Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Υαλουργία στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Παπαγεωργἰου Μεταξία , Καμάρα Αφροδίτη (11/9/2007)

Για παραπομπή: Παπαγεωργἰου Μεταξία, Καμάρα Αφροδίτη, «Υαλουργία στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11822>

Υαλουργία στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη (5/10/2007 v.1) Glass-working in Constantinople (13/5/2010 v.1) 
 

1. Η γραπτή τεκμηρίωση

Ο όρος υαλοψός, δηλαδή υαλουργός, καθώς και οι σχετικές με αυτόν ενασχολήσεις αναφέρονται ήδη σε πρώιμους βυζαντινούς κώδικες και αγιολογικές μαρτυρίες.1 Παρότι τα μεταγενέστερα κείμενα παραδίδουν λιγότερες πληροφορίες, επιβεβαιώνουν και αυτά την ύπαρξη υαλουργικής δραστηριότητας στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Πιο συγκεκριμένα, oΘεοδοσιανός Κώδικας (439) αναφέρει ανάμεσα σε άλλους τεχνίτες που απαλλάσσονται από τη φορολογία τους υαλουργούς,2ενώ ο Ιωάννης Μόσχος3 κάνει λόγο για ύπαρξη Ιουδαίων υαλουργών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Παύλος Σιλεντιάριος, αυλικός του Ιουστινιανού, περιγράφει λεπτομερώς στην Έκφραση της Αγίας Σοφίας4 τα πολυκάνδηλα που θα δέχονταν τους γυάλινους ουριάχους. Αναφορές αποκλειστικά για εργαστήρια υαλουργίας μέσα στην πόλη δεν υπάρχουν κατά την πρώιμη αυτή περίοδο. Ίσως και να μην υπήρχαν εντός της πόλεως, αν είχε ληφθεί υπόψη η μελέτη του αρχιτέκτονα Ιουλιανού από την παλαιστινιακή πόλη Ασκαλών, την οποία έγραψε μεταξύ 531 και 533 και σύμφωνα με την οποία τα εργαστήρια των υαλουργών πρέπει να βρίσκονται έξω από τις πόλεις για την αποφυγή πυρκαγιάς.5

Οι γραπτές πηγές για την υαλουργία της Μέσης Βυζαντινής περιόδου στην Κωνσταντινούπολη είναι πενιχρές. Το Επαρχικό Βιβλίο, που συντάχθηκε επί Λέοντος του Σοφού το 912, δεν αναφέρει συντεχνία υαλουργών στην πρωτεύουσα. Παρ' όλα αυτά τόσο η παραγωγή γυαλιού στην Κωνσταντινούπολη όσο και η ύπαρξη εργαστηρίου εντός της πόλεως κατά τη βυζαντινή περίοδο μαρτυρούνται στα Θαύματα της Αγίας Φωτεινής, όπου περιγράφεται φωτιά που ξέσπασε σε «εργαστήριον υελοψεστικόν», το οποίο βρισκόταν στο δρόμο που οδηγούσε από το Στρατήγιον στην Αγία Σοφία (εικ. 1), και δίνεται η πληροφορία ότι απλώθηκε και στην περιοχή των μεταλλουργών.6Οι υπόλοιπες πληροφορίες που μας έχουν παραδοθεί βρίσκονται σε διάσπαρτους απογραφικούς καταλόγους, τυπικά μονών και νοταριακά κείμενα, που παραθέτουν μεταξύ άλλων και γυάλινα αντικείμενα ως μέρος του εξοπλισμού ενός μοναστηριού ή μιας μεσοαστικής κατοικίας.7

2. Οι ανασκαφικές μαρτυρίες

2.1. Γυάλινα ευρήματα στον Άγιο Πολύευκτο (Saraçhane)

Η εκκλησία του Αγίου Πολύευκτου βρισκόταν σε μια από τις σημαντικότερες οδικές αρτηρίες της Κωνσταντινούπολης, τη Μέση, και σύμφωνα με τους ανασκαφείς εφαπτόταν στο παλάτι της Ιουλιανής Ανικίας.8Παρότι τα ανασκαφικά δεδομένα από το Saraçhane γενικά παρουσιάζουν χρονολογικά κενά, αποτελούν μέχρι στιγμής το πιο πειστικό δείγμα υαλουργικής δραστηριότητας στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

Τα ευρήματα του 6ου και του 7ου αιώνα αποτελούνται κυρίως από αγγεία πόσεως και λυχνίες, ενώ δεν λείπουν και θραύσματα υαλοπινάκων. Τα υπόλοιπα γυάλινα αντικείμενα χρονολογούνται στον 11ο, 12ο και 13ο αιώνα και συμπεριλαμβάνουν, εκτός από τα προαναφερθέντα προϊόντα, και θραύσματα διαφόρων τύπων βραχιολιών.

Πιο συγκεκριμένα, τα γυάλινα αγγεία που χρονολογούνται στον 6ο και 7ο αιώνα εκπροσωπούνται από ποτήρια του κρασιού που στηρίζονται σε πόδι και απολήγουν σε δισκοειδή βάση. Είναι απλά, ακόσμητα και διαφανή, με απαλή πράσινη ή κιτρινωπή απόχρωση. Ο τύπος αυτού του αγγείου πόσεως βρίσκεται παράλληλα τόσο στο Αιγαίο όσο και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, επομένως δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα τοπική παραγωγή γυάλινων αντικειμένων. Αυτή τεκμηριώνεται μάλλον από τα σημαντικά, από ποσοτικής άποψης, ευρήματα, τα οποία αποτελούν καντήλες και λυχνίες με τρεις λαβές.9

Στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους ανήκουν επίσης και θραύσματα ορθογώνιων υαλοπινάκων σε διάφορες απαλές αποχρώσεις του κίτρινου, του λαδοπράσινου και του γαλάζιου. Ήταν κατασκευασμένοι με τη μέθοδο του κυλίνδρου, γνωστή ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους.10

Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό μεσοβυζαντινών γυάλινων ευρημάτων από τον Άγιο Πολύευκτο χρονολογείται με βεβαιότητα στην εξεταζόμενη περίοδο. Απ' ό,τι φαίνεται, οι κυρίαρχοι τύποι αγγείων εξακολουθούν να είναι τα ποτήρια κρασιού και οι καντήλες, τα οποία μοιάζουν τώρα τόσο ώστε ο διαχωρισμός τους γίνεται με δυσκολία. Η βασική διαφορά με την προηγούμενη περίοδο έγκειται στην εγκατάλειψη της κιτρινωπής απόχρωσης των αγγείων, που εκτείνεται και στον τομέα των μεσοβυζαντινών υαλοπινάκων, τα χρονολογημένα με βεβαιότητα δισκοειδή δείγματα των οποίων είναι κατασκευασμένα με φύσημα του γυαλιού σε δίσκους.11

Τα υπόλοιπα στοιχεία, ακόμα και τα δύο επισμαλτωμένα θραύσματα αγγείων που έχουν έρθει στο φως, είναι μοναδικά, και κατά συνέπεια δεν βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη θέση της Κωνσταντινούπολης στον τομέα της υαλουργίας αυτής της εποχής.

2.2. Μονή Παντοκράτορος-Μονή Χώρας: οι χρωματιστοί υαλοπίνακες

Στις ανασκαφές των ναών Παντοκράτορος (Zeyrek Camii) και Χώρας (Kariye Camii) στην Κωνσταντινούπολη αποκαλύφθηκαν χρωματιστoί υαλοπίνακες (vitraux) που δημοσιεύθηκαν από τον Arthur Megaw το 1963 (εικ. 2).12 Η πρώτη ομάδα υαλοπινάκων έχει χρονολογηθεί περίπου στο 1126, ενώ η δεύτερη δέκα με είκοσι χρόνια νωρίτερα.

Κοντά στα γυάλινα ευρήματα του ναού του Παντοκράτορα βρέθηκαν ελάσματα μολύβδου, διατομής σχήματος Η, όπου τοποθετούνταν τα τζάμια που διακοσμούνταν με ολόσωμες φιγούρες (εικ. 3). Μολύβδινοι ιμάντες θα πρέπει να συνέδεαν τα πλαίσια των παραθύρων με τους υαλοπίνακες. Αυτά τα ευθύγραμμα θραύσματα γυαλιού φαίνεται ότι είχαν χυθεί σε δίσκους για να κοπούν στη συνέχεια στα επιθυμητά σχήματα του σχεδίου. Τα ανάλογα από πλευράς ποιότητας και τεχνικής ευρήματα στη Μονή της Χώρας συνοδεύονται από μολύβδινα ελάσματα που σχηματίζουν σκελετό με γεωμετρικό θέμα.

Ο Megaw, λόγω του εικονογραφικού προγράμματος των χρωματιστών υαλοπινάκων καθώς και των χρωμάτων και των επιγραφών που τους συνόδευαν, υπέθεσε ότι η τεχνική του vitrail ήταν βυζαντινή επινόηση που διαδόθηκε αργότερα στη Δύση.13Την άποψη αυτή την αντέκρουσε ο Jean Lafond, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της επίδρασης των Δυτικών, όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους (1204-1261).14

Όμως, εκτός του ότι τα ευρήματα της Κωνσταντινούπολης χρονολογούνται νωρίτερα, πρόσφατες χημικές αναλύσεις απέδειξαν ότι οι δυτικοευρωπαϊκοί καθεδρικοί ναοί ήταν διακοσμημένοι με υαλοπίνακες διαφορετικής τεχνολογικής παράδοσης.15Επιπλέον, η εύρεση θραυσμάτων υαλοπινάκων διαφόρων σχημάτων και χρωμάτων στη βασιλική εκτός των τειχών των Φιλίππων, που χρονολογείται στα χρόνια του Ιουστινιανού (β' φάση), καθώς και η αποκάλυψη μολύβδινων ελασμάτων στην ανασκαφή της βασιλικής του Μουσείου16 στην ίδια πόλη αποτελούν μιαν ακόμα αδιάσειστη ένδειξη για την πολύ πρώιμη παρουσία της τεχνικής του vitrail στον ελλαδικό χώρο.

3. Γυάλινα βυζαντινά αντικείμενα σε συλλογές και μουσεία

3.1. Μικροϋαλουργία


Παρότι δε γνωρίζουμε τίποτα για τις συνθήκες παραγωγής της μικροϋαλουργίας στην Κωνσταντινούπολη, αξίζει να αναφερθεί ότι έχει έρθει στο φως ένας μεγάλος αριθμός γυάλινων κοσμημάτων, φυλαχτών, σταθμίων και περίκλειστων σμάλτων, πολλά από τα οποία έχουν αποδοθεί σε εργαστήρια της αυτοκρατορικής αυλής και βρίσκονται διάσπαρτα σε συλλογές και μουσεία του κόσμου. Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι βραχιολιών στολισμένων με πολύτιμες πέτρες και γυαλί (εικ. 4α) έχει ως πιθανή προέλευση την πρωτεύουσα, καθώς μοιάζει με τα περικάρπια των ακολούθων της αυτοκράτειρας Θεοδώρας που απεικονίζονται στον ψηφιδωτό διάκοσμο του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα (εικ. 4β).17Γενικότερα, οι τοιχογραφίες και οι μικρογραφίες χειρογράφων ορισμένες φορές φέρουν παραστάσεις πλούσιων ενδυμάτων, αλλά και βιβλίων και αντικειμένων ιερού χαρακτήρα, πληροφορώντας μας επιπλέον για τη χρήση γυαλιού στη διακόσμησή τους.18

3.2. Ο Θησαυρός του Αγίου Μάρκου της Βενετίας

Ο Θησαυρός του Αγίου Μάρκου περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και μια σειρά πολυτελών αγγείων που λέγεται ότι ήταν τμήμα των λαφύρων των σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη το 1204. Το πιο γνωστό από αυτά, η κούπα του Αγίου Μάρκου (εικ. 5), εκτός από τη χρυσή διακόσμηση φέρει και αδιαφανές πολύχρωμο σμάλτο. Τοποθετείται χρονικά στην εποχή της Δυναστείας των Μακεδόνων διότι φέρει μοτίβα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα μαζί με ψευδοκουφικούς χαρακτήρες.19

4. Γυάλινες ψηφίδες

Γυάλινες ψηφίδες πρέπει να παράγονταν σε ευρεία κλίμακα και σε διάφορα μέρη. Η Κωνσταντινούπολη θα πρέπει ασφαλώς να εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο παραγωγής ψηφίδων ποικίλων χρωμάτων, αφού ο ψηφιδωτός διάκοσμος ήταν ίσως ο πιο βασικός τρόπος διακόσμησης των ναών και των παλατιών. Αναφέρεται μάλιστα ότι κάποιος Άραβας πρίγκιπας παρήγγειλε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα ψηφίδες για τη διακόσμηση του καινούργιου του παλατιού.20

5. Αποτίμηση

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την υαλουργία στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη είναι ανεπαρκείς και συγκεχυμένες ώστε να μπορέσουν να απαντήσουν σε ερωτήματα που αφορούν την παραγωγή και τη διάδοση των προϊόντων της πρωτεύουσας, και γενικότερα τη θέση της στην υαλουργία της εποχής. Πρέπει να αναφερθεί ότι μέχρι στιγμής η ύπαρξη εργαστηρίου υαλουργίας δεν έχει τεκμηριωθεί ανασκαφικά. Αντίθετα, άλλες περιοχές, όπως η Κόρινθος και οι Σάρδεις, απέδωσαν ασφαλείς ενδείξεις βυζαντινών εργαστηριακών εγκαταστάσεων και μαζικής παραγωγής γυάλινων αντικειμένων.21

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι η Κωνσταντινούπολη δεν αποτελούσε σημαντικό κέντρο παρασκευής γυάλινων αντικειμένων. Ίσως παρήγαγε όσα χρειαζόταν ώστε να είναι αυτάρκης. Πιθανότατα το γυαλί εισαγόταν ως πρώτη ύλη και το επεξεργάζονταν οι υαλουργοί δευτερογενώς. Εξάλλου η επαναχρησιμοποίηση τριμμάτων γυαλιού ήταν μέσα στο πλαίσιο της εργασίας των υαλουργών κάθε εποχής.22Εν προκειμένω, το ναυάγιο του 11ου αιώνα στο SerçeLimani απέναντι από τη Ρόδο μετέφερε σχεδόν τρεις τόνους γυαλί προς επεξεργασία. Είχε ξεκινήσει από τη Συρία και κατευθυνόταν, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, σε κάποιο βυζαντινό κέντρο.23Γιατί όχι στην Κωνσταντινούπολη;

1. Τα αγιολογικά κείμενα αναφέρονται συχνά σε γεγονότα της καθημερινής ζωής, καθώς αυτά ενισχύουν την αληθοφάνειά τους.

2. Codex Theodosius XIII.4.2· François, V. – Spieser, J.M., «Η κεραμική και το γυαλί στο Βυζάντιο», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 316. Ο Θεοδοσιανός Κώδικας, που περιλάμβανε όλες τις αυτοκρατορικές διατάξεις από το 312 και εξής, αποτελούσε το κύριο μέσο απονομής δικαιοσύνης και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 439.  

3. Ο Ιωάννης Μόσχος, μοναχός του 6ου αιώνα, ταξίδεψε με έναν μαθητή του σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια με σκοπό την καταγραφή όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων, των μοναστηριών και των εκκλησιών καθώς και των θαυμάτων που θα έβλεπε. Σχετικά με την αναφορά του για τους υαλουργούς βλ. Kazhdan, A.P. (ed.), Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford 1991), σελ. 853.

4. Παύλος Σιλεντιάριος, Έκφρασις  του ναού της Αγίας Σοφίας, στ. 823-6, στο Crowfoot, G.M. – Harden, D.B., “Early Byzantine and Later Glass Lamps”, The Journal of Egyptian Archaeology 17 (3,4) (1931),  σελ. 200, υποσ. 4. Η Έκφραση της Αγίας Σοφίας είναι μια ωδή 900 εξάμετρων στίχων, η σύνθεση της οποίας ανατέθηκε στον Παύλο Σιλεντιάριο από τον Ιουστινιανό επ’ ευκαιρία των δεύτερων εγκαινίων του ναού.

5. Mango, M.M., “The Commercial Map of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 191. Η πιο πρόσφατη δημοσίευση σχετικά με τη μελέτη του Ιουλιανού είναι του Hakim, B.S., “Julian of Askalon’s Treatise of construction and design rules from 6th- century Palestine”, Journal for the Society of Architectural Historians 60:1 (2001), σελ. 4-25. 

6. Halkin, F. (ed.), Hagiographica inedita decem (Turnhout 1989), κεφ. 9, 111-125, και Mango, M.M., “The Commercial Map of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 202, υποσ. 119.

7. Oikonomides, N., “The Contents of the Byzantine House from the Eleventh to the Fifteenth Century”, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), σελ. 206, 208, 211, 212 (υποσ. 51, 54).

8. Harrisson, R.M., “The church of St. Polyeuktos”, στο Harrisson, R.M. (ed.), Excavations at Saraçhane in Istanbul I: The excavations, structures, architectural decoration, small finds, coins, bones and molluscs (Princeton 1986), σελ. 405.

9. Hayes, J.W., Excavations at Saraçhane in Istanbul II: The pottery (Princeton 1992), σελ. 400. Για την απόδοση των ευρημάτων σε αρχαιολογικό σχέδιο βλ. σελ. 406-409.                                           

10. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ε., «Υαλοπίνακες και Υαλοστάσια στο Βυζάντιο», στο Κόρδας, Γ. – Αντωνάρας, Α. (επιμ.), Ιστορία και Τεχνολογία Αρχαίου Γυαλιού (Αθήνα 2002), σελ. 122.

11. Hayes, J.W., Excavations at Sarachane in Istanbul II: The pottery (Princeton 1992), σελ. 401, και Harrisson, R.M. – Gill, M.V., “The Window Glass”, στο Harrisson, R.M. (ed.), Excavations at Sarachane in Istanbul I: The excavations, structures, architectural decoration, small finds, coins, bones and molluscs (Princeton 1986), σελ. 204-205.

12. Για μια λεπτομερέστατη περιγραφή των εν λόγω υαλοπινάκων βλ. Megaw, A.H.S., “Notes on recent work of the Byzantine Institute in Istanbul”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 348-367.

13. Megaw, A.H.S., “Notes on recent work of the Byzantine Institute in Istanbul”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 362-364.

14. Lafond, J. “Découverte de vitraux historiés du Moyen Age à Constantinople”, Cahiers Archéologiques 18 (1968), σελ. 231-237.

15. Για τα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων και τη σχετική συζήτηση βλ. Henderson, J. – Mango, M.M., “Glass at Medieval Constantinople. Preliminary Scientific Evidence”, στο Mango, C. – Dagron, G. (eds), Constantinople and its Hinterland. Papers from the 27th Symposium of Byzantine Studies held in Oxford, April 1993 (Society for the Promotion of Byzantine Studies 3, Cambridge 1995), σελ. 352-354. 

16. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ε., «Υαλοπίνακες και Υαλοστάσια στο Βυζάντιο», στο Κόρδας, Γ. – Αντωνάρας, Α. (επιμ.), Ιστορία και Τεχνολογία Αρχαίου Γυαλιού (Αθήνα 2002), σελ. 124-125.

17. Brown, K.R., “The mosaics of  San Vitale: Evidence for the attribution of some early Byzantine jewelry to Court workshops”, Gesta 18:1 (1979), σελ. 58.

18. Βλ. κατά τόπους Evans, H. (ed.), The glory of Byzantium: Art and culture of the Middle Byzantine era, A.D. 843-1261. Catalogue accompanying an exhibition at the Metropolitan Museum of Art, March 11-July 6, 1997, και Evans, H. (ed.), The Arts of Byzantium (The Metropolitan Museum of Art 2001).

19. Αντωνάρας, Α., «Εισαγωγή στην ιστορία του Βυζαντινού Γυαλιού», στο Κόρδας, Γ. – Αντωνάρας, Α. (επιμ.), Ιστορία και Τεχνολογία Αρχαίου Γυαλιού (Αθήνα 2002), σελ. 184· François, V. – Spieser, J.M., «Η κεραμική και το γυαλί στο Βυζάντιο», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 319.

20. Dalton, O.M., East Christian Art. A survey of the monuments (Oxford 1925), σελ. 348.

21. Saldern, A. von, Ancient and Byzantine glass from Sardis (Archaeological Exploration of Sardis Monograph, Harvard 1980), σελ. 98-102· Davidson, G.R., Corinth XII: the minor objects (Princeton 1952), σελ. 107-122.

22. Foy, D., Le verre Médiéval et son artisanat en France méditerranéenne (Paris 1989), σελ.39-40.

23. Doorninck, F.H. von, “The  Serçe Limani shipwreck: an 11th century cargo of Fatimid Glassware cullet for Byzantine glassmakers”, στο First Anatolian Glass Symposium 26th-27th April 1988 (Istanbul 1990), σελ. 58-63.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>