εκκλησιαστικό τακτικό, το (notitia episcopatuum)
Τα εκκλησιαστικά τακτικά είναι επίσημα κείμενα των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας που αποτυπώνουν την ιεραρχία των εκκλησιαστικών εδρών («κλήσις των επισκόπων»). Σε αυτά αναγράφονται περιοδικά οι έδρες ανά εκκλησιαστική επαρχία και με τη σειρά που έχουν κάθε φορά στην εκκλησιαστική διοίκηση.
|
εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.
|
κατά λόγον επιδόσεως, κατ’ επίδοσιν
Η επίδοσις (κανονικό δίκαιο) ήταν προσωρινή ανάθεση της εποπτείας μιας εκκλησιαστικής έδρας σε άλλη, προκειμένου να συνεχίσει η επιδιδόμενη να λειτουργεί εφόσον υπήρχε ποίμνιο αλλά για λόγους ανωτέρας βίας δεν ήταν δυνατό να μεταβεί σε αυτό ιεράρχης. Η κατά λόγον επιδόσεως διευθέτηση (δηλαδή η ανάθεση της έδρας με έγγραφο όχι με χειροτονία) δεν αναιρούσε την εκάστοτε ισχύουσα εκκλησιαστική ιεραρχία.
|
σύγκελλος, ο
Εκκλησιαστικό οφίκιο. Εμφανίζεται στις αρχές του 5ου αι. Έως το 10ο αι. ο σύγκελλος ήταν βοηθός του Πατριάρχη, συχνά έπαιζε το ρόλο του μεσάζοντα στις σχέσεις με τον αυτοκράτορα και διαδεχόταν τον Πατριάρχη στο θρόνο. Από τα μέσα του 10ου αι. ο τίτλος απονέμεται σε μητροπολίτες ως δείγμα εύνοιας του αυτοκράτορα. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται ο τίτλος του πρωτοσυγκέλλου προς διάκριση ανάμεσα στους μητροπολίτες. Αργότερα εμφανίζονται οι τίτλοι του προέδρου των συγκέλλων και του πρωτοπροέδρου των συγκέλλων. Επί Φραγκοκρατίας, ήταν σε χρήση και ο τίτλος του μεγάλου πρωτοσυγκέλλου. Κατά την Οθωμανική περίοδο, διατηρήθηκε μόνο ο τίτλος του πρωτοσυγκέλλου.
|
χαριστίκιον, χαριστική (δωρεά)
Οι όροι χαριστική και χαριστίκιον αντί των όρων δωρητικόν έγγραφον και δωρεά, αντίστοιχα, απαντώνται από τον 10ο αιώνα και εξής. Ως χαριστικάριοι καταρχήν εννοούνταν οι κληροδότες. Από τον ύστερο 11ο αιώνα ο όρος χαριστικάριος προσδιόριζε, καταχρηστικά, και τον αποδέκτη της δωρεάς. Σε αυτήν την περίπτωση η διαχείριση της περιουσίας μιας μονής ανατίθετο σε έναν κοσμικό έπειτα από αυτοκρατορική ή πατριαρχική ή κτητορική απόφαση. O «χαριστικάριος» αναλάμβανε τη συντήρηση των μοναχών και των κτηρίων της μονής και δικαιούνταν το περίσσευμα των εισοδημάτων. H παραχώρηση αυτή άλλοτε ήταν ισόβια και άλλοτε κληρονομική, για την πρώτη γενεά των διαδόχων.
|