δομέστικος, ο
Όρος ο οποίος στη Βυζαντινή περίοδο δήλωνε ευρύ φάσμα αξιωματούχων: εκκλησιαστικών, πολιτικών και στρατιωτικών. Στην εκκλησιαστική ιεραρχία οι δομέστικοι ήταν επικεφαλής ειδικών ομάδων οι οποίες συνδέονταν με το τελετουργικό τυπικό (αναγνώστες, υποδιάκονοι, αλλά κυρίως ψάλτες). Στη στρατιωτική ιεραρχία κατά τον 6ο, 7ο και 8ο αιώνα οι δομέστικοι ήταν οι διοικητές των ταγμάτων, στρατιωτικών μονάδων υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκράτορα.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
μαρμαροθέτημα, το (opus sectile)
Τεχνική εντοίχιας ή επιδαπέδιας διακόσμησης. Προκύπτει από έγκοπτη εργασία ή συναρμογή μαρμάρινων ή λίθινων πλακών μικρού πάχους, έτσι ώστε να αποδίδεται κάποιο διακοσμητικό μοτίβο. Όταν χρησιμοποιείται γυαλί, ονομάζεται υαλοθέτημα.
|
προστώο, το
Υπόστεγος χώρος μπροστά από την είσοδο οικοδομήματος ή στοά.
|
στυλοβάτης, ο
Το ανώτατο τμήμα της κρηπίδας, όπου εδράζονται οι κίονες ή οι πεσσοί (δηλαδή οι στύλοι) του οικοδομήματος.
|