Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Λεβαντίνοι στην Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Schmitt Oliver (14/12/2007)
Μετάφραση : Καραχρήστος Ιωάννης

Για παραπομπή: Schmitt Oliver, «Λεβαντίνοι στην Κωνσταντινούπολη»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11410>

Levantiner in Konstantinopel (4/12/2008 v.1) Λεβαντίνοι στην Κωνσταντινούπολη (28/5/2009 v.1) Levantines in Constantinople - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Ο όρος Λεβαντίνοι και η γένεση μιας εθνοθρησκευτικής ομάδας

Ο όρος «Λεβαντίνοι» μόλις το 19ο αιώνα έπαψε να αναφέρεται σε όλους τους μη μουσουλμάνους κατοίκους των λιμανιών της ανατολικής Μεσογείου, αλλά δήλωνε πλέον μόνο τους ρωμαιοκαθολικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από ευρωπαϊκές χώρες.

Οι Λεβαντίνοι διαφέρουν από τις άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ανήκουν σε μία συγκεκριμένη εθνότική ομάδα. Σε αντίθεση μάλιστα με τους ελληνορθόδοξους και τους Αρμένιους, δεν επιχείρησαν να διεκδικήσουν μια κοινή εθνοτική καταγωγή. Οι λίγες μάλιστα περιγραφές της συγκεκριμένης εθνοθρησκευτικής ομάδας που προέρχονται από Λεβαντίνους και χρονολογούνται μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα τονίζουν το μεικτό εθνοτικό της χαρακτήρα, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα πολύ διαδεδομένο κλισέ της ευρωπαϊκής δημοσιογραφίας εκείνης της εποχής. Έχοντας όμως ως αφετηρία τις πηγές, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε κριτικά απέναντι σε αυτή την εικόνα. Τα μητρώα των καθολικών ενοριών μάς προσφέρουν το υλικό που είναι απαραίτητο για να παρακολουθήσουμε τη γένεση αυτής της υπερεθνικής πληθυσμιακής ομάδας.

Η διαδικασία γένεσης των Λεβαντίνων διήρκεσε αρκετούς αιώνες και μάλιστα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ιδιαίτερα δυναμική. Πρόκειται για μια ομάδα που συγκροτήθηκε μόνο κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά, χωρίς να έχει παράλληλα και μια πολιτική και θεσμική υπόσταση. Και όμως, παρά το μειονέκτημα αυτό, αφού δε γινόταν μια συνειδητή προσπάθεια αφομοίωσης των νέων μεταναστών που έρχονταν από την Ευρώπη, στην πράξη επιδείκνυε μια αξιοσημείωτη ικανότητα ενσωμάτωσης.

2. Οι καθολικοί των νησιών και οι καθολικοί του Πέρα

Η διαδικασία γένεσης της συγκεκριμένης ομάδας είναι δυνατό να χωριστεί σε πολλές χρονικές περιόδους: Αρχικά υπήρχαν οι απόγονοι των Ιταλών, κυρίως Ενετών και Γενουατών, εμπόρων και αποίκων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Αιγαίου πριν από, κυρίως όμως μετά, την Δ΄ Σταυροφορία, και οι οποίοι παρέμειναν στο Λεβάντε και μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Ορισμένοι από αυτούς παρέμειναν ως Οθωμανοί υπήκοοι ή ως ξένοι με νομικά προνόμια, και κάποιοι άλλοι ως κάτοικοι των βενετοκρατούμενων μέχρι το 17ο αιώνα νησιών του Αιγαίου, με εξαίρεση την Τήνο που παρέμεινε υπό βενετική κυριαρχία μέχρι το 1718. Αυτός ο καθολικισμός, ανάμεικτος με ελληνικά πολιτισμικά στοιχεία, είχε πολύ μεγάλη επιρροή στη Χίο και τη Νάξο, κυρίως όμως στην Τήνο, τη Σύρο και τη Σαντορίνη· πολλά καθολικά μοναχικά τάγματα, από τους καπουτσίνους μέχρι τους λαζαριστές, δραστηριοποιούνταν στο Λεβάντε. Αυτούς τους εξελληνισμένους κατοίκους των νησιών θα τους ονομάζουμε στο εξής καθολικούς των νησιών, ώστε να διακρίνονται από τους καθολικούς κατοίκους της συνοικίας Πέρα της Κωνσταντινούπολης.

Ενώ οι καθολικοί των νησιών δε διέφεραν καθόλου από τους ορθόδοξους νησιώτες όσον αφορά στη γλώσσα και τον τρόπο ζωής τους και δραστηριοποιούνταν κατά κανόνα είτε στη ναυτιλία και την αλιεία, είτε ως τεχνίτες –συχνά πλανόδιοι– και γεωργοί, στο Πέρα κυριαρχούσαν οικογένειες που κατάγονταν από Γενουάτες πατρικίους και επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την ανατολική πολιτική των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων με την ιδιότητα του δραγουμάνου (μεταφραστή) των ευρωπαϊκών πρεσβειών ή, μέχρι την οριστική άνοδο των Φαναριωτών, ακόμα και της ίδιας της Υψηλής Πύλης. Είχαν συνδεθεί πολύ στενά μεταξύ τους μέσω γάμων και αποτελούσαν μια συμπαγή ομάδα, η οποία μάλιστα διεκδίκησε ακόμα και τίτλους ευγένειας σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Και αυτοί επίσης μιλούσαν ελληνικά και ακολουθούσαν τις συνήθειες των ντόπιων ως προς τα ήθη και την ενδυμασία.

Κατά τον ύστερο 17ο και κυρίως το 18ο αιώνα επήλθε μια πρώτη διεύρυνση της ομάδας των Λεβαντίνων, τόσο εξαιτίας της εμφάνισης των ναυτικών δυνάμεων της Αγγλίας και της Ολλανδίας, όσο και εξαιτίας της ενισχυμένης οικονομικής παρουσίας της Γαλλίας, που από το 16ο αιώνα είχε αναλάβει επίσημα το ρόλο του προστάτη των καθολικών της Ανατολής. Η διεύρυνση αυτή αφορούσε και στον αριθμό των μελών της ομάδας αλλά και στην εξάπλωσή τους στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Πέρα συνέχισε να αποτελεί το κέντρο των διπλωματικών δραστηριοτήτων των καθολικών, ενώ στη Σμύρνη κυριαρχούσε χωρίς αμφιβολία το εμπόριο. Γύρω στο 1800, οι Λεβαντίνοι του Πέρα και του Γαλατά συγκροτούσαν μια σχετικά μικρή κοινότητα που αριθμούσε 2.400 μέλη. Γύρω στο 1900, στο Γαλατά και στο Πέρα ζούσαν περίπου 60.000 Λεβαντίνοι και Ευρωπαίοι, δηλαδή περίπου το 3% του πληθυσμού. Αυτή η αύξηση είναι το αποτέλεσμα μιας μαζικής μετανάστευσης κυρίως από την Ευρώπη αλλά και από τα νησιά, από τη Μικρά Ασία και από την Εγγύς Ανατολή.

3. Οι καθολικοί μετανάστες

Το 19ο αιώνα συγχωνεύτηκαν μέσω γάμων οι καθολικοί μετανάστες από την Ευρώπη με τους καθολικούς μετανάστες από τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου –Δαλματούς, Μαλτέζους και Ιόνιους– και με τους καθολικούς ή ουνίτες Αρμένιους και Άραβες που μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, την καταδίωξη και την οικονομική ένδεια. Αυτή η διαδικασία συγχώνευσης διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα, ολοκληρώθηκε δηλαδή σε μεγάλο βαθμό μόλις το 1900. Τα μητρώα γάμων των καθολικών ενοριών δείχνουν ότι τα ποσοστά ενδογαμίας μεταξύ των καθολικών μεταναστών είναι υψηλά, διαφέρουν όμως ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευσή τους. Ειδικά οι μετανάστες που κατάγονταν από την Ανατολική Μεσόγειο, προπαντός οι Μαλτέζοι, συγκροτούσαν συμπαγείς συνομαδώσεις κοινής καταγωγής ακόμα και μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.

Οι λόγοι που οδηγούσαν τους Ευρωπαίους μετανάστες στον οθωμανικό χώρο του Αιγαίου ήταν ποικίλοι, γεγονός που διαφοροποιούσε και τις συμπεριφορές τους σε σχέση με την ενσωμάτωσή τους. Από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης η μετανάστευση λειτούργησε ως καθρέφτης της ευρωπαϊκής ιστορίας: τους Γάλλους βασιλικούς ακολούθησαν οι οπαδοί του Ναπολέοντα –μεταξύ τους και ο Savary, υπουργός αστυνομίας – για να ακολουθήσουν στη συνέχεια Πολωνοί και Ούγγροι μετανάστες και Ιταλοί καρμπονάροι, οπαδοί του Ματσίνι και γαριβαλδινοί. Συχνά επίσης η διαφορά μεταξύ των πολιτικών μεταναστών και των ανθρώπων με παραβατική συμπεριφορά ήταν αρκετά ρευστή.

Ο τύπος του τυχοδιώκτη αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της ανατολικής Μεσογείου που αξίζει να μελετηθεί σε βάθος. Σε τυπικές πόλεις-λιμάνια όπως ο Γαλατάς δεν πρέπει να υποτιμούμε τις διαρκείς πληθυσμιακές μεταβολές. Με την έναρξη της περιόδου του Τανζιμάτ βελτιώθηκαν οι συνθήκες ζωής των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα μεγάλωσε η ζήτηση για Ευρωπαίους ειδικούς που ανέλαβαν τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Αυτοί με τη σειρά τους, για να είναι σε θέση να ζουν σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές συνήθειες, οι οποίες είχαν πια υιοθετηθεί και από τους ντόπιους και κυρίως από τις μη μουσουλμανικές ελίτ, χρειάζονταν ένα μεγάλο αριθμό επαγγελματικά εξειδικευμένων μεταναστών, από κομμωτές μέχρι κατασκευαστές αμαξών. Η πλειονότητα αυτών των μεταναστών ήταν άνδρες, με την αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών να υπολογίζεται σε 5:1. Πολλοί από αυτούς παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και παντρεύτηκαν ντόπιες καθολικές. Κατ’ αυτό τον τρόπο Γάλλοι, Βρετανοί και Γερμανοί μετά από μία γενιά εντάσσονταν στην τοπική καθολική κοινότητα και αφομοιώνονταν πολιτισμικά μέσω του γλωσσικού τους εξελληνισμού.

Οι μετανάστες από τη νότια Ευρώπη, κυρίως από την Ιταλία, αφομοιώνονταν τόσο γρήγορα μέσω των γάμων, ώστε σε μια προξενική στατιστική του 1905 από την Κωνσταντινούπολη το 75% των κατόχων ιταλικού διαβατηρίου χαρακτηρίζονται ως Λεβαντίνοι. Μέχρι το 1900 είχε εξαλειφθεί πλήρως η πρακτική της ενδογαμίας που ακολουθούνταν στο πλαίσιο της καθολικής κοινότητας. Η υπεροχή των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες και η υποχώρηση της ιδεολογικής συνοχής που δημιουργούσε η καθολική εκκλησία οδήγησε στην επέκταση της γαμήλιας αγοράς στην ελληνορθόδοξη και την αρμένικη, σε μικρότερη έκταση ακόμα και στην εβραϊκή κοινότητα. Οι μεικτοί γάμοι αυξήθηκαν σημαντικά στις αρχές του 20ού αιώνα.

Με την ανάμειξη των Ευρωπαίων καθολικών, των κατοίκων του Πέρα και των καθολικών των νησιών με Άραβες και Αρμένιους καθολικούς, καθώς και με μετανάστες από την ανατολική Μεσόγειο και μέλη των μη μουσουλμανικών μιλλέτ, δημιουργήθηκε γύρω στα 1900 μια ομάδα η οποία είχε απολέσει κάθε έννοια καταγωγής και η οποία ακριβώς λόγω του καθολικού δόγματος διακρινόταν για τον εμφανώς ευρωπαϊκό τρόπο ζωής –ιδιαίτερα όσον αφορά στην υλική κουλτούρα (καταναλωτικά αγαθά, ενδυμασία και κατοικία) – και το ειδικό νομικό της καθεστώς.

4. Το νομικό καθεστώς των Λεβαντίνων

Αυτό το νομικό καθεστώς δεν αποτελούσε ιδιαιτερότητα των Λεβαντίνων, αφού και μέλη της ορθόδοξης, της αρμενικής και της εβραϊκής εθνοθρησκευτικής συσσωμάτωσης (μιλλέτ) μπορούσαν να ανήκουν σε διαφορετικές νομικές κατηγορίες. Οι Λεβαντίνοι όμως διέφεραν από αυτές τις ομάδες επειδή κατά κανόνα απολάμβαναν ένα προνομιακό νομικό καθεστώς. Οι Λεβαντίνοι ήταν καθολικοί που διέμεναν μόνιμα στον ισλαμικό κόσμο και επομένως έπρεπε να προσαρμοστούν στο ισλαμικό κρατικό και κοινωνικό μοντέλο. Το ισλαμικό δίκαιο διακρίνει τους μη μουσουλμάνους σε υπηκόους υποκείμενους σε φορολογία (zimmi) και σε ξένους που ήταν απαλλαγμένοι από εισφορές και οι οποίοι βεβαίως μπορούσαν να παραμείνουν στην ισλαμική επικράτεια μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (Harbis).

Ήδη από το 1453 οι Λεβαντίνοι ανήκαν και στις δύο αυτές κατηγορίες, αφού ο Μωάμεθ Β’ αντιμετώπιζε τους Γενουάτες, που μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης είχαν παραμείνει στο Γαλατά, ως Οθωμανούς υπηκόους που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο. Μόνο όσοι Γενουάτες έμποροι ήταν εγκαταστημένοι προσωρινά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λογίζονταν ως harbi, όπως ακριβώς και οι Βενετοί με τους οποίους ο Μωάμεθ Β’ υπέγραψε το 1454 μια εμπορική συμφωνία. Αυτή η σύμβαση λειτούργησε ως πρότυπο για μεταγενέστερες συμβάσεις που υπογράφτηκαν με τη Γαλλία, την Αγγλία την Ολλανδία, την Πρωσία, την Αυστρία και τη Σουηδία, και με τις οποίες συμβάσεις απονεμήθηκαν προνόμια σε harbi-Φράγκους, τα οποία κάτω από τη διπλωματική πίεση των ευρωπαϊκών δυνάμεων επεκτείνονταν διαρκώς και στις αρχές του 19ου αιώνα περιλάμβαναν τα εξής: φορολογική ατέλεια, δικαστική δικαιοδοσία των προξένων σε δικαστικές διαφορές μεταξύ ξένων και το 19ο αιώνα επίλυση των διαφορών μεταξύ Οθωμανών και ξένων από μεικτά δικαστήρια, γεγονός που δείχνει ότι οι ξένοι είχαν de facto εξαιρεθεί από το οθωμανικό νομικό σύστημα. Σύμφωνα πάντα με τα προνόμια που είχαν απονεμηθεί στους Λεβαντίνους, η σύλληψη ξένων από τις οθωμανικές αρχές επιτρεπόταν μόνο παρουσία ενός διπλωμάτη, ενώ προβλεπόταν και η προστασία της κατοικίας. Σύντομα η ισχύς αυτών των προνομίων επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλαμβάνει και τους Οθωμανούς υπηκόους - υπαλλήλους των ευρωπαϊκών προξενείων και πρεσβειών, εξέλιξη που προπάντων αφορούσε τους δραγουμάνους, πολλοί από τους οποίους ήταν Λεβαντίνοι. Αυτοί ως προστατευόμενοι μπορούσαν να μεταβιβάσουν, ακόμα και να κληροδοτήσουν αυτά τα προνόμια στις οικογένειές τους. Στο β΄ μισό του 18ου και στο α΄ μισό του 19ου αιώνα οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες μοίραζαν, ακριβέστερα πουλούσαν τέτοια μπεράτια και σε ραγιάδες (reaya) χωρίς να είναι διπλωμάτες. Σύμφωνα με την οθωμανική ορολογία των μπερατιών τα προνομιούχα αυτά πρόσωπα χαρακτηρίζονταν φερμανλήδες (fermanlı) ή μπερατλήδες (beratli). Πολλοί Λεβαντίνοι, ορθόδοξοι, Αρμένιοι και Εβραίοι ζιμμήδες (zimmi) κατείχαν τέτοια μπεράτια. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μοίρασαν γενναιόδωρα την προστασία τους και με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν ομάδες επιρροής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στο α΄ μισό του 19ου αιώνα όχι μόνο η απόκτηση, αλλά και η αλλαγή προστασίας ήταν εξαιρετικά εύκολη. Αυτή η εξέλιξη άνοιξε διάπλατα το δρόμο για μια τυχοδιωκτική συμπεριφορά: Επιτήδειοι ζιμμήδες μπορούσαν να αλλάζουν προστάτες ανάλογα με την επιρροή και την αυστηρότητα του νομικού συστήματος της εκάστοτε δύναμης. Δεν απολάμβαναν όμως όλοι οι Λεβαντίνοι παρόμοια προνόμια. Οι λεβαντίνοι ζιμμήδες –κατά κύριο λόγο καθολικοί των νησιών, καθώς και Άραβες και Αρμένιοι καθολικοί– δε συγκρότησαν μιλλέτ με αποτέλεσμα να μη διαθέτουν κάποια εκπροσώπηση, αναγνωρισμένη από την Υψηλή Πύλη. Επισήμως η καθολική εκκλησία δεν επιδίωκε να διατηρεί επαφές με την οθωμανική κυβέρνηση, αφού αυτό το ρόλο τον είχε παραδοσιακά αναλάβει η γαλλική πρεσβεία. Εξαιτίας της μετανάστευσης καθολικών ζιμμήδων από τη Μικρά Ασία και τον αραβικό κόσμο αλλά και της δημιουργίας του μιλλέτ των Αρμένιων καθολικών (1831) ανέκυψε το ζήτημα του νομικού καθεστώτος της συγκεκριμένης ομάδας. Το ζήτημα αυτό λύθηκε χάρη στις προσπάθειες του αποστολικού βικάριου της Κωνσταντινούπολης στην αρχή της δεκαετίας του 1840 με την ίδρυση μιας «Κοινότητας των Λατίνων ραγιάδων (reaya)» με επικεφαλής ένα βεκίλη. Πρόκειται για αξίωμα που αναλάμβαναν σχεδόν αποκλειστικά μέλη της οικογένειας Βαρταλίθη στην περιοχή Πέρα-Γαλατά.

Καθώς οι Λατίνοι ραγιάδες δεν ήταν οργανωμένοι σε μιλλέτ, η θέση τους ήταν εξαρχής αδύναμη και ως εκ τούτου τα μέλη τους προσπαθούσαν ακόμα να εξασφαλίσουν την προστασία κάποιας ευρωπαϊκής δύναμης. Άλλωστε, η διάσπαση των Λεβαντίνων σε harbi, προστατευόμενους και ζιμμήδες, παρεμπόδιζε την από κοινού πολιτική δράση της συγκεκριμένης εθνοθρησκευτικής ομάδας, αφού οι Λεβαντίνοι ούτε κατά διάνοια δεν κατάφεραν να αναπτύξουν πολιτικές πρωτοβουλίες σύμφωνα με το πρότυπο των άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων με μεγαλύτερη συνοχή όπως οι ελληνορθόδοξοι και οι γρηγοριανοί Αρμένιοι. Σε ατομικό επίπεδο επιδίωκαν την κοινωνικοοικονομική τους ανέλιξη μέσω της απόκτησης ευρωπαϊκών εγγράφων.

5. Η κοινωνική δομή των Λεβαντίνων

Η κοινωνική δομή των Λεβαντίνων άλλαξε σημαντικά το 19ο αιώνα εξαιτίας της γοργής αύξησης του πληθυσμού τους. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε προχωρήσει αρκετά η κοινωνική διαφοροποίηση της πάλαι ποτέ μικρής και συμπαγούς κοινότητας των καθολικών εμπόρων και δραγουμάνων: οι Λεβαντίνοι συγκρότησαν μια εμπορική αστική τάξη ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα και μιμούμενοι την υλική κουλτούρα και τον τρόπο ζωής των Γάλλων αστών πριν από τους Έλληνες και τους Αρμένιους.

Η ανάπτυξη του εμπορίου παρείχε σε πολλές φτωχές οικογένειες τεχνιτών και εμπόρων τη δυνατότητα κοινωνικής ανόδου, την ίδια στιγμή που οικογένειες παλιών δραγομάνων περνούσαν σε δεύτερη μοίρα, καθώς στο διπλωματικό πεδίο παραγκωνίζονταν από Ευρωπαίους διπλωμάτες καριέρας με εκπαίδευση ανατολιστή, όπως ήταν ο Hammer-Purgstall, ενώ η αριστοκρατική τους καταγωγή τους κρατούσε μακριά από το εμπόριο. Όπως συνέβη και στην περίπτωση της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, μερικές οικογένειες συνδέθηκαν με τους κοινωνικά ανερχόμενους έμπορους και τραπεζίτες. Πριν από τη διείσδυση των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών που σημειώθηκε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο και κυρίως μετά από τη Μεγάλη Κρίση του Ανατολικού Ζητήματος (1878), οι επονομαζόμενοι Τραπεζίτες του Γαλατά αποτελούσαν τον πυρήνα της οθωμανικής οικονομικής ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο η οικονομική ελίτ των Λεβαντίνων φρόντιζε να διατηρεί στενές επαφές με τους Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους τραπεζίτες της αυτοκρατορίας.

Στο β΄ μισό του 19ου αιώνα αυτή η ελίτ διευρύνθηκε με μετανάστες από την Ευρώπη, υψηλόβαθμους υπαλλήλους, αξιωματικούς, μηχανικούς, τραπεζίτες και μεγαλέμπορους, οι οποίοι όμως πολύ συχνά κράτησαν αποστάσεις από τα ανώτερα στρώματα των Λεβαντίνων, στάση που εκτός των άλλων αντικατοπτρίζεται και στην όξυνση του λόγου των Ευρωπαίων περί των Λεβαντίνων. Η μετανάστευση αυτή προκάλεσε και τη δημιουργία ενός μέχρι το 1800 ανύπαρκτου ακόμα μεσαίου στρώματος που περιλάμβανε εξειδικευμένους τεχνίτες, καταστηματάρχες, δασκάλους και νέους ελεύθερους επαγγελματίες όπως δικηγόρους, γιατρούς και δημοσιογράφους, και προσπαθούσε να ανταποκριθεί στην ανάγκη για υιοθέτηση ευρωπαϊκών προτύπων ζωής στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα κατώτερα στρώματα της εθνοθρησκευτικής ομάδας των Λεβαντίνων γνώρισαν επίσης μεγάλη αύξηση εξαιτίας της μετανάστευσης ενός ναυτικού προλεταριάτου, το οποίο τελικά αφομοιώθηκε και εξελληνίστηκε σε κάποιο βαθμό μέσω της στενής επαφής του με τα ελληνικά κατώτερα στρώματα. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν και σε σχέση με τα παραβατικά στρώματα ("υπόκοσμο") στο Πέρα και το Γαλατά, τα οποία γνώρισαν σημαντική αύξηση ειδικά κατά την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου.

6. Τα βασικά χαρακτηριστικά των Λεβαντίνων

Τα εθνοτικά, νομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά των Λεβαντίνων που παρουσιάστηκαν μέχρι στιγμής και τα οποία υπονοούν περισσότερο τις αρνητικές τοποθετήσεις παρά τα συνεκτικά στοιχεία, μας κάνουν να αναζητήσουμε αυτά ακριβώς τα βασικά χαρακτηριστικά της ομάδας των Λεβαντίνων: τι είναι αυτό που τους καθιστά ομάδα από τη στιγμή που δεν είχαν συγκροτήσει ένα μιλλέτ, αλλά πολιτικά και θεσμικά κινούνταν διαρκώς μεταξύ του οθωμανικού κράτους και των ευρωπαϊκών δυνάμεων; Καταρχάς το δόγμα, το γεγονός ότι ανήκαν στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, κάτι που τους διαφοροποιούσε από τους Αρμένιους και Άραβες ουνίτες και στα μάτια των Οθωμανών τους έκανε Φράγκους, οι οποίοι το 18ο και κυρίως το 19ο και τον 20ό αιώνα απολάμβαναν ένα υψηλό κοινωνικό status που τροφοδοτούνταν αφενός από το προνομιούχο νομικό τους καθεστώς και αφετέρου κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα από τη λειτουργία της ευρωπαϊκής κουλτούρας και του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής ως προτύπων για την οθωμανική κοινωνία. Σε μια κοινωνία όπως η οθωμανική, που ήταν οργανωμένη με βάση το θρήσκευμα, η πίστη αποτελούσε βασικό κριτήριο για τη θεσμική ένταξη του ατόμου και για την ταυτότητά του. Για μια μικρή ομάδα που για πολύ μεγάλο διάστημα δεν απειλούνταν μόνο από τους μουσουλμάνους, αλλά κυρίως από τους Ορθόδοξους και τους Αρμένιους, και η οποία ήταν υποχρεωμένη να διεκδικήσει όλες τις υπηρεσίες που της παρείχε το μιλλέτ των χριστιανών, το καθολικό δόγμα λειτουργούσε ως ένα ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο ταυτότητας.

Οι παλιές οικογένειες Λεβαντίνων1 εκδήλωναν μέχρι και αργά στον 20ό αιώνα εμφανώς την πίστη τους στην επίσημη εκκλησία, γεγονός που τους διαφοροποιούσε από τους μετανάστες που έφταναν από την Ευρώπη. Οι Λεβαντίνοι δεν εκδήλωναν τον καθολικισμό τους μόνο στις θρησκευτικές τελετές. Τα μέλη των παλιών οικογενειών και η ελίτ των νεότερων μεταναστών αναλάμβαναν τα σημαντικότερα αξιώματα στις περισσότερες κοσμικές αδελφότητες και τους καθολικούς συλλόγους που γνώρισαν μεγάλη άνθηση μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Στο Πέρα συγκεντρώθηκαν γύρω από την παλιά Comunità S. Anna οι σημαντικότερες οικογένειες δραγουμάνων, ενώ το 19ο αιώνα ιδρύθηκε η φιλανθρωπική ένωση Artigiana di Pietà, η οποία υποστηριζόταν από τον ίδιο το σουλτάνο και τους πρεσβευτές και λειτουργούσε ως πλαίσιο επικοινωνίας για τις ελίτ των Λεβαντίνων των Ευρωπαίων, ακόμα και των Οθωμανών χριστιανών υπηκόων. Αυτή η καθολική υποδομή περιλάμβανε επίσης και ένα καλά οργανωμένο σχολικό σύστημα, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και γηροκομεία, παρέχοντας έτσι στις ελίτ των Λεβαντίνων ένα ευρύ πεδίο κοινωνικής και φιλανθρωπικής δράσης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά αλλά και τα ντόπια πρότυπα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα παράλληλα ιδρύματα των Ελλήνων και των Αρμενίων.

Άλλος ένας συνεκτικός δεσμός με ιδιαίτερα μεγάλη σημασία ήταν οι συγγενικές σχέσεις. Οι περισσότεροι εξωτερικοί παρατηρητές συμφωνούν ότι όσον αφορά την έννοια της οικογένειας οι Λεβαντίνοι συχνά ήταν υπερβολικοί. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, και με την εξαίρεση των κατώτερων στρωμάτων, δεν παρατηρήθηκαν μεικτοί γάμοι σε σχέση με το θρήσκευμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι οικογένειες των δραγουμάνων και των εμπόρων να ακολουθούν μια κατευθυνόμενη γαμήλια πολιτική. Η γενεαλογική έρευνα μπόρεσε να ανασυγκροτήσει τα ιδιαιτέρως εκτεταμένα δίκτυα σχέσεων αυτών των ομάδων. Η συνεργασία στον επιχειρηματικό βίο και κυρίως όσον αφορά στον ανταγωνισμό με τους ελληνορθόδοξους, τους Αρμένιους και τους Εβραίους ήταν στενά συνδεδεμένη με τις οικογενειακές σχέσεις. Οι εμπορικοί οδηγοί της Κωνσταντινούπολης μας παρέχουν πολυάριθμα σχετικά παραδείγματα: θρησκεία, οικογένεια και επιχείρηση αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της ομάδας.

7. Οι επαφές με άλλες εθνοθρησκευτικές ομάδες

Παρά την έλλειψη θεσμικού πλαισίου, οι Λεβαντίνοι ήταν υπαρκτοί ως κοινωνική και οικονομική ενότητα και υπό αυτή την έννοια μπορούσαν να συγκριθούν με τα μιλλέτ των χριστιανών.

Εμφανίζονται στην κοινωνική και οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας ως μια ομάδα σαφώς διακριτή από τους εκτός αυτής ευρισκόμενους. Ειδικά στον επιχειρηματικό βίο και στο δημόσιο χώρο οι σχέσεις των Λεβαντίνων με κοινωνικά όμοιά τους μέλη των μη μουσουλμανικών ελίτ ήταν πολύ στενές: το χρηματιστήριο του Γαλατά, τα μεικτά δικαστήρια, τα εμπορικά επιμελητήρια, τα καζίνο που λειτούργησαν το 19ο αιώνα, τα νέα ευρωπαϊκά ξενοδοχεία, εστιατόρια, αίθουσες διαλέξεων και καφέ και τα πάρκα στο Πέρα λειτούργησαν ως χώροι επικοινωνίας των διαφόρων ελίτ. Στην κατώτερη πλευρά της κοινωνικής ιεραρχίας οι Λεβαντίνοι συναντούσαν μέλη των άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων σε καπηλειά, καφενεία, πανδοχεία και πορνεία του λιμανιού.

Η διάλυση της θρησκευτικά ομοιογενούς συνοικίας των Λεβαντίνων ήταν αποφασιστικής σημασίας για την εντατικοποίηση των επαφών μεταξύ των εθνοθρησκευτικών ομάδων. Οι κατάλογοι διευθύνσεων του Πέρα αποδεικνύουν ότι γύρω στο 1900 ούτε στο επίπεδο του δρόμου αλλά ούτε και της πολυκατοικίας υπήρχαν πλέον εθνοθρησκευτικοί διαχωρισμοί. Το αποφασιστικό κριτήριο ήταν πια η κοινωνική ένταξη. Έτσι σε δρόμους που κατοικούσαν μέλη των μεσαίων στρωμάτων ζούσαν Λεβαντίνοι, Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι υπάλληλοι και ελεύθεροι επαγγελματίες. Υπήρχαν ωστόσο κάποιες προτιμήσεις. Έτσι οι επαφές των ελληνόφωνων Λεβαντίνων με τους ορθόδοξους ήταν εντονότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες μεταξύ Λεβαντίνων και Αρμενίων, ενώ η κοινωνική απόσταση που χώριζε τους Λεβαντίνους από τους σεφαρδίτες Εβραίους ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με εκείνη που τους χώριζε από τους νεήλυδες Ασκεναζί από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους περισσότερο Ευρωπαίους.

Στην επικοινωνία τους με μέλη άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων οι Λεβαντίνοι απολάμβαναν ένα ιδιαίτερα υψηλό status ως φορείς της ευρωπαϊκής κουλτούρας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όμως σε καμιά περίπτωση δε θα τους χαρακτηρίζαμε κινητήριους μοχλούς του εκσυγχρονισμού της οθωμανικής κοινωνίας. Λειτούργησαν ως πρότυπα για την υιοθέτηση της υλικής κουλτούρας της Ευρώπης –κυρίως στη μόδα– αλλά οι φορείς των εξειδικευμένων γνώσεων στη διοίκηση, το στρατό, τη βιομηχανία, την εκπαίδευση κλπ. και οι κύριοι βηματοδότες του εκσυγχρονισμού ήταν οι νεήλυδες ειδικοί από την Ευρώπη οι οποίοι συμπεριφέρονταν συνειδητά ως Ευρωπαίοι και φρόντιζαν να διαφοροποιούνται αυστηρά από τους Λεβαντίνους.

8. Τα «παιχνίδια με τις ταυτότητες»

Οι Λεβαντίνοι, ως θεσμικά ανύπαρκτη ομάδα, αποτελούν παράδειγμα για μια εξαιρετικά εύκαμπτη και ευέλικτη προσαρμογή σε ένα γοργά εξελισσόμενο πολιτικό, νομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Αυτή όμως η ευελιξία δεν αφορά παρά μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας των Λεβαντίνων, δηλαδή τη στρατηγική της επικοινωνίας με τις ευρωπαϊκές και οθωμανικές αρχές από την εύνοια των οποίων εξαρτιόταν το προνομιακό νομικό καθεστώς των Λεβαντίνων. Ο πυρήνας της ταυτότητάς τους, ο οποίος αφορούσε την πίστη στη θρησκεία και στην ομάδα η οποία καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό με όρους συγγένειας, παρέμενε ανέπαφος σε μεγάλο βαθμό. Αυτή η εσωτερική νομιμοφροσύνη είναι δύσκολα ανιχνεύσιμη στις πηγές, επειδή έπρεπε να παραμείνει κρυφή και για τις αρχές, από τη γραφειοκρατική δραστηριότητα των οποίων προέρχονται και οι περισσότερες ειδήσεις για τους Λεβαντίνους. Τελικά θα πρέπει να διακρίνουμε τη συμπεριφορά της ομάδας από τις συμπεριφορές των μεμονωμένων ατόμων.

Για τις στρατηγικές των Λεβαντίνων σε σχέση με την ταυτότητά τους η Γαλλίδα ιστορικός Marie-
Carmen Smyrnelis χρησιμοποιεί τον όρο «παιχνίδι των ταυτοτήτων». Αυτό το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία των Λεβαντίνων μέσα και ανάμεσα σε δύο πολιτικά συστήματα ακριβώς μέσω της κατά το δυνατόν τέλειας αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων που τους παρείχαν αυτά τα συστήματα. Πλάι στα στοιχεία της εσωτερικής ταυτότητας των Λεβαντίνων –πίστη και συγγενικές σχέσεις– εμφανίζονται και παράγοντες όπως η σχέση τους με το χώρο και η γλώσσα. Η εσωτερική σχέση των Λεβαντίνων με το ζωτικό τους χώρο είναι αναμφισβήτητη, δεν ξεπερνά όμως τα όρια της συνοικίας ή το πολύ της πόλης στην οποία ήταν εγκατεστημένοι. Οι Λεβαντίνοι του Πέρα πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τις τύχες των Λεβαντίνων της Σμύρνης και αντίστροφα, και αυτό παρά τις συγγενικές και κοινωνικές σχέσεις που είχαν πιθανόν αναπτύξει. Αυτός ο τοπικός κατακερματισμός δεν ξεπεράστηκε ποτέ και εμπόδιζε τις όποιες διστακτικές προσπάθειες πολιτικής χειραφέτησης. Ο περίγυρος λοιπόν τους παρείχε απλώς τη δυνατότητα ανάπτυξης μιας τοπικής ταυτότητας και σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συστατικό χαρακτηριστικό του συνόλου της συγκεκριμένης εθνοθρησκευτικής ομάδας.

Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και με τη γλώσσα. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η πολυγλωσσία –κατά κανόνα ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά και τουρκικά– ήταν η συνήθης κατάσταση, παρότι, όσον αφορά στη σημασία και τη λειτουργία των γλωσσών, σημειώθηκαν αλλαγές στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έτσι, μετά το 1850 τα γαλλικά πήραν τη θέση των ιταλικών, της παλιάς καθομιλουμένης γλώσσας του Λεβάντε. Στην πραγματικότητα όμως η κατεξοχήν γλώσσα των Λεβαντίνων ήταν η τρέχουσα δημοτική ελληνική. Άλλωστε οι ελληνορθόδοξοι βρίσκονταν πιο κοντά στους Λεβαντίνους όσον αφορά στη γλώσσα και τη νοοτροπία απ’ οποιαδήποτε άλλη εθνοθρησκευτική ομάδα. Έντυπα κείμενα γραμμένα στα φραγκοχιώτικα (ελληνικά με λαττινικούς χαρακτήρες) χρησιμοποιούνταν ακόμα και για θρησκευτικούς σκοπούς. Εξάλλου αυτή την εκδοχή των ελληνικών χρησιμοποιούσαν και για τη σύνταξη ιδιωτικών επιστολών, τραγουδιών, ακόμα και συμβολαίων. Αυτή η γλώσσα, σε αντίθεση με την καθαρεύουσα που καλλιεργούσαν οι ορθόδοξες ελίτ, περιείχε αρκετούς νεωτερισμούς επειδή ήταν πολύ κοντά σε μια μοντέρνα και φροντισμένη δημοτική.

Μέχρι τη δεκαετία του 1860 η ομάδα των Λεβαντίνων με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν πιο πάνω αναπτύχθηκε χωρίς να αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα. Η ανάγκη επακριβούς καθορισμού της ταυτότητάς τους και της θέσης τους στο πεδίο του ανταγωνισμού μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των προστατριών ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν είχε ακόμα προκύψει. Η αλλαγή υπηκοότητας και σχέσης προστασίας ανάλογα με τα προσωπικά συμφέροντα του καθενός από αυτούς –είτε πρόκειται για θεσμικά είτε για επιχειρηματικά συμφέροντα– αποτελούσε συνηθισμένο φαινόμενο. Τελικά όμως οι Οθωμανοί μεταρρυθμιστές και οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες ήρθαν, κατ’ εξαίρεση, σε συνεννόηση για να μπορέσουν να ελέγξουν αυτή την οφθαλμοφανή κατάχρηση. Έτσι, το 1863 έθεσαν αυστηρούς περιορισμούς στο καθεστώς των προστατευμένων, το οποίο πια απονεμόταν αποκλειστικά σε Οθωμανούς υπαλλήλους που υπηρετούσαν στο διπλωματικό τομέα. Μάλιστα το καθεστώς της προστασίας ήταν αυστηρά προσωπικό και διαρκούσε μόνο για όσο διάστημα τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν τα καθήκοντά τους. Σε συνέχεια των παραπάνω η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήγαγε το 1869 τη δική της υπηκοότητα. Τα μέτρα αυτά υιοθετήθηκαν και από τις δύο πλευρές με στόχο να περιορίσουν τις γκρίζες ζώνες που υπήρχαν στο νομικό τους σύστημα και να περιορίσουν τη χωρίς υποχρεώσεις εκμετάλλευση των προτερημάτων που προσέφεραν τα δύο συστήματα. Ταυτόχρονα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επέκτειναν την ευρωπαϊκή αντίληψη περί εθνικού κράτους και στους ομοεθνείς τους που ήταν εγκαταστημένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και άσκησαν πίεση για εθνικοποίηση των «παροικιών» τους στο Πέρα και το Γαλατά, την ώρα που αυτές αναδιοργανώνονταν στο εσωτερικό τους μέσω της δημιουργίας εθνικού χαρακτήρα υποδομών (σχολεία, νοσοκομεία, εμπορικά επιμελητήρια, σύλλογοι διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου). Όποιος δε δήλωνε ξεκάθαρα την αποδοχή της νέας εθνικής ταυτότητας διέτρεχε τον κίνδυνο αποκλεισμού από την «παροικία» και υποβιβασμού στο καθεστώς του Οθωμανού υπηκόου, γεγονός που αποτελούσε σταθερά το μεγαλύτερο φόβο των Λεβαντίνων.

Το ίδιο αδύναμοι βρίσκονταν οι τελευταίοι απέναντι στην πιθανότητα αναθεώρησης των διομολογήσεων από τις οθωμανικές αρχές. Από τις μεταρρυθμίσεις της περιόδου του Τανζιμάτ δεν είχαν να περιμένουν κάτι θετικό, αφού κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού του κράτους και της κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό προνομίων που ήταν ζωτικής σημασίας για τους Λεβαντίνους. Επειδή τα μέλη της ελίτ των Λεβαντίνων κατείχαν κορυφαίες θέσεις στο πλαίσιο των εθνικών παροικιών, δεν ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν την προάσπιση των συμφερόντων της ομάδας συνολικά. Αυτή η έλλειψη ηγεσίας διευκόλυνε τη γοργά εξελισσόμενη διαδικασία της εξωτερικής εθνικοποίησης και αφομοίωσης των Λεβαντίνων από την εκάστοτε προστάτιδα δύναμη. Λίγο μετά το 1900 αυτή η αλλαγή επηρέασε και τις υπερεθνικές δομές της εκκλησίας. Η ταύτιση με το εθνικό κράτος ήταν ένα μήνυμα που είχε συγκεκριμένο σκοπό και μεταδιδόταν κάθε φορά ανάλογα με τους αποδέκτες του.

Όσον αφορά στην κοινωνικοπολιτισμική πραγματικότητα και την καθημερινή ζωή, η κατάσταση άλλαξε ελάχιστα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περιθώρια ελιγμών μεταξύ των δύο συστημάτων που παραδοσιακά διέθεταν οι Λεβαντίνοι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί: η αυστηρότερη νομοθεσία των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε σχέση με τα διαβατήρια έθετε πλέον ως προϋπόθεση για την απόκτηση υπηκοότητας κάποιας ευρωπαϊκής χώρας τη μόνιμη εγκατάσταση του ενδιαφερόμενου στη χώρα αυτή. Το καθεστώς της προστασίας δεν παρείχε πια προστασία από τις επεμβάσεις των οθωμανικών αρχών και η αλλαγή θεσμικού καθεστώτος ήταν πια σχεδόν αδύνατη εξαιτίας των αυστηρών ελέγχων όχι μόνο των οθωμανικών, αλλά και των ευρωπαϊκών αρχών.

Αργότερα, όταν υπό την εξουσία των Νεότουρκων η εθνοποιητική διαδικασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πέρασε σε μια αποφασιστική περίοδο κατά την οποία αναγγελλόταν η απομάκρυνση από τις εθνοθρησκευτικές κοινωνικές δομές, το τέλος των Λεβαντίνων ήταν πια ορατό. Τώρα καλούνταν να πληρώσουν το γεγονός ότι στο παρελθόν κινούνταν σταθερά ανάμεσα στα δύο συστήματα. Σε αντίθεση με άλλες ομάδες χριστιανών που ζούσαν στη Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως οι Ελληνορθόδοξοι, οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι, οι Βούλγαροι, ακόμα και οι Αρωμούνοι, οι Λεβαντίνοι δεν κατάφεραν να συγκροτήσουν το δικό τους έθνος. Αυτή η αδυναμία εξηγείται από την ενδιάμεση θεσμική τους θέση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των εκάστοτε προστατριών τους δυνάμεων. Άλλωστε τους έλειπαν και όλες οι ουσιώδεις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο: ένας ικανός αριθμός μελών, ένας περιχαρακωμένος γεωγραφικός χώρος, μια κοινή γλώσσα ή η δυνατότητα ανάπτυξης μιας εθνικής επίσημης γλώσσας, μια ηγετική ομάδα με την ικανότητα διατύπωσης πολιτικών αιτημάτων. Πέρα και πάνω απ’ όλα όμως τους έλειπε η θέληση να διαμορφώσουν το μέλλον τους εντός του οθωμανικού συστήματος.

Οι Λεβαντίνοι ήταν μια απολιτική ομάδα. Τα διαβατήρια και τα μπεράτια θεωρούνταν εγγύηση για την κοινωνική και οικονομική ευημερία της ομάδας και έτσι οι Λεβαντίνοι προτίμησαν να αποδεχτούν έστω και εξωτερικά τη νέα ταυτότητα που προπαγάνδιζαν οι προστάτες τους. Το καθεστώς των διομολογήσεων που προερχόταν από το Μεσαίωνα θεωρούνταν αναχρονιστικό στην εποχή των εθνικών κρατών και από τους Οθωμανούς και από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το ίδιο ξεπερασμένη φάνταζε στις αρχές του 20ού αιώνα η συγκρότηση της ταυτότητας των Λεβαντίνων με αποκλειστικά θρησκευτικά κριτήρια. Η διαδικασία κοινωνικού εκσυγχρονισμού αγνόησε τους Λεβαντίνους. Δεν τους κατάστρεψε, αλλά μάλλον τους άφησε να εξαφανιστούν ως ομάδα. Οι περισσότεροι Λεβαντίνοι δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα συνεχιζόμενα εμπόδια που τέθηκαν στην επαγγελματική δραστηριότητα των ξένων στην Τουρκία μετά το 1923, αλλά ούτε και την ξενοφοβία που χαρακτήριζε τη νομοθεσία της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας.

1. Χαρακτηριστικά ονόματα Λεβαντίνων το 1800: Arlaud, Beuf, Boyer, Castagne, Crespin, Dalmas, Dejean , Gravier (καταγόμενοι από τη Γαλλία). Για καθολικούς γεννημένους στα νησιά και την Κωνσταντινούπολη: Babacari, Ballari, Caro, Castelli, Corpi, Corpi-Giustiniani, Dapei, Dhamalà, Drossa, Gallici, Lapiera, Livadhari, Magnifico, Mamachi, Marcello, Marcopoli, Mazzolini, Peri, Privileggio, Rugieri, Salgani, Sari, Stefano, Timoni, Xanthachi.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>