Μονή Χριστού Παντεπόπτη (Εσκί Ιμαρέτ Τζαμί)

1. Ίδρυση και κτήτορας

Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη ήταν καθίδρυμα της Άννας Δαλασσηνής, μητέρας του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη βεβαιότητα η χρονολογία της ανέγερσής της, όμως κατά πάσα πιθανότητα η Άννα Δαλασσηνή οικοδόμησε τη μονή της στην αρχή της διακυβέρνησης του γιου της, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία και έγινε αυτοκράτορας την 1η Απριλίου 1081.

Ήδη το 1087 η μονή είχε οπωσδήποτε αποπερατωθεί και άρχισε να λειτουργεί, διότι τότε μνημονεύονται κτήματα τα οποία είχε από παλαιότερα δωρίσει η βασιλομήτωρ στο καθίδρυμά της. Βάσει στοιχείων γνωρίζουμε ότι η μονή του Χριστού Παντεπόπτη έως το 1187 είχε στην κατοχή της τα νησιά Λέρο, Λειψώ (Λειψοί) και Φαρμακός (Φαρμακονήσι),1 όμως δεν μπορούν να αναφερθούν με ακρίβεια τα κτήματα που έλαβε η μονή ούτε να προσδιοριστεί η έκτασή τους. Η Άννα Δαλασσηνή, ως μια από τις ισχυρότερες προσωπικότητες της αυτοκρατορίας την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού, είχε τη δυνατότητα να κάνει πλούσιες δωρεές στη μονή που είχε πρόσφατα ανεγείρει, καθώς και σε άλλα ιδρύματα.2 Ιδιαίτερα γίνεται αντιληπτή η μέριμνα της Άννας Δαλασσηνής η μονή του Χριστού Παντεπόπτη καθώς και η μονή Μυρελαίου στην Κωνσταντινούπολη (καθίδρυμα του αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού, που χτίστηκε το 920-922) να λάβουν σημαντικές δωρεές σε κτήματα. Για την οργάνωση της μονής του Παντεπόπτη δεν έχουν σωθεί στοιχεία. Η Άννα Δαλασσηνή αποσύρθηκε στο καθίδρυμά της μετά το 1095, όπου πέθανε και κηδεύτηκε στις αρχές του 12ου αιώνα.

2. Αφιέρωση του καθολικού

Η αφιέρωση του καθολικού της μονής στο Χριστό Παντεπόπτη είναι μοναδική στη βυζαντινή ιστορία. Καμία άλλη μονή στην πρωτεύουσα (και, από όσο γνωρίζουμε, ούτε και κάπου αλλού στην αυτοκρατορία) από όσες ήταν αφιερωμένες στο Χριστό δεν έφερε το προσωνύμιο αυτό. Η απόφαση της Άννας Δαλασσηνής να αφιερώσει την εκκλησία της στο Χριστό Παντεπόπτη φανερώνει σαφή θεολογική, αλλά επίσης και πολιτική θέση. Η Άννα Δαλασσηνή, η οποία έγινε μοναχή αμέσως μετά το θάνατο του συζύγου της, του πρωτοβεστιάριου Ιωάννη Κομνηνού, στις 12 Ιουλίου 1067, φροντίζοντας την τύχη της οικογένειάς της και ασχολούμενη επιδέξια με την κοσμική πολιτική, ανακάλυψε στο προσωνύμιο αυτό του Χριστού την καλύτερη έκφραση των θέσεών της. Ο Χριστός Παντεπόπτης, από την αντίληψη και κρίση του οποίου τίποτε δεν μπορεί να διαφύγει, ήταν το κύριο στήριγμα της Άννας Δαλασσηνής στη μεγάλη πολιτική μάχη για υπεροχή στο εσωτερικό της βυζαντινής αριστοκρατίας κατά την έβδομη και την όδγοη δεκαετία του 11ου αιώνα. Ο Χριστός Παντεπόπτης είχε ιδιαίτερη συμβολική σημασία για την Άννα Δαλασσηνή, λειτουργώντας ως εγγύηση για την ορθότητα των θέσεων και των προσπαθειών της αλλά και ως κριτής στον οποίο θα εμπιστευόταν την τύχη των αντιπάλων της που προέρχονταν από τις ανταγωνιστικές αριστοκρατικές οικογένειες.

Η Άννα Δαλασσηνή αντιλαμβανόταν το συγκεκριμένο προσωνύμιο του Χριστού με αυτή την έννοια, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι κατέστη μία από τις βασικές λέξεις-κλειδιά τις επόμενες δεκαετίες. Το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο απαντάται εξαιρετικά σπάνια στην παλαιότερη βυζαντινή εκκλησιαστική λογοτεχνία,3 απέκτησε βαρύνουσα σημασία από την εποχή κατά την οποία η Άννα Δαλασσηνή το πρόβαλε αφιερώνοντας στο Χριστό Παντεπόπτη τη μοναστηριακή της εκκλησία. Ήδη στα Διδάγματα του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού προς τον γιο του Ιωάννη –τις Μούσες–, κείμενο το οποίο γράφτηκε στα τέλη της διακυβέρνησης του Αλεξίου Κομνηνού ή στις αρχές της βασιλείας του γιου του Ιωάννη (περ. 1118), η λέξη «παντεπόπτης» καταλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντική θέση. Στο έργο αυτό ο «παντεπόπτης» έχει ελαφρώς απειλητική σημασία, όπως το αντιλαμβάνεται και το χρησιμοποιεί και η Άννα Δαλασσηνή· ο Αλέξιος Κομνηνός συμβουλεύει το γιο του να είναι δίκαιος, διότι ο Χριστός είναι Παντεπόπτης και από Αυτόν τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί.

Το επίθετο «παντεπόπτης» είχε ιδιαίτερη σημασία και για τις επόμενες γενεές των Κομνηνών, αναφέρεται δε και στα μέσα του 12ου αιώνα στο τυπικό της μονής της Παναγίας της Κοσμοσώτειρας, κοντά στην πόλη Φέρες της Θράκης, την οποία ανήγειρε ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος, τρίτος γιος του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Αυτός ο πρώην στασιαστής κατά του αδελφού του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού παραιτήθηκε από την αρχική του σκέψη να ενταφιαστεί στη μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ανακαίνισε και ήταν αφιερωμένη στο Χριστό Σωτήρα, και αποφάσισε να αποσυρθεί στη Θράκη. Στο τυπικό της νέας του μονής, ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος προβάλλει τους κόπους του για την ανέγερση της μονής καθώς και τις δυσκολίες της ζωής του, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες του στο Χριστό Παντεπόπτη και στην Παναγία, την οποία επίσης αποκαλεί «παντεπόπτρια».4 Έτσι προέβαλε και αυτός την πολιτική βαρύτητα του προσωνυμίου του Χριστού «παντεπόπτης», το οποίο η Άννα Δαλασσηνή, η «μητέρα των Κομνηνών», καθιέρωσε με την επιβολή της στη βυζαντινή πολιτική και καθημερινή ζωή. Οι απόγονοί της με την επανάληψη του προσωνυμίου «παντεπόπτης» επικαλούνταν και το δικό της κύρος και την πολιτική κληρονομιά.

3. Τοποθεσία

Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη βρισκόταν στη 10η ρεγεώνα της Κωνσταντινούπολης, τμήμα της πόλης στο οποίο όλοι οι Κομνηνοί, αρχίζοντας από την Άννα Δαλασσηνή, έδιναν μεγάλη προσοχή. Το καθολικό μέχρι πρόσφατα ταυτιζόταν με βεβαιότητα με το Eski Imaret Camii, με την προϋπόθεση ότι μόνο αυτό διασώζεται από όλο το μοναστηριακό συγκρότημα. Ο Cyril Mango,5 βάσει ενός στοιχείου που δεν είχε προηγουμένως μελετηθεί, προσπάθησε το 1998 να αποδείξει ότι η μονή του Χριστού Παντεπόπτη βρισκόταν λίγο βορειότερα και πιο κοντά στον Κεράτιο απ’ ό,τι εθεωρείτο, αλλά και η δική του άποψη παραμένει προς το παρόν εικασία.

4. Αρχιτεκτονική

Η εκκλησία του Χριστού Παντεπόπτη (με την προϋπόθεση ότι η ταύτιση του Eski Imaret Camii είναι σωστή) ήταν ένας μεσαίου μεγέθους ναός (με εσωτερικές διαστάσεις 14,5 × 11 μ.). Πρόκειται για χαρακτηριστικό ναό του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου, με τέσσερα στηρίγματα για τον τρούλο. Ο ναός έχει τρεις αψίδες στα ανατολικά. Η κεντρική, ευρύτερη, είναι ημικυκλική εσωτερικά και πεντάπλευρη εξωτερικά, ενώ οι δύο πλευρικές, μικρότερες, είναι ημικυκλικές εσωτερικά και τρίπλευρες εξωτερικά.

Ο τρούλος εδράζεται σε δωδεκάπλευρο τύμπανο, διαμέτρου 13 μ.: οι ακμές των πλευρών τονίζονται με κτιστούς κιονίσκους. Σε κάθε πλευρά ανοίγεται ένα αψιδωτό παράθυρο. Τα παράθυρα περιγράφονται σε ρηχότερα αψιδώματα, ενώ και οι κιονίσκοι φέρουν αψιδωτές οδοντωτές ταινίες που επιστέφουν τα βαθμιδωτά αψιδώματα των παραθύρων και διαμορφώνουν πτυχωτό το γείσο του τρούλου. Με τον τρόπο αυτό ο τρούλος διαμορφώνεται πλαστικά και δίνεται η εντύπωση ελαφρύτερων αναλογιών.

Ο ναός έχει δύο νάρθηκες: έναν εξωνάρθηκα, που στεγάζεται χαμηλότερα από τον υπόλοιπο ναό και ήταν προφανώς προσθήκη της Παλαιολόγειας περιόδου, κι έναν εσωνάρθηκα. Και οι δύο ναρθηκες διαιρούνται εσωτερικά σε τρία μέρη που συνδέονται μεταξύ τους με αψιδωτά περάσματα. Τα διαμερίσματα των ναρθήκων στεγάζονται με σταυροθόλια, εκτός από το κεντρικό τμήμα του εξωνάρθηκα, που στεγάζεται με τρουλίσκο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπερώο που εκτείνεται πάνω από τον εσωνάρθηκα και τα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα του κυρίως ναού. Στην ανατολική του πλευρά, κεντρικά (στο τύμπανο της δυτικής κεραίας του σταυρού), ανοίγεται ένα τρίβηλο προς τον κυρίως ναό, με τους λοβούς να χωρίζονται μεταξύ τους με μαρμάρινους κιονίσκους. Το υπερώο πρέπει να προοριζόταν για την κτήτορα. Στις γωνίες του ανοίγονταν μικροί χώροι, με παράθυρα προς τον κυρίως ναό, που πρόσφεραν μεγαλύτερη απομόνωση. Οι χώροι του υπερώου στεγάζονται με σταυροθόλια.6

Στον κυρίως ναό, οι τέσσερις κίονες που πρέπει να αποτελούσαν αρχικά τα στηρίγματα του τρούλου αντικαταστάθηκαν κατά την Οθωμανική περίοδο με οκταγωνικούς πεσσούς. Η βόρεια και η νότια κεραία απέληγαν σε τρίλοβα ανοίγματα, που πλέον έχουν αντικατασταθεί με τοίχους. Στα τύμπανα πάνω από τα ανοίγματα αυτά ανοίγονταν δύο σειρές παραθύρων, όπως δείχνει η νότια πλευρά, που σώζεται στην αρχική μορφή της. Η κατώτερη σειρά περιλάμβανε τρία ισοϋψή μονόλοβα παράθυρα, ενώ στην ανώτερη σειρά το μεσαίο παράθυρο είναι ψηλότερο από τα πλευρικά. Στην ανατολική πλευρά βρίσκεται το τριμερές ιερό. Οι χώροι των παραβημάτων διευρύνονται με κόγχες στους βόρειους, δυτικούς και νότιους τοίχους τους και στεγάζονται με σταυροθόλια. Με σταυροθόλια στεγάζονται και τα γωνιακά διαμερίσματα του κυρίως ναού.7

Ο ναός συνδυάζει στοιχεία της ναοδομίας της εποχής των Μακεδόνων με νεωτερισμούς που θα αποτελέσουν χαρακτηριστικά της κομνήνειας ναοδομίας. Τα νέα στοιχεία διακρίνονται κυρίως στην εξωτερική διαμόρφωση και διακόσμηση του ναού. Τα βαθμιδωτά αψιδώματα που διαρθρώνουν τους τοίχους, η διαμόρφωση της κεντρικής αψίδας με κόγχες και παράθυρα, το πτυχωτό γείσο του τρούλου με την οδοντωτή ταινία και η διακόσμηση με κεραμοπλαστικά κοσμήματα και χρήση λίθου μαρτυρούν τις εξελίξεις στη ναοδομία του 11ου αιώνα. Στην τοιχοδομία του ναού έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, που θα γενικευτεί τις επόμενες δεκαετίες στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στην ανωδομή έχουν τοποθετηθεί για διακοσμητικούς λόγους λαξευμένοι λίθοι κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στα πλίνθινα διακοσμητικά στοιχεία περιλαμβάνονται μαίανδροι και ανθέμια, ενώ τα γείσα τονίζονται με οδοντωτές ταινίες.8

5. Μεταγενέστερη ιστορία

Η μονή του Χριστού Παντεπόπτη λόγω της θέσης της και του πλούτου της είχε σημαντικό ρόλο και κατά τους μεταγενέστερους αιώνες. Χρησιμοποιήθηκε συχνά (όπως και η κοντινή μονή του Χριστού Παντοκράτορα) για τον περιορισμό εκεί επιφανών αξιωματούχων. Μετά την άλωση της Πόλης από τους ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας, η μονή περιήλθε στους βενεδικτίνους της μονής San Giorgio Maggiore, ενώ μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς ξαναγύρισε στα χέρια των ορθοδόξων. Οι μοναχοί του Παντεπόπτη αναφέρονται κατά τη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του γιου του Ανδρόνικου Β΄ σε σχέση με το αρσενιατικό ζήτημα: Το 1268 οι μοναχοί της μονής του Χριστού Παντεπόπτη, ένθερμοι αρσενιάτες, ήταν οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι του πατριάρχη Ιωσήφ και του ίδιου του Μιχαήλ Η΄. Από τις τάξεις των μοναχών αυτής της μονής προήλθε και ο πατριάρχης Αθανάσιος (1289-1293 και 1303-1309).9

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί, για τις ανάγκες του οποίου χτίστηκε ένας μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία του ναού. Κτήρια της μονής χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι της ιερατικής σχολής και του πτωχοκομείου (Imaret, εξ ου και η τουρκική ονομασία του ναού) του Φατίχ τζαμί, του τεμένους του Μωάμεθ του Πορθητή (στη θέση της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων). Τα διάφορα κτήρια της μονής θεωρείται ότι σταδιακά καταστράφηκαν από πυρκαγιές, ενώ και ο μιναρές της Οθωμανικής περιόδου δε σώζεται σήμερα, παρά μόνο στο επίπεδο της θεμελίωσης. Το 1970 το μνημείο αναστηλώθηκε.10




1. Miklosich, F. – Müller, J. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana 6 (Wien 1890), σελ. 26-27 και 32-33.

2. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 513.

3. Την εποχή πριν από την ανέγερση της μονής από την Άννα Δαλασσηνή, ο Μιχαήλ Ψελλός σε ένα ποίημά του αναφέρει το προσωνύμιο αυτό του Χριστού, το οποίο θα καταστεί σημαντικό μετά την ανέγερση της μονής της Άννας Δαλασσηνής. Βλ. Michaelis Pselli Poemata, Westerink, L. G. (επιμ.) (Stuttgart – Leipzig 1992), αρ. 56, στ. 125. Πρβλ. και τον Κωνσταντίνο Μανασσή, ο οποίος χρησιμοποιεί το επίθετο «παντεπόπτης» στο Χρονικό του, βλ. Constantini Manassis Breviarum chronicum, Lampsidis, O. (επιμ.) (Aθήνα 1996), σελ. 130, στ. 2367 και 243, στ. 4461), και στο ποίημα για την πρεσβεία στην Αντιόχεια, βλ. Horna, K. (επιμ.), “Das Hodoiporikon des Konstantin Manasses”, Byzantinische Zeitschrift 13 (1904), σελ. 333.

4. Γράφει ο Ισαάκιος στο τυπικό της μονής του: «Εὔχομαι οὖν τῷ παντεπόπτῃ Θεῷ παραταθῆναι τὸ ἐπίλοιπον τῆς ἡμετέρας ζωῆς εἰς ἀποπλήρωσιν ἀσφαλεστέραν τῶν διατεταγμένων καὶ εἰς ἀνέγερσιν τῶν ἐν τῇ Αἴνῳ» (Τυπικόν Κοσμοσωτείρας, στ. 1294-1296)· και παραπάνω, στην αρχή του κειμένου: «...τῇ πρὸς τὴν ἡμῶν εὐεργέτιδά τε Θεοτόκον καὶ κοσμοσώτειραν, ἣν οὕτως ἐν ἅπασιν ἀρραγῆ συνεργὸν προκαλούμεθα, ἐπειδήπερ ὦ πανόπτρια παμβασίλισσα, λέξαιμι τῇ σῇ ἐπικουρίᾳ τὰ τοῦ ἀθλίου κατὰ τὸ παρὸν νοός μου γεννήματα και βουλήματα» (ό.π., στ. 15-17). Για την πλέον πρόσφατη έκδοση του τυπικού, βλ. Παπάζογλου, Γ., «Τυπικόν Ισαακίου Αλεξίου Κομνηνού της μονής Θεοτόκου της Κοσμοσωτείρας», Θρακική Βιβλιοθήκη 3 (1994), σελ. 33-154.

5. Mango C., “Where at Constantinople was the Monastery of Christos Pantepoptes?”, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 20 (1998), σελ. 87-88.

6. Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park – London 1976), σελ. 59.

7. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 361· Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park – London 1976), σελ. 59. Για μια συνοπτική παρουσίαση της αρχιτεκτονικής του μνημείου, βλ. επίσης και Freely, J. – Çakmak, A. S., Byzantine Monuments of Istanbul (Cambridge – New York 2004), σελ. 204-206.

8. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture4 (New Haven – London 1986), σελ. 361· Mango, C., Byzantine Architecture (London 1986), σελ. 134.

9. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'Empire byzantin 1: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Œcuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 514.

10. Mathews, T. F., The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (University Park – London 1976), σελ. 59. Βλ. επίσης Freely, J. – Çakmak, A. S., Byzantine Monuments of Istanbul (Cambridge – New York 2004), σελ. 204.