δούκας, ο (λατ. dux)
Αρχαιότητα: Ρωμαίος στρατιωτικός αξιωματούχος ο οποίος σε ορισμένες επαρχίες είχε και διοικητικές αρμοδιότητες. Βυζάντιο: Κατά κανόνα ανώτατος στρατιωτικός αξιωματούχος. Από το β΄ μισό του 10ου αιώνα ο όρος δηλώνει το στρατιωτικό διοικητή μεγάλης περιφέρειας. Μετά το 12ο αιώνα οι δούκες εμφανίζονται ως διοικητές μικρών θεμάτων.
|
καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.
|
λογοθέτης του δρόμου, ο
Ανώτερο στέλεχος της αυτοκρατορικής διοίκησης με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, την υπηρεσία του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου και ως ένα βαθμό για τις εξωτερικές σχέσεις της αυτοκρατορίας. Η οργάνωση τελετών, η προστασία του αυτοκράτορα, η συλλογή πληροφοριών και η υποδοχή ξένων αποστολών ήταν επίσης στα καθήκοντά του.
|
νομοφύλαξ, ο
Υπάλληλος εντεταλμένος να επιβλέπει την τήρηση των νόμων και τη δημοσίευση των ψηφισμάτων μιας πόλης. Πολλές φορές το κόστος το αναλάμβανε ο ίδιος ο κάτοχος του αξιώματος. Στο Βυζάντιο δήλωνε το νομοδιδάσκαλο και μάλιστα το διορισμένο αξιωματούχο που επέβλεπε τη λειτουργία μιας νομικής σχολής ως επικεφαλής της.
|
πρόεδρος, ο
Ανώτατο αυλικό αξίωμα που εμφανίζεται πρώτη φορά επί Νικηφόρου Β' Φωκά. Οι αρμοδιότητες του προέδρου δε φαίνονται σαφώς καθορισμένες. Τον 11ο αιώνα ο τίτλος αποδίδεται όλο και συχνότερα, αλλά δεν απαντά πια μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Ως εκκλησιαστικό αξίωμα ο πρόεδρος ήταν ισότιμος του μητροπολίτη και αποδιδόταν στον εποπτεύοντα μητροπολίτη επισκοπικής ή μητροπολιτικής έδρας μέχρι να διευθετηθεί η εκλογή ιεράρχη.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|