Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Συγγραφή : Λαμπαδά Δέσποινα (30/6/2008)

Για παραπομπή: Λαμπαδά Δέσποινα, «Τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10871>

Τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου (23/7/2009 v.1) Walls of Constantine (23/7/2009 v.1) 
 

1. Γενικά

Η χάραξη και ανέγερση νέων τειχών στην Κωνσταντινούπολη ήταν από τις πρώτες ενέργειες του Κωνσταντίνου που συνδυάστηκαν με την ίδρυση της νέας του πρωτεύουσας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε, σύμφωνα με τις πηγές, το έτος 328 και στα Πάτρια του ΨευδοΚωδινού η θεμελίωσή τους εμφανίζεται να συνδυάστηκε με επίσημη τελετή, και μάλιστα με τα εγκαίνια της πόλης.1 Ωστόσο, είναι πιθανό να ολοκληρώθηκαν τα τείχη μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Α΄ από κάποιον από τους άμεσους διαδόχους του. Από τα τείχη αυτά δε σώζεται σήμερα κανένα τμήμα και μόνο χάρη στις πηγές κατόρθωσαν οι μελετητές να προσδιορίσουν κατά προσέγγιση τη θέση τους, καθώς και εκείνη ορισμένων πυλών.

Το χερσαίο τείχος που χάραξε ο Κωνσταντίνος βρισκόταν, σύμφωνα με τις πηγές, 15 στάδια (γύρω στα 3 χλμ.) δυτικά του τείχους του Σεβήρου, οπότε το εμβαδόν της Κωνσταντινούπολης ξεπερνούσε αυτό του Βυζαντίου κατά τι περισσότερο από τρεις φορές.2 Φαίνεται ότι ο σχεδιασμός αυτός δεν ανταποκρινόταν στις τότε ανάγκες της πόλης και απαιτούσε κατά κάποιον τρόπο «δημογραφικό στοίχημα» του Κωνσταντίνου. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα αναπτύχθηκε γρήγορα· το 384-385, όπως φαίνεται σε ένα λόγο του Θεμιστίου, τα τείχη ορίζουν πλέον μια πραγματική πόλη, ένα συνεχή αστικό καμβά,3 ενώ λίγες ακόμα δεκαετίες αργότερα ο Θεοδόσιος Β΄ αναγκάστηκε να ανεγείρει νέο περίβολο χερσαίων τειχών για την προστασία της πόλης που συνέχιζε να επεκτείνεται. Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον η θέση του van Millingen, που θεωρεί ότι τα τείχη του Κωνσταντίνου σηματοδοτούν την αρχή του μετασχηματισμού της πόλης του Βυζαντίου σε Νέα Ρώμη.4

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ο Μέγας Κωνσταντίνος φρόντισε και για την ανέγερση θαλάσσιων τειχών, τουλάχιστον ως την συνοικία «τα Αρματίου» στον Κεράτιο και ως τον ναό του Αγίου Αιμιλιανού στην θάλασσα του Μαρμαρά.5 Εξάλλου, στο Πασχάλιο Χρονικό υπάρχει η αναφορά ότι το 439, επί Θεοδοσίου Β΄ δόθηκε εντολή «τα τείχη κύκλω γενέσθαι εν όλω τω παραθαλασσίω Κωνσταντινουπόλεως».6 Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Mango, κανείς λόγος δεν υπάρχει να αποδοθεί στον Κωνσταντίνο η ανέγερση θαλασσίων τειχών· χωρίς να παραβλέπει την μαρτυρία του Πασχαλίου χρονικού, εντούτοις παραθέτει μια σειρά λογικών αμφιβολιών για την ύπαρξη θαλασσίων τειχών ως και την βασιλεία του Θεόφιλου (829-842), στον οποίο τελικά αποδίδει και την ανέγερσή τους.7

2. Αρχιτεκτονικά και τοπογραφικά

2.1. Προσδιορισμός της θέσης του τείχους

Το τείχος σχημάτιζε ένα τόξο που ξεκινούσε στα βόρεια από τον Κεράτιο, ενδεχομένως λίγο δυτικότερα από τη σημερινή γέφυρα Atatürk, στην περιοχή Cibali, και κατέληγε στην ακτή του Μαρμαρά, αρκετά ανατολικότερα από τη μονή της Περιβλέπτου. Το τόξο της περιμέτρου διέτρεχε την κοιλάδα του ποταμού Λύκου, αφήνοντας αρκετά εκτός περιβόλου την κιστέρνα του Άσπαρος στο βορειότερο τμήμα του και την κιστέρνα του Μωκίου νότια του Λύκου, ενώ δεν περιλάμβανε ούτε την περιοχή που είναι γνωστή ως Εξακιόνιον. Στα γενικά αυτά στοιχεία συμφωνούν ο van Millingen, o Janin και ο Mango ως προς το σχεδιασμό τοπογραφικών χαρτών της Κωνσταντινούπολης (βλ. χάρτη).8 Για τον προσδιορισμό της θέσης του τείχους λαμβάνεται υπόψη αφενός η μαρτυρία του Ζωσίμου και αφετέρου μια αναφορά στη Notitia urbis Constantinopolitanae, διοικητικό έγγραφο της εποχής του Θεοδοσίου Β΄ που δίνει τις διαστάσεις της πόλης (Habet sane lognitudo urbis a porta aurea uoque ad litus maris directa linea pedum quattuordecim milia septuaginta),9 οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στο μέγεθος αυτής μετά την ανέγερση των θεοδοσιανών τειχών, οπότε εικάζεται ότι αναφέρεται στην πόλη εντός του κωνσταντίνειου περιβόλου.10

2.2. Πύλες

Στο τείχος ανοίγονταν βέβαια και κάποιες πύλες, για των οποίων τη θέση όμως επίσης δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ορισμένα ονόματα: Πύλη του Αγίου Αιμιλιανού, Αρχαία Χρυσή Πύλη, Πύλη Σατουρνίνου, Πύλη του Ξηρολόφου, Πύλη του Προδρόμου. Ανάμεσα στους διάφορους μελετητές της τοπογραφίας της Κωνσταντινούπολης υπάρχουν αρκετές διχογνωμίες ως προς την τοποθέτησή τους, τις οποίες εδώ θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε εν συντομία.

Πύλη του Αγίου Αιμιλιανού: Ο Janin11 την τοποθετεί στο νότιο τμήμα των τειχών, όπου θα εξυπηρετούσε την επικοινωνία της πόλης με τα παραθαλάσσια προάστια. Αλλά και στο Πασχάλιον Χρονικόν εμφανίζεται να είναι η νοτιότερη πύλη της Κωνσταντινούπολης και όριο των παλαιών τειχών.12 Μετά την οθωμανική κατάκτηση της δόθηκε, σύμφωνα με το van Millingen, το τουρκικό όνομα Daoud Pasha Kapi, που σημειώνεται στους τοπογραφικούς χάρτες.13

Χρυσή πύλη (αρχαία): Σίγουρα βρισκόταν βορειότερα από την προηγούμενη και ήταν η πύλη από την οποία διερχόταν η Μέση οδός, στα δυτικά του φόρουμ του Αρκαδίου. Σύμφωνα με τον Janin, βρισκόταν στην περιοχή που σημειώνεται στους τοπογραφικούς χάρτες με το τουρκικό όνομα Isa Kapi και ήταν γνωστή επίσης με τα ονόματα Πύλη του Ξηρολόφου και Πύλη του Σατουρνίνου.14 Με την ταύτιση αυτή συμφωνεί και ο Mango, ο οποίος μάλιστα ετυμολογεί την τουρκική ονομασία του βυζαντινού ναού και της όλης περιοχής από το όνομα «Πόρτα του Ιησού», εξαιτίας μιας παράστασης της Σταύρωσης που ενδεχομένως κοσμούσε την πύλη κατά την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Ταυτίζει επιπλέον την πύλη με την Porta antiquissima pulchra που σημειώνει ο Buondelmonti στο πανόραμά του γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα.15

Πύλη του Προδρόμου: Η πύλη είχε πάρει το όνομά της από την εκκλησία του Προδρόμου, κοντά στην οποία ανοιγόταν. Η ακριβής της θέση δεν έχει προσδιοριστεί και ο Janin θεωρεί ότι βρισκόταν στη νότια κατωφέρεια της κοιλάδας του Λύκου.16 Ο van Millingen από την άλλη πιστεύει ότι πρόκειται για άλλο όνομα της παλαιάς Χρυσής Πύλης.17

Πύλη του Αττάλου: Αν και ο Mango πιστεύει ότι πρόκειται για άλλο ένα όνομα της παλαιάς Χρυσής Πύλης,18 οι υπόλοιποι ερευνητές τη θεωρούν ξεχωριστή πύλη του κωνσταντίνειου περιβόλου. Σύμφωνα με το van Millingen, βρισκόταν στον έβδομο λόφο (Ξηρόλοφος),19 σε θέση που αντιστοιχούσε σε κάποια από τις πύλες του θεοδοσιανού τείχους που ανοίγονταν στο ίδιο ύψος. Ο Janin αντίθετα την τοποθετεί βορειότερα, στη βόρεια κατωφέρεια του ποταμού Λύκου.20 Στη θέση αυτή ο van Millingen υποστηρίζει την ύπαρξη μιας άλλης πύλης, της Πύλης του Πολυανδρίου, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.21 Η υπόθεση αυτή όμως δε φαίνεται τόσο πιθανή, καθώς είναι γνωστή η ύπαρξη μιας πύλης με αυτό το όνομα στο θεοδοσιανό χερσαίο τείχος και δεν υπάρχει στις πηγές καμία αναφορά σε παλαιότερη αντίστοιχη πύλη με αυτό το όνομα στον κωνσταντίνειο περίβολο.

Πύλη της Μελαντιάδος: Και για τη θέση αυτής της πύλης υπάρχουν αντιγνωμίες. Ενώ ο Janin και ο Mango τη θεωρούν πύλη του κωνσταντίνειου περίβολου, ο van Millingen και ο Schneider πιστεύουν ότι ανήκε στα θεοδοσιανά τείχη.22 Πειστικότερα πάντως φαίνονται τα επιχειρήματα του Janin, ο οποίος συν τοις άλλοις ανασκευάζει την υπόθεση του Schneider πάνω στο θέμα. Για την ακριβή της θέση όμως πάνω στο τείχος δεν υπάρχει βεβαιότητα. Ο Mango την ταυτίζει με την πύλη του Προδρόμου, ενώ ο Janin θεωρεί το όνομά της παραφθορά της ονομασίας «τα Μελτιάδου» και την τοποθετεί δυτικά της κιστέρνας του Αγίου Μώκιου, σε σχέση με τη συνοικία τα Μελτιάδου.

2.3. Τοιχοδομία και εμφάνιση

Ως προς την τοπογραφία, λοιπόν, αυτά είναι τα μόνα στοιχεία που μπορούν, αν και αβέβαια, να μας δώσουν μια κάποια εικόνα. Ως προς τον τρόπο δομής και την εμφάνιση των τειχών αυτών οι εικασίες είναι ακόμα επισφαλέστερες. Επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για έναν περίβολο που θα προστατευόταν κατά διαστήματα από πύργους, για τους οποίους πάντως δεν έχουμε πληροφορίες από καμία πηγή.23 Όσο για τον τρόπο δομής, η μόνη ένδειξη που έχουμε είναι το τμήμα τείχους που σώζεται λίγο πιο ανατολικά από τη στήλη του Κωνσταντίνου και ταυτίζεται με τμήμα του τείχους του Σεπτιμίου Σεβήρου·24 είτε είναι σωστή η ταύτιση είτε όχι, δεν παύει να είναι ένα δείγμα της τειχοδομίας στην Κωνσταντινούπολη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Είναι χτισμένο με πυρήνα από αργολιθοδομή και επένδυση εξωτερικά, και στις δύο όψεις, από ισόδομους λίθους. Πρόκειται για τεχνική που ακολουθεί το τυπικό ρωμαϊκό πρότυπο, με τη διαφορά ότι στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνταν κονία (pozzolana), η οποία ήταν εξαιρετικά ομοιογενής και ανθεκτική, σε αντίθεση με τη λιγότερο ομοιογενή αργολιθοδομή των βυζαντινών τειχών, όπου η συνοχή του τείχους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική επένδυση. Αυτό εξηγεί, κατά το Mango, και την παρεμβολή σειρών τούβλων κατά τακτά διαστήματα, οι οποίες ακριβώς ενισχύουν τη συνοχή τους.25 Η ίδια τεχνική θα χρησιμοποιηθεί αργότερα και στο θεοδοσιανό χερσαίο τείχος. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι και το τείχος του Κωνσταντίνου ήταν κτισμένο με τον ίδιο τρόπο και είχε παρόμοια εξωτερική εμφάνιση, ισόδομης τοιχοποιίας με λίθινους δόμους που διακοπτόταν κατά διαστήματα από σειρές κόκκινων τούβλων. Η διχρωμία αυτή δεν ήταν άγνωστη ήδη στη ρωμαϊκή τοιχοδομία, κορυφώνεται όμως στον κυρίως περίβολο του θεοδοσιανού τείχους της Κωνσταντινούπολης.26

3. Τα τείχη στη ζωή της πρωτεύουσας

Το χερσαίο τείχος του Κωνσταντίνου αποτελούσε, μαζί με τα τείχη που υπήρχαν στην ακτή της Προποντίδας πιθανότατα ήδη επί Σεβήρου, τη μοναδική άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά τον 4ο αιώνα.27 Η στρατιωτική παρουσία στην πόλη φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, με εξαίρεση τη φρουρά των σχολών στο Παλάτιο. Έτσι, στην επιδρομή των Γότθων το 378, και ενώ ο λαός της πόλης ζητούσε να εξοπλιστεί για να ενισχύσει την άμυνα, η προστασία της πόλης βασίστηκε στο τείχος της και σε επίστρατους Σαρακηνούς.28

Το τείχος του Κωνσταντίνου επιβίωσε, αν και δε γνωρίζουμε σε τι κατάσταση, μετά την ανέγερση των τειχών του Θεοδοσίου Β΄ τουλάχιστον μέχρι το 740, οπότε αναφέρεται η καταστροφή της πύλης του Αττάλου. Στο εξής, αφέθηκε πιθανότατα να καταρρεύσει σταδιακά και το οικοδομικό του υλικό χρησιμοποιήθηκε σε άλλες κατασκευές. Διατηρήθηκε όμως μέχρι το 150929 μία τουλάχιστον πύλη του τείχους πάνω στην οδό των θριάμβων. Σύμφωνα με την περιγραφή του Μανουήλ Χρυσολωρά σε μια επιστολή του, επρόκειτο για μια ευρεία πύλη κατασκευασμένη από μεγάλους μαρμάρινους δόμους, στην κορυφή της οποίας φαίνεται ότι υπήρχε κάποιο περιστύλιο ή στοά. Η πύλη αυτή, που πιθανότατα συνέχισε να παίζει κάποιο ρόλο σε τελετές και θριάμβους μέχρι το τέλος του Βυζαντίου, καταγράφεται το 15ο αιώνα από τον Κριστόφορο Μπουοντελμόντι στον περίφημο χάρτη του της Κωνσταντινούπολης με το όνομα Porta antiquissima pulchra.30

1. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.) (CSHB, Bonn 1832), σελ. 528· ΨευδοΚωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως Ι.55, Preger,  T. (ed.) (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975), σελ. 142-143.

2. Ζώσιμος, Ιστορία Νέα Β 30.4, Paschoud, F. (ed.) (Paris 1971), σελ. 92· Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της 324-451 (Αθήνα 2000), σελ. 39-40.

3. Θεμίστιος, Λόγ. 18.222c, Downey, G. – Norman, A.F. (eds) (Leipzig 1965).

4. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 15.

5. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 23-5. Tsangadas, C.P., Fortifications of Constantinople (East European Monographs 71, New York 1980), σελ. 34.

6. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.) (CSHB, Bonn 1832), σελ. 583.

7. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σελ. 25 και σημ. 12. Πρβλ. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της 324-451 (Αθήνα 2000), σελ. 130-1, σημ. 173: το παλαιότερο τείχος στην ακτή της Προποντίδας ενδεχομένως να πρέπει να αναχθεί στον Σεβήρο, ενώ στον Κεράτιο δεν πρέπει να υπήρχε τείχος πριν από τον Ηράκλειο.

8. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), χάρτης 1· Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), τοπογραφικός χάρτης· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σχέδιο II.

9. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 16, σημ. 3.

10. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 16-18.

11. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 247.

12. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (CSHB, Bonn 1832), σελ. 494: «Τὸ παλαιὸν τεῖχος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τουτέστιν ἀπὸ τοῦ καλουμένου Πετρίου ἔως τῆς πόρτας τοῦ Ἁγίου Αἰμιλιανοῦ, πλησίον τῆς καλουμένης Ράβδου».

13. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 32.

14. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 247.

15. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σελ. 24-25.

16. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 247.

17. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 21 και σημ. 4.

18. Mango, C., “The Triumphal Way of Constantinople and the Golden Gate”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 175.

19. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 29-30. Αποδίδει το όνομα της πύλης στο άγαλμα του Αττάλου, που μαζί με αυτό του Κωνσταντίνου κοσμούσαν την είσοδο. Τα αγάλματα καταστράφηκαν με το σεισμό του 740, καταστροφή που αναφέρεται από το Θεοφάνη σε σχέση με τις φθορές της στήλης του Αρκαδίου στον Ξηρόλοφο από τον ίδιο σεισμό.

20. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 247.

21. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 29.

22. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 247-248· Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 76, όπου την ταυτίζει με την πύλη της Πηγής· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σελ. 25.

23. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbaine et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 246.

24. Talbot Rice, D., The great palace of the Byzantine Emperors (Edinburgh 1958), σελ. 62, με εκτενή περιγραφή του εναπομείναντος τμήματος του τείχους.

25. Mango, C., Byzantine Architecture (London 1986), σελ. 9-10. Πρβλ.: Μπούρας, Χ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής 2. Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα (Αθήνα 1994), σελ. 30: «Ο γενικός χαρακτήρας […] πλησιέστατα προς την ρωμαϊκή παράδοση, ως προς μορφολογικά στοιχεία, οικοδομικούς τρόπους, αρχές της συνθέσεως».

26. Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 5.

27. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της 324-451 (Αθήνα 2000), σελ. 131, αν και ο Tsangadas, C.P., Fortifications of Constantinople (East European Monographs 71, New York 1980), σελ. 7, ακολουθώντας την άποψη του van Millingen, θεωρεί ότι το κωνσταντίνειο τείχος υπήρξε το μόνο τείχος της πόλης επί 80 χρόνια.

28. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της 324-451 (Αθήνα 2000), σελ. 127-129.

29. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IV-VI siècles) (Travaux et Mémoires Monographies 2, Paris 1985), σελ. 25.

30. Mango, C., “The Triumphal Way of Constantinople and the Golden Gate”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 175-176.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>