Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Παλάτι του Αντιόχου

Συγγραφή : Kostenec Jan (26/7/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Kostenec Jan, «Παλάτι του Αντιόχου»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12505>

Palace of Antiochos (10/10/2009 v.1) Παλάτι του Αντιόχου (26/10/2011 v.1) 
 

1. Ιστορικό πλαίσιο

Ένα μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα ανακαλύφθηκε μεταξύ των ετών 1942 και 1964 στα βορειοδυτικά του Ιπποδρόμου και νότια της Μέσης οδού (της κεντρικής αρτηρίας της Κωνσταντινούπολης). Η ταύτισή του με την οικία του πραιπόσιτου Αντιόχου, που υπηρετούσε στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ (408-450), όπως μαρτυρεί ένας κίονας που βρέθηκε κατά χώραν και φέρει την επιγραφή «του Αντιόχου του πραιπόσιτου», είναι εύλογη.1 Ο Αντίοχος ήταν ένας Πέρσης ευνούχος και έγινε επίτροπος του νεαρού Θεοδοσίου κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αρκάδιο, πατέρα του Θεοδοσίου, και τον Πέρση βασιλιά Yazdgerd Α. Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά το 402 και είχε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία στα χρόνια που υπηρέτησε στο Μέγα Παλάτιον: αρχικά ως κουβικουλάριος (θαλαμηπόλος) και παιδαγωγός του Θεοδοσίου Β΄ κι αργότερα ως πραιπόσιτος.2

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

2.1. Νότιο τμήμα

Το μνημειακό ανάκτορο του πρώιμου 5ου αιώνα αποτελούνταν από δύο τμήματα. Στο νότιο τμήμα (ανοιχτό στο κοινό σήμερα) ανήκε κι ένα αψιδωτό κτήριο εξαγωνικού σχήματος, το οποίο πιθανότατα χρησίμευε ως αίθουσα φαγητού (τρικλίνιο). Το μήκος κάθε πλευράς του εξαγώνου είναι 10,4 μ. και η διαγώνιος της αίθουσας είναι περίπου 20 μ. Σε κάθε πλευρά του εξαγώνου υπήρχε μια αψίδα, εκτός από την πλευρά της εισόδου. Οι αψίδες ήταν πολυγωνικές εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά. Κάθε αψίδα είχε πλάτος 7,65 μ. και βάθος 4,65 μ., επιτρέποντας έτσι την τοποθέτηση στο σημείο αυτό ενός ημικυκλικού θρανίου (σίγμα ή stibadium) και μιας τράπεζας φαγητού. Μικρά κυκλικά δωμάτια παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε δύο διαδοχικές αψίδες και επικοινωνούσαν με κάποιες από αυτές. Αρχικά, στο μέσο της αίθουσας, στο δάπεδο, βρισκόταν μια μικρή μαρμάρινη δεξαμενή. Τέτοιου είδους δεξαμενές δεν ήταν ασυνήθιστες στις ρωμαϊκές αίθουσες υποδοχής και φαγητού στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ευρύ ημικυκλικό προστώο προηγούνταν του εξαγώνου. Επιπλέον, μικρότερα δωμάτια με περίκεντρη κάτοψη βρίσκονταν συγκεντρωμένα κατά μήκος του πίσω τοίχου του ημικυκλικού προστώου, τα οποία ίσως χρησίμευαν ως υπνοδωμάτια (cubicula) και / ή ως ιδιωτικές αίθουσες φαγητού. Το ημικυκλικό προστώο είχε διάμετρο περί τα 60 μ. και ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Ο αύλειος χώρος ήταν προσβάσιμος μέσω ενός πολυτελούς προθαλάμου, στο κεντρικό τμήμα του οποίου σχηματιζόταν ένα κυκλικό δωμάτιο.

2.2. Βόρειο τμήμα

Το βόρειο τμήμα του ανακτόρου καταλαμβανόταν αρχικά από μια μεγάλη ροτόντα με κόγχες στο εσωτερικό της και μια πεταλόσχημη στεγασμένη είσοδο προς το δρόμο που περνούσε από τη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου.3 Η εσωτερική διάμετρος της ροτόντας ήταν 20 μ. Ένα μικρό λουτρό με αψιδωτά δωμάτια, προσβάσιμο από το δρόμο μέσω μιας κλίμακας, εφαπτόταν στη νότια πλευρά της στεγασμένης εισόδου. Η ροτόντα ήταν προφανώς πιο εύκολα προσβάσιμη στο κοινό από ό,τι το εξάγωνο και λειτούργησε ενδεχομένως ως αίθουσα ακροάσεων για τους πελάτες του Αντιόχου, καθώς υπήρξε ένας ισχυρός άνδρας, με επιρροή. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το ανάκτορο φαίνεται ότι κατασκευάστηκε μετά το 429, με βάση τα σφραγίσματα στις οπτοπλίνθους που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.4 Επιπλέον, μια βάση κίονα που βρέθηκε στο ανάκτορο αναφέρει τον Αντίοχο ως «πραιπόσιτο», που σημαίνει ότι το ανάκτορο χτίστηκε όταν εκείνος κατείχε ήδη αυτό το αξίωμα. Το ανάκτορο τελείωσε ή οι εργασίες σταμάτησαν το 439, όταν ο Αντίοχος έχασε την αυτοκρατορική εύνοια και η περιουσία του δημεύτηκε. Κάποια στιγμή μέσα στον 5ο αιώνα, όταν το ανάκτορο βρισκόταν στην κατοχή του αυτοκράτορα, ένας επιμήκης διάδρομος με αψίδα στο ένα άκρο του προστέθηκε στη ροτόντα. Ο διάδρομος είχε μήκος 52,5 μ. και πλάτος 12,4 μ. και ήταν προσβάσιμος από τη ροτόντα μέσω ενός προθαλάμου με αψίδες στις δύο στενές πλευρές του. Αυτή η επιμήκης αίθουσα τροποποιήθηκε τον 6ο αιώνα με την προσθήκη έξι αψίδων στις μακρές πλευρές της.5

3. Μεταγενέστερα χρόνια

Η εξαγωνική αίθουσα μετατράπηκε αργότερα (πιθανόν τον 7ο αιώνα) σε ναό αφιερωμένο στην αγία Ευφημία (στην περιοχή «τα Αντιόχου»), και τα ιερά λείψανα της αγίας μεταφέρθηκαν από τη Χαλκηδόνα εκεί. Το βήμα της εκκλησίας χτίστηκε από υλικά του 6ου αιώνα σε δεύτερη χρήση. Πιθανώς, την ίδια εποχή προστέθηκαν πολυγωνικά μαυσωλεία εφαπτόμενα στα κυκλικά δωμάτια. Η ροτόντα στα βόρεια του εξαγώνου είχε ήδη καταστραφεί την εποχή που χτίστηκαν τα μαυσωλεία, δεδομένου ότι ένα από αυτά είχε χτιστεί εν μέρει πάνω στα ερείπιά της. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας ο ναός έγινε κοσμικό κτίσμα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ αλλά τα λείψανα της αγίας Ευφημίας μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στη Λήμνο. Η ναός αποκαταστάθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη και τα λείψανα επιστράφηκαν το 796/797.6 Τον ύστερο 13ο αιώνα ο ναός αναστηλώθηκε και διακοσμήθηκε με έναν κύκλο τοιχογραφιών που απεικόνιζαν το βίο και το μαρτύριο της αγίας Ευφημίας.7

1. Για τη βάση του στύλου με την επιγραφή, βλ. Duyuran, R., “Second Report on the Excavations on the Site of the New Palace of Justice at Istanbul”, Istanbul Arkeologi Müzeleri Yilligi 6 (1953), σελ. 75.

2. Θα μπορούσε να ήταν πραιπόσιτος πριν από το 414, αλλά σε αυτή την περίπτωση η σταδιοδρομία του προφανώς διεκόπη το 413/414, οπότε ως πραιπόσιτος μαρτυρείται ο Μουσέλλιος (Musellius). Από την άλλη, είναι εξίσου πιθανό ο Αντίοχος να έγινε πραιπόσιτος μετά το 414, διαδεχόμενος το Μουσέλλιο. Δεν είναι γνωστό πότε εγκατέλειψε το αξίωμά του, αλλά πρέπει να ήταν κάποια στιγμή πριν από το έτος 439, όταν αναγκάστηκε από τον αυτοκράτορα να γίνει ιερέας στην Αγία Σοφία. Εξάλλου, ακόμα και ως τέως πραιπόσιτος έλαβε τον τιμητικό τίτλο του πατρικίου και συνέχισε να παρεμβαίνει στις κρατικές υποθέσεις. Για τον Αντίοχο, βλ. Greatrex, G. – Bardill, J., “Antiochus the Praepositus: A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II”, Dumbarton Oaks Papers 50 (1997), σελ. 171-197.

3. Μέχρι πρόσφατα οι μελετητές λανθασμένα ταύτιζαν τη ροτόντα με το Ανάκτορο του Λαύσου, βλ. Dolunay, N. – Naumann, R., “Untersuchungen zwischen Divan Yolu und Adalet Sarayi 1954”, Istanbul Arkeologi Müzeleri Yilligi 11-12 (1964), σελ. 137· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 238-239. Ο Torelli Landini, E., “Note sugli scavi a nord-ovest dell’Ippodromo di Istanbul (1939/1964) e loro identificazione”, Storia dellArte 68 (1990), σελ. 25, 28, ταύτισε τη ροτόντα με τμήμα του Ανακτόρου του Αντιόχου. Για τη σωστή θέση του Ανακτόρου του Λαύσου βλ. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, American Journal of Archaeology 101 (1997), σελ. 67-95.

4. Bardill, J., Brickstamps of Constantinople 1 (Oxford 2004), σελ. 107-109.

5. Βλ. την ανασκαφική έκθεση του Naumann, R., “Vorbericht über die Ausgrabungen zwischen Mese und Antiochus-Palast 1964 in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 15 (1965), σελ. 135-148. Η κάτοψη του χώρου υποδηλώνει τη λειτουργία του ως αίθουσας συμποσίων. Παρόμοιες αίθουσες υπήρχαν στο Μέγα Παλάτιον (Αίθουσα των 19 Ακκουβιτών) και στην Οικία του Βάκχου στην τοποθεσία Djemila (Βόρεια Αφρική). Παραδείγματα τέτοιας κάτοψης συναντώνται επίσης σε επισκοπικές οικίες στην Ιταλία (Ραβέννα και Γκράντο: αίθουσες με πέντε αψίδες· παπικό Παλάτι του Λατερανού στη Ρώμη: το αποκαλούμενο και Council Aula με έντεκα αψίδες).

6. Για τη μετακομιδή των λειψάνων βλ. Berger, A., “Die Reliquien der Heiligen Euphemia und ihre erste Translation nach Konstantinopel”, Hellenika 39 (1988), σελ. 311-322.

7. Naumann, R. – Belting, H., Die Euphemia-Kirche am Hippodrom zu Istanbul und ihre Fresken (Istanbuler Forschungen 25, Berlin 1966).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>