1. Εισαγωγή
Η απαρχή της παρουσίας μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη πρέπει πιθανώς να τοποθετηθεί στην περίοδο της αρχικής εξάπλωσης του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα και να αφορά την παρουσία Aράβων εμπόρων προσήλυτων στη νέα θρησκεία, οι οποίοι και θα συνέχιζαν την παράδοση της προγενέστερης του Ισλάμ αραβικής εμπορικής παρουσίας. Η λειτουργία άλλωστε της Κωνσταντινούπολης ήδη από την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή ως εμπορικής πρωτεύουσας ολόκληρου του μεσογειακού χώρου και των χωρών της ευρύτερης περιφέρειάς του καταρχάς συντελούσε στη συνεχή παρουσία εμπόρων από μία πανσπερμία λαών, περιλαμβανομένων και πολλών ανατολιτών. Επιπλέον, μία άλλη κατηγορία ξένων που θα βρίσκονταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη ήταν και οι απεσταλμένοι των ηγεμόνων άλλων κρατών. 2. Η αραβική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη: το μουσουλμανικό τέμενος
Η αντιμετώπιση της μουσουλμανικής παρουσίας με παροικιακούς όρους και η ανάπτυξη σχετικών θεσμών προέκυψε αργότερα, ίσως στα πλαίσια κάποιας από τις συνθήκες που προσωρινά ανέστελλαν τη διαρκή πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του αραβοϊσλαμικού χαλιφάτου. Η χαρακτηριστικότερη από τις θεσμικές προβλέψεις για την εξυπηρέτηση της μουσουλμανικής παρουσίας στη βυζαντινή πρωτεύουσα συνίσταται από την ίδρυση και λειτουργία τεμένους που θα εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες των ευρισκόμενων εκεί μουσουλμάνων. Οι παλαιότερες πληροφορίες για την ύπαρξη του ισλαμικού τεμένους εντοπίζονται στις αρχές του 10ου αιώνα και προέρχονται από επιστολές του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού στον αββασίδη χαλίφη της Βαγδάτης, που προφανώς χρονολογούνται ακριβέστερα στην περίοδο κατά την οποία ο πατριάρχης ασκούσε την αντιβασιλεία μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου (913) έως την ενθρόνιση του Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού (920). Η αφορμή για την αλληλογραφία αυτή και την επακόλουθη μνεία στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης έγκειτο στο κλείσιμο χριστιανικών ναών εντός της αββασιδικής επικράτειας, ενέργεια που πληροφορούμαστε ότι οφειλόταν σε φήμες περί κλεισίματος του τεμένους της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφόρησαν στην αββασιδική πρωτεύουσα, τις οποίες ο πατριάρχης διέψευσε και παράλληλα διατύπωσε τις διαμαρτυρίες του για το κλείσιμο των χριστιανικών ναών.1 Ο χρόνος σύνταξης αυτών των επιστολών συνιστά το terminus ante quem για την ίδρυση του τεμένους της Κωνσταντινούπολης, η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβέστερα. Από την αναφορά όμως του γεγονότος ότι το τέμενος αυτό προοριζόταν για την εξυπηρέτηση μουσουλμάνων αιχμαλώτων, που είχαν μεταφερθεί στη βυζαντινή πρωτεύουσα, συνάγεται ότι η αφορμή για την ίδρυση του τεμένους δόθηκε στη συγκυρία της παρουσίας αυτών των αιχμαλώτων, η οποία φαίνεται πως συντελέστηκε σε χρόνο πρόσφατο της αλληλογραφίας του πατριάρχη με το χαλίφη, αφού το τέμενος εξυπηρετούσε τότε ακόμη αυτό το σκοπό. Φυσικά, πέραν της συγκεκριμένης ανάγκης που εξυπηρετήθηκε από την ίδρυση του τεμένους, και που σχετίζεται με την παρουσία στην Κωνσταντινούπολη των αιχμαλώτων, η οποία συνιστά πρόσκαιρο συγκυριακό φαινόμενο, το τέμενος επρόκειτο να συνδεθεί με τη γενικότερη και διαχρονικότερη μουσουλμανική παρουσία στην πόλη, η οποία κυρίως σχετίζεται με την άφιξη και διαμονή στην πόλη μουσουλμάνων εμπόρων. Μία συμβολικού χαρακτήρα διάσταση της λειτουργίας του τεμένους αναφέρεται στη βυζαντινή πολιτική απέναντι στο μουσουλμανικό κόσμο, αφού οι ίδιες οι βυζαντινές Αρχές καθόριζαν ποιος από τους ηγέτες των μουσουλμανικών δυνάμεων θα μνημονευόταν στην προσευχή της Παρασκευής και φυσικά επιλεγόταν ο ηγεμόνας αυτής της δύναμης, οι σχέσεις με την οποία είχαν την υψηλότερη προτεραιότητα για το Βυζάντιο. Από την άλλη, η μνημόνευση στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης συνιστούσε πηγή κύρους και για τον αντίστοιχο μουσουλμάνο ηγέτη, αφού προσλαμβανόταν ως αναγνώριση του αντίστοιχου κράτους ως ηγέτιδας δύναμης του ισλαμικού κόσμου. Χαρακτηριστικά, ενώ έως και τις αρχές 11ου αιώνα μνημονευόταν ο αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης, από το 1027 μνημονευόταν πλέον το όνομα του Φατιμίδη χαλίφη του Καΐρου και από τα μέσα του 11ου αιώνα αυτό του Σελτζούκου σουλτάνου.2 3. Τουρκική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη
Η παρουσία μουσουλμάνων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να ήταν συνεχής σε όλη τη διάρκεια της ακμής της πόλης, από τον 9ο αιώνα (αν όχι νωρίτερα) έως και τα τέλη του 12ου. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί αν η παρουσία μουσουλμάνων εμπόρων συνοδευόταν από μόνιμη εγκατάσταση κάποιων από αυτούς (όπως συνέβη με τους Βενετούς και Γενουάτες), αλλά και η παροδική παρουσία τους ήταν συνεχής και σταθερά ανανεούμενη. Επιπλέον, πέραν της αραβικής εμπορικής παρουσίας, από τον 11ο αιώνα το μουσουλμανικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζεται και από την τουρκική παρουσία. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία δημώδους ποιητικού κειμένου του Ιωάννη Τζέτζη (μέσα 12ου αιώνα), που αναφέρεται στην πανσπερμία των γλωσσών οι οποίες ομιλούνταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης και που περιλαμβάνει μνεία και της αραβικής και της τουρκικής.3 Η σοβαρή κρίση και παρακμή της πόλης που συντελέστηκε μετά την άλωση του 1204 και κατά τη διάρκεια της φραγκικής κυριαρχίας, η οποία διακρίνεται από την πληθυσμιακή απίσχνανση και τη σοβαρή υποβάθμιση της οικονομικής και εμπορικής σημασίας της πόλης, πρέπει να είχε επίπτωση και στη μουσουλμανική παρουσία και είναι οπωσδήποτε αμφίβολη η συνέχειά της κατά την περίοδο της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ίσως και κατά την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων.4 Σταδιακά όμως η μουσουλμανική παρουσία πρέπει να επαναλήφθηκε, αν και το κυρίαρχο στοιχείο πλέον είναι το τουρκικό. Η τουρκική μάλιστα επέκταση από τα μέσα του 14ου αιώνα και εξής είχε αποτέλεσμα η οθωμανική επικράτεια να φτάνει πλέον μέχρι την άμεση περιφέρεια της πόλης και η γειτνίαση με τουρκικούς πληθυσμούς να καθιστά ευκολότερη και σχετικά καθημερινό φαινόμενο την πρόσβαση Τούρκων σε αυτή. Η τουρκική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 14ου αιώνα και στη διάρκεια του 15ου έως την Άλωση μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: σε Τούρκους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην πόλη και συγκροτούσαν μία κατά κυριολεξία παροικία και σε αυτούς που μετέβαιναν παροδικά σε αυτή από την κοντινή οθωμανική επικράτεια, οι οποίοι φαίνεται πως διεκπεραίωναν τις εργασίες τους σε διάστημα λίγων ωρών της ημέρας. Η παρουσία της πρώτης κατηγορίας τεκμαίρεται από την απαίτηση του σουλτάνου Βαγιαζήτ για την εγκατάσταση Τούρκου δικαστή στην πόλη, ο οποίος και θα διεκπεραίωνε τις δικαστικές υποθέσεις των Τούρκων κατοίκων της (μία μορφή «ετεροδικίας»), ενώ η δεύτερη κατηγορία αποκαλύπτεται από την περιγραφή των αμυντικών μέτρων που πήραν οι Βυζαντινοί πριν από την πολιορκία του 1453, όταν προέβησαν στο κλείσιμο των τειχών και στη σύλληψη των Τούρκων που εγκλωβίστηκαν μέσα στην πόλη.5
1. Jenkins, R.J.H. – Westerink, L.G. (επιμ.), Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 6, Washington DC 1973), επιστ. 102. 2. Ζακυθηνός, Δ.Α., Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071 (Αθήνα 1972), σελ. 386, 488. 3. Παρατίθεται στο Mango, C., Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Αθήνα 1990), σελ. 105. 4. Matschke, K.-P., «Η οικονομία των πόλεων κατά την υστεροβυζαντινή εποχή (13ος-15ος αι.)», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου 2 (Αθήνα 2006), σελ. 165. 5. Bekker, Ι. (επιμ.), Michaelis Ducae Nepotis Historia Byzantina (Bonn 1834), ΧΙΙΙ σελ. 49, XV σελ. 56 και XXXIV σελ. 244-245.
|
|
|