1. Εισαγωγή
Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και μολονότι η θέση της ήταν εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας, οι αυτοκράτορες ήταν διστακτικοί στο να επιτρέπουν τη μόνιμη στάθμευση μεγάλου αριθμού στρατιωτών στην Κωνσταντινούπολη. Οι λόγοι ήταν κυρίως πολιτικοί και οικονομικοί. Η παρουσία πολυάριθμων στρατιωτικών μονάδων στην πόλη θα επιβάρυνε υπερβολικά τον εφοδιασμό της· επιπλέον οι αυτοκράτορες ενδεχομένως να φοβούνταν ότι η ύπαρξη σημαντικής στρατιωτικής δύναμης στη Βασιλεύουσα θα μπορούσε να αποδειχτεί μεγάλη απειλή στη διάρκεια στασιαστικών κινημάτων. Έτσι, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης περιορίζονταν κυρίως στους άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς, ενώ η ασφάλεια της πόλης βασιζόταν κυρίως στα πανίσχυρα χερσαία τείχη της, στην ύπαρξη στόλου για την προστασία από τη θάλασσα, καθώς και στη συμμετοχή πολιτών και γειτονικών στρατιωτικών μονάδων στην άμυνα σε περίπτωση πολιορκίας.
2. Στρατιωτικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο
Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο η αυτοκρατορική φρουρά της Κωνσταντινούπολης αποτελούνταν από τις λεγόμενες σχολές (scholae palatinae). Η φρουρά αυτή ιδρύθηκε γύρω στο 312 από τον Κωνσταντίνο Α’, ο οποίος είχε μόλις διαλύσει την περίφημη πραιτοριανή φρουρά της Ρώμης, μετά την υποστήριξή της προς τον ανταπαιτητή του θρόνου Μαξέντιο. Οι άνδρες των σχολών ήταν ιππείς και αρχικά στρατολογούνταν από Γερμανούς πολεμιστές, αλλά σταδιακά η μαχητική αξία τους μειώθηκε και τον 6ο αιώνα η παρουσία τους είχε κυρίως τυπικό χαρακτήρα. Η αρχική αριθμητική δύναμη της φρουράς των σχολών δεν είναι γνωστή, αλλά την εποχή του Ιουστινιανού Α’ (527-565) υπήρχαν επτά σχολαί, καθεμία από τις οποίες διέθετε 500 άνδρες. Καθώς ο αριθμός των 3.500 σχολαρίων ήταν σχεδόν αδύνατο να στρατωνισθεί στα ανάκτορα, φαίνεται ότι καθήκοντα ανακτορικής φρουράς εκτελούσαν εκ περιτροπής μία ή δύο σχολαί, ενώ οι υπόλοιπες στρατωνίζονταν σε πόλεις των επαρχιών Βιθυνίας και Γαλατίας.
Για να αντιμετωπίσει τη μειωμένη στρατιωτική αξία των σχολών, ο αυτοκράτορας Λέων Α’ (457-474) συνέστησε μια νέα σωματοφυλακή 300 επίλεκτων ανδρών, τους εξκουβίτορες (excubitores), τους οποίους στρατολόγησε από την πατρίδα του, την Ισαυρία. Αν και ασκούσαν καθήκοντα σωματοφυλακής του αυτοκράτορα, εντούτοις καλούνταν συχνά να υπερασπιστούν τα θεοδοσιανά τείχη.
Πέρα από τους άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς, την υπεράσπιση των τειχών σε περίπτωση επίθεσης την αναλάμβαναν μονάδες του τακτικού στρατού, συγκεκριμένα οι άνδρες των δύο στρατηλατών πραισέντου (magistri militum praesentales), που στρατοπέδευαν στη Θράκη και τη Βιθυνία αντίστοιχα. Στα καθήκοντά τους αυτά τους επικουρούσαν και ένοπλοι πολίτες, μέλη των συντεχνιών της πόλης και των δήμων. Τέλος, υπό τη διοίκηση του επάρχου της Πόλεως βρισκόταν μία μονάδα με παραστρατιωτικά-αστυνομικά καθήκοντα, η πεδατούρα ή κέρκετον.
3. Στρατιωτικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο
Από τις αρχές του 7ου αιώνα οι δυνάμεις των δύο στρατηλατών πραισέντου φαίνεται ότι συγχωνεύθηκαν σε έναν ενιαίο κεντρικό στρατό κρούσης υπό αυτοκρατορική διοίκηση, το οψίκιον (από το λατ. obsequium = συνοδεία). Αργότερα το οψίκιον, το οποίο αρχικά φρουρούσε τόσο τη Θράκη όσο και τη Βιθυνία, εγκαταστάθηκε εξ ολοκλήρου στην τελευταία, όπου δημιουργήθηκε το ομώνυμο θέμα. Παράλληλα, από τα τέλη του ίδιου αιώνα εμφανίζονται στις πηγές δύο νέες μονάδες στην Κωνσταντινούπολη, τα νούμερα και οι τειχεώται, επιφορτισμένες με τη φύλαξη των πυλών και των τειχών του Ιερού Παλατίου, το οποίο είχε οχυρώσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ (685-695, 705-711).
Η σημαντικότερη αλλαγή στο καθεστώς των στρατιωτικών δυνάμεων της Κωνσταντινούπολης –η οποία επρόκειτο να χαρακτηρίσει ολόκληρη τη Μέση Βυζαντινή περίοδο– συντελέστηκε περίπου τα μέσα του 8ου αιώνα με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ (741-775). Έχοντας μόλις καταπνίξει τη στάση του Αρταβάσδου, κόμητος του Οψικίου, ο αυτοκράτορας προχώρησε στη λήψη μέτρων για την αποτροπή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον. Αρχικά αποδυνάμωσε το θέμα Οψικίου και στη συνέχεια προχώρησε στην αναδιοργάνωση των σχολών και των εξκουβίτων (όπως αποκαλούνταν πλέον).
Ο Κωνσταντίνος στρατολόγησε νέους στρατιώτες για την αυτοκρατορική φρουρά, φροντίζοντας να είναι πιστοί στο πρόσωπό του και την εικονομαχική πολιτική του. Οι νέες αξιόμαχες μονάδες που προέκυψαν από την αναδιοργάνωση αυτή ονομάστηκαν τάγματα και τα καθήκοντά τους επεκτάθηκαν: δεν ήταν πλέον αποκλειστικά αυτοκρατορική φρουρά ούτε καν φρουρά της Κωνσταντινούπολης, καθώς στο εξής θα χρησίμευαν ως κεντρικός στρατός κρούσης αντίστοιχος του παλιού οψικίου και θα λάμβαναν μέρος στις εκστρατείες του αυτοκράτορα. Τα αρχαιότερα τάγματα ήταν εκείνα των Σχολών και των Εξκουβιτόρων, υπό τη διοίκηση των αντίστοιχων δομέστικων. Σταδιακά, με τον όρο σχολάριοι έφτασαν να υποδηλώνονται οι στρατιώτες όλων των ταγμάτων, ενώ ο δομέστικος των σχολών ήταν δεύτερος στην ιεραρχία μετά το στρατηγό των Ανατολικών και αργότερα (9ος-10ος αιώνας) αναλάμβανε τη διοίκηση εκστρατειών απόντος του αυτοκράτορα. Καθώς τα τάγματα είχαν πλέον καθαρά στρατιωτικές αρμοδιότητες, δημιουργήθηκαν οι λεγόμενες εταιρείαι ως σωματοφυλακή του βασιλιά.
Η Ειρήνη Αθηναία (780-802) αντιμετώπισε την αντίδραση των σχολαρίων, όταν προσπάθησε να ανατρέψει την εικονομαχική πολιτική των προκατόχων της. Για το λόγο αυτό αποστράτευσε τους παλιούς στρατιώτες των ταγμάτων και τους αντικατέστησε με νέους. Παράλληλα, δημιούργησε ένα τρίτο τάγμα, τον Αριθμό ή Βίγλα, από άνδρες του θεματικού στρατού πιστούς στην ίδια. Λίγο αργότερα ο Νικηφόρος Α’ (802-811) ίδρυσε το τάγμα των Ικανάτων. Αυτά τα τέσσερα τάγματα παρέμειναν ο πυρήνας της φρουράς της Κωνσταντινούπολης έως τον 11ο αιώνα. Έως την ίδια περίοδο μνημονεύεται και το τάγμα των Αθανάτων, το οποίο ίδρυσε ο Ιωάννης Α’ Τσιμισκής (969-976).
4. Στρατιωτικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο
Μετά τον 11ο αιώνα τα τάγματα σταδιακά εξαφανίστηκαν. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, και ιδίως την εποχή των Παλαιολόγων, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Κωνσταντινούπολης συνίσταντο σε πέντε ξεχωριστές μονάδες. Σημαντικότερη ήταν η φρουρά των Βαράγγων, προερχόμενη από πελεκυφόρους Ρως μισθοφόρους τους οποίους εγκατέστησε στην Κωνσταντινούπολη ο Βασίλειος Β’ (976-1025). Οι Παραμοναί εμφανίστηκαν στις πηγές το β’ μισό του 13ου αιώνα και δεν αναφέρθηκαν ξανά μετά το 1315. Οι στρατιώτες τους ήταν ιππείς, μέλη της ανακτορικής φρουράς και ντόπιοι Βυζαντινοί, όχι ξένοι μισθοφόροι. Οι Μουρτάτοι ήταν πεζοί τοξότες και στρατολογούνταν από τέκνα μεικτών γάμων μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων. Οι Τζάκωνες προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο, είχαν συσταθεί από το Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο για τη φρούρηση των τειχών της Βασιλεύουσας και των ανακτόρων (οπλισμένοι με ρόπαλα, τα λεγόμενα απελατίκια), καθώς και για υπηρεσία στο στόλο. Τέλος, οι Βαρδαριώται προέρχονταν πιθανότατα από Ούγγρους που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Αξιού το 10ο αιώνα.
Με την παρακμή του βυζαντινού στρατού οι στρατιώτες της ανακτορικής φρουράς της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσαν το 15ο αιώνα τις μοναδικές ένοπλες δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Κατά την τελευταία πολιορκία της Πόλης οι υπερασπιστές της ήταν ελάχιστοι Βυζαντινοί στρατιώτες, μερικές χιλιάδες δυτικοί μισθοφόροι και οι ένοπλοι πολίτες της Βασιλεύουσας.