1. Συστήματα επιβολής της τάξης
Η σημασία της τάξης στην πολιτική ιδεολογία αντανακλάται εξίσου στην αστυνομική και στη δικαστική πρακτική, όπου ένα καλά οργανωμένο σύστημα ελέγχου και καταστολής εξασφαλίζει χαμηλό επίπεδο εγκληματικότητας.
Συνδυασμός ιερού (şeriat) και κοσμικού νόμου (kânûn), το οθωμανικό ποινικό δίκαιο διατηρούσε τη διάκριση ανάμεσα σε εγκλήματα κατά της θρησκείας (π.χ. παράνομη συνουσία ή κλοπή), τα οποία διώκονταν αυτεπάγγελτα και με καθορισμένες ποινές, και σε «ιδιωτικά» τρόπον τινά εγκλήματα, τα οποία θεωρούνταν αντιδικίες του δράστη με το θύμα ή τους συγγενείς του (όπως η ανθρωποκτονία ή η σωματική βλάβη)· ωστόσο, η διάκριση αυτή συμπληρωνόταν με ένα σύστημα χρηματικών και άλλων ποινών, οι οποίες εφαρμόζονταν και στα δύο είδη και επιβάλλονταν από την κρατική εξουσία.1
Η διατήρηση της τάξης διασφαλιζόταν με μια εκλεπτυσμένη ιεραρχία αστυνομικών ή ελεγκτικών αξιωματούχων, από τον καϊμακάμη και το σούμπαση μέχρι τον αγορανόμο (muhtesib) και τον αρχηγό της αστυνομίας (asesbaşı), καθώς και με το δικαστικό σύστημα, το οποίο επέβαλλε χρηματικές και σωματικές ποινές (θάνατο, φυλάκιση, κάτεργο, εξορία).2
Το κράτος χρησιμοποιούσε επίσης τους κατοίκους των συνοικιών, και ιδιαίτερα τους ιμάμηδες και τους ιερείς, ως πληροφοριοδότες και φύλακες της ηθικής· ειδικότερα, οι κάτοικοι όχι μόνον όφειλαν να βρίσκουν και να αναφέρουν καταζητούμενους ή και δυνάμει εγκληματίες, αλλά και μπορούσαν να καταγγείλουν στις αρχές «ανήθικους» ή ταραξίες γείτονές τους.3
2. Τα κατώτερα στρώματα του αστικού πληθυσμού
Περνώντας τώρα σε συγκεκριμένες περιθωριακές ή ημιπεριθωριακές ομάδες, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τους φτωχούς, όχι τόσο επειδή συνδέονται με την εγκληματικότητα ή την απόκλιση –κάτι που δεν ισχύει στην οθωμανική ιδεολογία, αντίθετα με την ευρωπαϊκή της ίδιας περιόδου– όσο επειδή αποτελούν δεξαμενή δυνάμει εγκληματιών, προκειμένου να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά ισχύουν κυρίως για τους πρώην αγρότες που μετανάστευαν στην Κωνσταντινούπολη σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, τους λεγόμενους çift bozan ή «χαλαστές του ζευγαριού» (εντός της πρωτεύουσας συναντούμε και την ονομασία manav).
Αυτό το είδος μετανάστευσης –παράνομο από τη στιγμή που ο «ζευγαροχαλαστής» δεν άφηνε κάποιον στη θέση του ή δεν πλήρωνε τον αντίστοιχο φόρο– αυξήθηκε δραματικά στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, εξαιτίας της αγροτικής και πολιτικής κρίσης της περιόδου, και άσκησε ισχυρές πιέσεις στην οικονομία της πρωτεύουσας.4 Ο μεγάλος όγκος αυτών των ανθρώπων φαίνεται να προέρχεται από τη μουσουλμανική ύπαιθρο της Μικράς Ασίας, δε λείπουν όμως και αναφορές σε χριστιανούς από την Αλβανία ή τον ελλαδικό χώρο, ιδίως σε εξειδικευμένους εργάτες που δούλευαν σε διάφορα «μεγάλα έργα» της εποχής.5
Το κράτος προσπάθησε –μάταια– να σταματήσει τούτη την κίνηση με διάφορους τρόπους· στις προσπάθειές του αυτές συσχέτιζε συχνά τους «ζευγαροχαλαστές» με μια –υποτιθέμενη ίσως– αύξηση της εγκληματικότητας.6 Πράγματι, οι άνθρωποι αυτοί δύσκολα ελέγχονταν, καθώς δεν εντάσσονταν εύκολα σε συντεχνίες ή άλλους συλλογικούς οργανισμούς· εύκολα καταλαβαίνουμε άλλωστε ότι η κατάστασή τους θα τους ωθούσε προς παραβατικές συμπεριφορές. Το ίδιο ισχύει για τους ανέργους ή για τους μικροπωλητές που λειτουργούσαν εκτός συντεχνιών. Πέρα πάντως από τις εντολές για καταγραφή και επαναπροώθησή τους, λίγα είναι εκείνα που γνωρίζουμε για τη ζωή των μεταναστών αυτών στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Όπως φαίνεται, διέμεναν στους ξενώνες των βακουφιών, στα χάνια και σε ενοικιαζόμενα δωμάτια για εργένηδες, ενώ ενίοτε φαίνεται πως κοιμούνταν σε καταστήματα, όπου προφανώς εργάζονταν, κάτι που απαγορεύτηκε επανειλημμένα.7
Από την άλλη μεριά, οι μικρέμποροι και τεχνίτες της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν πάντα φιλήσυχοι και νομοταγείς υπήκοοι· συμμετείχαν ενεργά σε διάφορες εξεγέρσεις, όπως για παράδειγμα το 16518 ή το 1688.9 Υπηρέτες και δούλοι πάλι δεν ήταν αναγκαστικά αφοσιωμένοι στους κυρίους τους και συχνά συναντώνται σε εγκληματικές υποθέσεις. Τέλος, άλλη μια ημιαποκλεισμένη ομάδα, οι Τσιγγάνοι ή Ρομά –οι οποίοι στην Κωνσταντινούπολη διέμεναν κυρίως στους μεγάλους ελεύθερους χώρους κατά μήκος των τειχών–10 βρίσκονταν οπωσδήποτε σε καλύτερη θέση σε σχέση με τους ομόφυλούς τους στη δυτική, την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη ή ακόμα και στη Μολδοβλαχία· ωστόσο, συχνά βλέπουμε μια ορισμένη περιφρονητική στάση απέναντί τους εκ μέρους της οθωμανικής ελίτ, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάζεται με συλλογικές διώξεις. Τούτο οφείλεται κυρίως στη νομαδική ζωή τους, αν και υπάρχουν σποραδικά καταγγελίες για συστηματική παραβατικότητα· οι Τσιγγάνοι πάντως δεν αποκλείονταν συστηματικά από την κοινωνική ζωή, καθώς μάλιστα συγκαταλέγονται συχνά στους «παρείσακτους» που γράφονται παράτυπα στους καταλόγους των γενίτσαρων.11
3. Ο κόσμος της ταβέρνας και του καφενείου
Στην κυρίαρχη νοοτροπία, οι πλέον αποκλίνουσες ομάδες ανθρώπων ήταν όσοι συνδέονταν με δημόσιους χώρους συνάθροισης, όπως ήταν οι ταβέρνες ή τα καφενεία· εδώ έχουμε να κάνουμε με μια αντίληψη του περιθωριακού, ηθικής μάλλον παρά κοινωνικής τάξης. Μια ιδιαίτερη ομάδα, τα «παιδιά της πόλης» ή şehr oğlanları, συνέδεε τον αμόρφωτο και φιλοτάραχο «όχλο» της πόλης με τον κόσμο των επικούρειων ποιητών και κατώτερων .12 Αποκλίνουσες συμπεριφορές όπως η οινοποσία, η ομοφυλοφιλία ή η χρήση ναρκωτικών ήταν συνήθεις στις ομάδες εκείνες, μολονότι δεν επέφεραν πάντοτε το στιγματισμό χάρη στη «διττή» ηθική της οθωμανικής ελίτ.13 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αν και οι οθωμανοί συγγραφείς φαίνεται να τηρούν αμφίσημη στάση απέναντι στους επαγγελματίες της ψυχαγωγίας (παραμυθάδες, μουσικούς και τραγουδιστές, ακροβάτες κ.λπ.) οι οποίοι ανήκουν στην ίδια «κουλτούρα του καφενείου», όμως τα επαγγέλματα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν εξ ορισμού «περιθωριακά» για την οθωμανική κοινωνία.14
4. Υπόκοσμος και εγκληματικότητα
Δυσκολότερο είναι να μελετήσουμε τον υπόκοσμο καθεαυτό, τους καθ’ έξιν εγκληματίες.15 Οι σχετικές πηγές σπανίζουν, εκτός από διάσπαρτες περιπτώσεις στα ιεροδικαστικά κατάστιχα και κάποιες λαϊκές ιστορίες των παραμυθάδων (meddah). Οι αρχές φαίνεται ενίοτε να ταυτίζουν τη συστηματική εγκληματικότητα με τους μετανάστες· σε άλλες περιπτώσεις, το κράτος ενδιαφέρεται για τη γενικότερη ηθική «παραλυσία» ή για το έγκλημα ad hoc, χωρίς να μοιάζει να δυσπιστεί συλλήβδην απέναντι σε κάποια κοινωνική ομάδα. Η αυτοεικόνα όμως του υποκόσμου δεν μπορεί να ανιχνευθεί, τουλάχιστον πριν από το 19ο αιώνα· υπάρχουν βεβαίως κάποιες ενδείξεις για την ύπαρξη εγκληματικών «συμμοριών», οι οποίες χρησιμοποιούσαν δίκτυα επικοινωνίας και αλληλεγγύης που ίσως αντιστοιχούν στο σύστημα πατρωνίας και πελατείας, όπως το βλέπουμε στις συντεχνίες ή στις δερβισικές αδελφότητες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο θρησκευτικά μικτός χαρακτήρας ορισμένων τέτοιων συμμοριών, που υποδεικνύει την κοινωνική διαστρωμάτωση ως ενίοτε ισχυρότερη από τις θρησκευτικές διαφορές. Συναντάμε έτσι μικτές συμμορίες από μουσουλμάνους και ορθόδοξους, εβραίους ή αρμένιους.
Περνώντας τώρα σε συγκεκριμένες μορφές εγκλήματος, ας σημειώσουμε ότι οι κλέφτες φαίνεται να ανήκουν ως επί το πλείστον στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, συχνά μάλιστα είναι υπηρέτες, δούλοι ή γυναίκες, ενώ ενίοτε οργανώνονται σε επαγγελματικές συμμορίες· αντίθετα, βίαια εγκλήματα διαπράττονταν συνήθως από στρατιωτικούς ή μικροτεχνίτες. Άλλες μορφές εγκλήματος που συναντώνται στις πηγές μας είναι η παραχάραξη του νομίσματος, η λαθρεμπορία και η συστηματική ψευδομαρτυρία. Όσον αφορά δε στην πορνεία, τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα· αν μη τι άλλο, δεν μπορούμε να κάνουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στην καθαυτή πορνεία και τα «χαλαρά ήθη», όπως εμφανίζονται στα δικαστικά έγγραφα.16 Από νομική άποψη, το κράτος δε δίωκε τόσο τις ίδιες τις πόρνες, οι οποίες μπορούσαν απλώς να μετακομίσουν σε άλλη συνοικία χωρίς άλλες συνέπειες, όσο τους προαγωγούς. Στις πηγές μας μπορούν να ανιχνευθούν τέσσερα μοντέλα εταιρισμού: πόρνες που χρησιμοποιούσαν το σπίτι τους, συνήθως διαζευγμένες ή χήρες· φτωχότερες κοπέλες που εκδίδονταν σε δρόμους, ταβέρνες και άλλους δημόσιους χώρους· μαστρωποί, συνήθως γυναίκες, που χρησιμοποιούσαν ως πορνεία τα σπίτια τους· τέλος, δουλέμποροι που ενοικίαζαν σκλάβες με εικονικές πωλήσεις, διαδικασία η οποία απαγορεύεται επανειλημμένα από το κράτος. Παρόμοια μοντέλα ισχύουν και για την ανδρική πορνεία, συχνά στενά συνδεδεμένη με τον κόσμο των «παιδιών της πόλης» όπως περιγράφηκε παραπάνω.
Χώροι όπως ταβέρνες, καφενεία, πανδοχεία, κουρεία, δημόσια λουτρά και «δωμάτια εργένηδων» (bekâr odaları) αποτελούν τις κατεξοχήν εστίες παραβατικότητας, μολονότι δεν ήταν με κανένα τρόπο εξ ορισμού κακόφημοι. Ειδικότερα, τα καφενεία συσχετίζονταν από την κυρίαρχη ελίτ με την εγκληματικότητα, την οκνηρία και την ανάμιξη ανθρώπων από διαφορετικά κοινωνικά και/ή πολιτισμικά επίπεδα, κάτι που συνεπαγόταν παραβίαση της αρχής του «ορίου» (hadd) και απειλή για τη διατήρηση της τάξης, τόσο στο ιδεολογικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Περιστασιακές απαγορεύσεις τέτοιων δημόσιων χώρων βασίζονταν ακριβώς στην απειλή αυτή ενάντια στην κοινωνική τάξη.17
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, διάφορες περιοχές και συνοικίες της Κωνσταντινούπολης συνδέονταν κατά κάποιο τρόπο με παραβατικές συμπεριφορές, αν και δε συνιστούσαν με κανένα τρόπο «γκέτο» εγκληματιών. Οι ταβέρνες λοιπόν αφθονούσαν κατά μήκος των ακτών, τόσο του Μαρμαρά όσο και του Κεράτιου, κυρίως σε περιοχές με πυκνό πληθυσμό χριστιανών ή εβραίων. Δύο τέτοιες συνοικίες ήταν το Κουμκαπί (Κοντοσκάλι) και η Σαμάτια (Ψωμαθειά)· ακόμη πιο κακόφημες ήταν οι συνοικίες του Γαλατά –γνωστού για τις αναρίθμητες ταβέρνες του, αλλά και ο οποίος γειτνίαζε με το ναύσταθμο στο Κασίμ Πασά– και του γειτονικού Τοπχανέ, καθώς και του Μπαλάτ, το οποίο βρισκόταν κοντά σε συνοικισμούς Τσιγγάνων και σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποβάθρες της πόλης.
5. Παράφρονες και ζητιάνοι
Υπάρχουν και κάποιες άλλες ομάδες οι οποίες παραδοσιακά κατατάσσονται στο περιθώριο, τουλάχιστον όσον αφορά στην ευρωπαϊκή ιστορία: οι παράφρονες και οι ζητιάνοι. Στο οθωμανικό πλαίσιο οι ομάδες αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν «αποδεκτό περιθώριο», καθώς δεν είναι αποκλεισμένες εξ ορισμού. Ο ισλαμικός νόμος έδινε στους ψυχικά ασθενείς κάποια δικαιώματα και τους στερούσε κάποια άλλα, με βασικό σκοπό την προστασία τους. Ο τρελός ανήκε σε μια αμφίσημη περιοχή της κοινωνίας και η εικόνα του μπορούσε να πάρει διάφορες αποχρώσεις σεβασμού, φόβου ή περιφρόνησης: «άγιοι τρελοί» αφθονούσαν στην οθωμανική κοινωνία (όπως και στη βυζαντινή ή εκείνη της μεσαιωνικής Ευρώπης), όντας το αντικείμενο σεβασμού ακόμα και υψηλών αξιωματούχων ή ουλεμάδων. Στην πράξη, ωστόσο, ο παράφρων αντιμετωπιζόταν συνηθέστερα ως πάσχων, δίχως να δαιμονοποιείται· αυτό μαρτυρεί η περιστασιακή περίθαλψή του σε νοσοκομεία, χωρίς την ύπαρξη χωριστών ιδρυμάτων όπως τα φρενοκομεία της ευρωπαϊκής Δύσης.18 Τα ίδια ισχύουν λίγο πολύ για τους λεπρούς ή τους ανάπηρους· εν γένει το Ισλάμ δεν έχει την αυστηρή διχοτόμηση μεταξύ σώματος και πνεύματος, κάτι που συνεπώς δυσκόλευε τη σύνδεση των σωματικών ελαττωμάτων με την έννοια της αμαρτίας.
Οι ζητιάνοι, από την άλλη μεριά, γίνονταν πλήρως αποδεκτοί στο ιδεολογικό επίπεδο, καθώς η ελεημοσύνη αποτελεί κομβική έννοια στην ισλαμική θρησκεία. Στην πράξη ωστόσο οι «επαγγελματίες ζητιάνοι» βρίσκονταν κάτω από το στενό έλεγχο του οθωμανικού κράτους: εντάσσονταν σε ιδιαίτερη συντεχνία και εφοδιάζονταν με ειδικά πιστοποιητικά (tezkere), ενώ οι αρχές έκαναν κατά καιρούς εκκαθαρίσεις στις τάξεις τους, εκδιώκοντας απατεώνες.19 Συχνότερες είναι οι αναφορές σε μη μουσουλμάνους ζητιάνους, πιθανόν επειδή οι μουσουλμάνοι είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε ιδρύματα πρόνοιας και σε δίκτυα αλληλοβοήθειας, όπως εκείνα των δερβισικών αδελφοτήτων. Γενικότερα, οι Οθωμανοί διατηρούσαν ένα πυκνό δίκτυο ευαγών ιδρυμάτων (imâret), βασισμένο στο θεσμό των , το οποίο φαίνεται να συντελούσε στη διατήρηση της φτώχειας στις πόλεις σε «ανεκτό» επίπεδο.20 |
1. Για το ισλαμικό και το οθωμανικό ποινικό δίκαιο βλ. Schacht, J., An Introduction to Islamic Law (Oxford 1979), σελ. 175-87· Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L.(επιμ.) (Oxford 1973). 2. Βλ. Σαρηγιάννης, Μ., «Μηχανισμοί ελέγχου και καταστολής στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη, μέσα 16ου-αρχές 18ου αιώνα», Περί Θράκης. Επιστημονική περιοδική έκδοση 3 (2003), σελ. 209-226· Gerber, H., “Sharia, Kanun and Custom in the Ottoman Law: The Court Records of 17th-Century Bursa”, International Journal of Turkish Studies 2/1 (1981), σελ. 131-147, ιδ. σελ. 139-142· Uzunçarşılı, İ. H., Osmanlı Devleti teşkilâtından: Kapukulu Ocakları2, τόμ. Α΄ (Ankara 1988), σελ. 187-88· And, Μ., Istanbul in the 16th century. The city, the palace, daily life (Istanbul 1994), σελ. 87· Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), σελ. 157-59. Για το δικαστικό σύστημα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Βλ. γενικά EI2, τόμ. Β', βλ. λ. "Mahkama" (C. V. Findley, H. İnalcık) και πρβ. Beldiceanu, N., Recherche sur la ville ottomane au XVe siècle (Paris 1973), σελ. 115-9· Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Ménage, V.L. (επιμ.) (Oxford 1973), σελ. 212-19· Ginio, Ε., “The Administration of Criminal Justice in Ottoman Selânik (Salonica) During the Eighteenth Century”, Turcica 30 (1998), σελ. 185-209, ιδ. σελ. 191-200. 3. Heyd, U., Studies in Old Ottoman Criminal Law, Menage, V.L. (επιμ.) (Oxford 1973), σελ. 80-119, 92-130, 253-55· Gerber, H., “Sharia, Kanun and Custom in the Ottoman Law: The Court Records of 17th-Century Bursa”, International Journal of Turkish Studies 2/1 (1981), σελ. 138 και 146-47· Ergenc, O., "Osmanlı sehrindeki 'Mahalle'nin islev ve nitelikleri uzerine", Osmanlı Arastirmaları 4 (1984), σελ. 69-78, ιδ. σελ. 73-75· Σαλακίδης, Γ. Ι., Η Λάρισα (Yenişehir) στα μέσα του 17ου αιώνα. Κοινωνική και οικονομική ιστορία μιας βαλκανικής πόλης και της περιοχής της με βάση τα οθωμανικά ιεροδικαστικά έγγραφα των ετών 1050-1052 (1650-1652) (Θεσσαλονίκη 2004), σελ. 36-37· Rafeq, A.-K., “Public Morality in 18th-Century Ottoman Damascus”, Revue du Monde Musulman et de la Mediterranée 55/56, 1-2 (1990), σελ. 180-196, ιδ. σελ. 181. Για παραδείγματα βλ. Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (Istanbul 1988), σελ. 38-9, 138 (αρ. ΙV/2, Χ/3), 139-40 (X/5), 145-46 (X/13). 4. Cezar, M., Osmanlı tarihinde Levendler (İstanbul 1965), σελ. 41-45· Akdağ, M., Türk halkının dirlik ve düzenlik kavgası: Celalî isyanları (İstanbul 1995), σελ. 69-74, 446-50, 455 κ.ε.· Todorov, N., "Quelques aspects de la ville balkanique aux XVe et XVIe siècles. Nombre et population", στο Todorov, N., La ville balkanique sous les Ottomans (XV-XIXe s.) (London 1977), σελ. 217-219· Alexander, J. C., Toward a History of Post-Byzantine Greece: The Ottoman Kanunnames for the Greek Lands, circa 1500-circa 1600 (Athens 1985), σελ. 438-441· Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 117-18 (ΙΧ/27). 5. Faroqhi, S., Stories of Ottoman Men and Women: Establishing Status, Establishing Control (Istanbul 2002), σελ. 267 κ.ε., ιδ. σελ. 278-81. 6. Βλ. π.χ. Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 139-40 (X/5)· Refik (Altınay), A., Hicrî on ikinci asırda İstanbul hayatı (1100-1200)2 (İstanbul 1988), σελ. 80-81, 105-6, 121-23, 199, αρ. 109, 136, 152, 241. 7. Π.χ. Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2(İstanbul 1988), σελ. 145-46 (X/13). 8. Σύμφωνα με έναν Έλληνα πληροφοριοδότη του τσάρου, οι υποστηρικτές της νέας τάξης έστησαν την ιερή σημαία και κάλεσαν όλον το λαό στα όπλα· μάλιστα "έτρεχον απο το ένα μέρος ηανιτζάρι αρματομένι, απο το άλο μέρος η σεχερλίδες αρματομένι, ός κε γι χριστιανή έτρεχον αρματομένι, βοηθέτες του βασιλέως" ( Tchentsova, V., "Le coup d'état constantinopolitain de 1651 d'après la lettre d'un métropolite grec au tsar russe Alexis Michailovich", Turcica 32 (2000), σελ. 389-423, ιδ. σελ. 402). Βλ. επίσης Kâtib Çelebi, Fezleke, τόμ. Α' (İstanbul 1869-70), σελ. 373-4· Mustafâ Na'îmâ, Tarih-i Na'îmâ, τόμ. 5 (İstanbul 1864-65), σελ. 98-101. 9. Silâhdâr Fındıklılı Mehmed Ağa, Silâhdâr Tarihi, Ahmed Refik (επιμ.), τόμ. 2 (İstanbul 1928), σελ. 335-36. Ενδιαφέρον έχουν, ιδίως από άποψη ορολογίας, και οι ελληνικές πηγές. Ο Ι. Καρυοφύλλης (Ζερλέντης, Π. Γ. "Ιωάννου του Καρυοφύλλου Εφημερίδες", Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 3 (1889), σελ. 275-315, ιδ. σελ. 312-13) λ.χ. γράφει: "...τινές των ζορπάδων άρπασαν από της αγοράς τινά πράγματα πανικά· όθεν κινηθέντες οι εν τη αγορά καθεζόμενοι ανέστησαν καί φωνάζοντες διήγειρον τό πλήθος των πολιτών λεγομένων σεχερλήδων, καί έδραμον εις τήν θύραν του παλατίου του βασιλικού καί εβόησαν ζητούντες τό λεγόμενον σαντζάκιον του Προφήτου... και φανερωθέντος του σαντζακίου συνήχθη πλήθος σεχερλίδων υπέρπολυ, καί μετ' αυτών οι γραμματείς αυτών..." Ο Δ. Ραμαδάνης πάλι δίνει την εξής εντυπωσιακή περιγραφή ( Σάθας, Κ. Ν., Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 3 (Αθήνα 1972), σελ. 37-9): "βλέποντες οι σεχερλίδες καί οι πραγματευταί, ότι ακολουθεί νά γίνει μεγάλη φθορά, καί ότι ενδέχεται νά πατήσουν καί τό μπεζεστένι, εις τό οποίον ευρίσκεται τόσος θησαυρός, εσηκώθη ένας εμίρης από τό μπεζεστένι, καί σφαλώντας τό δουλάπι του, έδεσεν ένα μανδύλι εις μίαν βέργαν... καί έως εις τήν πόρταν του βασιλικού παλατίου εσυνάχθησαν έως είκοσι χιλιάδες πλήθος... ο δέ επίλοιπος λαός των Οθωμανών από τήν νύκτα άρχισαν νά εμαζόνουνταν εις τό σαράγι του βασιλέως έως τό μεσημέρι· τά σκοκάκια γεμάτα, καί η θάλασσα ομοίως από τά καΐκια οπού εκουβαλούνταν μετά μαχαιρών καί ξύλων· άλλος εβαστούσε τουφέκι, άλλος σπαθί, άλλος πέτραν, άλλος ξύλον, άλλος μπαλτάν, άλλος σούβλαν, καί κοντολογής ό τι άρμα εύρισκεν ή είχεν ο καθ' ένας εις τό σπίτι του μέ εκείνο έτρεχε καί επήγαινε· τό οποίον τούτο ονομάζεται νεφεράμ ασκέρι". [nefîr-i 'âm, γενική επιστράτευση]. 10. Βλ. ενδεικτικά Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVIIe siècle. Essai d'histoire institutionelle, économique et sociale (Paris 1962), χάρτες 4 και 5, και Ιερεμιά Τσελεμπί Κιομουρτζιάν, Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680, Μπόζη, Σ. (επιμ.) (Αθήνα 1992), σελ. 22, 64 κ.α. 11. Για τους Τσιγγάνους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία βλ. τη γενική επισκόπηση της σύγχρονης έρευνας από τους Marushiakova, E. – Popov, V., Gypsies in the Ottoman Empire. A Contribution to the History of the Balkans (Hatfield 2001) και (με έμφαση στην κοινωνική και νομική θέση τους) Ginio, Ε., “Neither Muslims nor Zimmis: The Gypsies (Roma) in the Ottoman State”, Romani Studies 5, 14/ 2 (2004), σελ. 117-144· Sariyannis, Μ., «‘Neglected Trades’: Glimpses Into the 17th-Century Istanbul Underworld», Turcica 38 (2006), σελ. 155-79, ιδ. σελ. 174, όπου και περαιτέρω βιβλιογραφία. 12. Sariyannis, M., «‘Mob’, ‘Scamps’ and Rebels in 17th Century Istanbul: Some Remarks on Ottoman Social Vocabulary», International Journal of Turkish Studies 11/1-2 (2005), σελ. 1-15. 13. Βλ. Sariyannis, M., “Law and Morality in Ottoman Society: The Case of Narcotic Substances”, στο Kolovos, E. – Kotzageorges, Ph. – Laiou, S. – Sariyannis, M. (επιμ.), The Ottoman Empire, the Balkans and the Greek Lands: Studies in Honor of John C. Alexander (Istanbul 2007)· Andrews, W.G. – Kalpaklı, M., The Age of Beloveds. Love and the Beloved in Early-Modern Ottoman and European Culture and Society (Durham 2005)· Ze’evi, D., Producing Desire. Changing Sexual Discourse in the Ottoman Middle East, 1500-1900 (Berkeley – Los Angeles – London 2006). 14. Sariyannis, M., «‘Neglected Trades’: Glimpses Into the 17th-Century Istanbul Underworld», Turcica 38 (2006), σελ. 173 και σημ. 73, όπου και βιβλιογραφία. 15. Για τον οθωμανικό υπόκοσμο του 17ου αιώνα βλ. Sariyannis, M., «‘Neglected Trades’: Glimpses Into the 17th Century Istanbul Underworld», Turcica 38 (2006), σελ. 155-79, όπου και βιβλιογραφία· για άλλες πόλεις πρβ. Rafeq, A.K., “Public Morality in 18th-Century Ottoman Damascus”, Revue du Monde Musulman et de la Mediterranée 55/56, 1-2 (1990), σελ. 180-196· Ginio, Ε., “The Administration of Criminal Justice in Ottoman Selânik (Salonica) During the Eighteenth Century”, Turcica 30 (1998), σελ. 185-209. Για την Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα βλ. Tanilli, S., “Frers-à-bras et mauvais garçons à Istanbul au siècle dernier”, στο Georgeon, F. – Dumont, P. (επιμ.), Vivre dans l’Empire Ottoman. Sociabilités et relations intercommunautaires (XVIIIe-XXe siècles) (Paris 1997), σελ. 115-22. Πρβ. και Işın, Ε., İstanbul’da gündelik hayat. Tarih, kültür ve mekân ilişkileri üzerine toplumsal tarih denemeleri (İstanbul 1999), ιδ. σελ. 273-98. Από την ελληνόφωνη βιβλιογραφία οι πιο αξιόλογες εκδόσεις είναι γραμμένες χωρίς αυστηρά επιστημονική πρόθεση και μεθοδολογία: Τζελέπης, Π.Ν., Στον καιρό των σουλτάνων... (Αθήνα 1965) και του ίδιου Ένας νταής (Αθήνα 1971)· Πετρόπουλος, Η., Υπόκοσμος και καραγκιόζης (Αθήνα 1978), ιδ. σελ. 10-60, και του ίδιου, Ρεμπετολογία (Αθήνα 1990)· για τον υπόκοσμο του ελλαδικού χώρου στη Νεότερη περίοδο η πιο πρόσφατη αλλά και πιο εμπεριστατωμένη μελέτη είναι εκείνη του Ζαϊμάκη, Γ., "Καταγώγια ακμάζοντα". Παρέκκλιση και πολιτισμική δημιουργία στο Λάκκο Ηρακλείου (1900-1940) (Αθήνα 1999). 16. Για την πορνεία βλ. Kermeli, E., “Sin and the Sinner: folles femmes in Ottoman Crete”, Eurasian Studies 1/1 (2002), σελ. 85-96· Andrews, W.G. – Kalpaklı, M., The Age of Beloveds. Love and the Beloved in Early-Modern Ottoman and European Culture and Society (Durham 2005), ιδ. σελ. 274 κ.ε.· Tucker, J.E., Women in Nineteenth-Century Egypt (Cambridge 1985), σελ. 150 κ.ε.· Fahmy, Kh. “Prostitution in Egypt in the Nineteenth Century”, στο Rogan, E. (επιμ.), Outside In. On the Margins of the Modern Middle East (London – New York 2002), σελ. 77-103· Semerdjian, E., “Sinful Professsions. Illegal Occupations of Women in Ottoman Aleppo, Syria”, Hawwa 1:1 (2003), σελ. 60-85. 17. Saraçgil, Α., "Generi voluttuari e ragion di stato: politiche repressive del consumo di vino, caffè e tabacco nell' Impero Ottomano nei secc. XVI e XVII", Turcica 28 (1996), σελ. 163-193, ιδ. σελ. 179-80· Hattox, R. S., Coffee and Coffeehouses: The Origins of a Social Beverage in the Medieval Near East (Washington 1988)· Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 138, 141 (Χ/3, Χ/8). 18. Dols, M.W., Majnûn: The Madman in Medieval Islamic Society, Immisch, D. E. (επιμ.) (Oxford 1992)· Ricaut, Sir P. The History of the Present State of the Ottoman Empire, containing the Maxims of the Turkish Polity… in Three Books (London 1686), σελ. 286· Ιερεμιά Τσελεμπί Κιομουρτζιάν, Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680, Μπόζη, Σ. (επιμ.) (Αθήνα 1992), σελ. 65-66. 19. Tekin, Z., “Beggars in the Ottoman Empire”, στο Çiçek, K. (επιμ.), The Great Ottoman-Turkish Civilization, τόμ. 2: Economy and Society (Ankara 2000), σελ. 750-64· Refik, On altıncı asırda, όπ. παρ. 139, 143-44 (Χ/4, X/11)· Refik (Altınay), A., On altıncı asırda İstanbul hayatı (1553-1591)2 (İstanbul 1988), σελ. 194-95, αρ. 235. 20. Η βιβλιογραφία για τα βακούφια είναι τεράστια. Βλ. π.χ. İnalcık, Η., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 (Αθήνα 1995), σελ. 244-48· Barnes, J.R., An Introduction to Religious Foundations in the Ottoman Empire (Leiden 1986)· Gerber, H., "The Waqf Institution in Early Ottoman Edirne", Asian and African Studies 17 (1983), σελ. 29-45. |