Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μακεδονική δυναστεία (867-1056)

Συγγραφή : Stankovic Vlada (30/10/2008)

Για παραπομπή: Stankovic Vlada, «Μακεδονική δυναστεία (867-1056)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10927>

Μακεδονική δυναστεία (867-1056) (28/6/2011 v.1) Macedonian dynasty (867-1056) (28/6/2011 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αλληλέγγυον, το
Βυζαντινός δημοσιονομικός όρος, ο οποίος υποδηλώνει τη συλλογική ευθύνη που βαρύνει μια φορολογική μονάδα για την καταβολή των φόρων που αντιστοιχούν σε αυτή.

βασιλεοπάτωρ, ο
Ανώτατος τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλής που δημιουργήθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄, για να δοθεί στο Στυλιανό Ζαούτζη, και προοριζόταν για τον πεθερό του αυτοκράτορα. Μετά το 10ο αιώνα δε μαρτυρείται.

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.

θέμα, το
Ο όρος αναφέρεται στα ευμεγέθη στρατιωτικά σώματα που πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις σε ευρείες περιοχές υπό τη διοίκηση στρατηγού· αναφέρεται όμως και στις ίδιες τις περιοχές. Ο θεσμός των θεμάτων εδραιώθηκε κατά τον 7ο αιώνα και ακολούθως χαρακτήριζε τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας της Μέσης περιόδου. Αρχικά η λέξη σήμαινε το στρατιωτικό σώμα που ήταν υπεύθυνο για την άμυνα περιοχής στην οποία έμελλε να εγκατασταθεί, και ακολούθως σήμαινε και την περιοχή. Στις κατώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας το θέμα στελεχωνόταν από γεωργούς-στρατιώτες. Το σύστημα των θεμάτων, που διατηρήθηκε έως το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιούνταν για να δηλωθούν φορολογικές κυρίως ενότητες.

καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.

κατεπάνω, ο
Κυβερνήτης μιας ευρύτερης διοικητικής ενότητας. Ο όρος χρησιμοποιούνταν από τον 9ο αιώνα για να προσδιορίσει συγκεκριμένες διοικητικές θέσεις, όπως ο κατεπάνω των βασιλικών. Ο ίδιος όρος συχνά δήλωνε και το διοικητή στρατιωτικής μονάδας. Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 11ου αιώνα προσδιόριζε κατά κύριο λόγο τους διοικητές μεγάλων επαρχιών, όπως της Ιταλίας και της Αντιόχειας. Ο όρος με την έννοια του διοικητή-δούκα εγκαταλείφθηκε μετά το 1100, ωστόσο συνέχισε να υφίσταται και να αποδίδεται σε άτομα τα οποία καταλάμβαναν τοπικές διοικητικές θέσεις.

Νεαρά, η (novella, θηλ.)
Όρος που σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα και εξής για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και μετά, αντικαταστάθηκαν από άλλους, ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

νομοφύλαξ, ο
Υπάλληλος εντεταλμένος να επιβλέπει την τήρηση των νόμων και τη δημοσίευση των ψηφισμάτων μιας πόλης. Πολλές φορές το κόστος το αναλάμβανε ο ίδιος ο κάτοχος του αξιώματος. Στο Βυζάντιο δήλωνε το νομοδιδάσκαλο και μάλιστα το διορισμένο αξιωματούχο που επέβλεπε τη λειτουργία μιας νομικής σχολής ως επικεφαλής της.

παρακοιμώμενος, ο
Αξιωματούχος υπεύθυνος για το βασιλικό κοιτώνα και συνήθως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του αυτοκράτορα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

προτίμηση, η
Το δικαίωμα ορισμένων κατηγοριών προσώπων να προηγούνται σε περίπτωση συναλλαγών που σχετίζονταν με γη. Με Νεαρά του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (934), οι φτωχοί χωρικοί που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους σε καιρό ένδειας μπορούσαν, κάνοντας χρήση της προτίμησης, να αγοράσουν ξανά τα κτήματά τους σε χαμηλή τιμή. Το δικαίωμα αυτό των μικροκτηματιών καταργήθηκε επί Νικηφόρου Β' Φωκά.

σκλαβηνία, η
Χώρος εγκατάστασης Σλάβων, με τη μορφή αυτόνομης κοινότητας. Οι σκλαβηνίες αναπτύχθηκαν αρχικά στην περιοχή του Δούναβη για να επεκταθούν σε ολόκληρη τη Βαλκανική αργότερα.

τεταρτογαμία, η
Η πολιτικοεκκλησιαστική έριδα που ξέσπασε γύρω από τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ (886-912). Καθώς από το γάμο αυτόν είχε προκύψει ο μόνος του διάδοχος, η αναγνώρισή του ήταν ζωτικής σημασίας για το Λέοντα, ενώ από την άλλη η Εκκλησία δεν μπορούσε να τον αποδεχτεί. Το ζήτημα διευθετήθηκε οριστικά στη Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 920.

ύπατος των φιλοσόφων, ο
Ο διορισμένος από το κράτος λόγιος αξιωματούχος που επέβλεπε τη λειτουργία των σχολών φιλοσοφίας. Ο πρώτος που έφερε τον τίτλο ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα, ως επικεφαλής της Σχολής της Φιλοσοφίας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος. Ύπατοι των φιλοσόφων υπήρξαν επίσης ο Ιωάννης Ιταλός, ο Θεόδωρος Σμύρνης κ.ά.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>