Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω
->

Νικηφόρος Β΄ Φωκάς

Συγγραφή : Stankovic Vlada (5/10/2003)

Για παραπομπή: Stankovic Vlada, «Νικηφόρος Β΄ Φωκάς», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5544>

Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (17/3/2008 v.1) Nikephoros II Phokas (1/4/2009 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.

εμίρης, ο
Αραβικός τίτλος (amir = αρχηγός) ο οποίος δηλώνει το στρατιωτικό αρχηγό μιας περιοχής (του εμιράτου). Την Πρώιμη Ισλαμική περίοδο αποδιδόταν σε αρχηγούς στρατευμάτων, ενώ αργότερα και σε πρόσωπα με διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες. Την περίοδο της κυριαρχίας των Σελτζούκων δινόταν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς και νεαρούς πρίγκιπες. Στα τέλη του 13ου και κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα αποδιδόταν σε Τουρκομάνους ηγεμόνες μικρότερων κρατιδίων που διαδέχθηκαν το σουλτανάτο του Ικονίου.

καίσαρας, ο
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο τίτλος του καίσαρα απονεμόταν στον αυτοκράτορα. Επί Διοκλητιανού (284-305) και μετέπειτα, καίσαρας αναγορευόταν ο νεαρός συναυτοκράτορας. Ήταν ο υψηλότερος τίτλος στην ιεραρχία της βυζαντινής αυλής, με διάσημα ένα στέμμα και ένα σταυρό. Τον 8ο αιώνα το αξίωμα του καίσαρα αποδιδόταν συνήθως στο διάδοχο του θρόνου. Τον ύστερο 11ο αιώνα, με τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), ο καίσαρας υποβαθμίστηκε, έγινε ο τρίτος στην ιεραρχία μετά τον αυτοκράτορα και το σεβαστοκράτορα. Από το 14ο αιώνα το αξίωμα αποδιδόταν κυρίως σε ξένους πρίγκιπες.

κατάφρακτοι, οι
Βαριά οπλισμένοι ιππείς που ίππευαν άλογα με πανοπλίες. Αναφέρονται στο Στρατηγικόν του αυτοκράτορα Μαυρίκιου τον 6ο αιώνα, αλλά στους επόμενους τέσσερις αιώνες δεν υπάρχουν αναφορές για αυτούς. Ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς οργάνωσε εκ νέου το σώμα των κατάφρακτων, στο οποίο βασιζόταν ιδιαίτερα· το περιγράφει αναλυτικά στην πραγματεία του Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου (Praecepta militaria).

κουροπαλάτης, ο
Ο κουροπαλάτης (< κουράτωρ και παλάτιον) ήταν ανώτερος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα απονεμόταν κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, αλλά από την εποχή του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και εξής και σε ξένους πρίγκιπες. Κατά τον 11ο αιώνα δόθηκε σε αρκετούς στρατηγούς εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας.

λίτρα, η (λατ. libra)
Μονάδα βάρους που ποικίλλει ανάλογα με τα μεγέθη. Η πιο διαδεδομένη ήταν η «λογαρική λίτρα», που καθιερώθηκε επί Κωνσταντίνου Α´, το 309/310, ως βάση του νομισματικού συστήματος. Η λίτρα υπολογίζεται ότι ζύγιζε περ. 319 ή 324 γραμμ. και διαιρoύνταν σε 72 χρυσά νομίσματα (σόλιδους). Οι εκατό λίτρες συμπλήρωναν ένα κεντηνάριον.

μάγιστρος, ο
Aνώτερο αξίωμα που στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου τοποθετείται πάνω από τον ανθύπατο (από το λατινικό magister). Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ παύει να υπάρχει πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα. Ο μάγιστρος αναλάμβανε συνηθέστερα επικεφαλής κάποιας υπηρεσίας, πολιτικής ή δικαστικής, ή και, σπανιότερα, επικεφαλής της διακυβέρνησης μιας περιοχής.

Νεαρά, η (novella, θηλ.)
Όρος που σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα και εξής για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και μετά, αντικαταστάθηκαν από άλλους, ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

παρακοιμώμενος, ο
Αξιωματούχος υπεύθυνος για το βασιλικό κοιτώνα και συνήθως ο πλέον έμπιστος συνεργάτης του αυτοκράτορα στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων.

πρόεδρος, ο
Ανώτατο αυλικό αξίωμα που εμφανίζεται πρώτη φορά επί Νικηφόρου Β' Φωκά. Οι αρμοδιότητες του προέδρου δε φαίνονται σαφώς καθορισμένες. Τον 11ο αιώνα ο τίτλος αποδίδεται όλο και συχνότερα, αλλά δεν απαντά πια μετά τα μέσα του 12ου αιώνα. Ως εκκλησιαστικό αξίωμα ο πρόεδρος ήταν ισότιμος του μητροπολίτη και αποδιδόταν στον εποπτεύοντα μητροπολίτη επισκοπικής ή μητροπολιτικής έδρας μέχρι να διευθετηθεί η εκλογή ιεράρχη.

προτίμηση, η
Το δικαίωμα ορισμένων κατηγοριών προσώπων να προηγούνται σε περίπτωση συναλλαγών που σχετίζονταν με γη. Με Νεαρά του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (934), οι φτωχοί χωρικοί που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους σε καιρό ένδειας μπορούσαν, κάνοντας χρήση της προτίμησης, να αγοράσουν ξανά τα κτήματά τους σε χαμηλή τιμή. Το δικαίωμα αυτό των μικροκτηματιών καταργήθηκε επί Νικηφόρου Β' Φωκά.

στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>