1. Ιστορικό πλαίσιο Η αρχική οχύρωση της Κωνσταντινούπολης οφείλεται στον ιδρυτή της, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄ (307-337). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος χάραξε τη γραμμή που θα ακολουθούσαν τα χερσαία τείχη της πόλης. Όμως, ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα, η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της Βασιλεύουσας δημιουργούσε προβλήματα έλλειψης χώρου και ευνοούσε την τάση να επεκταθεί ο πολεοδομικός ιστός της εκτός των τειχών του Κωνσταντίνου. Παράλληλα, η εμφάνιση του κινδύνου των Ούννων στο βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 5ου αιώνα, κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή ισχυρότερης αμυντικής γραμμής, καθώς το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν το πλέον ευάλωτο σε μαζική επίθεση από την πεδιάδα της Θράκης.1
Για τους λόγους αυτούς, στις αρχές της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ (408-450) ο Ανθέμιος, έπαρχος των πραιτορίων της Ανατολής και ουσιαστικός κυβερνήτης της αυτοκρατορίας (καθώς ο αυτοκράτορας ήταν ακόμα ανήλικος και δε λάμβανε μέρος στη λήψη των αποφάσεων), ανέλαβε την πρωτοβουλία να κατασκευάσει μια νέα σειρά από αμυντικά τείχη περί τα 2 χλμ. δυτικά της γραμμής των τειχών του Κωνσταντίνου. Τα νέα τείχη ονομάστηκαν Θεοδοσιανά, προς τιμήν του αυτοκράτορα. Μαζί με τις μεταγενέστερες προσθήκες και μετασκευές επρόκειτο να προστατεύσουν αποτελεσματικά την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας για περίπου μία χιλιετία και θεωρούνται από τη σύγχρονη έρευνα ως το τελειότερο δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ύστερης Αρχαιότητας και των Μέσων Χρόνων. 2. Η κατασκευή των θεοδοσιανών τειχών Οι μελετητές δε συμφωνούν απόλυτα σχετικά με την ακριβή χρονολογία κατασκευής των τειχών, αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η απόφαση για την κατασκευή των νέων οχυρώσεων ελήφθη λίγο μετά το 408 και το αρχικό έργο είχε ολοκληρωθεί έως το 413.2 Για την ανέγερσή τους εργάστηκε το σύνολο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, ενώ το κόστος κατασκευής καλύφτηκε από χρηματικές εισφορές των εύπορων πολιτών και των δήμων. Το ένα τρίτο των εσόδων από τη φορολογία της πόλης αποφασίστηκε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησής τους. Πρώτο κατασκευάστηκε το εσωτερικό ή κυρίως τείχος (σε πηγές της εποχής αναφέρεται ως «έσω» ή «μέγα τείχος»). Είχε μήκος 5.650 μ., διέθετε 96 πύργους και εκτεινόταν από τις ακτές της Προποντίδας έως τη συνοικία των Βλαχερνών, η οποία προστατευόταν από προϋπάρχον τείχος. Το 447 το τείχος υπέστη σοβαρές ζημιές από ισχυρό σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε 57 πύργους. Η στρατηγική κατάσταση την περίοδο εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς την Κωνσταντινούπολη την απειλούσαν οι Ούννοι υπό την ηγεσία του Αττίλα. Έτσι, με πρωτοβουλία του επάρχου των πραιτορίων Κωνσταντίνου, οι πολίτες έσπευσαν να επισκευάσουν το τείχος, εργασία που ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών.3 Παράλληλα, χτίστηκε και ένα εξωτερικό τείχος, το «έξω τείχος» ή «προτείχισμα», το οποίο έφτανε και αυτό έως τις Βλαχέρνες, ενώ ανοίχτηκε και μια τάφρος, η οποία εκτεινόταν από την Προποντίδα έως τον Κεράτιο κόλπο. Λίγο νωρίτερα, το 439, ο έπαρχος Κύρος ο Πανοπολίτης είχε επεκτείνει τα θαλάσσια τείχη ώστε να συνδεθούν με τη νέα οχυρωματική γραμμή.4 Στα δύο άκρα του τείχους υπήρχαν «βραχιάλια», μικρά τείχη που εκτείνονταν ως τη θάλασσα και απέκοπταν την πρόσβαση στο χερσαίο χώρο μπροστά από τα θαλάσσια τείχη. 3. Περιγραφή των τειχών του Θεοδοσίου 3.1. Το κυρίως τείχος Το έσω τείχος θεμελιώθηκε πάνω σε φυσικό βράχο, είχε πάχος 5 μ., ύψος 10 μ. και επάλξεις ύψους 2 μ. Οι δύο εξωτερικές όψεις του είχαν κατασκευαστεί από προσεκτικά τετραγωνισμένους δόμους από ασβεστόλιθο, ενώ ο πυρήνας αποτελούνταν από λατύπη (γέμισμα από μικρούς αδρούς λίθους και συνδετικό κονίαμα). Ανά διαστήματα υπήρχαν ζώνες με πέντε στρώσεις από πλίνθους ερυθρού χρώματος, οι οποίες διέσχιζαν το πάχος του τείχους από την εξωτερική έως την εσωτερική όψη του, χρησιμεύοντας ως συνδετικός αρμός και προσδίδοντας ένα ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα.5
Περίπου ανά 60-70 μ. στο τείχος υπήρχε πύργος· οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τετράγωνοι, ενώ 20 ήταν πολυγωνικοί, κυρίως οκτάγωνοι. Στο νότιο τμήμα τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι λόγοι της εναλλαγής αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά πίσω από την ποικιλία αυτή δε φαίνεται να υποκρύπτεται κάποιος στρατηγικός λόγος. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15-16 μ. και πρόβαλλαν περί τα 10 μ. από το τείχος. Η τοιχοδομία τους (συμπαγείς τοίχοι πάχους 2 μ.), η οποία δε συνδέεται με το τείχος, δείχνει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου. Οι πύργοι διέθεταν δύο επίπεδα, τα οποία για λόγους ασφαλείας δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο είτε ακόμη παραχωρούνταν προς χρήση σε πολίτες, ενώ ο ανώτερος όροφος ήταν προσβάσιμος μόνο από τον περίδρομο του τείχους και εκεί πιθανότατα ήταν τοποθετημένες βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Η οροφή του πύργου διέθετε επάλξεις. 3.2. Το προτείχισμα Σε απόσταση 13,5 μ. από το έσω τείχος (η οποία μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μ. στους πύργους) βρισκόταν το εξωτερικό τείχος ή προτείχισμα. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447 για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό (το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος το έκανε περισσότερο ανθεκτικό στις δονήσεις). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη (5ος αιώνας) η ύπαρξη προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων (όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και τη Νίκαια). Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 4 μ. από το επίπεδο του «περιβόλου» (του χώρου μεταξύ των δύο τειχών), αλλά, καθώς ο χώρος εμπρός από το προτείχισμα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική πλευρά ήταν διπλάσιο. Είχε πάχος 4,5 μ., από τα οποία το 1,3 ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελούνταν από περίπου 2.500 ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις. Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι εναλλάξ, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του κυρίως τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του κυρίως τείχους βρίσκονταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος. Αυτό προφανώς σχεδιάστηκε από την αρχή, έτσι ώστε τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται. Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μ. υψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μ. από αυτό. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους, ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις. Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων.6
3.3. Η τάφρος Περί τα 20 μ. από το προτείχισμα (ο ενδιάμεσος χώρος ονομαζόταν «παρατείχιον») βρισκόταν η τάφρος, η πρώτη γραμμή άμυνας των θεοδοσιανών τειχών. Είχε πλάτος 15-20 μ. και βάθος 5-7 μ. Οι πλευρές της ήταν χτισμένες με λίθους, ενώ ανά διαστήματα υπήρχαν λίθινοι υδατοφράκτες για να εμποδίζουν το νερό να κυλάει προς τον Κεράτιο λόγω της υψομετρικής διαφοράς.7 Πάνω από το εσωτερικό χείλος της τάφρου υψωνόταν χαμηλός τοίχος ύψους περίπου 2 μ.8
4. Οι πύλες Στα τείχη του Θεοδοσίου ανοίγονταν αρκετές πύλες, οι κυριότερες από τις οποίες φαίνεται να ήταν, ξεκινώντας από την Προποντίδα, η Πρώτη Στρατιωτική Πύλη (γνωστή και ως Πύλη του Χριστού), η Χρυσή Πύλη (προϋπάρχουσα θριαμβική αψίδα που ενσωματώθηκε στο τείχος του Θεοδοσίου), η Δευτέρα Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη της Πηγής ή της Σηλυβρίας (από το σημείο αυτό εισήλθαν στην Πόλη οι στρατιώτες του Αλεξίου Στρατηγόπουλου τον Ιούλιο του 1261), η Τρίτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Ρηγίου, η Τετάρτη Στρατιωτική Πύλη, η Πύλη του Αγίου Ρωμανού ή του Ρησίου, η Πέμπτη Στρατιωτική Πύλη και τέλος η Πύλη του Χαρισίου ή της Αδριανούπολης. Οι πύλες ανοίγονταν τόσο στο έσω όσο και στο έξω τείχος σε ευθεία γραμμή. Στον εσωτερικό περίβολο πλαισιώνονταν από ισχυρούς τετράγωνους πύργους, εκτός από την Πύλη του Χαρισίου, όπου οι πύργοι ήταν ημικυκλικοί.9
5. Μεταγενέστερες προσθήκες Η τριπλή ζώνη άμυνας (τάφρος, προτείχισμα, έσω τείχος), δηλαδή το κατεξοχήν τείχος του Θεοδοσίου, τελείωνε περί τα 1.000 μ. από τον Κεράτιο, καθιστώντας την περιοχή των Βλαχερνών το πλέον ευάλωτο σημείο της άμυνας της Κωνσταντινούπολης, στόχο των Αβάρων το 626 και των πολεμιστών της Δ΄ Σταυροφορίας το 1203-1204. Όπως είναι φυσικό, οι μεταγενέστερες προσπάθειες των Βυζαντινών να ενισχύσουν τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης επικεντρώθηκαν στην κατασκευή νέων τειχών στη συγκεκριμένη περιοχή. Η πρώτη μετά τον 5ο αιώνα προσθήκη στα θεοδοσιανά τείχη έγινε από τον Ηράκλειο (610-641) μετά το 626. Θέλοντας να προστατεύσει την έως τότε ανοχύρωτη εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών (στη θαυματουργή παρέμβαση της οποίας απέδιδαν οι πολίτες την απόκρουση των Αβάρων), ο αυτοκράτορας έχτισε ή ενίσχυσε ένα προϋπάρχον τείχος, το λεγόμενο Πτερόν, από τις Βλαχέρνες έως τον Κεράτιο κόλπο. Το νέο τείχος διέθετε μικρούς τετράγωνους πύργους. Το 813 ο αυτοκράτορας Λέων Ε΄ Αρμένιος (813-820), θέλοντας να ενισχύσει την οχύρωση της περιοχής σε αναμονή επίθεσης από τους Βουλγάρους του Κρούμου, έχτισε υψηλό προτείχισμα σε απόσταση τουλάχιστον 20 μ. από το Πτερόν. Το μεγάλο ύψος του τείχους του Λέοντος Ε΄ δυσκόλευε την υπερκείμενη βολή από το Πτερόν, με αποτέλεσμα το τελευταίο να αχρηστευτεί. Αργότερα όμως, επί Μιχαήλ Β΄ (820-829), το Πτερόν ενισχύθηκε με τρεις εξαγωνικούς πύργους ύψους 26 μ. Καταπέλτες τοποθετημένοι στον ανώτατο όροφο των πύργων αυτών μπορούσαν να βάλλουν πάνω από το τείχος του Λέοντος. Η τελευταία βυζαντινή προσθήκη στο τείχος του Θεοδοσίου οφείλεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-1180), ο οποίος έχτισε ένα μακρύ τείχος για να οχυρώσει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών από τα δυτικά. Το νέο τείχος (η διαφορετική τοιχοδομία του οποίου διακρίνεται αμέσως σε σχέση με το καθαυτό τείχος του Θεοδοσίου) είχε ύψος 15-18 μ. και πάχος περί τα 3,75 μ., ενισχυμένο στο εσωτερικό του με αντηρίδες. Διέθετε ογκώδεις πύργους, πεταλόσχημους, κυκλικούς, τετράγωνους και πολυγωνικούς. 6. Επισκευές Εκτός από τις προσθήκες, κατά καιρούς μαρτυρούνται (κυρίως επιγραφικά) διάφορες επισκευές στα τείχη και τους πύργους του Θεοδοσίου, είτε κατόπιν ζημιών από σεισμούς ή εχθρική ενέργεια είτε στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απόκρουση επίθεσης. Οι κυριότερες φάσεις επισκευών χρονολογούνται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) και των διαδόχων του, στις αρχές του 8ου αιώνα (Ιουστινιανός Β΄, Αναστάσιος Β΄ και Θεοδόσιος Γ΄, προφανώς σε αναμονή αραβικής επίθεσης), περί το 740 έπειτα από σεισμό, μετά την ανακατάληψη της Πόλης από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1258-1282) και τους διαδόχους του, καθώς και στα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο του εμφυλίου μεταξύ Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Η τελευταία σειρά επισκευών χρονολογείται μεταξύ των ετών 1432 και 1441 και επικεντρώθηκε στο έξω τείχος, το οποίο και αποτέλεσε την κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών κατά την πολιορκία του 1453. 7. Τα χερσαία τείχη μετά το 1453 7.1. Οθωμανικές προσθήκες και επισκευές Η χρησιμότητα των θεοδοσιανών τειχών δεν έπαψε με την Άλωση. Αντίθετα, ένα από τα πρώτα μελήματα του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ (1451-1481) ήταν να επιδιορθώσει τα τμήματα εκείνα του τείχους που είχαν υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Το 1457 οι Οθωμανοί προέβησαν στην τελευταία προσθήκη στην ιστορία των τειχών, κατασκευάζοντας το φρούριο του Γεντικουλέ στο νότιο άκρο των τειχών. Έχει σχήμα πενταπλεύρου και δημιουργήθηκε με την κατασκευή τριών πύργων στο εσωτερικό του κυρίως τείχους, οι οποίοι ενώθηκαν μεταξύ τους με ισχυρά τείχη. Ως πέμπτη πλευρά ενσωματώθηκε στο φρούριο το τμήμα εκείνο των τειχών του Θεοδοσίου ανάμεσα στους πύργους 8 και 11, το οποίο περιλάμβανε και τη Χρυσή Πύλη με τους δύο πύργους της. Οι τέσσερις βυζαντινοί πύργοι και οι τρεις νεότεροι είναι αυτοί που έδωσαν στο φρούριο την ονομασία του (Yedikule = Επταπύργιον). Επισκευές στα θεοδοσιανά τείχη έγιναν και το 1509, καθώς επίσης και το 1635. Τότε τα τείχη ανακαινίστηκαν σε σημαντικό βαθμό, ενώ παράλληλα οι επιφάνειες καλύφτηκαν με στρώμα ασβεστοκονιάματος. Χαρακτηριστικό των επιδιορθώσεων της Οθωμανικής περιόδου είναι τα διάσπαρτα καθ’ όλο το μήκος των θεοδοσιανών τειχών αδρά «μπαλώματα» στις πλίνθινες ζώνες, όπου οι νέες πλίνθοι τοποθετήθηκαν παράλληλα με την πρόσοψη του τείχους και όχι κάθετα προς αυτή. Το 1656 έγιναν νέες επισκευές, ενώ τα τείχη υπέστησαν σημαντικές ζημιές κατά τους μεγάλους σεισμούς των ετών 1690 και 1709. Η τελευταία προσπάθεια να ανακαινιστούν τα χερσαία τείχη οφείλεται στην πρωτοβουλία του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ και χρονολογείται μεταξύ των ετών 1722 και 1724.10 7.2. Το πρόγραμμα ανακατασκευής στον 20ό αιώνα Λίγο μετά την τελευταία μεγάλης κλίμακας επιδιόρθωσή τους στις αρχές του 18ου αιώνα, τα θεοδοσιανά τείχη έπαψαν να θεωρούνται αξιοποιήσιμη γραμμή άμυνας και αφέθηκαν στη μοίρα τους. Η έλλειψη συντήρησης επηρέασε αρνητικά τη στατικότητα του κτίσματος, ενώ η τάφρος σταδιακά επιχωματώθηκε και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την καλλιέργεια κηπευτικών. Λίγο πριν από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο τα τείχη έγιναν αντικείμενο επισταμένης μελέτης από Γερμανούς αρχαιολόγους, οι οποίοι δημοσίευσαν τα πορίσματά τους σε δύο τόμους.11 Κατά το β΄ μισό του 20ού αιώνα έγιναν προσπάθειες από τις τοπικές Αρχές, χρηματοδοτούμενες εν μέρει από την UNESCO, να ανακαινιστούν τα θεοδοσιανά τείχη. Η προσπάθεια αυτή των δεκαετιών του 1970 και 1980 δέχτηκε πολλές επικρίσεις, διότι αποφασίστηκε η ανακατασκευή πολλών πύργων και τμημάτων των τειχών, αντί για τη συντήρηση και προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων. Με την πολιτική αλλαγή του 1994 τα έργα σταμάτησαν. Η κακή ποιότητα των αισθητικών παρεμβάσεων του προγράμματος φάνηκε τον Αύγουστο του 1999, όταν ο μεγάλος σεισμός που χτύπησε την περιοχή κατέστρεψε μεγάλο μέρος των ανακατασκευασμένων τειχών και πολλούς πύργους, αλλά άφησε σχεδόν ανέπαφα τα γνήσια βυζαντινά τμήματα.12
1. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 107, 130-131. 2. Speck, P., “Der Mauerbau in sechzig Tagen. Zum Datum der errichtung der Landmauer von Konstantinopel mit einem Anhang über die Datierung der Notitia Urbis Constantinopolitanae”, στο Beck, H.-G. (επιμ.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels (München 1973), σελ. 135-178. Σύμφωνα με τον Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της (330-451), Λουκάκη, Μ. (μτφρ.) (Αθήνα 2000), σελ. 130, η έναρξη των εργασιών πρέπει να τοποθετηθεί το 412 και η ολοκλήρωσή τους περί το 422». 3. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, Delehaye, H. (ed.) (Brussels 1902), σελ. 425· Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale 1 (CSHB, Bonn 1832), σελ. 586, 589· Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), Ioannis Malalae chronographia (CSHB, Bonn 1831), σελ. 363· Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia 1 (Leipzig 1883), σελ. 125. 4. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (ed.), Chronicon paschale 1 (CSHB, Bonn 1832), σελ. 583· Ζωναράς, XIII 22.49, Büttner-Wobst, T. (ed.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii 3 (CSHB, Bonn 1897), σελ. 106· Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (ed.), Scriptores originum Constantinopolitanarum (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 252. 5. Βλ. σχετικά Πασαδαίος, Α., «Παρατηρήσεις επί της αισθητικής αξίας των Θεοδοσιανών τειχών», Αρχαιολογική Εφημερίς (1968), σελ. 59-76. 6. Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 84-92, εικ. 21· Janin, R., Constantinople Byzantine, Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 250. 7. Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 1-2 (Berlin 1943), σελ. 20-23 και 36-37. Θεωρείται ότι οι κατασκευές αυτές έπαιζαν κάποιο ρόλο και στο σύστημα ύδρευσης της πόλης, ιδίως σε καιρό ειρήνης, εφόσον δεν είναι βέβαιο ότι η τάφρος ήταν πάντα γεμάτη με νερό. 8. Krischen, F. – von Lüpke, T., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1938), εικ. 4· Tsangadas, B., The Fortifications and Defenses of Constantinople (New York 1980), σελ. 13. 9. Janin, R., Constantinople Byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 250-268· van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls and the Adjoining Historical Sites (London 1899), σελ. 59-95· Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943), σελ. 11-16 και 37-92. 10. Foss, C. – Winfield, D., Byzantine Fortifications. An Introduction (Pretoria 1986), σελ. 42, 65. 11. Krischen, F. – von Lüpke, T., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1938)· Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 1-2 (Berlin 1943). 12. Turnbull, S., The Walls of Constantinople AD 324-1453 (Fortress 25, Oxford 2004), σελ. 60.
|
|
|