Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου)

Συγγραφή : Χατζοπούλου Δήμητρα (29/1/2008)

Για παραπομπή: Χατζοπούλου Δήμητρα, «Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10879>

Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου) (26/1/2012 v.1) Tekfur Sarayı (Palace of the Porphyrogennetus) (26/1/2012 v.1) 
 

1. Παρουσίαση του μνημείου

1.1. Ταυτότητα του μνημείου

Το Τεκφούρ σαράι, αποκαλούμενο και παλάτι του Πορφυρογέννητου, αποτελεί το τελευταίο χρονολογικά ανάκτορο της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης που έχει διασωθεί.1 Την περίοδο 1959-1965 στο κτήριο πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης και το 2006 εκτεταμένες επισκευές. Σήμερα έχει χαρακτηριστεί χώρος αρχαιολογικής σημασίας, τον οποίο μπορεί κανείς να επισκεφθεί παράλληλα με τα τείχη της πόλης και τη μονή της Χώρας. Η σημασία του κτηρίου είναι ξεχωριστή για την έρευνα, καθώς μας παρέχει στοιχεία για την αυτοκρατορική κατοικία της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου.

Η παράδοση συνδέει το μνημείο με το λεγόμενο παλάτι του Πορφυρογέννητου. Σε πηγές της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου γίνεται λόγος για κατοικία ενός πορφυρογέννητου που δεν κατονομάζεται. Πιο γνωστή είναι η ονομασία Τεκφούρ σαράι, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως από το 17ο αιώνα και εξής. Η προέλευσή της θα μπορούσε να είναι ελληνική (από την έκφραση «του κυρίου»), αρμένικη (από τη λέξη «thakauůr», που σημαίνει «βασιλεύς») ή τέλος περσική (από λέξη η οποία μεταφράζεται ως «ο φέρων το στέμμα»).2

1.2. Ιστορία του μνημείου

Αρχικά η ανέγερση του ανακτόρου τοποθετούνταν στο 10ο αιώνα, στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ΄ (Πορφυρογέννητου) (912-920/944-959). Αργότερα θεωρήθηκε κατοικία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τρίτου υιού του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1287), και η οικοδόμησή του τοποθετήθηκε μεταξύ των ετών 1261 και 1271, διάστημα κατά το οποίο ανακαινίστηκε το παλάτι των Βλαχερνών.3 Ωστόσο η τοιχοδομία και τα μορφολογικά του στοιχεία συνηγορούν υπέρ μιας οψιμότερης χρονολόγησης, στο 14ο αιώνα.

Κατά την Οθωμανική περίοδο το ανάκτορο έπαψε να χρησιμοποιείται ως κατοικία. Στα τέλη του 16ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως θηριοτροφείο των Οθωμανών σουλτάνων. Θεωρείται ότι το 18ο αιώνα εγκαταστάθηκε εκεί ένα εργαστήριο κεραμικής, λόγω ενός κλιβάνου που ανασκάφθηκε,4 το οποίο αργότερα λειτούργησε ως υαλουργείο. Το 19ο αιώνα ιδρύθηκαν στο χώρο καταλύματα για την εβραϊκή κοινότητα.

1.3. Θέση

Το Τεκφούρ σαράι βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία της παλιάς πόλης της Κωνσταντινούπολης, στο βόρειο πέρας των χερσαίων τειχών του Θεοδοσίου Β΄, στο ύψος της Ξυλοκέρκου (βλ. χάρτη, εικ. 1). Βόρεια του ανακτόρου ξεκινούσε το τείχος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), ενώ στα νότια το παλάτι εφαπτόταν με έναν πύργο της θεοδοσιανής οχύρωσης που επισκευάστηκε στο 12ο αιώνα.5 Η γειτνίασή του με το παλάτι των Βλαχερνών οδήγησε λανθασμένα ορισμένους μελετητές στην ταύτιση των δύο μνημείων.6

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

2.1. Εξωτερική όψη

Το παλάτι του Πορφυρογέννητου είναι ένα τραπεζιόσχημο τριώροφο κτήριο με περίβολο, το οποίο ομοιάζει ως προς τη γενική διάταξη με τη νότια πτέρυγα των παλατιών του Μυστρά, ενώ μορφολογικά θυμίζει αντίστοιχα κτήρια της Δύσης.7 Ανήκει στον τύπο της ακρόπολης-παλατιού, με ισχυρή οχύρωση. Μάλιστα η δυτική όψη του ανακτόρου, με τα ολιγάριθμα παράθυρα, ενισχυόταν με πύργο (εικ. 3) στη δυτική πλευρά της πύλης Ξυλοκέρκου, καθώς ήταν περισσότερο ευάλωτη στις εχθρικές επιθέσεις .8 Η τοιχοδομία του ανακτόρου αποτελείται από σειρές λαξευμένων ισόδομων λίθων, που εναλλάσσονται με τριπλές σειρές πλίνθων. Στα διβαθμιδωτά τόξα των παραθύρων εναλλάσσονται τεμάχια χρωματιστού μαρμάρου με τριπλές πλίνθους (εικ. 5 και 6).9

2.2. Εσωτερική διάρθρωση

Η εσωτερική διάρθρωση του μνημείου δε διασώζεται, οι θόλοι του ισογείου και τα δάπεδα των δύο ορόφων έχουν καταρρεύσει. Πληροφορίες γι’ αυτήν αντλούμε από τα σχέδια των C. Texier και W. Salzenberg.10

Στο ισόγειο έξι κίονες στήριζαν οκτώ ασπίδες και ένα στενό ημικυλινδρικό θόλο στην πίσω πλευρά, μέσω σφενδονίων.11 Η βόρεια πλευρά του ισογείου επικοινωνούσε με τον περίβολο, μέσω τεσσάρων τοξωτών ανοιγμάτων (εικ. 2). Τα τόξα στηρίζονταν σε έναν κεντρικό σταυρικό πεσσό, ο οποίος πλαισιωνόταν από δύο ζεύγη κιόνων και δύο ακραίες παραστάδες. Από τους δίδυμους κίονες σώζονται τα σχέδια δύο κιονοκράνων, τα οποία ήταν σε δεύτερη χρήση. Το τεκτονικό κιονόκρανο με τους ρόδακες χρονολογείται στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ το σύνθετο κορινθιακό κιονόκρανο ανάγεται στον 3ο με 4ο αιώνα.12

Ο πρώτος όροφος είχε τουλάχιστον τρία δωμάτια, όπως διαφαίνεται από τα σωζόμενα ίχνη των διαχωριστικών τοίχων. Η πρόσβαση στον όροφο γινόταν μέσω ενός κεκλιμένου επιπέδου από τον προμαχώνα του εξωτερικού οχυρώματος. Στη βόρεια όψη (εικ. 2) δημιουργούνταν αψιδώματα σε πλήρη αντιστοιχία με τα ανοίγματα του ισογείου. Τα τύμπανά τους διατρυπώνταν από μικρότερα τοξωτά παράθυρα.13

Ο δεύτερος, ξυλόστεγος, όροφος πρέπει να ήταν αδιαίρετος, με μία κόγχη για το θρόνο στο μέσον της νότιας πλευράς. Στη βόρεια όψη ανοίγονταν παράθυρα με διβαθμιδωτά τόξα, σε αναντιστοιχία με εκείνα των χαμηλότερων ορόφων.14 Δύο εξώστες διαμορφώνονταν στη νότια και την ανατολική πλευρά. Δεν είναι γνωστός ο τρόπος επικοινωνίας των δύο ορόφων.

2.3. Διακοσμητικά στοιχεία

Το Τεκφούρ σαράι παρουσιάζει κοινές διακοσμητικές τάσεις με μνημεία της Κωνσταντινούπολης του 14ου αιώνα, όπως ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, τα παρεκκλήσια του ναού της Παμμακαρίστου και της μονής της Χώρας.15 Κεραμοπλαστικό διάκοσμο φέρουν η βόρεια και η νότια όψη του παλατιού στα τύμπανα των τόξων, στις μεταξύ αυτών επιφάνειες και στο φαρδύ διάζωμα (εικ. 5 και 6). Σχηματίζονται ρόμβοι, ζατρικοειδή και σταυροί. Ενδεχομένως να υπήρχαν και ασπίδες με το σύμβολο των τεσσάρων Σίγμα, το θεωρούμενο από ορισμένους ως μονόγραμμα του οίκου των Παλαιολόγων. Ο διάκοσμος έχει χαρακτήρα επενδυτικό, με αποτέλεσμα να αποτοιχίζεται εύκολα.16 Στους εξώστες οι υδρορρόες απολήγουν σε μορφή λεοντοκεφαλής.17

1. Μπούρας, Χ.Θ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής Β΄: Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα (Αθήνα 1999), σελ. 404.

2. Υστεροβυζαντινές πηγές κάνουν λόγο για τον «οίκο του Πορφυρογέννητου», πρβλ. Κριτόβουλος Α. 27.3. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει και την ονομασία Τεκφούρ Σαράι ως τοποθεσία όπου στρατοπέδευαν τα τουρκικά στρατεύματα κατά την πολιορκία του 1453· βλ. van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 109, και Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248. Για την ετυμολογία βλ. van Millingen, A., ό.π., σελ. 109, και Meyer-Plath, B. Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 96.

3. Van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 110-113· Mango, C., “Tekfur Saray”, στο Kazhdan, A. (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (Oxford – New York 1991), σελ. 2.022· Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S. – Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248· Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 334-335.

4. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 250.

5. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248.

6. Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 96.

7. Βλ. Ορλάνδος, Α.Κ., «Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 3 (1937), σελ. 3-114, ιδ. σελ. 50 -51· Mango, C., “Tekfur Saray”, στο Kazhdan, A. (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (Oxford New York 1991), σελ. 2.022. Η δυτική αρχιτεκτονική είχε εισχωρήσει στο χώρο του Βυζαντίου ήδη από το 13ο αιώνα· βλ. Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 334· Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-Τουφάνο, Φ. (μτφρ.) (Αθήνα 1991), σελ. 551· Μπούρας, Χ.Θ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής Β΄: Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα (Αθήνα 1999), σελ. 404.

8. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 241· van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical sites (London 1899), σελ. 111· Mango, C., “Tekfur Saray”, στο Kazhdan, A. (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (Oxford New York 1991), σελ. 2.021. 

9. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248-249· Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-Τουφάνο, Φ. (μτφρ.) (Αθήνα 1991), σελ. 550.

10. Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 330.

11. Από τους κίονες σώζεται μόνο ένα θραύσμα των αρχικών κιονοκράνων, βλ. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248. Για τα λοιπά αρχιτεκτονικά στοιχεία βλ. Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 330, 333, και  Feld, O., “Zu den Kapitellen des Tekfur Saray in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 19-20 (1969-70), σελ. 359 -367.

12. Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 330, 333, και  Feld, O., “Zu den Kapitellen des Tekfur Saray in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 19-20 (1969-1970), σελ. 359 -367.

13. Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic,  S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248. 

14. Ορλάνδος, Α.Κ., «Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά», Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 3 (1937), σελ. 3-114, ιδ. σελ. 51· Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic,  S. – Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 248· van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 111· Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 330,

15. Βελένης, Γ.Μ., Ερμηνεία του Εξωτερικού Διακόσμου στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 165, σημ. 1· Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-Τουφάνο, Φ. (μτφρ.) (Αθήνα 1991), σελ. 551· Ahunbay, M.,“Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 249· Μπούρας, Χ.Θ., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής Β´: Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο, το Ισλάμ και την Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα (Αθήνα 1999), σελ. 404.

16. Βελένης, Γ.Μ., Ερμηνεία του Εξωτερικού Διακόσμου στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 163, 170· Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, Μαλλούχου-Τουφάνο, Φ. (μτφρ.) (Αθήνα 1991) σελ. 550· Ahunbay, M., “Tekfur Saray”, στο Curcic, S.  Χατζητρύφωνος, Ε. (επιμ.), Κωνσταντινούπολη, Τουρκία, Κοσμική Μεσαιωνική Αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια 1300-1500 και η Διατήρησή της (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 248-251, ιδ. σελ. 249· Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 330· van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 113.

17.  Στα σχέδια του Salzenberg οι υδρορροές παρουσιάζουν και άλλες μορφές ζώων, όπως κεφάλια αετών και κριαριών· βλ. Salzenberg, W., Altchristliche Baudenkmale von Constantinopel (Berlin 1854)· Mango, C., “Constantinopolitana”, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts 80 (1965), σελ. 330-336, ιδ. σελ. 333.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>