1. Ιστορικό πλαίσιο
Η δυναστεία των Κομνηνών ουσιαστικά ανέτρεψε την πρότερη κατάσταση, που ίσχυε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και σε εκκλησιαστικό. Όταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός κατέλαβε την εξουσία (1081), το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε ήδη πίσω του μακρά ιστορία επεμβάσεων, αν όχι κυριαρχίας, στην πολιτική σκηνή της Βασιλεύουσας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των πατριαρχών Νικολάου Μυστικού και Πολυεύκτου το 10ο αιώνα,1 ενώ στα μέσα του 11ου αιώνα ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος είχε φθάσει στο σημείο να απαιτεί το δικαίωμα χρήσης αυτοκρατορικών συμβόλων.
Ο Αλέξιος Α΄ δεν όφειλε στην Εκκλησία την ανάρρησή του στο θρόνο, αντίθετα ήλθε σε σύγκρουση μαζί της από την αρχή, όταν ο πατριάρχης Κοσμάς Α΄ (1075-1084) απαίτησε από τον Αλέξιο και την οικογένειά του να καταβάλει επιτίμια, χρηματικό ποσό δηλαδή, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ανήλθε στο θρόνο. Μολονότι ο Αλέξιος συμμορφώθηκε με την απαίτηση, λίγο αργότερα εξανάγκασε τον πατριάρχη σε παραίτηση, αντικαθιστώντας τον με τον Ευστράτιο Γαριδά (1081-1084).
2. Εκκλησιαστικές έριδες επί Αλεξίου Α΄ (1081-1118)
2.1. Εσωτερικές έριδες
Τα προβλήματα στις σχέσεις του αυτοκράτορα με την Εκκλησία κορυφώθηκαν όταν το ίδιος έτος (1081) εκδηλώθηκε η λεγόμενη «έρις περί των ιερών σκευών», αφορμή για την οποία στάθηκε η απόφαση του Αλεξίου Α΄ να εκποιήσει μέρος των εκκλησιαστικών σκευών εξαιτίας του ότι αντιμετώπιζε εισβολή των Νορμανδών στα εδάφη της αυτοκρατορίας και δεν διέθετε οικονομικούς πόρους για να καλύψει τα πολεμικά έξοδα.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση του κλήρου. Εντονότερος επικριτής της απόφασης στάθηκε ο Λέων, μητροπολίτης Χαλκηδόνος. Το 1082 ο Αλέξιος Α΄ εξέδωσε χρυσόβουλλο με το οποίο δεσμευόταν να μην ξαναπροβεί σε εκποίηση εκκλησιαστικής περιουσίας και να αποκαταστήσει, όταν το επέτρεπαν οι οικονομικές συνθήκες, ό,τι είχε χρησιμοποιήσει.2 Ο Λέων (Χαλκηδόνος) δεν ικανοποιήθηκε και κατηγόρησε τον νέο πατριάρχη, ευνοούμενο των Κομνηνών, ως οπαδό του μεσσαλιανισμού. Αν και τελικά ο Ευστράτιος Γαριδάς απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες σε σύνοδο στην Αγία Σοφία, προτίμησε να παραιτηθεί και αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Γ΄ Γραμματικό (1084-1111).3 Το 1087 ο Λέων εξορίσθηκε, αλλά συνέχισε την αντιπολιτευτική του δράση. Τελικά συμφιλιώθηκε με τον αυτοκράτορα το 1094, σε σύνοδο στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.4
Η πρώτη ευκαιρία που δόθηκε στον Αλέξιο Α΄ να εμφανισθεί ως υπερασπιστής της πίστης ήταν η υπόθεση που αφορούσε τη διδασκαλία του Ιωάννη Ιταλού, μαθητή του Μιχαήλ Ψελλού. Στις αρχές Ιανουαρίου 1082 ο Αλέξιος έλαβε ανώνυμη επιστολή που κατηγορούσε τον Ιταλό για αιρετική διδασκαλία. Ο λόγιος πίστευε ότι, όπως και παλαιότερα,5έτσι και τώρα θα απαλλασσόταν από τις κατηγορίες. Ωστόσο, η αντίδραση του όχλου, που έξαλλος κυνήγησε τον Ιταλό και τον ανάγκασε να καταφύγει στο ναό της Αγίας Σοφίας, περιέπλεξε την κατάσταση. Στις 13 Μαρτίου 1082 ο Ιταλός καταδικάσθηκε ως αιρετικός και κλείστηκε σε μοναστήρι. Ο Αλέξιος Α΄ διέταξε τον πατριάρχη να δικάσει και τους μαθητές του Ιταλού, οι οποίοι όμως αθωώθηκαν (11 Απριλίου 1082) και τους επετράπη η συνέχιση της διδασκαλίας.
Μαθητής του Ιωάννη Ιταλού πιθανώς ήταν και ο μοναχός Νείλος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι έρρεπε προς τον μονοφυσιτισμό,6ενώ την ίδια περίοδο εμφανίσθηκε και ο ιερέας Θεόδωρος Βλαχερνίτης, ο οποίος είχε εισχωρήσει στους κόλπους της αριστοκρατίας και δίδασκε μια ερμηνεία των γραφών που θεωρήθηκε αιρετική. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Βλαχερνίτης ήταν ενθουσιαστής και ότι ο αυτοκράτωρ τον παρέπεμψε σε δίκη, όπου και αναθεματίσθηκε.
2.2. Παυλικιανοί και βογόμιλοι
Το 1081-1082, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον των Νορμανδών, ο Αλέξιος Α΄ αποφάσισε να στραφεί εναντίον των παυλικιανών της Θράκης, πολλοί από τους οποίους υπηρετούσαν στο στρατό του. Όταν το στρατιωτικό σώμα των παυλικιανών αρνήθηκε να επιστρέψει στο στρατόπεδο της Μοσυνόπολης, ο Αλέξιος Α΄ συνέλαβε τους αρχηγούς τους και δήμευσε τις περιουσίες τους. Πολλοί παυλικιανοί αποφάσισαν τότε να βαπτισθούν ορθόδοξοι. Όσοι ενέμειναν στην πίστη τους εξορίσθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι αφέθησαν ελεύθεροι.
Ο αυτοκράτορας επανήλθε στους διωγμούς εναντίον των παυλικιανών το 1114, κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Κουμάνων. Σημειώθηκαν μαζικοί προσηλυτισμοί παυλικιανών. Στην προσπάθειά του να εξαλείψει τον παυλικιανισμό, ο Αλέξιος Α΄ είχε σύμβουλο τον Ευστράτιο, μητροπολίτη Νικαίας. Το τελευταίο δογματικό θέμα με το οποίο ασχολήθηκε ο Αλέξιος Α΄ αφορούσε τον βογομιλισμό, ο οποίος προερχόταν από τον παυλικιανισμό.7 Με αρχηγό τον Βασίλειο, μια ομάδα βογομίλων δρούσε στην Κωνσταντινούπολη και είχε αρχίσει να επηρεάζει τόσο τους ανώτερους κύκλους της πρωτεύουσας όσο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Προσποιούμενος ότι θέλει να ασπασθεί τη διδασκαλία τους, ο Αλέξιος Α΄ κάλεσε στο παλάτι τον Βασίλειο και τον φυλάκισε. Την ίδια τύχη είχαν και οι μαθητές και οι οπαδοί του Βασιλείου. Ο Βασίλειος καταδικάσθηκε από σύνοδο ως αιρετικός και τελικά κάηκε στην πυρά.
3. Εκκλησιαστικές έριδες επί Ιωάννου Β΄ (1118-1143)
Επί βασιλείας Ιωάννη Β΄ παρουσιάστηκε μόνο μία παρέκκλιση στους κόλπους της Εκκλησίας, η διδασκαλία του μοναχού Κωνσταντίνου Χρυσομάλλου, που αποτελούσε συνδυασμό ενθουσιασμού, βογομιλισμού και μεσσαλιανισμού.8 Ο Χρυσόμαλλος δίδασκε ότι όσοι βαπτίσθηκαν σε νηπιακή ηλικία δεν ήταν στην πραγματικότητα χριστιανοί, αλλά όφειλαν να αναβαπτισθούν και να περάσουν από κατήχηση, ακόμα και αν ακολουθούσαν ενάρετο βίο και τις διδαχές των Πατέρων. Επίσης, πρέσβευε ότι κάθε χριστιανός είχε δύο φύσεις, μία χριστιανική και μία σατανική. Η τελευταία υπήρχε ακόμη και αν όλες οι πράξεις του ατόμου ήσαν σύμφωνες με τις χριστιανικές διδαχές.
Η συγκεκριμένη διδασκαλία, η οποία είχε βρει αρκετούς οπαδούς, καταδικάστηκε ως αιρετική. Τα σχετικά βιβλία κάηκαν στην πυρά, ενώ από τους υπευθύνους των μονών όπου βρέθηκαν συγγράμματα του Χρυσομάλλου μετά το θάνατό του ο μεν μοναχός Γεώργιος δήλωσε μετάνοια και έλαβε συγχώρηση, ο δε μοναχός Πέτρος, επειδή κρίθηκε ανάξιος να ηγείται και να καθοδηγεί άλλους, μεταφέρθηκε σε άλλη μονή, όπου ετέθη υπό επιτήρηση και καθοδήγηση. Η επιεικής τιμωρία των οπαδών οφειλόταν πιθανότατα στο ότι δεν είχε προλάβει να επεκταθεί η εν λόγω διδασκαλία, ενώ μια αυστηρότερη ποινή θεωρήθηκε ότι θα ηρωοποιούσε τους οπαδούς της, με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί πραγματικά επικίνδυνη.
4. Εκκλησιαστικές έριδες επί Μανουήλ Α΄ (1143-1180)
4.1. Η περίπτωση του Νίφωνος
Χαρακτηριστικό των σχέσεων του Μανουήλ Α΄ (1118- 1143) με την Εκκλησία είναι ότι, ενώ την περίοδο της βασιλείας του υπήρξαν μόλις τρεις νέοι πατριάρχες, στο διάστημα 1143-1157 σημειώθηκαν έξι αλλαγές πατριαρχών. Τα προβλήματα άρχισαν από την ανακήρυξη του Μανουήλ σε αυτοκράτορα στην Κιλικία, καθώς ο πατριάρχης είχε μόλις πεθάνει και δεν είχε ακόμη αναλάβει άλλος. Τελικά, ο Μανουήλ διόρισε εσπευσμένα πατριάρχη τον Μιχαήλ Β' Κουρκούα Οξείτη (Ιούλιος 1143) και ο τελευταίος τον έστεψε αυτοκράτορα τον Νοέμβριο του 1143.
Πριν ακόμη από την τελετή της στέψης, η Εκκλησία είχε αναγκασθεί να αντιμετωπίσει νέα δογματικά ζητήματα. Στις 22 Φεβρουαρίου 1144, και ενώ ήταν φυλακισμένος ήδη από την 1η Οκτωβρίου 1143, ο μοναχός Νίφων καταδικάσθηκε επειδή υποστήριζε δύο επισκόπους από την Καππαδοκία που είχαν πρόσφατα καταδικασθεί ως βογόμιλοι. Τον Μάρτιο του 1146 πατριάρχης αναδείχθηκε ο Κοσμάς Αττικός, ο οποίος διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Νίφωνα. Για το λόγο αυτόν κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις ενώπιον του αυτοκράτορα (26 Φεβρουαρίου 1147), όπου υποστήριξε ότι ο Νίφων δεν ήταν αιρετικός, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί.9 Τον Δεκέμβριο του 1147 αντικαταστάθηκε από τον ογδοηκονταετή Νικόλαο Μουζάλωνα. Ο διορισμός του τελευταίου προκάλεσε νέα προβλήματα, καθώς υπήρξε αντίδραση από πολλούς επισκόπους.10 Τελικά ο Μανουήλ αναγκάσθηκε να υποκύψει στις πιέσεις των επισκόπων και αντικατέστησε τον Μουζάλωνα με τον Θεόδοτο (1151-1154).11
4.2. Οι τελευταίες έριδες
Επί πατριαρχίας Κωνσταντίνου Χλιαρηνού (1154-1157), ο διάκονος Βασίλειος διορίσθηκε διδάσκαλος των ευαγγελίων, επισύροντας το φθόνο του λογίου Νικηφόρου Βασιλάκη και του Σωτηρίχου Παντευγένου, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Βασίλειο ως ασπαζόμενο τον νεστοριανισμό. Η σύνοδος απάλλαξε τον Βασίλειο από τις κατηγορίες (26 Ιανουαρίου 1156), οι κατήγοροί του όμως επέμεναν και έτσι ο Μανουήλ Α΄, μόλις επέστρεψε από εκστρατεία, συγκάλεσε συμβούλιο στις Βλαχέρνες (12 Μαΐου 1157). Ο Σωτήριχος Παντεύγενος αναθεματίστηκε και ο Νικηφόρος Βασιλάκης γλίτωσε με απλή επίπληξη. Στις 18 Μαΐου 1157 ο Σωτήριχος Παντεύγενος και οι απόψεις του καταδικάσθηκαν εκ νέου.
Ωστόσο, η διαμάχη με αντικείμενο θεολογικά ζητήματα συνεχίσθηκε, με κατηγορούμενο αυτή τη φορά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Όλα ξεκίνησαν από ένα τυχαίο γεγονός. Επιστρέφοντας από τη Δύση, ένας Βυζαντινός πρέσβης έθεσε στον αυτοκράτορα το ερώτημα τι πιστεύει για την ευαγγελική ρήση «ο πατήρ μου μείζων εμού εστί» και ο Μανουήλ έκανε το λάθος να απαντήσει ότι πράγματι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι κατώτερη από τη θεία πατρική. Το ζήτημα προκάλεσε την αντίδραση κύκλων της Αγίας Σοφίας, παρά την προσπάθεια του πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη (1156-1169) να υποβαθμίσει το θέμα. Προκειμένου να υπερασπιστεί εαυτόν, ο Μανουήλ συνεκάλεσε σύνοδο υπό την προεδρία του (2 Μαρτίου 1166), η οποία όμως δεν κατάφερε να κάμψει τις αντιρρήσεις, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα να δώσει τέλος στη συζήτηση δημοσιεύοντας την «Έκθεσιν», κείμενο το οποίο ανήρτησε στο νάρθηκα του ναού της Αγίας Σοφίας. Μην μπορώντας να αντιδράσουν διαφορετικά, οι κατήγοροί του απαίτησαν την παραίτηση του πατριάρχη, αλλά ο αυτοκράτωρ αρνήθηκε να υποκύψει. Μετά το θάνατο του Χρυσοβέργη (1169), ο μητροπολίτης Κερκύρας Κωνσταντίνος τον κατηγόρησε για αίρεση, αλλά καταδικάσθηκε ο ίδιος. Λίγο αργότερα, ένας ανώνυμος ηγούμενος μονής στην Κωνσταντινούπολη καταδικάσθηκε για μη συμμόρφωση με την Έκθεσιν.12 Έτσι, ο Μανουήλ κατόρθωσε να επιβληθεί στους ιεράρχες και στο εξής δεν αντιμετώπισε άλλα προβλήματα με την Εκκλησία.
1. Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, αν και διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ (886-912), εντούτοις στράφηκε εναντίον του κατά τη διάρκεια της στάσης του Ανδρονίκου Δούκα. Την περίοδο 913-920 διετέλεσε επίτροπος του ανήλικου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου και συνέβαλε στο σφετερισμό της εξουσίας από τον Ρωμανό Α΄ Λακαπηνό (920-944). Ο Πολύευκτος ήλθε σε σύγκρουση με τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Ζ΄, ο οποίος μάταια προσπάθησε να τον καθαιρέσει, και Νικηφόρο Β΄ Φωκά (963-969), ενώ ανάγκασε τον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976) να αποδεχθεί τους όρους του πριν τον στέψει. 2. Βλ. σχετικά Grumel, V., “L’affaire de Léon de Chalcédoine. Le chrysobulle d’Alexis Ier sur les objets sacrés”, Etudes Byzantines 2 (1944), σελ. 126-133. 3. Η μακρά θητεία του Νικολάου Γ΄ Γραμματικού (1084-1111) ήταν ενδεικτική των καλών σχέσεων που διατηρούσε με τον αυτοκράτορα, ωστόσο οι σχέσεις αυτές δεν έφτασαν ποτέ σε σημείο υποταγής. Ο Νικόλαος απαίτησε από τον Αλέξιο να τηρήσει τους όρους του χρυσοβούλλου του 1082 και αρνήθηκε να επαναφέρει στα δίπτυχα το όνομα του πάπα για να εξυπηρετήσει τις διπλωματικές σκοπιμότητες του αυτοκράτορα. 4. Βλ. σχετικά Gautier, P., “Le synode de Blachèrnes (fin 1094)”, Revue des Etudes Byzantines 29 (1971), σελ. 213-220. Πρόκειται για την Πρώτη Σύνοδο των Βλαχερνών. 5. Ο Ιωάννης Ιταλός είχε κατηγορηθεί ως αιρετικός και το 1077, αλλά η παρέμβαση του τότε αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄, του οποίου ο Ιταλός υπήρξε ευνοούμενος, ήταν αρκετή για την αθώωσή του. 6. Ο Νείλος τελικά αναθεματίστηκε από την Ιερά Σύνοδο, χωρίς όμως να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το χρόνο και τις συνθήκες της καταδίκης του. 7. Σύμφωνα με τον Angold, M., Church and society in Byzantium under the Comneni (Cambridge 1995), σελ. 485-487, η αίρεση αντιμετωπίστηκε πριν από το 1111. 8. Τις μοναδικές πληροφορίες για την αίρεση αυτή τις αντλούμε από το «συνοδικό σημείωμα του πατριάρχη Λέοντος Στυππή (Μάιος 1140)», στο Ράλλης, Γ.Α. – Ποτλής, Μ. (επιμ.), Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων 5 (Αθήνα 1859), σελ. 76-82. 9. Ιωάννης Κίνναμος, Επιτομή, Meineke, A. (ed.), Ioannis Cinnami Epitome rerum ab Ioanne et Manuele Comnenis gestarum (Bonn 1836), σελ. 63.21-65.9. 10. Οι επίσκοποι υποστήριζαν ότι, επειδή το 1111 ο Μουζάλων είχε παραιτηθεί από την αρχιεπισκοπή Κύπρου, είχε παραιτηθεί και από την ιερατική του ιδιότητα εν γένει, συνεπώς δεν μπορούσε να χειροτονηθεί πατριάρχης. 11. Μετά το θάνατό του, ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας κατηγόρησε τον πατριάρχη ως αιρετικό, με την αιτιολογία ότι, καθώς πέθαινε, το χέρι του μαύριζε, όπως ακριβώς των Βογομίλων όταν πέθαιναν. Με αυτήν την κατηγορία αμαυρώθηκε το όνομα του πατριάρχη και παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο ένας πατριάρχης να κατηγορείται για αίρεση μετά θάνατον. 12. Ιωάννης Κίνναμος, Επιτομή, Meineke, A. (ed.), Ioannis Cinnami Epitome rerum ab Ioanne et Manuele Comnenis gestarum (Bonn 1836), σελ. 251.7-257.16.
|
|
|