Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου)

Συγγραφή : Χατζοπούλου Δήμητρα (29/1/2008)

Για παραπομπή: Χατζοπούλου Δήμητρα, «Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10879>

Τεκφούρ σαράι (To Παλάτι του Πορφυρογέννητου) (26/1/2012 v.1) Tekfur Sarayı (Palace of the Porphyrogennetus) (26/1/2012 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

ασπίδα, η (ή φουρνικό) (βυζ. αρχιτ.)
Αβαθής τρουλίσκος χωρίς τύμπανο ως απλός ημισφαιρικός θόλος, που καλύπτει μικρούς χώρους. Συχνά επιλέγεται αυτός ο τρόπος στέγασης για τα γωνιακά διαμερίσματα στους βυζαντινούς ναούς.

διάζωμα, το (λατ. praecinctio)
Ο οριζόντιος περιμετρικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο των αρχαίων θεάτρων σε άνω και κάτω τμήμα.

ζατρικοειδής διακόσμηση, η
Διακόσμηση κατά την οποία σκουρόχρωμα τετράγωνα πλακίδια εναλλάσσονται με ανοιχτόχρωμα. Ο όρος προέκυψε από το ζατρίκιον, επιτραπέζιο παιχνίδι ανατολικής προέλευσης, αντίστοιχο με το σημερινό σκάκι.

θόλος, ο
Ημισφαιρική οροφή.

κιονόκρανο, το
Το επιστέφον στοιχείο ενός κίονα, που αποτελεί τη μετάβαση μεταξύ του κατακόρυφου στηρίγματος και του οριζόντιου στοιχείου του επιστυλίου. Κατά την Αρχαιότητα η διακόσμηση του κιονόκρανου αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ρυθμού. Το δωρικό κιονόκρανο φέρει άβακα και εχίνο, το ιωνικό επιπλέον έλικες και προσκεφάλαιο, ενώ το κορινθιακό φέρει άβακα και κάλαθο με φύλλα ακάνθου.

κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.

παραστάδα, η
Επίμηκες αρχιτεκτονικό μέλος, εγκάρσια τοποθετημένο σε τοίχους, συνήθως για τη στήριξη γείσων ή αετωμάτων.

ρόδακας, ο
Διακοσμητικό στοιχείο κυκλικού σχήματος με μορφή τυποποιημένου άνθους τριαντάφυλλου, με έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους πετάλων.

σύνθετο κορινθιακό κιονόκρανο, μεικτό
Τύπος κιονοκράνου, όπου ο κάλαθος καλύπτεται με φυτικό διάκοσμο, οι τέσσερις πλευρές του φέρουν έλικες και ο εχίνος κοσμείται με ωά και αστραγάλους. Αποτελεί παραλλαγή του απλού κιονοκράνου.

τεκτονικό κιονόκρανο
Το αποκαλούμενο τεκτονικό είναι το κιονόκρανο που προκύπτει από την υπέρθεση ενός κύβου πάνω σε μια ημισφαιρική μορφή. Η επιφάνειά του κοσμείται με φυτικό ή γεωμετρικό διάκοσμο. Αποτελεί επινόηση της Παλαιοχριστιανικής περιόδου και διακρίνεται σε τρεις τύπους: κολουροπυραμοειδές, λεβητοειδές και πτυχωτό.

τόξο ανακουφιστικό, το (σφενδόνιον)
Με τον όρο ανακουφιστικά τόξα ή σφενδόνια χαρακτηρίζονται τα αψιδώματα πάνω από ανοίγματα στους τοίχους ή, στην οχυρωματική αρχιτεκτονική, στην εσωτερική πλευρά του τείχους, τα οποία φέρουν μέρος του βάρους της ανωδομής και βελτιώνουν τη στατικότητα του κτηρίου.

τύμπανο, το
1. Η τριγωνική επιφάνεια που «κλείνει» το βάθος του αετώματος και συνήθως φέρει ανάγλυφη ή ολόγλυφη διακόσμηση (Αρχαιότητα). 2. Τύμπανο τόξου (Ρωμαϊκή-Βυζαντινή περίοδος): Επίπεδη επιφάνεια που βρίσκεται μέσα σε τόξο ή αρκοσόλιο, π.χ. πάνω από τη Βασίλειο Πύλη ανάμεσα στο νάρθηκα και τον κυρίως ναό. 3. Τύμπανο τρούλου (Βυζάντιο): Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αποτελεί ένα κυκλικό ή πολυγωνικό τμήμα πάνω στο οποίο στηρίζεται ο ημισφαιρικός θόλος.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>