Κοινωνία της υστεροβυζαντινής Κωνσταντινούπολης

1. Εισαγωγή

Η κοινωνική διάρθρωση στην Κωνσταντινούπολη των Παλαιολόγων αποτέλεσε συνισταμένη δύο βασικών λειτουργιών της πόλης, αφενός της πολιτικής, ως κέντρου της αυτοκρατορικής αυλής και της διοίκησης με αυξημένες ανάγκες για αμυντική θωράκιση, και αφετέρου της οικονομικής, κυρίως ως ενός εξαιρετικά σημαντικού σταθμού για το εμπόριο μεγάλων και μεσαίων αποστάσεων κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.1 Η σχετική βαρύτητα των δύο αυτών ρόλων, και συνακόλουθα το κοινωνικό προφίλ της πόλης, άλλαξαν στη διάρκεια των δύο περίπου αιώνων που καλύπτει η περίοδος. Έτσι, περίπου έως τη δεκαετία του 1340 η πόλη έχει ακόμα έντονα τα χαρακτηριστικά μιας αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, η οποία καταναλώνει το προϊόν της εκμετάλλευσης των επαρχιών, ενώ στη συνέχεια είναι κυρίως μία εμπορική πόλη, παρόμοια με άλλα αντίστοιχα κέντρα της Μεσογείου και της δυτικής Ευρώπης. Για το λόγο αυτό η παρουσίαση που ακολουθεί χωρίζεται σε δύο μέρη, από το 1261 έως τα μέσα του 14ου αιώνα και από τα μέσα του 14ου μέχρι το 1453.


2. Από το 1261 έως τα μέσα του 14ου αιώνα

Δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης κατά τα τελευταία χρόνια της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός περιλάμβανε Δυτικοευρωπαίους («Φράγκους»), Ιταλούς, κυρίως Βενετούς, οι οποίοι ήταν κατά κάποιο τρόπο συγκυρίαρχοι στην πόλη με το Λατίνο αυτοκράτορα και πρέπει να έλεγχαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τις εμπορικές δραστηριότητες, καθώς και ντόπιους Ρωμαίους. Μεταξύ των τελευταίων αναφέρονται οι «θεληματάριοι», αγρότες που καλλιεργούσαν εκτάσεις εντός και εκτός των τειχών.2 Οι Λατίνοι προχώρησαν σε επιμειξίες με ντόπιους, από τις οποίες προέκυψαν άτομα μεικτής καταγωγής, οι Γασμούλοι, οι οποίοι φαίνεται πως ήταν κυρίως προσανατολισμένοι σε ναυτικές δραστηριότητες.3

Κατά την ανακατάληψη της Πόλης το 1261 οι περισσότεροι Δυτικοί την εγκατέλειψαν, ενώ οι Ρωμαίοι και οι Γασμούλοι ως επί το πλείστον παρέμειναν και μάλιστα υπό προνομιακές συνθήκες. Τη θέση των Βενετών πήραν οι σύμμαχοι του νέου κυριάρχου, του Μιχαήλ Η΄ (1259-1282), οι Γενουάτες. Στη συνέχεια, ο αυτοκράτορας έλαβε μέτρα για τον εποικισμό της πόλης, παραχωρώντας στους νέους κατοίκους οικόπεδα προς οικοδόμηση έναντι ενοικίου, και εγκαθιστώντας στην πόλη πληθυσμούς με πολεμική παράδοση, όπως οι Τζάκωνες από την Πελοπόννησο, οι οποίοι επιφορτίστηκαν με την επάνδρωση των τειχών.4 Επίσης στην πόλη μετεγκαταστάθηκε το Πατριαρχείο, αλλά και οι αριστοκράτες της αυτοκρατορίας, που τους παραχωρήθηκαν οι «οίκοι» τους οποίους ισχυρίζονταν πως κατείχαν οι οικογένειές τους πριν από το 1204. Στις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός πρέπει να αυξήθηκε αρκετά. Μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ είχαν επανεμφανιστεί στην πόλη οι παροικίες των Βενετών και των άλλων δυτικών εμπόρων, ενώ οι Γενουάτες μεταφέρθηκαν στην απέναντι από τον Κεράτιο κόλπο συνοικία του Γαλατά, η οποία εξελίχθηκε σε μία ουσιαστικά ανεξάρτητη πόλη. Οι κύριες κοινωνικές ομάδες που διακρίνονται κατά την περίοδο αυτή παρουσιάζονται παρακάτω.

Πρώτη στην ιεραρχία βρίσκεται η υψηλή αριστοκρατία, η οποία αποτελείται κατά κύριο λόγο από τους συγγενείς του αυτοκράτορα, βιολογικούς απογόνους του ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, αλλά και των ατόμων που συνήψαν επιγαμίες μαζί τους πριν, κατά και μετά την άνοδό του στην εξουσία. Η καταγωγή τους πολύ συχνά ανάγεται και σε άλλες ευγενείς οικογένειες που είχαν αναδειχθεί ήδη από τον 11ο και 12ο αιώνα, όπως μαρτυρούν οι συνδυασμοί οικογενειακών ονομάτων που φέρουν (όπως Δούκας, Κομνηνός, Άγγελος, Καντακουζηνός, Συναδηνός, Ταρχανειώτης, Τορνίκης, Ραούλ κ.λπ.). Στον κύκλο αυτό προστίθενται οι οικογένειες κρατικών λειτουργών που απολαμβάνουν την αυτοκρατορική εύνοια (όπως οι Ακροπολίται, Χούμνοι, Μουζάλωνες, Μετοχίται). Οι αριστοκράτες υπηρετούν τον αυτοκράτορα ως επαρχιακοί κυβερνήτες (κεφαλαί) και ως στρατιωτικοί διοικητές, ενώ η θέση τους στην ιεραρχία της αυλής καθορίζεται από μια σειρά από τιμητικά αξιώματα, τα οφίκια. Τα έσοδά τους προέρχονται από τις επαρχίες, όπου είναι κύριοι εκτεταμένων εκτάσεων γης και εξαρτημένων χωρικών (παροίκων), που τους έχουν συνήθως εκχωρηθεί από τον αυτοκράτορα. Αν και μεγάλο μέρος του χρόνου τους το περνούν στην επαρχία, η Κωνσταντινούπολη παραμένει η νοητή έδρα τους, όπου έχουν μεγαλοπρεπείς οίκους και ιδρύουν ή ανακαινίζουν μοναστήρια τα οποία προορίζονται να αποτελέσουν τον τόπο ταφής τους. Πολλοί διαθέτουν εκτεταμένες ακολουθίες, ενώ ο δαπανηρός τρόπος ζωής τους αποτελεί μοχλό ανάπτυξης για την οικονομία της πόλης.5

Αμέσως κάτω από την ανώτερη αριστοκρατία έρχεται μια ομάδα ατόμων ετερογενής ως προς το είδος της απασχόλησης και το εισόδημα, αλλά με κοινή προέλευση, παιδεία και συμπεριφορά και στενές κοινωνικές επαφές μεταξύ των μελών της, την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «μέση-ανώτερη τάξη». Πρόκειται για άτομα καλής μόρφωσης, συνήθως προερχόμενα από διακεκριμένες οικογένειες των επαρχιακών πόλεων, τα οποία έφταναν στην Κωνσταντινούπολη για να τελειοποιήσουν τη μόρφωσή τους, αλλά κυρίως για να επιζητήσουν την εύνοια ισχυρών προσώπων και να επιδιώξουν μία θέση είτε στη δημόσια διοίκηση είτε στη διοίκηση της Εκκλησίας. Ορισμένοι κατόρθωναν να αποκτήσουν υψηλόβαθμα οφίκια και –χάρη στην ενασχόλησή τους με τη διοίκηση– τεράστιο πλούτο, και ενίοτε εντάσσονταν στην υψηλή αριστοκρατία. Άλλοι αναλάμβαναν εκκλησιαστικά αξιώματα και μπορούσαν να γίνουν και επίσκοποι. Πολλοί όμως παρέμεναν δάσκαλοι, αντιγραφείς, συγγραφείς έργων κατά παραγγελία ή χαμηλόβαθμοι διοικητικοί αξιωματούχοι. Από την ομάδα αυτή προέρχονταν και οι λόγιοι της περιόδου.6 Στενή σχέση με τον παραπάνω κύκλο είχαν οι εύποροι επιχειρηματίες, οι οποίοι επένδυαν στο σύστημα δημόσιας διοίκησης και ιδιαίτερα στην υπενοικίαση της είσπραξης των φόρων. Οι σχετικές δραστηριότητες την εποχή αυτή ήταν ίσως η πιο επικερδής επένδυση, αλλά για λόγους ταξικού γοήτρου οι ευγενείς αριστοκράτες τις απέφευγαν, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για όσους διέθεταν τα απαραίτητα κεφάλαια.

Όσον αφορά τους αστούς γενικότερα είναι χαρακτηριστική την περίοδο αυτή η υπανάπτυξη της «κλασικής» αστικής τάξης, όπως τη συναντούμε στις πόλεις της Ευρώπης. Η αιτία ήταν αναμφίβολα η ασφυκτική κυριαρχία των Ιταλών και άλλων Δυτικών εμπόρων στην εμπορική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη. Δεν εμπόδιζε μόνο την ανάπτυξη μίας ντόπιας τάξης μεγαλεμπόρων, αλλά με τις εισαγωγές φτηνών προϊόντων, όπως τα υφάσματα από τη Δύση, δεν επέτρεπε και την ανάπτυξη μίας εγχώριας πρωτοβιομηχανίας, προσανατολισμένης στις εξαγωγές σε μεγάλη κλίμακα. Από την άλλη, οι ανάγκες της επιτόπιας κατανάλωσης, η οικοδομική δραστηριότητα αυτοκρατόρων και αριστοκρατών, η έντονη κίνηση και δραστηριότητα του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης επέτρεπαν την ανάπτυξη μιας τάξης τεχνιτών και μικρομεσαίων εμπόρων. Έτσι, συναντάμε αναφορές σε βυρσοδέψες, γουναράδες, ζωναράδες, ναυπηγούς και επισκευαστές πλοίων, εμπόρους διάφορων ειδών, με πιο συχνούς τους καπήλους, τους ταβερνιάρηδες δηλαδή, αλλά και πρώιμους τραπεζίτες, οι οποίοι άλλαζαν νομίσματα στα τραπέζια, τους πάγκους τους.7

Τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα στην πόλη περιλάμβαναν εργάτες, υπηρέτες των μεγάλων οίκων, ψαράδες,8 πλανόδιους εμπόρους, πόρνες, περιβολάρηδες, αμπελουργούς και άλλους αγρότες. Μια ιδιαίτερη κατηγορία ήταν οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες που συνέρρεαν στην Πόλη είτε από τη Μικρά Ασία κατά την περίοδο της τουρκικής προέλασης (ιδίως μεταξύ 1280 και 1310) είτε από την αγροτική ενδοχώρα της Θράκης σε περιόδους λεηλασιών (όπως η καταλανική κρίση του 1305-1307 ή ο εμφύλιος πόλεμος του 1341-1347).

Τέλος, στην περιγραφή της κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης πρέπει να συμπεριλάβουμε τα στρατιωτικά σώματα που ήταν επιφορτισμένα με τη φρουρά της πόλης και των ανακτόρων (Τζάκωνες, Βάραγγοι κ.λπ.), τους ναύτες του στόλου (ο οποίος διαλύεται στο 1382, για να ανασυσταθεί κατά τη δεκαετία του 1330), αλλά και τους πολυάριθμους μοναχούς και των δύο φύλων, καθώς και τους κληρικούς, συχνά φτωχούς.9 Βέβαια δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη σημαντικότατη αριθμητικά και οικονομικά παρουσία των Δυτικών, των οποίων οι παροικίες δεν περιλάμβαναν μόνο εμπόρους, αλλά και συμβολαιογράφους, τεχνίτες, καθολικούς μοναχούς κ.λπ.10 Ντόπιες, αλλά διακριτές από τον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό ομάδες είναι οι Αρμένιοι και κυρίως οι Εβραίοι, οι οποίοι ζουν σε προσδιορισμένη περιοχή, ασχολούνται κυρίως με τη βυρσοδεψία και αποτελούν στόχο των πιο μισαλλόδοξων φωνών, οι οποίες κατά καιρούς ζητούν την απομάκρυνσή τους.11

3. Από τα μέσα του 14ου αιώνα έως το 1453

Κατά την πέμπτη δεκαετία του 14ου αιώνα η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης γνώρισε σημαντικές ανακατατάξεις. Την περίοδο του εμφύλιου πολέμου του 1341-1347 πολλά μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας περιήλθαν σε δυσμένεια και εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, κάποιοι εξορίστηκαν ή θανατώθηκαν, ενώ πολλοί έπεσαν θύματα της επιδημίας πανώλης του 1348. Η απώλεια των περισσότερων εδαφών της αυτοκρατορίας σήμαινε και την καταστροφή της οικονομικής βάσης όχι μόνο των αριστοκρατών, αλλά και όλων όσων η περιουσία ήταν κυρίως αγροτική. Την ίδια εποχή, η κρίση στις σχέσεις των ιταλικών πόλεων με τους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής άφησε να διαφανεί μία πιθανότητα για τους Βυζαντινούς να διεκδικήσουν μέρος του επικερδέστατου εμπορίου της Μαύρης θάλασσας.12 Αν και δεν κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε ανεξάρτητη εμπορική δύναμη, οι Βυζαντινοί επιχειρηματίες άρχισαν να μετέχουν ενεργά στο εμπόριο αυτό ως συνέταιροι των Ιταλών εμπόρων, συνεισφέροντας κεφάλαια, αλλά και εμπορεύματα. Στις δραστηριότητες αυτές στράφηκαν πρώτη φορά και οι αριστοκράτες, ξεπερνώντας την πανάρχαια προκατάληψη.13

Η Κωνσταντινούπολη κατά τον τελευταίο αιώνα της ύπαρξής της ως βυζαντινής πόλης έχει σχετικά μικρό πληθυσμό και έντονα χαρακτηριστικά πόλης-λιμανιού, όπου το εμπόριο και οι σχετικές δραστηριότητες καθορίζουν τη μορφή της κοινωνίας. Σχηματικά η κοινωνική διάρθρωσή της θα μπορούσε να περιγραφεί κάπως έτσι:

Στην κορυφή βρίσκεται πάντα η αριστοκρατία, η οποία όμως τώρα είναι μια πολύ πιο περιορισμένη ομάδα λίγων συγγενών του αυτοκράτορα και άλλων ανώτατων αξιωματούχων. Συνήθως η οικονομική βάση τους είναι ανεξάρτητη από την αυτοκρατορική γενναιοδωρία (σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο) και περιλαμβάνει, όπως αναφέρθηκε, κεφάλαια επενδεδυμένα σε εμπορικές και χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, χωρίς να παύουν να είναι κάτοχοι γης, εντός και εκτός της πόλης. Εκτός από τα παλιά αριστοκρατικά επώνυμα φέρουν και νέα, τα οποία δείχνουν τη διείσδυση στην ανώτατη αριστοκρατία εμπορικών οικογενειών (Σοφιανός, Νοταράς, Ευδαιμονοϊωάννης, Δερμοκαΐτης κ.λπ.). Ωστόσο, επιζητούν τα οφίκια της αυλής, κυρίως για λόγους γοήτρου, αλλά και για να έχουν λόγο στις πολιτικές επιλογές.14

Ακολουθεί η τάξη των μέσων, όπως από τα μέσα του 14ου αιώνα περιγράφονται οι εύποροι αστοί. Όπως και οι αριστοκράτες, επενδύουν τον πλούτο τους στο εμπόριο, τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες και την υπενοικίαση των λίγων σχετικά κρατικών εσόδων που απομένουν, ενώ ίσως να περιλάμβαναν και τους ευπορότερους τεχνίτες. Πρόσφατα διατυπώθηκε η ελκυστική υπόθεση της οργάνωσης του αστικού πληθυσμού σε ένα σώμα αυτοδιοίκησης κατά τα ιταλικά πρότυπα, η σχετική πληροφόρηση όμως είναι πενιχρή.15 Μία μικρή αριθμητικά αλλά πολιτικά σημαντική ομάδα συνιστούν οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας.16

Η σύνθεση των χαμηλότερων στρωμάτων δεν πρέπει να διέφερε σημαντικά από αυτήν που περιγράφηκε πιο πάνω για την προηγούμενη περίοδο, σε αριθμούς όμως σαφώς μειωμένους. Οι σωζόμενες αποφάσεις του πατριαρχικού δικαστηρίου μάς δίνουν γλαφυρή εικόνα καπήλων, ιερέων ή μικροϊδιοκτητών γης, οι οποίοι βρίσκονται σε έσχατη οικονομική ένδεια και αγωνίζονται με κάθε μέσο για την επιβίωσή τους.

Παρά τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις, δεν έχουμε ανοιχτές εξεγέρσεις των χαμηλών στρωμάτων στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη την ίδια εποχή, αλλά και σε άλλες βυζαντινές πόλεις κατά τα μέσα του 14ου αιώνα. Ωστόσο, οι λογοτεχνικές πηγές δείχνουν μια εντεινόμενη εχθρότητα των αστών προς τους αριστοκράτες και δεν αποκλείεται κρίσεις άλλου τύπου, όπως η αντίδραση στην ένωση των Εκκλησιών ή οι πολυάριθμες δυναστικές συγκρούσεις, να υπέκρυπταν βαθύτερες κοινωνικές αντιθέσεις.17



1. Matschke, K.P., «Η οικονομία των πόλεων. 13ος-15ος αιώνας», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 142-143.

2. Bartusis, M., The Late Byzantine Army. Arms and Society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 43-44, 158-159.

3. Bartusis, M., The Late Byzantine Army. Arms and Society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 44-45.

4. Bartusis, M., The Late Byzantine Army. Arms and Society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 45-48· St. Caratzas, Les Tzacones (Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Suppl. 4, Berlin – New York 1976).

5. Για την αριστοκρατία βλ. Laiou, A.E., “The Byzantine Aristocracy in the Palaeologan Period. A Story of Arrested Development”, Viator 4 (1973), σελ. 131-151· Matschke, K.P. – Tinnefeld, F., Die Gesellschaft im späten Byzanz Gruppen, Strukturen und Lebensformen (Köln 2001), σελ. 15-31, 158-220.

6. Matschke, K.P. – Tinnefeld, F., Die Gesellschaft im späten Byzanz Gruppen, Strukturen und Lebensformen (Köln 2001), σελ. 32-61, 99-157· Κυρίτσης, Δ., «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και το τέλος του βυζαντινού πολιτισμού», στο Κιουσοπούλου, Τ. (επιμ.), 1453. H άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους (Ηράκλειο 2005), σελ. 165-168.

7. Βλ. Matschke, K.P., «Η οικονομία των πόλεων. 13ος-15ος αιώνας», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 154-156· Oikonomidès, N., Hommes d’affaires grecs et latins à Constantinople (XIIIe-XVe siècles) (Montreal – Paris 1979), σελ. 92-107.

8. Dagron, G., “Poissons, pecheurs et poissoniers de Constantinople”, στo Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinderland, Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford April 1993 (London 1995), σελ. 57-73.

9. Παπαγιάννη, E., Τα οικονομικά του εγγάμου κλήρου στο Βυζάντιο (Αθήνα 1986).

10. Matschke, K.P., «Η οικονομία των πόλεων. 13ος-15ος αιώνας», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 160-163.

11. Matschke, K.P., «Η οικονομία των πόλεων. 13ος-15ος αιώνας», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου Β (Αθήνα 2006), σελ. 159· Jacoby, D., “Les quartiers juifs de Constantinople à l’époque Byzantine”, Byzantion 37 (1967), σελ. 168-183.

12. Φαίνεται πως ήδη από τη δεκαετία του 1330 κάποιοι Βυζαντινοί επιχειρηματίες είχαν στραφεί στις ναυτικές εμπορικές δραστηριότητες. Ωστόσο η άποψη που θέλει αυτές τις ομάδες να έρχονται σε ρήξη με την παραδοσιακή αριστοκρατία κατά τον εμφύλιο πόλεμο είναι εξαιρετικά επισφαλής.

13. Laiou-Thomadakis, Α., “The Byzantine Economy in the Mediterranean Trade System. Thirteenth-Fifteenth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980), σελ. 177-222· Oikonomidès, N., Hommes d’affaires grecs et latins à Constantinople (XIIIe-XVe siècles) (Montreal – Paris 1979)· Matschke, K.P. – Tinnefeld, F., Die Gesellschaft im späten Byzanz Gruppen, Strukturen und Lebensformen (Köln 2001).

14. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 81-116. Bλ. επίσης παραπάνω σημ. 5.

15. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 159-163.

16. Κιουσοπούλου, Τ., Βασιλεύς ή οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση (Αθήνα 2007), σελ. 58-77.

17. Necipoglu, Ν., “Social and Economic Conditions in Constantinople during Mehmed IIs Siege”, στο Κιουσοπούλου, Τ. (επιμ.), 1453. H άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους (Ηράκλειο 2005), σελ. 75-86.