Μονή Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων

1. Ο Άγιος Γεώργιος των Μαγγάνων

Η μονή βρίσκεται στην περιοχή δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής μεταξύ των σταθμών Sirkedji και Yedicule, σε απόσταση περίπου 50 μ. από την ακτή του Μαρμαρά.1 Στο χώρο αυτό βρίσκονται σήμερα οι κήποι του Gülhane, ενώ τα ερείπια της μονής έχουν καλυφθεί από χώμα και βλάστηση. Το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο.2 Χτίστηκε στα μέσα του 11ου αιώνα πάνω σε τεχνητό άνδηρο, βορείως του ανακτόρου των Μαγγάνων και δυτικά της γειτονικής μονής Χριστού Φιλανθρώπου, κοντά στο Κυνήγιον και το οπλοστάσιο. Το καθολικό κυριαρχούσε στο τοπίο, καθώς υψωνόταν πάνω από το θαλάσσιο τείχος, ενώ ταυτόχρονα είχε άμεση θέα στο Βόσπορο και την ασιατική ακτή.3

2. Ιστορία της έρευνας

Η θέση της μονής ήταν αβέβαιη έως το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Τα ερείπιά της εντοπίστηκαν τυχαία από τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και ανασκάφηκαν βιαστικά το 1922-1923 από τους R. Demangel και E. Mamboury. Οι δύο ερευνητές ταύτισαν τα ερείπια με τη μονή του Αγίου Γεωργίου και δημοσίευσαν πολύ αργότερα τα αποτελέσματα των ανασκαφών σε ένα συνοπτικό κείμενο, που παραμένει το βασικό σύγγραμμα για το μνημείο.4 Ο R. Janin5 συμφώνησε με την ταύτιση των Γάλλων, έτσι ώστε αυτή έγινε κοινώς αποδεκτή. Με τον αρχιτεκτονικό τύπο του καθολικού ασχολήθηκαν κυρίως ο C. Mango6 και ο Χ. Μπούρας.7 Τέλος, ο Ν. Οικονομίδης εκπόνησε μία ιστορική μελέτη σχετικά με το μοναστήρι, βασισμένος κυρίως σε διάφορα επιγραφικά δεδομένα.8

3. Ιστορία του μνημείου

Το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055),9 ο οποίος πέθανε και ετάφη στο χώρο της μονής.10 Ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει με επικριτική διάθεση στη Χρονογραφία του ότι ο αυτοκράτορας έχτισε και ανακατασκεύασε κατ’ επανάληψη την εκκλησία, προσπαθώντας να μιμηθεί το ναό της Αγίας Σοφίας, αν και η συγκεκριμένη άποψη δεν επιβεβαιώνεται με σιγουριά από τα ανασκαφικά δεδομένα.11 Στις πηγές η λαμπρή αυτή και συγχρόνως προκλητική οικοδομική δραστηριότητα θεωρείται πρόσχημα για τις ερωτικές συνευρέσεις του Κωνσταντίνου με τη σεβαστή Μαρία Σκλήραινα στο παλάτι που ο αυτοκράτορας διαμόρφωσε ειδικά για το λόγο αυτό κοντά στο Κυνήγιον.12 Ωστόσο, παρά τα αμφιλεγόμενα κίνητρα του αυτοκράτορα, είναι βέβαιο ότι επρόκειτο για ένα μνημειακό σύνολο υψηλών προθέσεων.13

Το συγκρότημα, που υψωνόταν μέσα σε ένα σύνολο κήπων από άλση και νερά, αποτέλεσε από τα μέσα του 11ου αιώνα έως την οθωμανική κατάκτηση το σημαντικότερο και πλουσιότερο θρησκευτικό καθίδρυμα της συνοικίας των Μαγγάνων. Η μοναστική κοινότητα απολάμβανε γενναίες αυτοκρατορικές δωρεές,14 ενώ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα συνέδεσαν το όνομά τους με τη μονή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κωνσταντίνου Λειχούδη, ο οποίος κατά καιρούς είχε αναλάβει υψηλά κυβερνητικά αξιώματα και διετέλεσε αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο ιστορικός Ιωάννης Ζωναράς αναφέρει ότι ο Λειχούδης έλαβε από τον Κωνσταντίνο Μονομάχο την πρόνοια και τα δικαιώματα της μονής, που ουσιαστικά αποτελούσαν εγγύηση της οικονομικής της ανεξαρτησίας. Οι παραπάνω προνομιακές παραχωρήσεις είχαν ισόβιο χαρακτήρα, ωστόσο το 1059 ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός ανάγκασε τον ευνοούμενο του Μονομάχου να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του και απέκτησε τον έλεγχο του ιδρύματος.15

Κατά το 12ο αιώνα η μονή επεκτάθηκε, ενώ το 1118 στο χώρο της ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός.16 Ο ηγούμενος του μοναστηριού ερχόταν δεύτερος στην ιεραρχία των συνόδων και των επίσημων τελετουργιών, ενώ το 1176 ένας από τους ηγούμενούς της, ο Χαρίτων, εξελέγη πατριάρχης.17 Στα τέλη του 12ου αιώνα η μονή καλλωπίστηκε και απέκτησε πλούσια βιβλιοθήκη.18 Ταυτόχρονα, το μεγάλο μοναστικό κέντρο προσέλκυε πιστούς, οι οποίοι συνέρρεαν για να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα που φυλάσσονταν στο καθολικό. Οι πηγές αναφέρουν ως πλέον αξιομνημόνευτα την κάρα του αγίου Γεωργίου και το χέρι του αγίου Προκοπίου.19

Η λατινική κατοχή δεν έπληξε το κύρος της μονής. Η εκκλησία του Τροπαιοφόρου ακολούθησε, έως την ανάκτηση της Πόλης, το λατινικό τυπικό και διατήρησε τον κοιμητηριακό της χαρακτήρα.20 Από ρωσικά ταξιδιωτικά κείμενα γνωρίζουμε ότι το 14ο αιώνα φυλάσσονταν στο ναό το σκήνωμα της αγίας Άννας και τα όργανα του πάθους του Κυρίου,21 ενώ έναν αιώνα αργότερα η μονή αποτελούσε ακόμη ένα οικονομικά εύρωστο ίδρυμα: Υπήρχαν σε αυτήν ιερά λείψανα και συνεχίζονταν οι ταφές μελών του κλήρου και πιθανώς του αυτοκρατορικού οίκου.22 Το 1354 αποσύρθηκε στη μονή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός (1347-1354), όταν αποφάσισε να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα.23 Γνωρίζουμε επίσης ότι το 1417 κατέφυγε στη μονή ο διάκονος και μετέπειτα μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο οποίος διέμεινε εκεί επί 20 έτη, κατά τα οποία επιδόθηκε σε πλούσιο συγγραφικό και διδακτικό έργο. Απεβίωσε στο χώρο της μονής το 1444 και ετάφη κοντά στην είσοδο του καθολικού. Μετά την Άλωση, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη μονή του Λαζάρου, στο Γαλατά.24

Μετά το 1453 η μονή λεηλατήθηκε και ακολούθως χτίστηκε στο χώρο τεκές για δερβίσηδες. Τμήματα του λειτουργικού εξοπλισμού της και αρχιτεκτονικά μέλη χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στον οχυρωματικό περίβολο της νέας κατασκευής. Αργότερα, το μοναστικό συγκρότημα ισοπεδώθηκε μαζί με ολόκληρη την περιοχή, όταν αποφασίστηκε η δημιουργία των κήπων του Gülhane. Τέλος, το 1871 καταστράφηκε το ανατολικό τμήμα της υποδομής του μοναστηριού, κατά τις εργασίες κατασκευής του σιδηροδρόμου.25

4. Αρχιτεκτονική

Λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα έχουν διατηρηθεί. Τα σωζόμενα στοιχεία περιορίζονται στις υποδομές των μοναστικών κτηρίων, σε σποραδικά τμήματα τοίχων και σε μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη.

4.1. Καθολικό

Ο ναός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του χώρου και αρχικά ήταν προσβάσιμος από μία επιμήκη αυλή στα δυτικά (εικ. 2).

Το μνημείο εδράζεται σε κυβική υποδομή26 που λειτουργούσε ως κινστέρνα. Τέσσερις ισχυροί σταυρικοί πεσσοί διαιρούν τον υπόγειο αυτό χώρο σε τετράγωνα και οκτάγωνα θολοσκεπή διαμερίσματα, που επικοινωνούν μέσω τοξωτών ανοιγμάτων (εικ. 3).

Στο ύψος του δαπέδου σώζονται χαμηλά οι πλάγιοι τοίχοι της εκκλησίας, οι δυτικοί πεσσοί και τμήματα των ανατολικών. Τα στηρίγματα έχουν σχήμα Γ και παρουσιάζουν καμπύλωση στην εσωτερική γωνία. Ο νότιος τοίχος φέρει ημικυκλική κόγχη στο μέσο του μήκους του. Δε σώζεται ο νάρθηκας και το ιερό,27 ενώ τίποτα δεν έχει διατηρηθεί από την ανωδομή.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος της εκκλησίας παραμένει αδιευκρίνιστος. Η μορφή της ενισχυμένης υποδομής, το πάχος των τοίχων και ο τύπος των στηριγμάτων παραπέμπουν σε έναν πεντάτρουλο28 ναό με τετράγωνο πυρήνα και περιμετρικούς χώρους. Σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί η καμπύλωση των πεσσών, αλλά παραμένει άγνωστη η διαμόρφωσή τους καθ’ ύψος. Έτσι, είναι αβέβαιο εάν πρόκειται για απλό οκταγωνικό, ψευδοοκταγωνικό ή τρουλαίο ναό με περίστωο. Η τρίτη περίπτωση φαίνεται πιο πιθανή, ενώ οι λύσεις του σύνθετου οκταγωνικού ή του ελεύθερου σταυρού μπορούν να αποκλειστούν29 (εικ. 4).

Η τοιχοδομία χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη εφαρμογή του συστήματος της κρυμμένης πλίνθου. Η συγκεκριμένη μέθοδος απαντά στην υποδομή30 και την αυλή του καθολικού, στα τυφλά αψιδώματα και τις ημικυλινδρικές κόγχες του νότιου τοίχου31 (εικ. 5α-β).

Για το διάκοσμο και το λειτουργικό εξοπλισμό της εκκλησίας διαθέτουμε ορισμένες πληροφορίες από τις γραπτές πηγές. Δυτικά του ναού βρισκόταν ένα κιονοστήρικτο οκταγωνικό βαπτιστήριο.32 Το δάπεδο του καθολικού καλυπτόταν με πολύχρωμα μάρμαρα, ενώ οι τοίχοι έφεραν ορθομαρμάρωση και κοσμούνταν με πολυτελείς ψηφιδωτές παραστάσεις.33 Υπήρχαν ακόμη πολύτιμα λειτουργικά σκεύη και λειψανοθήκες.34

4.2. Προσκτίσματα

Η υπόγεια κατασκευή νοτίως του καθολικού λειτουργούσε ως κινστέρνα και επικοινωνούσε με το ναό (εικ. 6). Χωρίζεται σε δύο επιμήκη τμήματα με έναν παχύ τοίχο.35 Οι στοές καλύπτονται με καμάρες, ενώ το νότιο τμήμα ενισχύεται επιπλέον με έξι τρούλους. Οι τοίχοι ακολουθούν το μεικτό σύστημα τοιχοποιίας. Ορισμένες πλίνθοι φέρουν σφραγίσματα με το μονόγραμμα του Κωνσταντίνου (εικ. 7).

Με τη μονή συνδέεται και η κινστέρνα που βρίσκεται 50 μ. δυτικά της προηγούμενης. Η ορθογώνια αίθουσα χωρίζεται, μέσω δύο κιονοστοιχιών από έξι κίονες, σε 21 τρουλοσκεπή διαμερίσματα (εικ. 8). Στα νότια βρίσκεται ακόμα ένα σύστημα θολωτών υποδομών. Η επαλληλία και η συναλληλία τοίχων σε ορισμένα σημεία μαρτυρούν την ύπαρξη περισσότερων οικοδομικών φάσεων. Εδώ εδραζόταν αψιδωτή αίθουσα, η κόγχη της οποίας συνδέεται με ένα δικιόνιο πρόπυλο ταφικού χαρακτήρα (εικ. 9). Στον υπόγειο χώρο βρέθηκε η ανάγλυφη πλάκα της Θεοτόκου Δεομένης, που χρονολογείται στον 11ο αιώνα (εικ. 10).36

Μία τελευταία υποδομή, που ενδεχομένως σχετίζεται με το μοναστήρι, υποστηρίζει τα λείψανα απομονωμένου αψιδωτού κτίσματος, όπου διακρίνονται τρεις φάσεις (εικ. 11). Ίσως πρόκειται για εκκλησία της Παναχράντου ή για ναό της μονής Παντανάσσης.37

* Η εικονογραφική τεκμηρίωση του λήμματος βρίσκεται σε στάδιο επεξεργασίας




1. Οι πληροφορίες σχετικά με την ένταξη της μονής στον πολεοδομικό ιστό προκύπτουν από το τοπογραφικό των Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), πίν. 3.

2. Η πλήρης αφιέρωση του μοναστηριού αναγράφεται σε σφραγίδα της συλλογής Dumbarton Oaks. Βλ. σχετικά Oikonomides, N., “St. George of Mangana, Maria Skleraina, and the 'Malyj Sion' of Novgorod”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980-1981), σελ. 239.

3. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 23· Mathews, T.F., The Byzantine Churches of Istanbul. A Photographic Survey (University Park – London 1976), σελ. 200.

4. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), όπου συνεξετάζονται και τα υπόλοιπα μνημεία της περιοχής. Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ιστορικό-τοπογραφικό. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται εν συντομία και συχνά ελλιπώς τα ανασκαφικά ευρήματα, που σε γενικές γραμμές μπορούν να συνοψιστούν σε αρχιτεκτονικά γλυπτά, κεραμική και επιγραφές. Για τα ευρήματα της μονής του Τροπαιοφόρου, βλ. ό.π., σελ. 113-131 (αρχιτεκτονική γλυπτική), 134-154 (επιγραφές και κεραμική), 155-161 (ανάγλυφη πλάκα Παναγίας Δεομένης).

5. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969).

6. Mango, C. – Mathews, T.F., “Observations on the Church of Panagia Kamariotissa on Heybeliada (Chalke), Istanbul with a Note on Panagia Kamariotissa and Some Imperial Foundations of the Tenth and Eleventh Centuries at Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 27 (1973), σελ. 115-133· Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976).

7. Μπούρας, Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), σελ. 136-151.

8. Oikonomides, N., “St. George of Mangana, Maria Skleraina, and the 'Malyj Sion' of Novgorod”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980-1981), σελ. 239-246.

9. !! Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, I. (επιμ.), Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 5, Berlin – New York 1973), 29. 44-49,  σελ. 476 . Πρβλ. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la premiere region de Constantinople (Paris 1939), σελ. 19-20. Για τη χρονολόγηση του συγκροτήματος βλ. επίσης Janin R., La geographie ecclesiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siege de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 70-76, 199-207, 527-529· Μπούρας, Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), σελ. 136.

10. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 19, σημ. 3.

11. Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Renauld, É. (επιμ.), Michel Psellos, Chronographie ou histoire dun siècle de Byzance (976-1077) 2 (Paris 1928), παρ. 185-186· Μπούρας Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), σημ. 21.

12. Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, Renauld, É. (επιμ.), Michel Psellos, Chronographie ou histoire dun siècle de Byzance (976-1077) 1 (Paris 1926), παρ. 143 κ.ε.

13. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 19, σημ. 7· Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 71.

14. Οι αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις είχαν συχνά ως αντάλλαγμα τη φιλοξενία έκπτωτων πολιτικών και θρησκευτικών προσώπων, τα οποία εξαναγκάζονταν σε εγκλεισμό. Βλ. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 20. Για τις βασιλικές δωρεές βλ. επίσης Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), σελ. 1.283, βλ. λ. “Mangana” (C. Mango – A.M. Talbot), όπου παρατίθεται η βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα της «προνοίας των Μαγγάνων».

15. Βλ. σχετικά Oikonomides, N., “St. George of Mangana, Maria Skleraina, and the 'Malyj Sion' of Novgorod”, Dumbarton Oaks Papers 34-35 (1980-1981), σελ. 244-245, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

16. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 71.

17. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 20, σημ. 7· Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 71, όπου αναφέρεται ότι δύο αιώνες αργότερα ο ηγούμενος της μονής έφερε τον τίτλο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελλου.

18. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 75.

19. Τη συγκεκριμένη πληροφορία διασώζει σε ταξιδιωτικό του κείμενο ο αρχιεπίσκοπος Αντώνιος του Novgorod. Βλ. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 20, σημ. 11.

20. Demangel, R.Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 20, σημ. 14.

21. Αυτά ήταν ο Μανδύας, η Λόγχη, η Κάλαμος και ο Σπόγγος. Το 1350 ο Στέφανος του Novgorod αναφέρει την ύπαρξή τους στην εκκλησία, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Όπως προκύπτει από ελληνικές και ξένες πηγές, τα Σύμβολα του Μαρτυρίου βρίσκονταν εκεί μέχρι τα τέλη του αιώνα, αλλά το 1420 είχαν μεταφερθεί στο γειτονικό ναό της Παντάνασσας. Βλ. σχετικά Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 21, σημ. 1-8· Janin R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 74.

22. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 22, σημ. 2-6. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά κανόνα οι Παλαιολόγοι χρησιμοποιούσαν ως κοιμητηριακό συγκρότημα τη μονή Βλαχερνών.

23. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 72.

24. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 72-73, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

25. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 22.

26. Η οικοδόμηση ναών πάνω σε υποδομές, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κινστέρνες ή καταστήματα, χαρακτηρίζει σε κάποιο βαθμό τη μεσοβυζαντινή ναοδομία της Κωνσταντινούπολης. Η συγκεκριμένη πρακτική απαντά στο καθολικό της μονής Μυρελαίου και στο ναό του Χριστού Παντεπόπτη.

27. Η υποθετική κάτοψη των Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), με το τριμερές ιερό και τη βόρεια κιονοστήρικτη στοά, από την οποία σώζονται λίγα στοιχεία, έχει γίνει σε γενικές γραμμές αποδεκτή. Ο Μπούρας, Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), απορρίπτει τα τρίβηλα μεταξύ των πεσσών.

28. Οι Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 26, υποστηρίζουν ότι το πεντάτρουλο σχήμα αναφέρεται στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, χωρίς όμως να δίνουν ακριβή παραπομπή στο κείμενο. Ο Μπούρας, Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), σελ. 138, σημ. 17, παρατηρεί ότι ενδεχομένως πρόκειται για παρανόηση του ελληνικού κειμένου.

29. Οι Demangel, R.Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la premiere region de Constantinople (Paris 1939), σελ. 26, υποστήριξαν αόριστα ότι ο ναός ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένος. Ο Grabar, A., “L’art byzantin au 11e siecle”, Cahiers Archeologiques 17 (1967), σελ. 261, έβλεπε στο εξεταζόμενο μνημείο το πρότυπο των σύνθετων οκταγωνικών ναών. O C. Mango, στο Mango, C. – Mathews, T.F., “Observations on the Church of Panagia Kamariotissa on Heybeliada (Chalke), Istanbul with a Note on Panagia Kamariotissa and Some Imperial Foundations of the Tenth and Eleventh Centuries at Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 27 (1973), σελ. 130, 132, συνέδεσε το ναό με τους ηπειρωτικούς οκταγωνικούς, με το σχέδιο του απλού οκταγωνικού τύπου και με τους ψευδοοκταγωνικούς. Η πληρέστερη και πιο πρόσφατη τυπολογική μελέτη του καθολικού οφείλεται στον Μπούρα, που εξέτασε κάθε περίπτωση και υποστήριξε με πειστικά επιχειρήματα τη λύση του τρουλαίου ναού με περίστωο. Βλ. Μπούρας, Χ., «Τυπολογικές παρατηρήσεις στο καθολικό της Μονής Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη», Αρχαιολογικό Δελτίο 31Α (Μελέτες) (1976), σελ. 140-151.

30. Maguire, H., “Gardens and Parks in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 261.

31. Βελένης, Γ., Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη Βυζαντινή Αρχιτεκτονική (Θεσσαλονίκη 1984), σελ. 78-80. Οι διπλές παραστάδες, που μεσολαβούν μεταξύ των κογχαρίων και των αψιδωμάτων, ερμηνεύτηκαν από το Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 231, ως πλίνθινη εκδοχή δέσμης βεργίων και αποδόθηκαν σε αρμενικές επιδράσεις.

32. Demangel, R.Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 22, σημ. 1· Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 73. Ενδεχομένως σε αυτή την κατασκευή ανήκει το παραλληλόγραμμο τμήμα τοίχου στα δυτικά του καθολικού. Πάντως, το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για κρήνη. Πρβλ. Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 231.

33. Ο Μιχαήλ Ψελλός, καταδικάζοντας τον άμετρο πλούτο της διακόσμησης, υποστηρίζει ότι όλες οι εσωτερικές επιφάνειες ήταν καλυμμένες με χρυσά άστρα. Βλ. Ousterhoot, R., “Originality in Byzantine Architecture: The case of Nea Moni”, JSAH 51 (1992), σελ. 56, σημ. 23. Ο Ισπανός πρέσβης Clavijo, που επισκέφθηκε τη μονή το 1402, αναφέρει ότι το δάπεδο ήταν επενδυμένο με πλάκες από πορφυρό μάρμαρο και ίασπη, ενώ από τα ψηφιδωτά μνημονεύει τον Παλαιό των Ημερών, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή. Βλ. de Clavijo, R.G., Histοria de Gran Tamorlan y itinerarion y enarracion del viage y relacion de la embahada (Madrid 1782), σελ. 61-62. Ένας ανώνυμος Ρώσος περιηγητής περιγράφει δύο πρωτότυπες ζωγραφικές συνθέσεις του νάρθηκα. Βλ. σχετικά Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’empire byzantine Ι. Le Siège de Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 74.

34. Ο Clavijo είδε την αργυρή λειψανοθήκη, που περιέκλειε τα Όργανα του Πάθους, και την Αγία Τράπεζα, όπου φυλασσόταν η κεφαλή του αγίου Ανδρέα. Βλ. Demangel, R. – Mamboury E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 22.

35. Τα οκτώ άνισα ανοίγματα, που επέτρεπαν την επικοινωνία των παράλληλων διαδρόμων, αργότερα τοιχίστηκαν ή περιορίστηκαν.

36. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 31, 154-160. Βλ. επίσης Grabar, A., Sculptures byzantines du moyenge 2: XIe- XIVe siècle (Paris 1976), σελ. 35-36· Lange, R., Die byzantinische Reliefikone (Recklinghausen 1964), σελ. 43-44.

37. Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople (Paris 1939), σελ. 36.