Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κοινωνία της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης

Συγγραφή : Cheynet Jean-Claude (18/9/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Cheynet Jean-Claude, «Κοινωνία της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12463>

La société constantinopolitaine à l’époque médio-byzantine (13/1/2012 v.1) Society in the Middle Byzantine Constantinople (12/1/2012 v.1) Κοινωνία της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης (13/1/2012 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi)
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.

κεράτιον / καράτι, το
(λατ. siliqua) Μονάδα βάρους στον μεσογειακό κόσμο η οποία βασιζόταν στον σπόρο του χαρουπιού (Ceratonia siliqua) και ζύγιζε 1/1728 της ρωμαϊκής λίτρας ή 0,189 γρ. Επειδή ο σόλιδος είχε βάρος 24 κεράτια, το κεράτι σημαίνει επίσης το 1/24 του καθαρού χρυσού, και ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται ως μονάδα καθαρότητας τους. (Grierson, MIET, 2007)

κομμέρκιον, το (commercium)
1. Παραμεθόριος εμπορικός σταθμός ή πόλη στην Ύστερη Αρχαιότητα και ακολούθως το τελωνείο. 2. Έμμεσος τελωνειακός φόρος επί των εμπορευμάτων που εμφανίστηκε γύρω στο 800. Αρχικά αντιστοιχούσε στο 2% έως 10% της αξίας του εμπορεύματος, ανάλογα με την περίοδο και τις περιστάσεις. Το κομμέρκιον με διατίμηση 10% ονομαζόταν δεκάτη.

κριτής, ο
Βυζαντινό δικαστικό αξίωμα. Από το τέλος του 10ου αιώνα είχε και αρμοδιότητες δημοσιονομικού χαρακτήρα.

νοτάριος, ο (notarius)
Βυζαντινός αξιωματούχος, τα καθήκοντα του οποίου περιλάμβαναν την καταγραφή των συναλλαγών και την πιστοποίηση των εγγράφων.

παρακοιμώμενος, ο
Αξιωματούχος υπεύθυνος για το βασιλικό κοιτώνα και συνήθως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του αυτοκράτορα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

πρωτοσπαθάριος, ο
Ο πρώτος σπαθάριος ήταν υψηλό κατά κανόνα στρατιωτικό αξίωμα της αυτοκρατορικής ιεραρχίας, το οποίο συνήθως παρείχε και το δικαίωμα συμμετοχής στη σύγκλητο, και ακολούθως τιμητικός τίτλος. Αποδιδόταν και σε ευνούχους. Μετά τον 11ο αιώνα έχασε σταδιακά τη σημασία του.

σέκρετον, το
Βυζαντινός διοικητικός όρος που χρησιμοποιείται για δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία γενικότερα. Εμφανίζεται ως όρος secretarium από το 303 και αρχικά απέδιδε κάποιο δικαστικό σώμα. Απαντά καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο και αναφέρεται σε διάφορους κρατικούς τομείς: σέκρετον της θαλάσσης, λογοθέσιο των σεκρέτων, καθολικόν σέκρετον κ.λπ. Ως εκκλησιαστικός όρος εμφανίζεται περί τον 7ο αιώνα και αρχικά σημαίνει το γραφείο του χαρτοφύλακος, ενώ αργότερα η χρήση του γενικεύεται.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>