1. Οι Βάραγγοι και ο Βασίλειος Β΄ (976-1025) Παρά το γεγονός ότι Ρως μισθοφόροι, που περιλάμβαναν τόσο σκανδιναβικά όσο και σλαβικά στοιχεία, συμμετείχαν σε βυζαντινές πολεμικές επιχειρήσεις από τις αρχές του 10ου αιώνα, το τάγμα και η μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων συγκροτήθηκαν το 989 με αφορμή τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στο Βυζάντιο. Το 986, ο αυτοκρατορικός στρατός υπό την ηγεσία του Βασιλείου Β΄ υπέστη βαριά ήττα από το Βούλγαρο ηγεμόνα Σαμουήλ στις Πύλες του Τραϊανού. Το γεγονός αυτό έκανε εξαιρετικά δύσκολη την καταστολή της επανάστασης του Βάρδα Φωκά, με τον οποίο είχε συνταχθεί σημαντικός αριθμός στρατηγών στη Μικρά Ασία. Για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες, ο Βασίλειος Β΄ ζήτησε τη συνδρομή του πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρου, ο οποίος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη 6.000 Ρως στρατιώτες προς ενίσχυση του αυτοκράτορα. Οι στρατιώτες αυτοί συνέβαλαν αποφασιστικά στις νίκες του Βασιλείου Β΄ στις μάχες της Χρυσοπόλεως και της Αβύδου το 989, που είχαν αποτέλεσμα τη συντριβή των επαναστατών.1 Οι ικανότητες των στρατιωτών αυτών στο πεδίο της μάχης και κυρίως η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους στρατηγούς που προέρχονταν από μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της Μικράς Ασίας, στους οποίους απέφευγε να δώσει υψηλά στρατιωτικά αξιώματα, οδήγησαν το Βασίλειο Β΄ να οργανώσει τους Ρως σε τάγμα του βυζαντινού στρατού και να ιδρύσει τη μονάδα της αυτοκρατορικής φρουράς των Βαράγγων που αποτελούνταν αποκλειστικά από Ρως.2 Μία άλλη αιτία της στρατολόγησης των Βαράγγων είναι η αλλαγή του στρατιωτικού προσανατολισμού της αυτοκρατορίας. Από τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, η στρατιωτική οργάνωση του Βυζαντίου έπαψε σταδιακά να έχει αμυντικό προσανατολισμό. Αντιθέτως, από τα μέσα του 10ου αιώνα απέκτησε καθαρά επεκτατικό χαρακτήρα. Συνεπώς μισθοφόροι όπως οι Βάραγγοι, που σε αντίθεση με τους στρατιώτες των επαρχιών βρίσκονταν σε συνεχή ετοιμότητα και ήταν υπό το στενό έλεγχο του θρόνου, κρίθηκαν χρήσιμοι για την πραγματοποίηση της επιθετικής στρατηγικής. Από την άλλη πλευρά, οι γηγενείς στρατιώτες, που κυρίως ήταν εγκατεστημένοι στις επαρχίες, στερούνταν εμπειρίας και πόρων για μακρόχρονες επιχειρήσεις. Επίσης συχνά βρίσκονταν υπό την επιρροή φιλόδοξων αριστοκρατών που ανταγωνίζονταν τον αυτοκράτορα.3 Αν και δεν αποκλείεται να έλαβαν μέρος σε περισσότερες εκστρατείες του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, η παρουσία των Ρως επιβεβαιώνεται στις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου αυτοκράτορα το 999 στη Συρία, το 1009-1010 στην Ιταλία, το 1016 στη Βουλγαρία και το 1021 στη Γεωργία, όπου υπάρχουν μαρτυρίες ότι διέπραξαν θηριωδίες κατά αμάχων.4 Επίσης, λίγο πριν από το θάνατο του Βασιλείου Β΄, Βάραγγοι στάλθηκαν στη Σικελία κατά των Αράβων.
2. Από το θάνατο του Βασιλείου Β΄ έως το 1081 Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν την επιρροή των φιλόδοξων μελών της ανώτερης αριστοκρατίας τόσο σε στρατιωτικά όσο και σε πολιτικά ζητήματα, οι διάδοχοι του Βασιλείου Β΄ διατήρησαν τους Βαράγγους και αύξησαν τη στήριξη του στρατού σε ξένους μισθοφόρους. Αναφερόμενος σε μια μονάδα των Βαράγγων που το 1034 βρισκόταν στη Μικρά Ασία, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αποτελεί την πρώτη πηγή που χρησιμοποιεί την ονομασία Βάραγγοι αντί για Ταυροσκύθες, Ρως ή πελεκυφόροι.5 Την ίδια χρονιά, ήλθε στο Βυζάντιο μαζί με 500 στρατιώτες ο Χάραλντ Χάρντραντα, ίσως ο πιο επιφανής διοικητής των Βαράγγων, καθώς υπήρξε ο μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας Χάρολντ Γ΄ (1046-1066).6 Ο ερχομός του αποτελεί ένδειξη του υψηλού κύρους που απολάμβανε το σώμα των Βαράγγων, το οποίο μπορούσε να γίνει ελκυστικό για τους Βορειοευρωπαίους στρατιώτες. Παρότι ένα σημαντικό ποσό απαιτούνταν για να γίνει κανείς δεκτός στη φρουρά των Βαράγγων, η αμοιβές τους ήταν επίσης υψηλές. Ο Χάραλντ και οι Βάραγγοι συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στη Σικελία κατά των Αράβων από το 1038 έως το 1040 και κατά του Πέτρου Δελεάνου στη Βουλγαρία. Η καριέρα του μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας στο Βυζάντιο τελείωσε το 1042/1043, όταν για ασαφείς λόγους έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ө΄ Μονομάχου (1042-1055). Επίσης, οι Βάραγγοι φέρονται να έπαιξαν ρόλο και στην πολύπλοκη περίοδο των συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες από το 1042 έως το 1081, στηρίζοντας σχεδόν πάντοτε το θρόνο. 3. Από το 1081 έως το 1204 Αν και οι αναφορές στην παρουσία τους λιγοστεύουν, φαίνεται ότι η εγκαθίδρυση της δυναστείας των Κομνηνών το 1081 δεν έφερε κάποια αλλαγή στο ρόλο των Βαράγγων, καθώς συνέχισαν να συνοδεύουν τον αυτοκράτορα σε εκστρατείες και να επανδρώνουν τη σωματοφυλακή του στο παλάτι. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) μεταβλήθηκε η εθνολογική σύνθεση των Βαράγγων. Ένας αριθμός Αγγλοσαξόνων που εγκατέλειψαν την Αγγλία ύστερα από τη νορμανδική κατάκτηση (1066) έφτασαν στο Βυζάντιο. Από αυτούς άλλοι εντάχθηκαν στους Βαράγγους και άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Κριμαία.7 Η μεταβολή αυτή αντανακλάται στις πηγές. Η πριγκίπισσα και ιστοριογράφος Άννα Κομνηνή, αν και επισημαίνει ότι από παλιά οι Βάραγγοι βρίσκονταν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, γράφει ότι προέρχονταν από τη Θούλη, εννοώντας πιθανώς τη Βρετανία.8 Διηγούμενος τη νίκη του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (1118-1143) επί των Πετσενέγων το 1122, ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αποκαλεί τους Βαράγγους Βρετανούς.9 4. Οι Βάραγγοι μετά το 1204 Η παρουσία των Βαράγγων στο πεδίο της μάχης μετά το 1204 δεν επιβεβαιώνεται από καμία πηγή. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραιτήτως ότι έπαψαν να είναι μάχιμη μονάδα. Η αποσπασματική και περιστασιακή φύση των διαθέσιμων πληροφοριών δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν συχνές αναφορές στην παρουσία των Βαράγγων στο ύστερο Βυζάντιο. Μετά το 1204, εμφανίζονται ως φρουροί του θησαυροφυλακίου της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στη Μαγνησία.10 Επίσης αναφέρεται ότι κρατούσαν τα κλειδιά των πόλεων που επισκεπτόταν ο αυτοκράτορας.11 Η πραγματεία του Ψευδο-Κωδινού, η οποία καταπιάνεται με τις αυτοκρατορικές τελετές και με την ιεραρχία αξιωμάτων της αυτοκρατορικής αυλής και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, εμφανίζει τους Βαράγγους ως μια από τις έξι μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς.12 Ο ανώνυμος συγγραφέας επισημαίνει ότι οι Βάραγγοι στις αυτοκρατορικές τελετές πολυχρονίζουν τον αυτοκράτορα στη μητρική τους γλώσσα, την αγγλική, ενώ ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει έναν Άγγλο δεσμοφύλακα.13 Συνεπώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Βάραγγοι της ύστερης περιόδου προέρχονταν από την Αγγλία. Η παρουσία των Βαράγγων μαρτυρείται τελευταία φορά σε δύο έγγραφα του 1400. Το ότι τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίζουν τους Βαράγγους «πιστοτάτους» αποτελούν ένδειξη ότι ακόμη και το 15ο αιώνα διατήρησαν τη φήμη τους ως απολύτως υπάκουη και πιστή στον αυτοκράτορα προσωπική φρουρά.14
1. Blöndal, S. – Benedikz, B., The Varangians of Byzantium (Cambridge 1978), σελ. 42· Λέων Διάκονος, Hase, C.B. (επιμ.), Leonis Diaconi Ηistoriae libri decem (CSHB, Bonn 1828), σελ. 171-173· Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, Ι. (επιμ.), Ιoannes Scylitzae Synopsis historiarum (CFHB 5, Berlin 1973), σελ. 336. 2. Whittow, M., The Making of Orthodox Byzantium, 600-1025 (London 1996), σελ. 374· Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Byzantina Sorbonensia 9, Paris 1990), σελ. 307. 3. Haldon, J., Warfare, State and Society in the Byzantine World 565-1204 (London 1999), σελ. 92-93. 4. Blöndal, S. – Benedikz, B., The Varangians of Byzantium (Cambridge 1978), σελ. 46-52· Holmes, C., Basil II and the Governance of Empire (976-1025) (Oxford 2005), σελ. 512. 5. Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, Thurn, Ι. (επιμ.), Ιoannes Scylitzae Synopsis historiarum (CFHB 5, Berlin 1973), σελ. 394. 6. Sheppard, J., “A Note on Harold Hardrada: The Date of his Arrival at Byzantium”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 22 (1973), σελ. 145-150. 7. Blöndal, S. – Benedikz, B., The Varangians of Byzantium (Cambridge 1978), σελ. 141· Benedikz, B., “The Origin and Development of the Varangian Regiment in the Byzantine Army”, Byzantinische Zeitschrift 62 (1969), σελ. 23-24· Cigaar, Κ., “L’émigration anglais a Byzance après 1066”, Revue des Etudes Byzantines 32 (1974), σελ. 305· Sheppard, J., “The English and Byzantium: A Study of Their Role in the Byzantine Army in the Later Eleventh Century”, Traditio 29 (1973), σελ. 53-92. 8. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Reinsch, D.R. – Kambylis, A. (επιμ.), Annae Comnenae Alexias (CFHB 41, Berlin 2001), σελ. 79. 9. Ιωάννης Κίνναμος, Επιτομή Ιστοριών, Meineke, A. (επιμ.), Ioannes Cinnami Epitome Rerum ab Ioanne et Alexio Comnenis Gestorum (CSHB, Bonn 1836), σελ. 8. 10. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymères Relations historiques Ι (CFHB 24/1, Paris 1984), σελ. 101. 11. Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστορίαι, Schopen, L. (επιμ.), Ioannes Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri IV Ι (CSHB, Bonn 1828), σελ. 389. 12. Ψευδο-Κωδινός, Περί οφφικίων, Verpeaux, J. (επιμ. – μτφρ.), Pseudo-Kodinos: Traité des offices (Paris 1966), σελ. 179-180. 13. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (επιμ.), Georges Pachymères Relations historiques Ι (CFHB 24/1, Paris 1984), σελ. 485, 615. 14. Bartusis, M., Τhe Late Byzantine Army (Philadelphia 1992), σελ. 275.
|
|
|