Encyclopaedia of the Hellenic World, Constantinople FOUNDATION OF THE HELLENIC WORLD
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα AΑναζήτηση με το γράμμα BΑναζήτηση με το γράμμα CΑναζήτηση με το γράμμα DΑναζήτηση με το γράμμα EΑναζήτηση με το γράμμα FΑναζήτηση με το γράμμα GΑναζήτηση με το γράμμα HΑναζήτηση με το γράμμα IΑναζήτηση με το γράμμα JΑναζήτηση με το γράμμα KΑναζήτηση με το γράμμα LΑναζήτηση με το γράμμα MΑναζήτηση με το γράμμα NΑναζήτηση με το γράμμα OΑναζήτηση με το γράμμα PΑναζήτηση με το γράμμα QΑναζήτηση με το γράμμα RΑναζήτηση με το γράμμα SΑναζήτηση με το γράμμα TΑναζήτηση με το γράμμα UΑναζήτηση με το γράμμα VΑναζήτηση με το γράμμα WΑναζήτηση με το γράμμα XΑναζήτηση με το γράμμα YΑναζήτηση με το γράμμα Z
->

Άσσος (Αρχαιότητα)

Author(s) : Παλαιοθόδωρος Δημήτρης , Μεχτίδης Πέτρος (6/28/2005)

For citation: Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, Μεχτίδης Πέτρος, «Άσσος (Αρχαιότητα)», 2005,
Encyclopaedia of the Hellenic World, Constantinople
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3821>

Άσσος (Αρχαιότητα) (1/29/2007 v.1) Assos (Antiquity) (2/15/2007 v.1) 

GLOSSARY

 

conventus, ο (αρσ.)
(σύνοδος ή συναγωγή): Στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο όρος αναφερόταν στις συναντήσεις των κατοίκων σε συγκεκριμένα μέρη με σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης. Τα μέρη αυτά ορίζονταν από τον πραίτορα (praetor) ή τον ανθύπατο (proconsul) κάθε επαρχίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία, η επαρχία διαιρούνταν σε περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες ονομαζόταν conventus, forum ή jurisdictio. Οι Ρωμαίοι πολίτες που διέμεναν σε μια επαρχία υπό τη δικαιοδοσία του ανθύπατου, και εφόσον είχαν υποθέσεις να διευθετήσουν σε conventus, έπρεπε να παρουσιαστούν εκεί.

ανδεσίτες, οι
Ομάδα πετρωμάτων που συναντάται συνήθως σε ηφαιστειογενείς περιοχές.

βουλευτήριο, το
Δημόσιο θεατροειδές κλειστό οικοδόμημα στο οποίο συνεδρίαζαν τα συλλογικά όργανα της πόλης, όπως η εκκλησία του δήμου, η βουλή των πρυτάνεων, των δικαστών και των αρχόντων.

γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.

διάζωμα, το (λατ. praecinctio)
Ο οριζόντιος περιμετρικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο των αρχαίων θεάτρων σε άνω και κάτω τμήμα.

εδώλιο, το
1. Πάγκος, κάθισμα, έδρανο ξύλινο ή λίθινο. 2. Το κάθισμα του θεάτρου ή το σύνολο των καθισμάτων του κοίλου.

επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.

εφηβείον, το
Χαρακτηρίζεται από τον Βιτρούβιο (5.11.2) ως ο πιο σημαντικός χώρος του Γυμνασίου/ Παλαίστρας. Επρόκειτο για αίθουσα συγκεντρώσεων και διδασκαλίας των νέων. Η αίθουσα αυτή είχε συχνά τη μορφή εξέδρας, ενώ κατά μήκος των τοίχων της πρέπει να υπήρχαν λίθινοι ή ξύλινοι πάγκοι (θρανία), όπου κάθονταν οι έφηβοι την ώρα της διδασκαλίας.

ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.

κοίλο, το (cavea)
Το ομόκεντρο, συνήθως ημικυκλικό, πρανές του αρχαίου θεάτρου, όπου κάθονται οι θεατές.

κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.

λέσβια τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας στο οποίο οι λίθοι έχουν ακανόνιστο πολυγωνικό σχήμα και καμπύλους αρμούς. Απαντά κυρίως κατά την Αρχαϊκή περίοδο στη Μικρά Ασία, τις Κυκλάδες και την κεντρική Ελλάδα.

μετακιόνιο διάστημα, το
Το διάστημα μεταξύ δύο κιόνων.

μετόπη, η
1. (αρχιτεκτονική) Λίθινη ή πήλινη ορθογώνια πλάκα που αποτελεί τμήμα της δωρικής ζωφόρου και εναλλάσσεται με τα τρίγλυφα. Συνήθως φέρει γραπτή ή ανάγλυφη διακόσμηση.2. (ζωγραφική) Ορθογώνιος χώρος, συνήθως στο ύψος των λαβών ενός αγγείου, με διακοσμητικές παραστάσεις.

ναός εν παραστάσι, ο
Τύπος ναού με δύο ή περισσότερους κίονες ανάμεσα σε παραστάδες στον πρόναο.

ορχήστρα, η
Χώρος ανάμεσα στη σκηνή και το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγονται τα θεατρικά δρώμενα. Είναι συνήθως ημικυκλικού σχήματος και σπανιότερα κυκλικού.

παλαίστρα, η
Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες.

προσκήνιον, το (proscaenium)
Κιονοστοιχία που προστέθηκε μπροστά από τον τοίχο της σκηνής του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Τα διαστήματα μεταξύ των κιόνων ενίοτε κλείνονταν με θυρώματα ή γραπτούς πίνακες. Στα ρωμαϊκά θέατρα το προσκήνιο χαμηλώνει και φέρει αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο.

πρόστυλος ναός, ο
Ναός με μια σειρά από κίονες στην πρόσοψή του.

ράβδωση, η
Κατακόρυφη λάξευση ή αυλάκωση των κιόνων. Οι ραβδώσεις των δωρικών κιόνων είναι αβαθείς και συναντώνται σε οξείες ακμές, των ιωνικών και κορινθιακών έχουν ταινίες μεταξύ των αυλάκων.

σηκός, ο (λατ. cella)
Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.

σκηνή, η (scaena)
Αρχικά το μέρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί. Αργότερα αποτέλεσε το μόνιμο κτίσμα που έκλεινε τη μία πλευρά του θεάτρου και διέθετε βοηθητικούς χώρους για την προετοιμασία των ηθοποιών και τη φύλαξη των μηχανημάτων.

στυλοβάτης, ο
Το ανώτατο τμήμα της κρηπίδας, όπου εδράζονται οι κίονες ή οι πεσσοί (δηλαδή οι στύλοι) του οικοδομήματος.

τρίγλυφο, το
Το άνω του επιστυλίου μέλος ενός δωρικού οικοδομήματος, αποτελεί τμήμα της ζωφόρου και εναλλάσσεται με τις μετόπες. Το πλάτος του ισούται με το μισό της διαμέτρου ενός κίονα, φέρει τρεις γλυφές, συνήθως δύο ολόκληρες και δύο μισές.

ψευδοϊσόδομη τοιχοποιία, η
Σύστημα τοιχοποιίας του οποίου οι στρώσεις δεν είναι ισοϋψείς, αλλά μεταξύ μιας ή περισσότερων παρεμβάλλονται χαμηλότερες. Διακρίνεται, όπως και το ισόδομο σύστημα, σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, ανάλογα με το είδος των αρμών.

 
 
 
 
 
 
 
 

Entry's identity

 
press image to open photo library
 

>>>