1. Εισαγωγή Η ναοδομία της Κωνσταντινούπολης το 12ο αιώνα παρουσιάζει ορισμένα αναγνωρίσιμα τυπολογικά χαρακτηριστικά, που απαντώνται και στις περιοχές της σφαίρας καλλιτεχνικής επιρροής της, στη νότια Σερβία και τη βόρεια Ελλάδα. Ο κυρίαρχος αρχιτεκτονικός τύπος είναι αυτός του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, αν και στην Κωνσταντινούπολη απαντούν και ύστερες επιβιώσεις μεταβατικών τρουλαίων βασιλικών με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Οι ναοί αποκτούν ελαφρύτερες αναλογίες, ενώ οι εξωτερικές όψεις διαρθρώνονται με πιο ραδινά ανοίγματα, κόγχες και τυφλά αψιδώματα. Η τοιχοποιία που συνηθίζεται είναι η απλή πλινθοδομή, αμιγής ή κατά την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, καθώς και η μεικτή τοιχοδομία με εναλλασσόμενες ζώνες λίθων και πλίνθων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ναοδομίας του 12ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη αποτελεί το συγκρότημα της μονής του Χριστού Παντοκράτορος, μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου λόφου της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στον Κεράτιο κόλπο και το Υδραγωγείο του Ουάλη. Πρόκειται για ένα συγκρότημα τριών εκκλησιών, ενώ η μονή περιλάμβανε και ξενώνα, νοσοκομείο, γηροκομείο και βιβλιοθήκη. Το σωζόμενο Τυπικό της μονής από το 11361 απηχεί το ρόλο της στον κοινωνικό και θρησκευτικό βίο της Βασιλεύουσας, αλλά και το ιδεολογικό βάρος του μνημείου για τη δυναστική ιδεολογία των Κομνηνών. Τα μέλη της κομνήνειας δυναστείας έκαναν γενναίες δωρεές στη μονή, αλλά και σε άλλα μοναστήρια στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Πελοπόννησο, τη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου. Σήμερα από τη μονή σώζεται μόνο το συγκρότημα του καθολικού (εικ. 2, εικ. 3). 2. Η ιστορία του κτίσματος Το συγκρότημα της μονής του Χριστού Παντοκράτορος χτίστηκε μεταξύ 1118 και 1136 από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) και την πρώτη σύζυγό του Ειρήνη, ενώ το έργο είχε ανατεθεί στον αρχιτέκτονα Νικηφόρο.2 Από τα τρία κτίσματα του συγκροτήματος, πρώτη οικοδομήθηκε η νότια εκκλησία, ως καθολικό, πριν από το θάνατο της Ειρήνης το 1124. Στο ναό αυτό προστέθηκε το βόρειο τμήμα, που αφιερώθηκε στην Παναγία Ελεούσα, όπου μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη λειτουργία οι λαϊκοί, ενώ το μεταξύ τους ταφικό παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, συνέδεσε τους δύο ναούς (εικ. 1). Στο παρεκκλήσιο τάφηκαν αρκετοί αυτοκράτορες και μέλη της δυναστείας των Κομνηνών, αλλά και αυτοκράτορες από τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ιδρυτή του Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1143), το Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1180) και το Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1448).3 Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας (1204-1261) η περιοχή στην οποία βρισκόταν η μονή ανήκε στους Βενετούς, οι οποίοι μετέφεραν πολλά από τα ιερά σκεύη, τα κειμήλια και τις εικόνες της μονής στη Βενετία. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι το συγκρότημα της μονής χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Λατίνου αυτοκράτορα, αλλά η πληροφορία αυτή φαίνεται ότι είναι ανακριβής. Πάντως, αν και δε γνωρίζουμε εάν η μονή έμεινε στα χέρια ορθόδοξων μοναχών ή όχι, πάντως δεν έπαψε να αποτελεί τόπο όπου συγκεντρώνονταν πολύτιμα κειμήλια και λατρευτικά αντικείμενα· μάλιστα, φαίνεται ότι την περίοδο της Λατινοκρατίας μεταφέρθηκε εκεί και η περίφημη εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας –που η παράδοση την απέδιδε στον ευαγγελιστή Λουκά– η οποία είχε αφαιρεθεί με τη βία από την Αγία Σοφία το 1206. Στη μονή υπήρχε, επίσης, από τα χρόνια του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, μια πλάκα από πορφυρίτη, όπου σύμφωνα με το θρύλο είχε αποτεθεί το σώμα του Χριστού για να αλειφθεί με μύρο πριν από τον ενταφιασμό του. Το κειμήλιο αυτό είχε μεταφερθεί από την Έφεσο από τον ίδιο το Μανουήλ Α΄.4 Μετά την Άλωση του 1453 και επί των ημερών του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄, η μονή Παντοκράτορος μετατράπηκε σε ιεροδιδασκαλείο. Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Ζεϋρέκ τζαμί (Molla Zeyrek Camii, Zeyrek Kilise Camii, Zeyrek Camii), από το όνομα του Ζεϋρέκ Μολλά Μεχμέτ Εφέντι, πρώτου επικεφαλής (müderris) της σχολής.5 Το σύμπλεγμα των τριών ναών επισκευάστηκε επανειλημμένα, ενώ μια μεγάλης έκτασης αναστήλωση πραγματοποιήθηκε έπειτα από μια καταστροφική πυρκαγιά στα μέσα του 18ου αιώνα. Η βιβλιοθήκη της μονής καταστράφηκε επίσης από πυρκαγιά το 1934. Οι έρευνες του Byzantine Institute of America στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στη διάρκεια νέας αναστηλωτικής προσπάθειας, αποκάλυψαν ένα λαμπρό βυζαντινό μαρμαροθέτημα στο δάπεδο του νότιου ναού. Την περίοδο εκείνη λειτουργούσε ως τζαμί μόνο το κεντρικό παρεκκλήσιο. Μετά την αναστήλωση της νότιας εκκλησίας το δάπεδο καλύφθηκε, και ο χώρος λειτούργησε πάλι ως τζαμί. Η πλέον πρόσφατη αναστήλωση ξεκίνησε το 1997 από τους καθηγητές Robert Ousterhout, Zeynep Ahunbay και Metin Ahunbay.6 Το Ζεϋρέκ τζαμί συμπεριλήφθηκε το 2002 στον κατάλογο των 100 πλέον απειλούμενων μνημείων, ο οποίος εκδίδεται ετησίως (Αnnual list of the World Monuments Watch “100 Most Endangered Sites”).7 3. Αρχιτεκτονική περιγραφή των εκκλησιών 3.1. Η νότια εκκλησία Η νότια εκκλησία του συγκροτήματος ήταν η πρώτη που χτίστηκε, ως καθολικό της μονής του Χριστού Παντοκράτορος, από την αυτοκράτειρα Ειρήνη πριν από το θάνατό της το 1124.8 Είναι ο μεγαλύτερος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός στην Κωνσταντινούπολη.9 Οι κίονες του κεντρικού, τρουλαίου τετραγώνου αντικαταστάθηκαν από τους Οθωμανούς με πεσσούς. Ο τρούλος στηρίζεται σε δεκαεξάπλευρο τύμπανο, σε κάθε πλευρά του οποίου ανοίγεται από ένα παράθυρο. Τα πλάγια κλίτη είχαν υπερώα, από τα οποία σώθηκε μόνο το νότιο. Ο νάρθηκας, που προεξέχει στα πλάγια, έχει επίσης υπερώο και στεγάζεται με πέντε σταυροθόλια· το μεσαίο μετατράπηκε αργότερα σε τρούλο. Ταυτόχρονα προστέθηκε και ο εξωνάρθηκας. Τα παραβήματα είναι απλοί τετράπλευροι χώροι με μία εξέχουσα αψίδα. Τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονται χαμηλότερα από τις καμάρες των κεραιών του σταυρού, αφήνοντάς τον έτσι να διαγράφεται με σαφήνεια στην εξωτερική μορφή του ναού. Από τις τρεις αψίδες, η κεντρική είναι ιδιαίτερα μεγάλη και επισκιάζει τις ελάχιστα διαγραφόμενες εξωτερικά αψίδες των παραβημάτων. Δύο σειρές ραδινών κογχών τονίζουν τις ελαφριές αναλογίες της κεντρικής αψίδας.10 Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της αισθητικής που διαμορφώνεται το 12ο αιώνα στους ναούς της Κωνσταντινούπολης: οι απόπειρες μείωσης του όγκου και ελάφρυνσης των αναλογιών οδηγούν στην κατασκευή κογχών χωρίς βαθμιδωτό περίγραμμα που συγχωνεύονται πιο διακριτικά και με μεγαλύτερη πλαστικότητα στον υποκείμενο τοίχο (εικ. 5).11 3.2. Ο βόρειος ναός (Παναγία Ελεούσα) και το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Ο βόρειος ναός χτίστηκε μετά το θάνατο της Ειρήνης, μεταξύ των ετών 1124-1136, από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, και ήταν ανοιχτός στους λαϊκούς. Είναι μικρότερος και αντιγράφει τον παλαιότερο σε μεγάλο βαθμό (εικ. 6). Ο τρούλος και η δυτική κεραία του σταυρού έχουν αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεμβάσεις. Το μεταξύ των δύο ναών μονόχωρο παρεκκλήσιο στεγάζεται με δύο ελλειψοειδείς τρούλους. Η αφιέρωσή του στον ψυχόπομπο Αρχάγγελο Μιχαήλ συνδέεται με τη χρήση του ως αυτοκρατορικού μαυσωλείου.12 Οι δύο τρούλοι του μνημείου έχουν ερμηνευτεί ως προσπάθεια μίμησης του περίπου σύγχρονου σταυροφορικού μαρτυρίου του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, που επίσης είχε δύο τρούλους. Η υπόθεση αυτή υποστηρίζεται και από το διάκοσμο του παρεκκλησίου, αλλά και από τη διάταξη των τάφων στο εσωτερικό του, που ήταν παρόμοια με τη διάταξη των τάφων των σταυροφόρων βασιλέων στο μαρτύριο του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.13
Το σύμπλεγμα των τριών ναών συμπληρώνεται από έναν εξωνάρθηκα και το νότιο περίβολο. Και τα δύο αυτά στοιχεία προστέθηκαν στην τελευταία φάση της οικοδομής. 3.3. Τοιχοδομία και δομικά υλικά Στις τρεις εκκλησίες της μονής Παντοκράτορος έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, όμως η εκτέλεση φαίνεται να έχει γίνει με τρόπο μάλλον πρόχειρο (εικ. 4). Πλίνθοι διαφορετικού μεγέθους και μεγάλη ποσότητα υλικού σε δεύτερη χρήση διακρίνονται στο μνημείο. Αν και γνωρίζουμε ότι υλικό από τον υπό κατάρρευση –το 12ο αιώνα– ναό του Αγίου Πολυεύκτου είχε χρησιμοποιηθεί για τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο του μνημείου, οι πλίνθοι σε δεύτερη χρήση δε φαίνεται να προέρχονται από την ίδια πηγή. Πιο πιθανή έχει θεωρηθεί η προέλευσή τους από την οικία της Ιλαράς, την οποία είχε παραχωρήσει ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος στην κόρη του, στην περιοχή της οποίας ενδεχομένως οικοδομήθηκε η μονή Παντοκράτορος. Το σύμπλεγμα των τριών εκκλησιών φέρει τα ίχνη επανειλημμένων επεμβάσεων, τόσο κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους όσο και κατά την Οθωμανική περίοδο. Ωστόσο, πολλές από τις αρχικές ατέλειες της εξωτερικής όψης πρέπει να παρέμεναν αθέατες, καθώς φαίνεται ότι μεγάλες επιφάνειες ήταν καλυμμένες με δύο στρώσεις κονιάματος. Η κατασκευή των τριών εκκλησιών δείχνει ότι επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για έργο των ίδιων τεχνιτών, κάτι που ήταν δυνατό λόγω της μικρής χρονικής απόστασης ανάμεσα στην ανέγερσή τους.14 4. Η διακόσμηση της μονής Παντοκράτορος Ο νότιος ναός της μονής Παντοκράτορος είχε ιδιαίτερα πλούσιο διάκοσμο. Ήδη αναφέρθηκε το λαμπρό μαρμαροθέτημα του δαπέδου, το οποίο περιλάμβανε φυτικά και εικονιστικά θέματα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν σκηνές κυνηγιού, βουκολικές σκηνές, μυθολογικά πλάσματα, αλλά και ένας δίσκος με το ζωδιακό κύκλο και σκηνές από την ιστορία του Σαμψών.15 Η εικονογραφία της σύνθεσης αυτής, η οποία φαίνεται να ακολουθεί παλαιοχριστιανικά πρότυπα, είναι αποκαλυπτική της κομνήνειας ιδεολογίας, όπως εκφράζεται στο παρόν μνημείο. Ο R. Ousterhout έχει διαπιστώσει σε αυτό μια ευρύτερη προσπάθεια σύνδεσης με το αυτοκρατορικό παρελθόν και μάλιστα σύγκρισης με την κωνσταντίνεια δυναστεία και με το κατεξοχήν αυτοκρατορικό μαυσωλείο και καθίδρυμά της, τους Αγίους Αποστόλους. Αυτό γίνεται πιο σαφές από τη χρήση του αρχαίου όρου «ηρώον» για το ταφικό παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Τυπικό του 1136.16
Στους τοίχους του Βήματος σώζεται αποσπασματικά η ορθομαρμάρωση, η οποία πρέπει να κάλυπτε μεγάλο μέρος των εσωτερικών τοίχων του ναού. Οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και οι σύζυγοί τους χορηγούσαν σημαντικά ποσά για τη διακόσμηση της μονής. Υπάρχουν μαρτυρίες για ευρεία χρήση χρυσού στα ψηφιδωτά της μονής, καθώς και για λειτουργικά βιβλία δεμένα με πολύτιμα μέταλλα και στολισμένα με ημιπολύτιμες πέτρες. Το δάπεδο της βόρειας εκκλησίας φαίνεται ότι κοσμούνταν επίσης με μαρμαροθετήματα, σε μίμηση του παλαιότερου ναού: έχουν βρεθεί ίχνη από μυθολογικές σκηνές, απεικονίσεις κυνηγιού και ζώων. Πάντως, το σημαντικότερο εύρημα είναι τα πολυάριθμα κομμάτια υάλου δεμένα με μολύβι που σχηματίζουν πολύχρωμα γεωμετρικά θέματα και μορφές. Αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη υαλογραφιών (βιτρό) στο ναό,17 όπως φαίνεται ότι υπήρχαν και στη μονή της Χώρας, αλλά και στο ναό της Παναγίας στο μοναστήρι της Στουντένιτσα.18 Πρόκειται για μια τεχνική για τη χρήση της οποίας στις βυζαντινές εκκλησίες δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία, ενώ συνήθως συνδέεται με δυτικά μνημεία, όπου έγινε αργότερα πολύ δημοφιλής. Όπως συνέβη με τις περισσότερες βυζαντινές εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, η διακόσμηση του Βήματος, το τέμπλο και οι φορητές εικόνες έχουν χαθεί. Ωστόσο η μνημειακή ζωγραφική φαίνεται ότι διατηρήθηκε καλυμμένη μέχρι το 18ο αιώνα, οπότε οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά αποτοιχίστηκαν, μένοντας μόνο ελάχιστα σπαράγματα. Σε ορισμένα σημεία των τόξων της κιονοστοιχίας στο νότιο και του βόρειο ναό διακρίνονται τέτοια σπαράγματα μέχρι σήμερα.
1. Gautier, R., “Le typikon du Christ Sauveur Pantokrator”, Revue des Études Byzantines 32 (1974), σελ. 1-154, ιδ. 27-131· Jordan, R. (αγγλ. μτφρ.), “28. Pantokrator: Typikon of Emperor John II Komnenos for the Monastery of Christ Pantokrator in Constantinople”, στο Thomas, J. – Constantinides-Hero, A., Byzantine Monastic Foundation Documents: A Complete Translation of the Surviving Founders’ Typika and Testaments (Dumbarton Oaks Studies 35, Washington D.C. 2000), σελ. 725-781. 2. Σχετικά με την ιστορία της μονής Παντοκράτορος, βλ. Müller-Wienner, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls. Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs (Tubingen 1977), σελ. 209-215, με πλούσια βιβλιογραφία· Janin, R., Le geographie ecclesiastique de l’Empire byzantin 1: Le siege de Constantinople et le patriarcat oecumenique 3: Les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 515-523· Ousterhout, R. – Ahunbay, Z. – Ahunbay, M., “Study and restoration of the Zeyrek Camii in Istanbul: First report 1997-1998”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 265-270· Ousterhout, R., “Contextualizing the Later Churches of Constantinople: Suggested Methodologies and a Few Examples”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 241-250· Ousterhout, R. – Ahunbay, Z. – Ahunbay, M., “Study and restoration of the Zeyrek Camii in Istanbul: Second report 2001-05”, Dumbarton Oaks Papers 63 (2009) (υπό έκδ.). 3. Σχετικά με τις ταφές στο παρεκκλήσιο, βλ. αναλυτικά Janin, R., Le geographie ecclesiastique de l’Empire byzantin 1: Le siege de Constantinople et le patriarcat oecumenique 3: Les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 516-518· Van Millingen, A., Byzantine Churches in Constantinople: Their History and Architecture (London 1912), σελ. 219-240. 4. Janin, R., Le geographie ecclesiastique de l’Empire byzantin 1: Le siege de Constantinople et le patriarcat oecumenique 3: Les eglises et les monasteres2 (Paris 1969), σελ. 516. 5. Öz, T., Zwei Stiftungsurkunden des Sultans Mehmed II Fatih (Istanbul 1935), σελ. 11. 6. Για τη συγγραφή του λήμματος αυτού ήταν πολύτιμη η προσφορά κειμένων και η συμβολή του καθηγητή R. Ousterhout, για τα οποία του εκφράζω την εγκάρδια ευγνωμοσύνη μου. 7. Ousterhout, R. – Ahunbay, Z. – Ahunbay, M., “Study and restoration of the Zeyrek Camii in Istanbul: First report 1997-1998”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 265-266. 8. Η Ειρήνη τάφηκε πρώτη στη μονή, αλλά η σαρκοφάγος της μεταφέρθηκε το 1960 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πόλης και αργότερα στον εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας. 9. Γκιολές, Ν., Βυζαντινή ναοδομία (600-1204)2 (Αθήνα 1992), σελ. 98. 10. Γκιολές, Ν., Βυζαντινή ναοδομία (600-1204)2 (Αθήνα 1992), σελ. 98. 11. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture (4η έκδ. αναθεωρημένη από τους R. Krautheimer και S. Ćurčić, New Haven 1986), σελ. 366-367· Γκιολές, Ν., Βυζαντινή ναοδομία (600-1204)2 (Αθήνα 1992), σελ. 98. 12. Γκιολές, Ν., Βυζαντινή ναοδομία (600-1204)2 (Αθήνα 1992), σελ. 98. 13. Ousterhout, R., “Architecture, Art and Komnenian Ideology at the Pantokrator Monaster”, στο Necipoğlu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Köln 2001), σελ. 148-150. 14. Ousterhout, R. – Ahunbay, Z. – Ahunbay, M., “Study and restoration of the Zeyrek Camii in Istanbul: First report 1997-1998”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 268-269. 15. Megaw, A.H.S., “Notes on recent work of the Byzantine Institute in Istanbul”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 335-340. 16. Ousterhout, R., “Architecture, Art and Komnenian Ideology at the Pantokrator Monaster”, στο Necipoğlu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Köln 2001), σελ. 142-144. 17. François, V. – Spieser, J.-M., “Pottery and Glass in Byzantium”, στο Laiou, A. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Dumbarton Oaks Studies 39, Washington D.C. 2002), σελ. 595. 18. Дероко, А., Монументална и декоративна архитектура у средновековной Србии (Београд 1962), σελ. 64-65, εικ. 79, 80, 82.
|
|
|