Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Φανάρι

Συγγραφή : Τσιλένης Σάββας (6/6/2008)

Για παραπομπή: Τσιλένης Σάββας, «Φανάρι», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11074>

Φανάρι (16/6/2009 v.1) Fanari (Fener) - προς ανάθεση 
 

1. Η εξέλιξη της περιοχής

«Το δε έξω του τείχους ήτο το εξωφάναρον». Με αυτή τη δική του φράση κλείνει την παραπομπή του Γεδεών ο καθηγητής Αθανάσιος Παπάς1 στην εργασία του για τη σημαντικότητα της θέσης του Φαναριού πριν από την εγκατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκεί, στις αρχές του 17ου αιώνα.2 Η φρασεολογία αυτή μας παραπέμπει σε πολεοδομικούς όρους σχετικούς με τη συγκρότηση των αστικών κέντρων κατά το Μεσαίωνα. Από τα τέλη του 15ου αιώνα, ο χώρος των πόλεων δεν ήταν απόλυτα οχυρωμένος και είχε μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με την ύπαιθρο που τον περιέβαλλε. Η τοπική οργάνωση των βυζαντινών αστικών κέντρων σε «κάστρο – χώρα – εξωχώρα» συνέχισε ν’ αποτελεί βασικό πολεοδομικό χαρακτηριστικό και στη μετέπειτα περίοδο.

Σε αρκετές περιπτώσεις πόλεων, ανάλογα με τη στρατηγική σημασία των θέσεών τους ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν καταληφθεί, οι πολεοδομικές ενότητες του κάστρου ή της περιτειχισμένης πόλης και της περιαστικής επέκτασης έξω από τα τείχη αντιστοιχούσαν σ’ ένα ισχυρό εθνικοθρησκευτικό διαχωρισμό, όπως π.χ. στη Ρόδο, τη Λευκωσία κ.λπ., όπου οι Εβραίοι τοποθετήθηκαν μετά το 1492 έξω από τα τείχη των πόλεων. Αυτή η αρχή δεν ίσχυσε εν μέρει στην περίπτωση της Πόλης, διότι Σεφαρδίτες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μπαλατά σε μια γειτονιά βορειοανατολικά από το Φανάρι, η οποία βρισκόταν εντός των τειχών, ενώ οι παλαιότεροι Εβραίοι κάτοικοι του Βυζαντίου, οι ελληνόφωνοι Ρωμανιώτες και οι τουρκόφωνοι Καραΐτες είχαν τοποθετηθεί στο Γαλατά.

Διακινδυνεύουμε μια υπόθεση σήμερα λέγοντας ότι το «Κάστρο των Πετρίων»,3 όπως αναφέρεται από το Μ. Νομίδη η περιτειχισμένη γειτονιά, ήταν τόπος εγκατάστασης του Πατριαρχείου όχι μόνο λόγω της ύπαρξης μιας μονής και ενός μικρού ναού, του μετέπειτα Αγίου Γεωργίου, αλλά και μεγάλου αριθμού οικοπέδων και οικοδομών που ήταν δυνατό να στεγάσουν με αρκετή ασφάλεια τις τάξεις του ανώτερου κλήρου και των αξιωματούχων της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αυτό ονομάστηκε αρχικά Φανάρι, ενώ το εξωφάναρο ήταν η ζώνη μεταξύ της ακτής του Κεράτιου και του τείχους. Εκεί αργότερα, κατά το 18ο αιώνα, κατασκευάστηκαν τα περίφημα λιθόκτιστα, τα κιαργκίρια (kârgir), των Φαναριωτών αρχόντων, τα μεγαλειώδη πέτρινα μέγαρα, επηρεασμένα εξωτερικά από τη φάση της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής της «εποχής της Τουλίπας» και εσωτερικά από την τουρκομπαρόκ διακόσμηση, στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. «Εδώ είναι οικίαι ευρύχωροι και κομψαί, χωριζομέναι από τα τείχη δι’ ευρείας οδού, και εκτεινόμεναι αι πλειότεραι μέχρι θαλάσσης, όπου πολλοί έκτισαν και μικρούς θερινούς οικίσκους, πλησίον της αποβάθρας της οικίας των […]. Εκτός των παραθαλασσίων οικημάτων, ανηκόντων εις αρχιερείς και άλλοτε περιφανείς Φαναριώτας, τα πλειότερα άλλα είναι μικρά και πάμπολλα σκοτεινότατα».4

Οι Φαναριώτες κατοικούσαν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην παραλιακή ζώνη, ενώ τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα των ενοριτών διέμεναν στις ενορίες του Μουχλίου και του Ποτηρά. «Το Μουχλίον κείται νοτιοδυτικώς του Φαναρίου, τουρκιστί δε λέγεται Κεραμίτ-Μααλεσσή» έγραφε το Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του 1906.5 Οι δύο αυτές ενορίες από το 1898 είχαν ενιαία σχολεία, τα Ηνωμένα Εκπαιδευτήρια Μουχλίου-Ποτηρά, δηλαδή ήταν ουσιαστικά μια πολεοδομική ενότητα, ασχέτως αν στεγαζόταν η Αστική των Αρρένων Σχολή με 220 μαθητές στην πρώτη και το Νηπιοπαρθεναγωγείο με 200 μαθητές και μαθήτριες στη δεύτερη γειτονιά. Όσον αφορά τη Μαράσλειο Αστική Σχολή, λειτούργησε το 1905 δίπλα στο Πατριαρχείο, για να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων που ζούσαν στα παράλια.

Η ακριβής οριοθέτηση του Φαναριού είναι αδύνατη διότι δεν αντιστοιχεί με κάποια διοικητική διαίρεση της Δημαρχίας του Φατίχ, στο οποίο υπάγεται, ούτε είναι μία γειτονιά. Ο Α. Παπάς αναφέρει, παραπέμποντας στην προ τριάντα πέντε ετών İstanbul Ansiklopedisi,6 ότι σήμερα η περιοχή περιλαμβάνει ολόκληρους τους μαχαλάδες του Αμπντί-σούμπασι και Ταλιμχανέ, και μερικούς δρόμους των μαχαλάδων Κασίμ Γκιουνανί, Κατίμπ Μουσλιχιντίν, Μολά-ασκί, Χιζίρ-τσαούς και Τέφκι-ι τζαφέρ. Προφανώς μια ακριβής αποτύπωση της πολεοδομικής εξέλιξης πρέπει να λάβει υπόψη τη χρονική στιγμή της χωροθέτησης και ανέγερσης των μεγάλων κτηριακών συγκροτημάτων στο χώρο έξω από το Πετρίο καθώς και την ακριβή οριοθέτηση των πυρίκαυστων ζωνών. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία για τις φωτιές που κατέστρεφαν από το 17ο αιώνα την ευρύτερη περιοχή του Φαναριού, με επικινδυνότερες και σημαντικότερες για τη σημερινή εικόνα του αστικού ιστού αυτές της 24ης Ιουλίου 1911, όπου κάηκε η κεντρική περιοχή του Μπαλατά, η οποία σχεδιάστηκε εξαρχής με νέο οικοδομικό ορθογώνιο κάνναβο, και του 1918 στο Τζίμπαλι.7

2. Ελληνορθόδοξος πληθυσμός

Τα δημόσια κοινοτικά κτήρια του Φαναριού, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και το Μαράσλειο, επέδρασαν με τον όγκο και τη θέση τους στην εικόνα της γύρω περιοχής και κατέστησαν τον τόπο αυτό θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού της Πόλης, όπως αναφέρει η ΜΕΕ,8 «το δ’ όνομα αυτής απέβη συνώνυμον προς την ορθόδοξον ελληνικήν εκκλησίαν και την πολιτικήν αυτής». Στα τέλη όμως του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους κατοίκους μετανάστευσαν στην αντιπέρα όχθη του Κεράτιου και το Φανάρι παρέμεινε έδρα μόνο της θρησκευτικής αρχής. Ήδη στο τέλος της δεκαετίας του 1880 δεν κατοικούσε στο Φανάρι η περίφημη «αριστοκρατία της Κωνσταντινουπόλεως».9 Ο Μανουήλ Γεδεών ονομάζει τους παλιούς Φαναριώτες «η φάλαγξ αύτη της ελληνογενούς ή ελληνοδιδάκτου αριστοκρατίας» (τα εισαγωγικά δικά του), που είχε ήδη διαλυθεί και σκορπιστεί το 1821, αλλά «ανεσχηματίσθη πάλιν και, νέα προσλάβουσα στοιχεία ζωής, παρέσχε τεκμήρια λαμπρά και συνέσεως διοικητικής και εμπειρίας πολιτικής, μέχρι προ εξήντα ή εξήντα πέντε ετών εν Φαναρίω διαιτωμένη»,10 δηλαδή μέχρι το 1860-1865. Προφανώς μιλά για τους νεοφαναριώτες, «αυτοί οι μετά το 1821 Φαναριώται, λιπόντες ημίν το Φανάριον και μακρόθεν επισκεπτόμενοι σήμερον αυτό», που ως τόπο κατοικίας τους είχαν επιλέξει το Σταυροδρόμι και τα ελληνικά χωριά του Βοσπόρου.

Είναι βέβαιο ότι μετά την Άλωση της Πόλης σε αυτή τη συνοικία κατοικούσαν ορθόδοξοι. Η μοναδική αναφορά για τους κατοίκους της συνοικίας βρίσκεται στις φορολογικές καταγραφές του 16ου αιώνα όπου αναφέρεται ότι η περιοχή διαχωριζόταν σε τέσσερις συνοικίες: Πόρτα του Φαναριού, συνοικία του Φαναριού του Τζινμπόζ (Mahalle-i Fanar-i Cinboz), συνοικία Κουλίκαρπε (Mahalle-i Kulikarpe) και συνοικία Σαβανόφορος (Mahalle-i Savanofros). Στη συνοικία Πόρτα του Φαναριού κατοικούσαν οι ψαράδες.11 Σε αυτή την περιοχή συνολικά κατοικούσαν 195 οικογένειες, από τις οποίες 42 ήταν από την κοινότητα της Τραπεζούντας, 26 από την Παλαιά Φώκαια, 14 Μυτιληναίοι και 45 ψαράδες.12

Έτσι για τον πληθυσμό του Φαναριού στον ύστερο 19ο αιώνα δεν μπορούμε παρά να έχουμε μια κατά προσέγγιση αποτίμηση του ελληνικού στοιχείου. Σύμφωνα με την απογραφή του 1885 στα δέκα δημοτικά διαμερίσματα της ευρύτερης περιφέρειας της πρωτεύουσας, ο αριθμός των Ελλήνων στο διαμέρισμα του Φατίχ ήταν 24.270 άτομα σε συνολικό πληθυσμό 114.545, ήτοι 21%.13

Κατά ενορίες της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, οι Έλληνες (σύμφωνα με αχρονολόγητη κατάσταση της ελληνικής πρεσβείας, βασισμένη προφανώς σε στατιστικά στοιχεία των ελληνορθόδοξων εκκλησιαστικών αρχών του 1907) κατανέμονται αφενός μεν κατά οικογένειες (σε παρένθεση οι άγαμοι), αφετέρου δε, σύμφωνα με άλλο υπολογισμό, σε απόλυτους αριθμούς, ως εξής:

Φανάρι: 650 οικογένειες (220 άγαμοι), 10.000 κάτοικοι

Μουχλίο: 170 οικογένειες (10 άγαμοι), 5.000 κάτοικοι

Ποτηράς: 140 οικογένειες (100 άγαμοι), 2.000 κάτοικοι

Τζιβαλίον: 500 οικογένειες (1.500 άγαμοι), 2.000 κάτοικοι

Μπαλατάς: 300 οικογένειες (50 άγαμοι), 2.000 κάτοικοι

Βαλίνου: 120 οικογένειες (50 άγαμοι), 2.000 κάτοικοι

Ξυλόπορτα: 200 οικογένειες (40 άγαμοι), 2.000 κάτοικοι

ΣΥΝΟΛΟ: 2.080 οικογένειες (1.970 άγαμοι), 25.000 κάτοικοι14

Πάντως, οι 25.000 κάτοικοι είναι εξωπραγματικό αριθμός. Εξάλλου στην περιφέρεια του Φατίχ ανήκαν και οι ενορίες Σαρμασίκι (2.000), Τοπ Καπού (1.500), Σαλματομπρούκ (1.500), Τεκφούρ Σεράι (1.500), Πύλη Αδριανουπόλεως (3.000) και Εγρί Καπού (2.000) που ανεβάζουν το συνολικό πληθυσμό του διαμερίσματος στους 36.500 κατοίκους.

Μετά το 1923 το Φανάρι έχασε τον ελληνικό του χαρακτήρα λόγω της εγκατάστασης πολλών Τούρκων προσφύγων. Για λόγους σύγκρισης, οι 960 ελληνορθόδοξες οικογένειες της περιοχής τη δεκαετία του 1950 μειώνονται σε 614.15 Αν δεχτούμε 5- 6 άτομα ανά οικογένεια, προκύπτει ένας πληθυσμός της τάξης των 3.000-3.500 κατοίκων. Σήμερα ελάχιστοι είναι οι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής που διαμένουν μόνιμα στο Φανάρι.

3. Πυρκαγιές και ανοικοδόμηση

Στο Φανάρι δεν καταγράφονται μεγάλες ζημιές το 19ο αιώνα από πυρκαγιές. Στις 12 Απριλίου 1861 μια μεγάλη πυρκαγιά στο Κιρεμίτ μαχαλεσί κατέστρεψε 300 σπίτια. Οι φλόγες, παρά τις προσπάθειες των τουλουμπατζήδων, έφτασαν μέχρι το Τσαρσαμπά παζάρι. Όμως το γεγονός που θα καθορίσει την εικόνα του Πατριαρχείου για τα επόμενα περίπου 50 χρόνια είναι η πυρκαγιά που έκαψε στις 21 Σεπτεμβρίου 1941 όλα τα ξύλινα κτήρια που βρίσκονταν κατά μήκος του νότιου τείχους, εκεί όπου στεγάζονταν τα κελιά των μοναχών, η πρωτοσυγκελία και οι πατριαρχικές αίθουσες. Γλίτωσε ο πύργος, η βιβλιοθήκη, το κτήριο του Μεικτού Συμβουλίου και το Ευγενίδειο. Ακόμη και το πάνω από το μαγειρείο λίθινο κτήριο του Κωνσταντίνου Ε΄ έχασε κατά την πυρκαγιά τα ξύλινα τμήματά του.16 Ο Αριστείδης Πασαδαίος, καθηγητής και αρχιτέκτων, σχεδίασε τα νέα κτήρια βγάζοντας την οικοδομική άδεια το 1987· με τη χορηγία του Παναγιώτη Αγγελόπουλου έχουμε σήμερα ένα άρτιο συγκρότημα, το οποίο ελάχιστα διαφέρει μορφολογικά από τα κτίσματα όπως είχαν διαμορφωθεί από τον Ιωακείμ Γ΄ το 1879 με σχέδια του Σ. Χρηστίδη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που καιγόταν το Πατριαρχείο. Το 1712 κάηκε η συνοικία Φαναριού και Πετρικαπίου, «αποτεφρώσας τον τε Πατριαρχικόν Οίκον και την Μεγάλην Εκκλησίαν, ην ο Ιερεμίας ο Γ΄ ανοικοδομεί εκ βάθρων, εν έτει 1720»17 και έπεται συνεχής καταγραφή παρόμοιων περιστατικών. Δεν είναι όμως στις προθέσεις μας η ανάλυση της αρχιτεκτονικής του Πατριαρχείου και του ναού του Αγίου Γεωργίου. Νομίζουμε πάντως ότι άξια μνείας είναι η τεκμηρίωση της εξέλιξης του κτηριακού συγκροτήματος από τον αείμνηστο Αριστείδη Πασαδαίο. Το βασικό που πρέπει να σημειώσει κανείς είναι ότι η αρχιτεκτονική κάθε πατριαρχικού κτηρίου διασώζει ένα δείγμα της ποικιλίας της ρυθμολογίας των διάφορων εποχών του Φαναριού αλλά και όλης της Κωνσταντινούπολης, από τον πέτρινο πύργο που στεγάζει το αρχείο και τη βιβλιοθήκη μέχρι το νεοκλασικό Ευγενίδειο που φιλοξενεί τα πατριαρχικά διαμερίσματα.

4. Βιομηχανικός εκσυγχρονισμός

Ήδη από το 19ο αιώνα η προσπάθεια του βιομηχανικού εκσυγχρονισμού και η δημιουργία αστικού κέντρου δυτικού τύπου ξεκινά στις όχθες του Φαναριού. Το 1834 στα ναυπηγεία δημιουργείται ελασματουργείο που επωφελείται από τη λειτουργία της πρώτης ατμομηχανής. Το 1835 έχουμε σιδηρουργείο, χυτήριο και πριονιστήριο/ξυλουργείο που επίσης λειτουργούν με τη βοήθεια του ατμού. Το 1887 κατασκευάζεται φούρνος χύτευσης σιδήρου και ξεκινά η κατασκευή καλουπιών. Έτσι αρχίζει η μεταστροφή της παραλιακής ζώνης σε τόπο εγκατάστασης βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Στο 1827, στο Εγιούπ ιδρύεται εργοστάσιο κατασκευής παλαμαριών και καραβόσχοινων, ενώ αργότερα εργοστάσιο κατασκευής φεσιών, στο Σούτλουτζε σφαγεία και στο Τζίμπαλι εγκαθίσταται η εταιρία εκμετάλλευσης των καπνών (Ρεζί). Σταδιακά η παραλιακή ζώνη χρησιμοποιήθηκε και για αποθηκευτικούς σκοπούς, ενώ οι κατοικίες εκτοπίστηκαν στο εντός των τειχών χώρο. Tη δεκαετία του 1930 η δημαρχία κάλεσε τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Ανρι Προστ από τη Γαλλία για να τακτοποιήσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την ανακήρυξη της Άγκυρας ως νέας πρωτεύουσας του κράτους. Ο Προστ εισηγήθηκε τη μεταφορά των βιοτεχνιών στις βορειοδυτικές όχθες του Κεράτιου.

Το 1984, επί δημαρχίας του Νταλάν, με την επιχείρηση διάσωσης του Κεράτιου, στη νοτιοδυτική πλευρά του χωροθετήθηκε μια τεράστια έκταση ως πάρκο αναψυχής και ξεκούρασης. Κατεδαφίστηκαν όλα τα βιομηχανικά κτήρια και δημιουργήθηκε μια ζώνη πρασίνου. Σύμφωνα με το Η. Sezgin, καθηγητή ιστορίας της αρχιτεκτονικής, με την επιχείρηση αυτή χάθηκαν 3 ή 4 φαναριώτικα σπίτια18 αλλά σώθηκαν περίπου 10. Νομίζουμε ότι τελικά καταστράφηκαν πολύ περισσότερα κτήρια, που δεν ανήκαν μόνο στο 18ο αιώνα. Πάντως, ο χαρακτήρας τους είχε αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα και είχαν τεράστιο κόστος αποκατάστασης, πράγμα που ισχύει σήμερα και για τα λαϊκότροπα νεοκλασικά του Φαναριού.

5. Οικιστική αρχιτεκτονική

Τα σπίτια της εποχής κατασκευάζονταν από ξύλο. Τα φαναριώτικα αρχοντικά όμως ήταν πέτρινες βαριές κατασκευές φτιαγμένες με το λιθοπερίκλειστο σύστημα της λιθοδομίας. Κάθε σειρά λίθου έχει ύψος 20-30 εκ., είναι δε αυτό ένα ασβεστούχο πέτρωμα της Θράκης που ονομάζεται κεφεκί ή κιουφεκί. Οι διαστάσεις των τούβλων είναι ακανόνιστες, το πάχος τους ποικίλλει ανάμεσα σε 3,5 και 4 εκ. και το μήκος τους ανάμεσα σε 22 και 35 εκ. Από πλευράς κατόψεων μοιάζουν με τα μονόχωρα οθωμανικά κτήρια των βιβλιοθηκών, των αναγνωστηρίων Κορανίου (Darülkurra) των δημόσιων σχολείων. Ο κύριος χώρος-κύτταρο διατηρεί το ίδιο σύστημα παραδοσιακής χωροθέτησης που παρατηρούμε τους προηγούμενους αιώνες, από το 15ο έως το 18ο αιώνα, ενώ τα ίδια στοιχεία υπάρχουν και στα καραβάν σεράγια και στους μεντρεσέδες. Τα κύρια δωμάτια αυτών των κτηρίων έχουν σχήμα τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο. Η καπνοδόχος τοποθετείται σ’ έναν από τους άξονες του χώρου. Πριν από την είσοδο στο δωμάτιο υπάρχει ένας βοηθητικός χώρος τύπου χολ, ο σοφάς, και μετά την είσοδο στο δωμάτιο υπάρχει ένας ημίκλειστος χώρος σαν προθάλαμος, που χωρίζεται νοητά από τον κυρίως χώρο με 2 ραδινές κολόνες. Το πάτωμα αυτού είναι υπερυψωμένο κατά ένα σκαλοπάτι. Αυτές οι ιδιαιτερότητες διατηρήθηκαν και στα ξύλινα σπίτια της Οθωμανικής περιόδου. Όπως και στις υπόλοιπες κατοικίες, υπάρχουν λίγα ανοίγματα προς το δρόμο και η ζωή εκτυλίσσεται στον τελευταίο όροφο. Τα παράθυρα έχουν καλοπελεκημένα πλαίσια και φέρουν ανακουφιστικά οξυκόρυφα τόξα ή λίθινα υπέρθυρα.

Εξωτερικά δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο χάρισμα. Αξίζει να παραθέσουμε τη μαρτυρία ενός Άγγλου, του Τόμας Χοπ, που υπηρέτησε το Νικόλαο Μαυρογένη στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. «Η έκπληξή μου έγινε μεγαλύτερη όταν είδα ότι αποβιβαζόμαστε σε μια χυδαία προκυμαία και ότι παίρνουμε ένα δρόμο στενό και ακάθαρτο. Η έκπληξή μου όμως έφθασε στο κατακόρυφον όταν φθάσαμε σε ένα σπίτι που, βαμμένο εξωτερικά με χρώμα σταχτί βαθύ, φαινόταν ότι θα έπεφτε από γηρατειά, γιατί δεν μπορούσαν να το επισκευάσουν, και μας είπαν ότι αυτό ήτανε το σπίτι του αυθέντου μου Μαυρογένη [...]. Εκείνο τα πανάθλιο σταχτί χρώμα και η εξωτερική εμφάνιση της μονότονης ξεπεσιάς στο κτήριο, που είνε η ίδια σε όλα, χωρίς εξαίρεσι, τα παλάτια του Φαναριού, έκρυβαν πίσω τους διαμερίσματα επιπλωμένα με όλην την λαμπρότητα της ανατολικής μεγαλοπρέπειας. Περσικοί τάπητες ξαπλωμένοι επάνω σ’ όλα τα πατώματα. Βελούδα της Τζένοβας να στολίζουν τους τοίχους. Χρυσά διχτυωτά να στολίζουν τις οροφές. Και αρωματικά πολύτιμα να καίνε και να μοσχοβολούν από δοχεία ασημένια. Μ’ άλλα λόγια παρετήρησα ότι η εξωτερική εκείνη ταπεινή εμφάνισις ήταν μονάχα φαινομενική. Μέσα στα σπίτια τους βρίσκονται κατάφορτοι από πλούσια γουναρικά και πολύτιμα καλύμματα (σάλια), από κομψοτεχνήματα και κοσμή­ματα κάθε είδους. Και όταν βγαίνουν έξω από τα σπίτια τους φορούν ενδύματα από υφάσματα χονδροειδή, με σκοτεινά χρώματα».19

Στο ισόγειο και στον 1ο όροφο διέμενε το υπηρετικό προσωπικό, ενώ τα ψηλότερα πατώματα έχουν προεξοχές που υποβαστάζονται από λίθινα υποστηρίγματα. Μέσα στα παραδοσιακά οθωμανικά σπίτια υπάρχουν κλειστές βεράντες, τις οποίες αποκαλούμε χαγιάτια ή λιακωτά. Η ίδια διαμόρφωση με κλιμακοστάσιο υπάρχει και σε σπίτια του Φαναριού. Οι κατασκευές αυτές χρονολογούνται μετά την Άλωση, διότι προηγουμένως δεν υπήρχαν κτήρια έξω από το θαλάσσιο τείχος. Τα πρώτα σπίτια εικονίζονται σε ένα χάρτη του Ματρακτσί Νασούχ του 16ου αιώνα. Ο τρόπος κατασκευής τους πάντως έχει επηρεαστεί από τη βυζαντινή κατοικία, αν και δε συναντούμε τέτοιες μεγάλου μήκους προεξοχές. Ο καθηγητής Νίκος Μουτσόπουλος20 θεωρεί τις προεξοχές των σπιτιών του Φαναριού μακρινό απόηχο των αντίστοιχων προεξοχών της Ύστερης Βυζαντινής εποχής, χωρίς όμως να το τεκμηριώνει επαρκώς. Πιθανώς στηρίζεται στα Αφιερωτήρια του Πορθητού (Fatih Vakfiyeleri), όπου αναγράφεται: «Στα ιερά αφιερώματά του (του Πορθητού) περιλαμβάνονται και άλλα 35 οσπήτια που είναι χτισμένα στον αιγιαλόν. Βρίσκονται έξω από τα κάστρα. Αυτά τα σπίτια που μνημονεύομεν είναι γνωστά με το όνομα Βαλικλήκ. Βρίσκον­ται αντικρύ της Πύλης του Τζουμπαλή, της Πύλης του Κυνηγού. Τα σπίτια αυτά τα χωρίζει από τα κάστρα ο δημόσιος δρόμος».21

Αντίθετα ο καθηγητής Η. Sezgin22 δέχεται ότι οι ιδιομορφίες στον τρόπο κατασκευής των σπιτιών ανάγονται σε παλαιότερες εποχές, αλλά διαπιστώνει την καθολικά διαφορετική διακόσμησή τους εσωτερικά, που είναι επηρεασμένη από το τουρκομπαρόκ του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Aν σήμερα τα παλιά αρχοντικά χρήζουν προστασίας και κάποια από αυτά αναπαλαιώνονται, θα πρέπει να μη λησμονηθούν τα υπολείμματα του τεράστιου κτηριακού συγκροτήματος του Σαραγιού του Δημήτριου Καντεμίρ που, ερείπιο σήμερα λόγω ιδιοκτησιακών προβλημάτων, θυμίζει τα κλέη άλλων εποχών.

Ένας παλιός Πολίτης πριν από 60 περίπου χρόνια είχε προβλέψει το μέλλον: «Η πολεοδομική δεν παίρνει από δισταγμούς. Προχωρεί για να παρουσιάση μια πόλι νεώτερη επάνω στην παληά και σύμφωνη με τις σημερινές συνθήκες της ζωής. Απαράλλαχτα όπως και όταν χτιζόταν η σημερινή επάνω στα ερεί­πια του άστεως του Βύζαντος. Τα θαλάσσια τείχη της δεν έχουν καμμίαν αρχαιολογικήν αξίαν, είπεν η πολεοδομι­κή. Ο χώρος τους χρειάζεται για την μεγάλην βιομηχανίαν. Και έτσι άρχισαν να πέφτουν τα παληά κτήρια».23 Σήμερα εξαφανίστηκε και η βιομηχανία· τη θέση της την πήρε το πράσινο, για να εξυπηρετήσει τις πολλαπλές ανάγκες του πληθυσμού που ασφυκτιά στα εναπομείναντα σπίτια μιας υπό αναβάθμιση γειτονιάς.

1. Πρώην μητροπολίτης Ηλιουπόλεως και Θείρων και τώρα Χαλκηδόνος.

2. Παπάς, Α., «Το Φανάρι μετά την εγκατάστασιν εν αυτώ του Πατριαρχικού Οίκου», Φανάρι 400 Χρόνια (2001), σελ. 53-63. «Το όνομα Φανάριον ανάγεται εις χρόνους παλαιότερους της αλώσεως, προέρχεται δε εκ του επί της αυτόθι βασιλικής αποβάθρας φάρου, όστις χρησίμευε προς φωτισμόν αυτής. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η συνοικία ανήκε εις την ΙΔ΄ ρεγιώνα της Κωνσταντινουπόλεως, περιελαμβάνετο δε εντός του μεγάλου παραθαλασσίου τείχους, του διήκοντος κατά μήκος της νοτίας ακτής του Κερατίου, μετά την σημερινήν λεωφόρον Βαλατά. Η ομώνυμος πύλη του Φαναρίου κείται μετά την του Πετρρίου, προ αυτής δε εκτείνεται μικρά προεξοχή εις την θάλασσαν του Κερατίου, σχηματίζουσα εκατέρωθεν δυο ορμίσκους, επί του βορειοτέρου των οποίων εκτείνεται η λεγομένη αποβάθρα του βασιλέως. Εις την αποβάθραν ταύτην κατέληγεν εσωτερικώς οδός άγουσα εις τα ανάκτορα των Βλαχερνών. Προς το μέρος του θαλασσίου τείχους και βορειοανατολικώς αυτού εξετείνετο και έτερον τμήμα της συνοικίας, καλούμενον ειδικώτερον Διπλοφάναρον». Βλ. Δασκαλάκις, Χ.Ε., «Φανάριον», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 23 (Αθήνα 1952), σελ. 815.

3. Νομίδης, Μ., Το Πετρίον του Κερατίου Κόλπου (Γαλατάς 1938).

4. Πασπάτης, Α.Γ., Υπόμνημα περί του Γραικικού Νοσοκομείου των Επτά Πύργων (Αθήναι 1862), σελ. 64-65.

5. Ανώνυμος, «Αι ενορίαι της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως», Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 190-211.

6. İstanbul Ansiklopedisi (İstanbul 1971), σελ. 5640, βλ. λ. “Fener Nahiyesi” (R.E. Kocu).

7. Cezar, M., Osmanlı başkenti İstanbul (İstanbul 2006).

8. Δασκαλάκις, Χ.Ε., «Φανάριον», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 23 (Αθήναι 1952), σελ. 815.

9. Κυφιώτης, Ι.Γ., Κωνσταντινούπολις και τα εκατέρωθεν του Βοσπόρου και Κερατίου Κόλπου προάστεια αυτής (Κωνσταντινούπολις 1879), σελ. 32. «Η συνοικία αύτη είναι ανέκαθεν ελληνική, εις την οποίαν άλλοτε κατώκει η Αριστοκρατία της Κωνσταντινουπόλεως».

10. Γεδεών, Μ.Ι., Φαναριώται μετά τους Φαναριώτας (Κωνσταντινούπολις 1920), σελ. 21-22.

11. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ’ Ημάς Ανατολή 2 (1994), σελ. 126.

12. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ’ Ημάς Ανατολή 2 (1994), σελ. 126. Ο συγγραφέας στον πίνακα με τίτλο «Κοινότητα Ρωμιών Μυτιληναίων», όπου παρουσιάζει τα ονόματα των Μυτιληναίων κατοίκων του Φαναριού, αναφέρει συνολικά 13 οικογένειες. Βλ. Γεράσιμος, Σ., ό.π., σελ. 134.

13. Σβολόπουλος, Κ., Κωνσταντινούπολη 1856-1908. Η ακμή του Ελληνισμού (Αθήνα 1994), σελ. 47.

14. Σβολόπουλος, Κ., Κωνσταντινούπολη 1856-1908. Η ακμή του Ελληνισμού (Αθήνα 1994), σελ. 47.

15. Σταματόπουλος, Κ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996).

16. Πασαδαίος, Α.Α., Ο Πατριαρχικός οίκος του Οικουμενικού Θρόνου, τόμος Α (Αθήνα 1995), σελ. 138-139.

17. Γεδεών, Μ., Ανέκδοτος εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου του Γ΄ (1727) εξ ανεκδότου κώδικος του Κριτίου (Κωνσταντινούπολις 1872), σελ. 17.

18. Ήδη πριν από 60 χρόνια ένας Πολίτης δικηγόρος, ο Μέντζος, έγραφε: «Ο πολεοδομικός οργασμός θα κρημνίση και άλλα πολλά. Ας μας επιτραπή να αφιεριώσουμε μερικές σειρές σ’ αυτούς τους μελλοθάνατους. Έτσι σαν τροπάρι τους επικήδειο. Μιλούμε εδώ για τα παλήα οικήματα, τα “τιτανόχτιστα” ή και “γκιαβκίρια” (λιθόκτιστα), όπως τάλεγαν άλλοτε, που βρίσκονται χτισμένα κατά μήκος του “αιγιαλού” του Κερατίου, έξω από τα θαλάσσια τείχη από το Ουν Καπάν έως τον Πάλαταν». Μεταξύ αυτών σημειώνει ότι ήταν τα οσπήτια «των ευκλεών εκείνων ανδρών Φαναριωτών, των υπέρ τους δύο αιώνας ευστόχως και εντέχνως την της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας έξω (εξωτερική) πολιτικήν διεξαγαγόντων, από του περικλεούς εκείνου πρώτου ερμηνέως (μεγάλου δραγομάνου της πόρτας) επί σουλτάνον Μεχμέτ Δ΄ και του αυστηρού υπάτου (μεγάλου βεζίρη) γέροντος Μεχμέτ Κιοπρουλού, Παναγιωτάκι Νικουσίου του Βυζαντίου, του τε γραμμα­τικού αυτού επομένως (μετά το Νικούσιο) δαιμονίου ανδρός Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου του εξ Απορρήτων (Μαχρέμι εσραρ του Κρά­τους) και καθεξής (των λοιπών μεγάλων δραγομάνων)», παραπέμποντας στον Πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄ τον από Σιναιού. Επίσης αναφέρει ότι εκεί κατοικούσαν οι Καντακουζηνοί, οι Καρατζάδες και ο Νικόλαος Μαυρογένης και ήταν τα μετόχια του Σινά και των Αγίων Τόπων, τα λεγόμενα Σιναΐτικο και Αγιοταφικό. Βλ. Μέντζος, Θ.Γ., «Τα “αρχοντικά οσπίτια” των Φαναριωτών», Τέχνη 1 (1944), σελ. 69-73· Αριστοκλέους, Θ.Μ., Κωνστάντιου Α΄[...] ελλάσσονες συγγραφαί (Κωνσταντινούπολις 1866), σελ. 448.

19. Βλ. Μέντζος, Θ.Γ., «Τα “αρχοντικά οσπίτια” των Φαναριωτών», Τέχνη 1 (1944), σελ. 69-73· Αριστοκλέους, Θ.Μ., Κωνστάντιου Α΄ [...] ελάσσονες συγγραφαί (Κωνσταντινούπολις 1866), σελ. 448.

20. Μουτσόπουλος, Ν., Η αρχιτεκτονική προεξοχή “To σαχνισί”. Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας (Θεσσαλονίκη 1988), σελ. 289-318.

21. Βλ. Μέντζος, Θ.Γ., «Τα “αρχοντικά οσπίτια” των Φαναριωτών», Τέχνη 1 (1944), σελ. 69-73· Αριστοκλέους, Θ.Μ., Κωνστάντιου Α΄ [...] ελάσσονες συγγραφαί (Κωνσταντινούπολις 1866), σελ. 448.

22. Sezgin, Η., «Tα πέτρινα σπίτια του Φαναρίου», Αρμός, τιμητικός τόμος για τον Νίκο Μουτσόπουλο, τόμος Γ (Θεσσαλονίκη 1991).

23. Βλ. Μέντζος, Θ.Γ., «Τα “αρχοντικά οσπίτια” των Φαναριωτών», Τέχνη 1 (1944), σελ. 69-73· Αριστοκλέους, Θ.Μ., Κωνστάντιου Α΄ [...] ελάσσονες συγγραφαί (Κωνσταντινούπολις 1866), σελ. 448.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>