείο, καθώς περιέχει πλήθος ταφικών μνημείων (ναΐσκων, αγαλμάτων, προτομών). Σημαντικά είναι και τα γειτονικά νεκροταφεία, το καθολικό και το βρετανικό.

4. 5. Ιστορικό Αρχείο της Καθολικής Επισκοπής στην Άνω Σύρο

To Ιστορικό Αρχείο της Καθολικής Επισκοπής στην Άνω Σύρο, όπου παλιότερα στεγαζόταν η Ιερατική Σχολή (1837), περιλαμβάνει χειρόγραφα από το 16ο αιώνα.

5. Λαϊκός πολιτισμός

Ίχνη του λαϊκού πολιτισμού της Σύρου επιβιώνουν σήμερα στα χωριά στις καθολικές γιορτές των Αγίων Αναργύρων (Απάνω Μεριά) και της Φανερωμένης (Σεπτέμβριο), στα χοιροσφάγια και στην αναβίωση του Καρναβαλιού στην Άνω Σύρο.

Τα χοιροσφάγια, έθιμο με πολύ παλιές καταβολές, γίνονται ακόμα στα αγροτικά χωριά (Πάγος, Δανακός, Αγρός, Βήσσας, Άδειατα) και συνοδεύονται από γλέντι. Περιλαμβάνουν τη σφαγή, τον τεμαχισμό του χοίρου και την παρασκευή ποικίλων παραγώγων του (λουκάνικο, λούζα, γλύνα, πηχτή κλπ.) για τη συντήρηση της οικογένειας κατά το χειμώνα.

6. Αρχιτεκτονική

6. 1. Μορφολογικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της Ερμούπολης

Τα παλαιότερα σπίτια της Ερμούπολης χτίστηκαν από τους πρόσφυγες την περίοδο 1821-1835, ακολουθώντας την παραδοσιακή αστική αρχιτεκτονική των περιοχών προέλευσής τους. Έτσι, σε αυτή την πρώτη ερμουπολίτικη αρχιτεκτονική αναγνωρίζουμε στοιχεία μακεδονικά, μικρασιατικά, νησιωτικά κ.ά. Τα σπίτια είναι συνήθως διώροφα με ανώγειο (κύριος χώρο υποδοχής, ημιυπαίθριο χαγιάτι, δωμάτια) και κατώγειο (κουζίνα, τραπεζαρία, βοηθητικοί χώροι). Οι τοίχοι είναι πέτρινοι ή τσατμάδες (τοίχοι με ξυλοδεσιές) σοβατισμένοι εξωτερικά, ενώ το πάτωμα είναι ξύλινο. Οι στέγες είναι ξύλινες και καλύπτονται με κεραμίδια. Τα σπίτια αυτά έχουν ξύλινους εξώστες, ξύλινα ανοιχτά χαγιάτια (πολλά κλείστηκαν αργότερα με τζαμαρίες), ξύλινα κουφώματα και ταβάνια. Σήμερα ελάχιστα κτίρια σώζονται από αυτή την πρώτη οικοδομική φάση της πόλης.

Παράλληλα, εμφανίστηκε και ένας άλλος τύπος αστικής οικοδομής, ο οποίος ήταν ήδη διαδεδομένος στα παραλιακά εμπορικά κέντρα της Ελλάδας από τους Βενετούς και τους Γενουάτες. Πρόκειται για πέτρινα πολυώροφα κτήρια, με μεγάλα ανοίγματα, και στέγη από κεραμίδια. O παραδοσιακός αυτός τύπος κτηρίου επιβιώνει στις λαϊκές γειτονιές της πόλης.

Την περίοδο 1840-1860 σημαντικοί αρχιτέκτονες, Ιταλοί (Pietro Sampo), Γερμανοί (Johann B. Erlacher, Wilhelm von Weiler κλπ.) και αργότερα Έλληνες (Εμμανουήλ Ψύχας, Ιωάννης Βλυσίδης, Δημήτριος Ελευθεριάδης κλπ.), κάτω από τη επίδραση των ρευμάτων του ρομαντισμού και του κλασικισμού, δημιούργησαν εκείνο τον τύπο κτηρίων που αντιπροσωπεύουν την ιδιαίτερη νεοκλασική αρχιτεκτονική της Ερμούπολης, η οποία χαρακτηρίζεται από τάσεις ρομαντικού κλασικισμού με πιο έντονες τις δυτικές επιδράσεις σε σχέση με την Αθήνα.

Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο του Wilhelm von Weiler (1837) αποτέλεσε το υπόβαθρο της νεοκλασικής πόλης με τους βασικούς οδικούς άξονες, τις πλατείες και τα δημόσια κτήρια.

Δύο είναι οι βασικοί τύποι κτηρίων (διώροφα ή τριώροφα) της περιόδου: απλές κατοικίες και κατοικίες με κατάστημα ή αποθήκη στο ισόγειο. Τα κτήρια αυτά έχουν λιθόκτιστους τοίχους, ξύλινα πατώματα και στέγη ξύλινη με κεραμίδια. Οι όροφοι συνήθως χωρίζονται εξωτερικά με μαρμάρινη ταινία. Στους ορόφους υπάρχουν μαρμάρινα μπαλκόνια ορθογώνια ή με κυκλικές επεκτάσεις στις δύο πλευρές.

(Μαρία Μαυροειδή)

6. 2. Τα δημόσια κτήρια της Ερμούπολης

Σε αυτή την περίοδο οικοδομούνται τα εντυπωσιακά δημόσια κτήρια της Ερμούπολης που σώζονται μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για τις Δημόσιες Αποθήκες Διαμετακομίσεως στην προκυμαία της πόλης, σε σχέδια του αρχιτέκτονα J. Erlacher, το πρώτο δημόσιο κτήριο που ακολουθεί τις αρχές του ρομαντικού κλασικισμού, δίπλα τους το Τελωνείο, έργο του λοχαγού του Μηχανικού Αλέξανδρου Γεωργαντά, στο οποίο στεγάζονται και σήμερα οι τελωνειακές υπηρεσίες του νησιού, το εντυπωσιακό κτήριο του Λοιμοκαθαρτηρίου (1839-1842), με την ωραία τοιχοδομία και τα τοξωτά του ανοίγματα, έργο του W. v. Weiler, καθώς και η τρουλαία βασιλική του Αγίου Νικολάου, στη συνοικία Βαπόρια, που θεμελιώθηκε το 1848, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεράσιμου Μεταξά, και σηματοδοτεί τη στροφή της συριανής αρχιτεκτονικής προς τη μνημειακή κλασική μορφολογία. Το 1861 ξεκίνησε η οικοδόμηση του θεάτρου «Απόλλων», σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα P. Sampo, που αποτελεί μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κλήθηκε στην Ερμούπολη ο γνωστός Γερμανός αρχιτέκτονας Ερνέστος Τσίλερ για να σχεδιάσει το μνημειώδες Δημαρχείο της πόλης, το οποίο δεσπόζει στην πλατεία Μιαούλη, έξοχο δείγμα της αρχιτεκτονικής του Τσίλερ.

Την ίδια εποχή τα σπίτια της Ερμούπολης οικοδομούνται κατά τα νεοκλασικά πρότυπα, συνδυάζοντας ως προς την εσωτερική διακόσμηση, με τις εντυπωσιακές οροφογραφίες και τοιχογραφίες, την παράδοση της ιταλικής καλλιτεχνικής σχολής και ως προς την εξωτερική μορφή την ευαισθησία των γραμμών και τη μετρημένη μνημειακότητα του ελληνικού κλασικισμού.

Η εικόνα της Ερμούπολης δεν αλλάζει σημαντικά κατά τον 20ό αιώνα. Αν εξαιρέσει κανείς κάποια μεταπολεμικά κυρίως κτήρια, η πόλη διατηρεί αρχιτεκτονικά τη νεοκλασική της μορφή.

(Βασιλική Σπυροπούλου)

6. 3. Άνω Σύρος

Η Άνω Σύρος παρουσιάζει μια τελείως διαφορετική εικόνα από την αστική Ερμούπολη. Είναι ένας μεσαιωνικός οικισμός με πυκνή δόμηση, που αναπτύχθηκε σε κυκλική διάταξη με κλιμακωτή και ακτινωτή ρυμοτομία. Τα σπίτια σχηματίζουν οχύρωση περιμετρικά, καθώς είναι κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Στο εσωτερικό του οικισμού χαρακτηριστικά είναι τα πλακόστρωτα ή βοτσαλωτά δρομάκια, τα «στεγάδια» (στεγασμένα περάσματα), οι «πορτοπούλες» (μπαλκόνια χωρίς εξώστη), οι σπαστές γωνίες στις στροφές των δρόμων και τα «σκαλούνια» (υπαίθρια χτιστά ψυγεία). Ένα τυπικό σπίτι της Άνω Σύρου έχει ανώγειο (σάλα, υπνοδωμάτιο και κουζίνα) και κατώγειο (κατάστημα, αποθήκη, στάβλος ή άλλος βοηθητικός χώρος). Ανώγειο και κατώγειο επικοινωνούν με εσωτερική απότομη σκάλα που συχνά κλείνει με καπάκι, την αποκαλούμενη «γκλαβανή».

Η Άνω Σύρος έχει κηρυχθεί προστατευόμενος ιστορικός οικισμός.

6. 4. Η λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική της υπαίθρου

Οι παλιές αγροικίες της συριανής υπαίθρου διασώζουν τα χαρακτηριστικά της λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Οι «θημωνιές» είναι αυτοτελείς αγροτικές εγκαταστάσεις με κατοικία, αποθήκες, στάβλο, αλώνι κλπ.

Η κατοικία αποτελείται από το «στεγάδι» (στεγασμένη αυλή) που περιβάλλεται από πεζούλα. Οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με σαρδελωτό σοβά και καταλήγουν στη στέγη στο λεγόμενο σαμάρι. Η οροφή φτιάχνεται από αργιλώδες μείγμα, το οποίο υποβαστάζεται από καλάμια ή σχιστόπλακες. Ανάμεσα στην άργιλο και την καλαμωτή μεσολαβεί συνήθως μια στρώση από ξερά φύκια, που λειτουργεί σαν φυσική μόνωση. Ας σημειωθεί ότι η στέγη αυτού του τύπου είναι κοινή σε όλα τα αγροτικά χωριά και στην Άνω Σύρο.

(Μαρία Μαυροειδή)

6. 5. Βιομηχανική αρχιτεκτονική

Η ανάπτυξη του βιομηχανικού κλάδου και επομένως η παρουσία βιομηχανικών κτηρίων στην Ερμούπολη ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα από το 1869 και εξής, όταν τα περισσότερα εργοστάσια μετατράπηκαν σε ατμοκίνητα. Την εποχή αυτή χτίζονται μνημειακά εργοστάσια και αποθήκες με επιμελημένη αρχιτεκτονική, για τις ανάγκες των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων των Συριανών. Η βιομηχανική και εμπορική ζώνη της Ερμούπολης εκτεινόταν στο νότιο άκρο της πόλης, από το Νεώριο μέχρι τις «Kαμάρες», τα υπολείμματα δηλαδή του εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας Yιών Λαδοπούλου. Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο νότιο και πιο απομακρυσμένο σημείο ήταν το Νέο Ναυπηγείο και τα βυρσοδεψεία, ενώ το αντίστοιχο βόρειο κατέλαβαν τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας. Πολλά από αυτά τα κτήρια σώζονται μέχρι και σήμερα παρουσιάζοντας ποικιλομορφία ως προς την κατασκευή τους, χαρακτηρίζονται ωστόσο από την απλή μορφή, την επιμελημένη τοιχοδομία και τα πολλά ανοίγματα. Τα περισσότερα από αυτά τα κτήρια είναι σήμερα εγκαταλελειμμένα και ανακαινίζονται για άλλες χρήσεις.

6. 6. Οι οικισμοί της Σύρου

Εκτός από την Ερμούπολη και την Άνω Σύρο, στο νησί υπάρχουν οικισμοί με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Στη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου και πριν από τη δημιουργία της Ερμούπολης, δεν υπήρχε άλλος σημαντικός οικισμός στο νησί, εκτός από την Άνω Σύρο. Το Πισκοπιό, η Ντελαγκράτσια, η Χρούσα διαμορφώθηκαν ως παραθεριστικοί οικισμοί των Ερμουπολιτών από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Από αυτούς, ο πιο γνωστός είναι η Ποσειδωνία ή Ντελαγκράτσια, που από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε το παραθαλάσσιο θέρετρο των Ερμουπολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδιαζόταν κάποια στιγμή να υπάρξει σιδηροδρομική σύνδεση της Ερμούπολης με την Ντελαγκράτσια. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στον οικισμό, που πήρε το όνομά του από την Madonna della Grazia, μια μικρή καθολική εκκλησία, εντυπωσιακές νεοκλασικές επαύλεις, με μεγάλους κήπους, που θυμίζουν αντίστοιχες της Κηφισιάς στην Αθήνα. Από τις πιο σημαντικές είναι των οικογενειών Ψιακή, Βαλμά με εντυπωσιακό πύργο, Τσιροπινά, Λαδοπούλου και Αράγκη. Στο κέντρο του οικισμού βρίσκεται η Λέσχη Ποσειδωνίας που λειτουργεί ως τις μέρες μας ως εντευκτήριο, καθώς και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που χτίστηκε το 1876, με βαρύτιμα ιερά σκεύη και εικόνες.

Το Επισκοπειό ή Πισκοπιό είναι η πιο κοντινή εξοχή στην Ερμούπολη, στην πλαγιά ενός λόφου με άφθονη βλάστηση και πλούσιες πηγές, και ο πρώτος παραθεριστικός προορισμός των κατοίκων της πρωτεύουσας του νησιού. Το όνομά του ο οικισμός τον οφείλει στην ερειπωμένη σήμερα εξοχική κατοικία του καθολικού επισκόπου. Στο Πισκοπιό υπάρχουν επιβλητικές επαύλεις του 19ου αιώνα, καθώς και η μονόκλιτη βασιλική του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του λόφου, που χτίστηκε το 1845.

Στη Χρούσα, την πευκόφυτη περιοχή με τις επαύλεις των Ερμουπολιτών του 19ου αιώνα, εντύπωση προκαλεί η διαμόρφωση του χώρου από Ιταλούς και Βιεννέζους γεωπόνους που κάλεσε γι' αυτόν τον λόγο ο δήμαρχος Ερμούπολης Δ. Παπαδάκης το 1862, όταν έχτισε την έπαυλή του. Ενδιαφέρουσα είναι η ερειπωμένη σήμερα έπαυλη του Δ. Βαφιαδάκη που βρίσκεται σε ένα κτήμα, το οποίο ήταν κάποτε πάρκο με κιόσκια, περιστεριώνα, βοτσαλωτά κ.ά. Το 1895 μάλιστα, η πρώτη τηλεφωνική γραμμή στη Σύρο συνέδεσε αυτήν την έπαυλη με την Ερμούπολη. Η Παρακοπή υπήρξε επίσης σημαντικό θέρετρο της εύπορης ερμουπολίτικης κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Τέλος, το Κίνι, ο Γαλησσάς, ο Φοίνικας και η Βάρη είναι ζωντανοί οικισμοί της Σύρου με τουριστικές υποδομές και ωραίες παραλίες που το καλοκαίρι φιλοξενούν μεγάλη τουριστική κίνηση.

(Βασιλική Σπυροπούλου)

7. Αστικοποίηση, εμπόριο και βιομηχανία

7. 1. Η δημιουργία της πόλης

Η Ερμούπολη δημιουργήθηκε από πρόσφυγες που ήρθαν από τη Σμύρνη, τη Χίο, τα Ψαρά, την Κάσο και την Κρήτη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάσταση στη δεκαετία του 1820.

Όταν έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες, υπήρχαν ελάχιστα κτίσματα στο λιμάνι. Το 1821-1822 χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια και το 1824 η πρώτη εκκλησία, η Μεταμόρφωση. Τα σπίτια άρχισαν σιγά-σιγά να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές δημιουργώντας συνοικίες από συντοπίτες (Υδραίικα, Βροντάδο από Χιώτες, Ψαριανά κλπ.). Στην πρώτη ατελή καταμέτρηση του πληθυσμού το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης έφταναν ήδη τους 13.800. Η πόλη απέκτησε το όνομα «Ερμούπολη» (πόλη του Ερμή), το οποίο φανερώνει την ανάπτυξη του εμπορίου, σε συνέλευση «παροίκων» το 1826.

Ο προσφυγικός αυτός οικισμός εξελίχτηκε γρήγορα σε πόλη και σημαντικό αστικό κέντρο στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου.

7. 2. Εμπόριο, ναυτιλία, βιοτεχνία

Οι νέοι κάτοικοι (Χιώτες έμποροι και τραπεζίτες, Ψαριανοί και Κασσιώτες ναυτικοί, Κρήτες και Χιώτες βυρσοδέψες και καραβομαραγκοί, Σμυρνιοί και Θεσσαλοί αρτοποιοί κ.ά.) έδωσαν νέα πνοή στο νησί.

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Σύρος αναδείχθηκε σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής. Αναπτύχθηκε το εμπόριο των υφασμάτων, του μεταξιού, των δερμάτων και των σιδερικών. Από το 1830 ιδρύθηκαν ασφαλιστικοί οργανισμοί, ενώ το 1845 εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.

Το 1834 κατασκευάστηκαν οι πρώτες Δημόσιες Αποθήκες Διαμετακομίσεως στην Ελλάδα.

Ως το 1860 περίπου, η Σύρος ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας.

Η βιοτεχνία αναπτύχθηκε παράλληλα με το εμπόριο. Ξεκινώντας από τη βυρσοδεψία (από 1828) και τη ναυπηγική, επεκτάθηκε στη σιδηρουργία, την ξυλουργική, την επεξεργασία τροφίμων (λουκουμοποιία, αλευροποιία), την κατεργασία δερμάτων (υποδηματοποιία κλπ.) και τέλος, την κλωστοϋφαντουργία.

Το 1856 ιδρύθηκε η πρώτη ελληνική ατμοπλοϊκή εταιρεία με έδρα την Ερμούπολη, η Ελληνική Ατμοπλοΐα, η οποία το 1861 ίδρυσε ναυπηγείο και σιδηρουργείο με τίτλο Νεώριο και Μηχανουργεία Σύρου.

Η περίοδος της εμπορικής και ναυτιλιακής άνθησης έληξε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Την περίοδο αυτή η ιστιοφόρος ναυτιλία παρακμάζει και η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώνεται, καθώς το λιμάνι του Πειραιά αποκτά πλέον την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό χώρο.

(Μαρία Μαυροειδή)

7. 3. Πολιτιστική ανάπτυξη

Η ακμή της Ερμούπολης συνδέεται επίσης με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Δημόσια και ιδιωτικά σχολεία φημίζονταν για το υψηλό τους επίπεδο. Το 1825 ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό στην Ερμούπολη από τους Γεώργιο Κλεόβουλο, Γρηγόριο Κωνσταντά και Φίλιππο Ιωάννου. Το 1830 άρχισε τη λειτουργία του το πρώτο δευτεροβάθμιο παρθεναγωγείο και λίγο αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου το 1834 εγκαινιάζεται το πρώτο Γυμνάσιο της Ερμούπολης, με γυμνασιάρχη τον Νεόφυτο Βάμβα (1833-1836). Συγχρόνως, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα καθολικά σχολεία της Άνω Σύρου, όπως η Σχολή των Καλογραιών του Ελέους και το σχολείο του Αγίου Ιωσήφ, το οποίο διαδέχτηκε η Σχολή των Φρερ.

Η πολιτιστική κίνηση επισφραγίστηκε με την ανέγερση του Δημοτικού Θεάτρου «Απόλλων» το 1864 και της Λέσχης Ελλάς (1862-1863). Παράλληλα σημειώθηκε πλούσια εκδοτική κίνηση με τη λειτουργία τυπογραφείων, την έκδοση βιβλίων και την κυκλοφορία τοπικών εφημερίδων.

Η Ερμούπολη αποτέλεσε κοιτίδα του νεοελληνικού διαφωτισμού, καθώς ανάμεσα στο προσφυγικό στοιχείο της νέας πόλης και κυρίως στους Χιώτες αντιπροσωπεύονταν οι προοδευτικότερες τάσεις του νεοελληνικού διαφωτισμού. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το πρώτο φιλολογικό μνημόσυνο του Αδαμάντιου Κοραή γίνεται στη Σύρο το 1833.

Προοδευτικά πνεύματα της εποχής όπως ο Ανδριώτης Θεόφιλος Καϊρης και η αδελφή του Ευανθία, από τις πρώτες λόγιες γυναίκες του νέου ελληνισμού, βρέθηκαν για μεγάλα διαστήματα στη Σύρο. Η τελευταία συνέγραψε εκεί το έργο «Νικήρατος», που ανέβηκε στο θέατρο της Σύρου από το θίασο Μαντζουράνη. Αυτή ήταν ενδεχομένως η πρώτη θεατρική παράσταση στην επαναστατημένη ελεύθερη Ελλάδα. Στη Σύρο δρουν σημαντικά ονόματα του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Γεώργιος Κλεόβουλος, ο εισηγητής της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στην Ελλάδα, που ίδρυσε στην Ερμούπολη το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο.

Αρκετοί εκπρόσωποι του Ρομαντισμού, της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και της νεότερης λογοτεχνίας της γενιάς του Μεσοπολέμου είχαν δεσμούς με τις Κυκλάδες, κυρίως με τη Σύρο. Σε αυτούς ανήκει ο Δημήτριος Βικέλας (1835-1908), συγγραφέας ενός από τα πιο σημαντικά ελληνικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, του «Λουκή Λάρα», πρωτοστάτης για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 στην Ελλάδα και ιδρυτής του «Σύλλογου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Σύγχρονος του Βικέλα και συμμαθητής του στο ιστορικό 1ο Γυμνάσιο Σύρου ήταν ο συγγραφέας του σατιρικού ιστορικού μυθιστορήματος «Πάπισσας Ιωάννας» Εμμανουήλ Ροϊδης, ένα από τα πιο φωτεινά και κριτικά πνεύματα του β΄ μισού του 19ου αιώνα στην Ελλάδα. Ο ποιητής Ιωάννης Γρυπάρης (1870-1942), σημαντικός εκπρόσωπος του παρνασσισμού και του συμβολισμού στην Ελλάδα και μεταφραστής των αρχαίων τραγικών, καταγόταν από τη Σίφνο και έδρασε ως επιθεωρητής της Μέσης Εκπαίδευσης στη Σύρο.

Ο κριτικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης Κωστής Μπαστιάς, γενικός διευθυντής από το 1937 του «Βασιλικού Θεάτρου», προδρόμου του Εθνικού Θεάτρου, και ιδρυτής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου.

Από τη Σύρο καταγόταν και η συγγραφέας και ποιήτρια Ρίτα Μπούμη- Παππά. Το 1930 ίδρυσε το περιοδικό «Κυκλάδες», που στα δύο χρόνια ζωής του συγκέντρωσε στις σελίδες του μερικά από τα πιο σημαντικά ονόματα του εποχής. Στα 1956 εξέδωσε τη μηνιαία «Εφημερίδα Ποιητών», περιοδικό που για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσίαζε κείμενα και στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες, με συνεργάτες κορυφαίους νέους ποιητές και νεοέλληνιστές.

Στη Σύρο πέρασε κάποια από τα παιδικά του χρόνια και ο εισηγητής και κύριος εκπρόσωπος της υπερρεαλιστικής ποίησης στην Ελλάδα Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), γόνος οικογένειας εμπόρων και εφοπλιστών με βάση τη Ρουμανία.

Ανάμεσα στα ονόματα που θητεύουν κατά το Μεσοπόλεμο σε αισθητικά ρεύματα όπως ο Καρυωτακισμός και ο Μποεμισμός ξεχωρίζουν ο Γιώργος Κυπραίος (1908-1968) και η Κατίνα Σιδέρη-Μπάϊλα (1906-1950).

Συριανή από καταγωγή ήταν και η Άννα Σικελιανού, η δεύτερη σύζυγος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, που καθιερώθηκε στο λογοτεχνικό χώρο μέσω των υποδειγματικών της μεταφράσεων.

Ο Συριανός ποιητικός συνωστισμός συνεχίζεται ως τις μέρες μας με τη νεότερη μεταπολεμική γενιά. Ανάμεσά τους ο ποιητής και συγγραφέας Μάνος Ελευθερίου, γνωστός και ως ποιητής των στίχων γνωστών και δημοφιλών τραγουδιών που μελοποίησαν μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος.

Στους νέους δημιουργούς ανήκει η ποιήτρια και πεζογράφος Λουκρητία Δούναβη, που με ευαισθησία αποτύπωσε τη ζωή της Άνω Σύρας στη δεκαετία του 1950.

(Εύα Κέκου - Μαρία Μαυροειδή)

7. 4. Η κοινωνία της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα

Η Ερμούπολη υπήρξε το πιο σημαντικό αστικό κέντρο του Αιγαίου στη διάρκεια του 19ου αιώνα, γεγονός το οποίο οφείλεται στη συρροή προσφύγων στο νησί στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και στη συνακόλουθη εμπορική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Μια εύρωστη κοινωνία διαμορφώθηκε, με πλούσια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα.

Οι έμποροι της Ερμούπολης, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων της πόλης, κατείχαν τις σπουδαιότερες θέσεις στην οικονομική και κοινωνική κλίμακα και δρούσαν με βάση τα εμπορικά-οικογενειακά δίκτυα. Από αυτούς, το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν Χιώτες, που ασχολούνταν με το μεγαλεμπόριο, και ακολουθούσαν οι Σμυρνιοί, των οποίων οι δραστηριότητες αφορούσαν κατά κύριο λόγο το μικρεμπόριο. Η συσσώρευση πλούτου στα χέρια τους αποτυπώνεται στην οικοδόμηση εντυπωσιακών κατοικιών τόσο μέσα στην Ερμούπολη όσο και στους παραθεριστικούς οικισμούς της Ντελαγκράτσια, της Χρούσας κ.ά., καθώς και στην υιοθέτηση της δυτικήςαστικής ενδυμασίας. Στη Λέσχη "Ελλάς" λάμβαναν χώρα ιδιωτικές δεξιώσεις, αποκριάτικοι χοροί αλλά και εμφανίσεις σημαντικών εκπροσώπων της καλλιτεχνικής ζωής. Συγχρόνως, η Λέσχη αποτελούσε χώρο προβολής και κοινωνικής καταξίωσης.

Η εμπορική τάξη της Ερμούπολης μονοπωλούσε την τοπική πολιτική εξουσία, σε πολλές περιπτώσεις με έντονο πολιτικό πάθος και φανατισμό. Δύο ομάδες διεκδικούσαν τη δημαρχία της Ερμούπολης, που αποτελούσε το επίκεντρο της τοπικής πολιτικής εξουσίας. Η μία ήταν η χιακή και η άλλη η "αντιχιακή", η οποία συσπείρωνε όλες τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες του νησιού. Η πολιτική αντιπαράθεση είχε μεταφερθεί και στο χώρο του εμπορικού επιμελητηρίου, στο οποίο υπερτερούσε το χιακό στοιχείο.

Την ίδια εποχή η Ερμούπολη γνωρίζει μεγάλη πνευματική άνθηση. Στην πόλη λειτουργούσαν λέσχες, φιλεκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι και καφενεία με μουσική. Θεατρικές παραστάσεις ανέβαιναν στη σκηνή του Απόλλωνα, ενώ πλούσια ήταν η εκδοτική δραστηριότητα, με την έκδοση πολλών βιβλίων και εφημερίδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1831, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη συριανή εφημερίδα "Η Ελληνική Μέλισσα", ως το 1900 είχαν εκδοθεί κατά καιρούς πάνω από 160 εφημερίδες.

Συγχρόνως, στην Ερμούπολη αναπτύχθηκε και μια "κουλτούρα λιμανιού". Το κοινωνικό της πλαίσιο απαρτιζόταν από ναυτεργάτες, ναυτικούς, βυρσοδέψες και άλλους επαγγελματίες. Σε αυτό το περιβάλλον είχαν θέση τόσο οι ιδιότυπες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς, όπως οι "κουτσαβάκηδες", όσο και η πορνεία. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τόσο αυτή η κουλτούρας, όσο και η πολύ διαφορετική από αυτή αστική "καλή" κοινωνία της Ερμούπολης, διαμορφώθηκε από την εισροή προσφύγων και μεταναστών από άλλες περιοχές και νησιά του Αιγαίου.

(Βασιλική Σπυροπούλου)

7. 5. Η νέα φάση: βιομηχανία

Η Ερμούπολη πέρασε σε μια νέα φάση και μέχρι το τέλος του αιώνα μετατράπηκε σταδιακά σχεδόν αποκλειστικά σε βιομηχανική πόλη. Δημιουργήθηκαν νέοι κλάδοι: αλευροβιομηχανία, υαλουργία, ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα, ενώ το κλείσιμο του 19ου αιώνα σήμανε τον προσανατολισμό της βιομηχανικής δραστηριότητας κυρίως στην κλωστοϋφαντουργία. Με το πλήθος των εργοστασίων (πάνω από 25) του κλάδου της βαμβακουργίας δεν είναι παράξενο που αποκάλεσαν την Ερμούπολη «ελληνικό Μάντσεστερ».

Το νέο κύμα προσφύγων το 1922 αναζωογόνησε με τη δημιουργικότητα, επιχειρηματικότητα, τεχνογνωσία και ειδίκευσή του τη βιοτεχνική και βιομηχανική δραστηριότητα της πόλης.

Στο τέλος του Μεσοπολέμου, όμως, πολλά εργοστάσια έκλεισαν και το λιμάνι νέκρωσε. Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί έπληξαν βαριά τη Σύρο. Η οικονομική παρακμή εντάθηκε στις μεταπολεμικές δεκαετίες, καθώς οι βιομήχανοι άρχισαν να μεταφέρουν τις επιχειρήσεις τους στον Πειραιά και αλλού. Μεταξύ 1951 και 1971 τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και η πόλη έχασε με τη μετανάστευση το 20% του πληθυσμού της. Το Νεώριο έκλεισε για τρία χρόνια και ξανάνοιξε το 1994.

Από τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε στροφή στην οικονομία του νησιού με κύριο άξονα τον τουρισμό και κύρια παραγωγική δραστηριότητα το Νεώριο.

(Μαρία Μαυροειδή)

     
 
 
 

1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον

2. Ιστορία

2. 1. Προϊστορικοί και Αρχαίοι χρόνοι

2. 2. Βυζαντινοί χρόνοι – Φραγκοκρατία – Οθωμανική περίοδος

2. 3. Νεότεροι χρόνοι

2. 4. Η Σύρος σήμερα

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

3. 1. Καστρί

3. 2. Χαλανδριανή

4. Μουσεία και αρχεία

4. 1. Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου

4 .2. Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης

4 .3. Ιστορικό Αρχείο Κυκλάδων

4. 4. Νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου

4. 5. Ιστορικό Αρχείο της Καθολικής Επισκοπής στην Άνω Σύρο

5. Λαϊκός πολιτισμός

6. Αρχιτεκτονική

6. 1. Μορφολογικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της Ερμούπολης

6. 2. Τα δημόσια κτήρια της Ερμούπολης

6. 3. Άνω Σύρος

6. 4. Η λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική της υπαίθρου

6. 5. Βιομηχανική αρχιτεκτονική

6. 6. Οι οικισμοί της Σύρου

7. Αστικοποίηση, εμπόριο και βιομηχανία

7. 1. Η δημιουργία της πόλης

7. 2. Εμπόριο, ναυτιλία, βιοτεχνία

7. 3. Πολιτιστική ανάπτυξη

7. 4. Η κοινωνία της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα

7. 5. Η νέα φάση: βιομηχανία

 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>