Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο

1. Ο παπα-Ευθύμ και η τουρκορθόδοξη Εκκλησία

Καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση των σχέσεων του Πατριαρχείου και του τουρκικού κράτους και των εκάστοτε πολιτικών των κυβερνήσεων κατά της ρωμαίικης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο.

Η απόπειρα ίδρυσης μιας τουρκικής εθνικής Εκκλησίας που θα απευθυνόταν στους τουρκόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς της εσωτερικής Μικράς Ασίας τοποθετείται στη διάρκεια της ελληνοτουρκικής σύρραξης του 1919-1922.1 Η κυβέρνηση της Άγκυρας ετοιμάζει νομοσχέδιο για την ίδρυση μιας ανεξάρτητης τουρκικής ορθόδοξης Εκκλησίας και, ειδικά μετά την εκλογή του Μελέτιου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο στα τέλη του 1921, δραστηριοποιείται για την υλοποίηση του εγχειρήματος. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση διαδραματίζει ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης, γνωστός ως παπα-Ευθύμ, αναπληρωτής αρχιερατικός επίτροπος της κοινότητας του Κεσκίνμαντεν που χάρη στις διασυνδέσεις του με σημαντικές προσωπικότητες του τουρκικού εθνικού κινήματος αναδεικνύεται σε κυρίαρχο παράγοντα της ίδρυσης μιας τουρκορθόδοξης Εκκλησίας.

Ο Ευθύμ προσπαθεί να πείσει όλες τις ορθόδοξες κοινότητες που παραμένουν εκτός της ελληνικής ζώνης κατοχής ότι η συνεργασία με την Άγκυρα είναι προς όφελός τους. Επίσης με τις ενέργειες και παρεμβάσεις του βοηθά τις κοινότητες κατά των εκτοπίσεων και των αντιποίνων των Τούρκων. Ο Ευθύμ κατηγορεί το Πατριαρχείο για προδοσία και για το ότι προσπαθεί να εξελληνίσει τους ορθόδοξους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι για αυτόν ήταν ουσιαστικά τουρκικής καταγωγής.2 Το καλοκαίρι του 1922 με πρωτοβουλία του συγκαλείται στην Καισάρεια το Τουρκορθόδοξο Εκκλησιαστικό Συνέδριο3 και το φθινόπωρο του ίδιου έτους ανακοινώνεται η ίδρυση του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου.4

Η επικρατούσα αντίληψη στην ελληνική ιστοριογραφία για την ίδρυση μιας τουρκορθόδοξης Εκκλησίας είναι ότι αποτελεί απλώς έναν τακτικό ελιγμό της κυβέρνησης της Άγκυρας. Φυσικά το όλο θέμα ευνοεί την Άγκυρα στο να αντιμετωπίσει τη δυτική κατακραυγή και προπαγάνδα για την καταπίεση των χριστιανών στη Μικρά Ασία. Από την άλλη η σχετική τουρκική βιβλιογραφία παρουσιάζει ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο η τουρκορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί προϊόν της αυθόρμητης εθνικής αφύπνισης των τουρκόφωνων χριστιανών της Μικράς Ασίας.5 Σίγουρα, η δημιουργία ενός Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου δεν μπορεί να θεωρηθεί μια έκφραση του τουρκικού εθνικού συναισθήματος εκ μέρους των τουρκόφωνων ορθοδόξων και είναι βέβαιο πως υπήρξαν πιέσεις της Άγκυρας προς τους ορθόδοξους. Απορρίπτοντας όμως την επίσημη τουρκική θέση, η ελληνική βιβλιογραφία υποβαθμίζει τη σημασία της απόπειρας και την ερμηνεύει ως έναν τακτικό μόνο ελιγμό των Κεμαλικών.

Σε απόσταση όμως με αυτές τις αντιλήψεις μπορούμε να θεωρήσουμε πως η προσπάθεια ίδρυσης μιας ανεξάρτητης Εκκλησίας ανταποκρινόταν σε ανάγκες των ορθοδόξων που βρίσκονται εκτός της ελληνικής ζώνης. Η ταύτιση του Φαναρίου με τον ελληνικό αλυτρωτισμό μετά την ανακωχή και η θεσμική πια κατάλυση του ορθόδοξου μιλλέτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας6 είχαν φέρει τους ορθόδοξους της ενδοχώρας σε πολύ δύσκολη θέση. Η ύπαρξή τους πια στην τουρκική επικράτεια δεν μπορούσε να νομιμοποιηθεί με την ένταξή τους στο ορθόδοξο μιλλέτ για τον απλό λόγο ότι αυτό και το Πατριαρχείο είχαν εγκαταλείψει το οθωμανικό νομικό πλαίσιο. Επομένως, ήταν λογικό οι ορθόδοξοι της ενδοχώρας να πάρουν αποστάσεις από τις θέσεις του Πατριαρχείου και να επιδιώξουν τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού νομιμοποιητικού πλαισίου στην τουρκική επικράτεια.7

Στην όλη υπόθεση κομβική σημασία είχαν οι θεωρίες σχετικά με την τουρκική καταγωγή των τουρκόφωνων χριστιανών.8 Οι θεωρίες αυτές, εκτός από την προπαγανδιστική τους χροιά, αποτελούν ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας συγκρότησης της τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Η αποδοχή της τουρκικής καταγωγής τουρκόφωνων χριστιανών βασιζόταν σε μια διαφορετική εκδοχή της εθνικής ιστορίας και αποτελούσε μια διακριτή πρόταση συγκρότησης της εθνικής φαντασιακής κοινότητας.9

2. Η τουρκική ορθόδοξη Εκκλησία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Με την κατάρρευση του μετώπου το τουρκορθόδοξο κίνημα χάνει τη σημασία του. Αν και στη διάσκεψη της Λοζάνης υπήρξαν σημάδια που έδειχναν ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της ενδοχώρας θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή,10 τελικά συμπεριλήφθηκαν και αυτοί.11 Με την ανταλλαγή το εγχείρημα της τουρκορθόδοξης Εκκλησίας χάνει ουσιαστικά το δυνάμει ποίμνιό της.12 Ο παπα-Ευθύμ και κάποιοι στενοί του συνεργάτες εξαιρούνται από την ανταλλαγή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Μετά την ανταλλαγή ο παπα-Ευθύμ δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθεί να ελέγξει τη ρωμαίικη κοινότητα και το Πατριαρχείο. Η αναστάτωση που επικρατεί στο Φανάρι μετά την ελληνική ήττα ευνοεί αυτή την προσπάθεια. Η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν είχε αναγνωρίσει την εκλογή του Μελετίου στον πατριαρχικό θρόνο. Έτσι αμέσως μετά την ελληνική ήττα τίθεται το θέμα της παραίτησής του. Εναντίον του Μελετίου τάσσονται και μέλη της κοινότητας, με κύριο το Δαμιανό Δαμιανίδη, επίτροπο στην κοινότητα του Γαλατά.13 Ο Δαμιανίδης στη 1 Ιανουαρίου 1923 πρωτοστατεί σε μια διαδήλωση κατά του Πατριάρχη. Το πλήθος ζητά την άμεση εκθρόνιση του Μελετίου και ξυλοκοπεί τον Πατριάρχη.14 Φαίνεται ότι ο Ευθύμ ήταν σε επαφή με το Δαμιανίδη και η όλη υπόθεση αποτελούσε μια προσπάθεια εξάπλωσης του εγχειρήματος του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.15

Ο Ευθύμ φθάνει στην Κωνσταντινούπολη στις 21 Σεπτεμβρίου.16 Συναντάται με τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου στις 26 του ίδιου μήνα και ζητά την απόσυρση του Μελετίου και την εκλογή ενός νέου πατριάρχη αρεστού στην Άγκυρα.17 Ενώ στην αρχή το Πατριαρχείο δέχτηκε να συνδιαλλαγεί με τον Ευθύμ, άλλαξε στάση υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν έχει καμία επίσημη αποστολή και στις 28 Σεπτεμβρίου διακόπτει κάθε επαφή μαζί του.18 Στις 2 Οκτωβρίου ο Ευθύμ συνοδευόμενος από τους υποστηρικτές του, αλλά και από την τουρκική αστυνομία, καταλαμβάνει το Πατριαρχείο και διατάζει την Ιερά Σύνοδο να εκθρονίσει το Μελέτιο. Αυτή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του και 6 μέλη της, των οποίων οι μητροπόλεις βρίσκονται εκτός των συνόρων της Τουρκίας, διαγράφονται. Ο Ευθύμ διορίζει νέα μέλη στην Ιερά Σύνοδο και επιστρέφει στην Άγκυρα ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου.19

Όμως η κυβέρνηση δε δέχεται τον Ευθύμ ως αντιπρόσωπο του Φαναρίου με το σκεπτικό ότι αφού το Πατριαρχείο είναι θρησκευτικός θεσμός δεν υπάρχει λόγος να έχει επίσημο αντιπρόσωπο στην Άγκυρα.20 Στις 6 Δεκεμβρίου 1923 ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γρηγόριος εκλέγεται Πατριάρχης, παρά την αντίθεση του πάπα-Ευθύμ που υποστηρίζει πως ο Γρηγόριος είναι όργανο του ελληνικού κράτους. Έτσι ο Ευθύμ στις 7 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει ακόμα μία φορά το Πατριαρχείο και ανακοινώνει ότι θα παραμείνει στο Φανάρι έως ότου διεξαχθούν νέες εκλογές.21 Όμως δύο ημέρες αργότερα η αστυνομία εκκενώνει το Φανάρι από τους ευθυμικούς. Φαίνεται ότι οι κινήσεις του θεωρήθηκαν επικίνδυνες από την κυβέρνηση. Αμέσως μετά η Άγκυρα αναγνωρίζει την εκλογή του Γρηγορίου.22

Στις 12 Φεβρουαρίου 1924, ο Ευθύμ καταλαμβάνει την εκκλησία της Παναγίας της Καφατιανής στο Γαλατά και εκεί μεταφέρει το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο.23 Στις 19 Φεβρουαρίου καθαιρείται από την Εκκλησία. Ο Ευθύμ καταλαμβάνει επίσης και την εκκλησία Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά, το 1926, και αμέσως μετά αφορίζεται. Τον Απρίλιο 1928 στις κοινοτικές εκλογές της εφορείας του Πέραν, ο παπα-Ευθύμ πετυχαίνει να εκλεγούν και δύο δικοί του με την εμπλοκή και των τουρκικών Αρχών.24

3. Ελληνοτουρκικές συμφωνίες και η νέα πορεία της τουρκικής Εκκλησίας

Μεταξύ του 1923 και 1924 το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου παραμένει αβέβαιο, ενώ υπήρχαν πιθανότητες να πάρει μορφή παρόμοια με του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου.25 Η αλλαγή όμως πλεύσης της Άγκυρας στο θέμα αυτό απέκλεισε τελικά το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Από το β΄ μισό της δεκαετίας, και ειδικά με την υπογραφή των ελληνοτουρκικών συμφωνιών το 1930, οι σχέσεις των δύο χωρών μπαίνουν σε μια σχετικά καλύτερη πορεία. Η νέα κατάσταση βοηθά το Πατριαρχείο να λειτουργήσει κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες. Στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ο Ευθύμ χάνει σιγά σιγά την ελευθερία δράσης που είχε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.26 Μπορούμε να πούμε ότι ξεκινώντας από αυτή την περίοδο η δράση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η «τουρκορθόδοξη Εκκλησία» θα αποτελεί πια ένα όργανο της επίσημης τουρκικής πολιτικής που θα χρησιμοποιείται ενίοτε κατά του Πατριαρχείου.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, παρά τις καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ευθύμ συνεχίζει τη δράση του.27 Πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Κοσμικού Οργανισμού των Χριστιανών Τούρκων».28 Ο οργανισμός αυτός ιδρύεται το 1935 από Αρμένιους και Ρωμιούς (κυρίως ευθυμικούς), με σκοπό τον εκτουρκισμό και την πλήρη ενσωμάτωση των μειονοτικών κοινοτήτων στην τουρκική κοινωνία.29 Το 1938 η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφιών ανατίθεται σε ειδικούς επιτρόπους που τους διορίζει η ίδια η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών, καταστρατηγώντας έτσι τα περιθώρια αυτοδιαχείρισης των κοινοτήτων. Έτσι ο συνεργάτης του παπα-Ευθύμ, ο Ισταμάτ Ζιχνί Οζνταμάρ,30 γίνεται διοικητής στο Βαλουκλή και παραμένει σε αυτό μέχρι το 1946.31

Το 1949 μετά την εκλογή και την άφιξη του Αθηναγόρα ο Ευθύμ στέλνει στο νέο Πατριάρχη συγχαρητήριο μήνυμα και ανακοινώνει ότι θα τον αναγνωρίζει ως εκκλησιαστική αρχή.32 Το τηλεγράφημα αυτό δείχνει πως στο πλαίσιο των βελτιωμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων των απαρχών του Ψυχρού Πολέμου ο παπα-Ευθύμ έχει χάσει κάθε ελπίδα για διεκδικήσεις εις βάρος του Πατριαρχείου.

4. Το Κυπριακό πρόβλημα και η επάνοδος της προπαγάνδας της τουρκικής Εκκλησίας

Όμως ο Ευθύμ ξαναβρίσκεται στην επικαιρότητα με την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων λόγω του Κυπριακού προβλήματος.33 Όταν αυτό έρχεται στο προσκήνιο της τουρκικής κοινής γνώμης από το 1955 και μετά ξεκινά μια εθνικιστική καμπάνια που έχει στόχο το Πατριαρχείο και τη ρωμαίικη μειονότητα,34 η οποία καταλήγει στα γεγονότα των Σεπτεμβριανών (6η-7η Σεπτεμβρίου). Ο Ευθύμ με αυτή τη συγκυρία στηρίζεται εκ νέου από τον τουρκικό Τύπο και τις εθνικιστικές οργανώσεις οι οποίες τον παρουσιάζουν εμπειρογνώμονα στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Ευθύμ θα κάνει πολλές ανακοινώσεις που στοχεύουν το Πατριαρχείο με την κατηγορία ότι αυτό συνεργάζεται με το Μακάριο στην Κύπρο.

Το σοκ που προκαλούν τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου35 και η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συντελούν στο να παραμεληθεί ξανά ο Ευθύμ και η Εκκλησία του. Τον Αύγουστο του 1959 στην έκθεση που ετοιμάζουν σχετικά με τα προβλήματα των μειονοτήτων των δύο χωρών οι διπλωμάτες Ζεκί Κουνεράλπ και Δημήτριος Μπίτσιος καταλήγουν ότι θα έπρεπε ο Ευθύμ να εγκαταλείψει και την τελευταία Εκκλησία που κατέχει και το Πατριαρχείο να του αναθέσει ένα μισθό διά βίου.36

5. Η πορεία της τουρκικής Εκκλησίας από το πραξικόπημα του 1960 έως σήμερα

Μετά το πραξικόπημα του 1960 ο συνταγματάρχης Αλπαρσλάν Τουρκές, μέλος του Συμβουλίου Εθνικής Ενότητας συζητά με τους γιους του Ευθύμ, τον Τουργκούτ και το Σελτσούκ, ένα σχέδιο αναβάθμισης του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου. Οι εξελίξεις και τριβές όμως στο εσωτερικό της χούντας δεν επιτρέπουν την εφαρμογή του σχεδίου. Ο Τουρκές και 13 συνεργάτες του εξορίζονται από τα άλλα μέλη της χούντας.37

Το 1960 η κατάσταση της υγείας του Ευθύμ χειροτερεύει. Τον κατάκοιτο πια Ευθύμ διαδέχεται ο γιος του Τουργκούτ με τον τίτλο Ευθύμ Β’. Ο Ευθύμ πεθαίνει το 1968.38 Μετά το 1963, με την αναβίωση του Κυπριακού μια νέα επίθεση εκδηλώνεται από τους ευθυμικούς που καταλαμβάνουν το 1965 δύο ορθόδοξες Εκκλησίες του Γαλατά (Άγιος Ιωάννης και Άγιος Νικόλαος).39

Το 1991 μετά το θάνατο του Τουργκούτ τον διαδέχεται ο αδερφός του Σελτσούκ. Ο τελευταίος πεθαίνει το 2002 και από τότε ο «πατριαρχικός θρόνος» της τουρκορθόδοξης Εκκλησίας μένει κενός. Τα διοικητικά καθήκοντα τα έχει αναλάβει η κόρη του Σελτσούκ Σεβγκί Ερενέρολ.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 οι κυβερνήσεις της Άγκυρας ενίοτε υποστηρίζουν το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο και το χρησιμοποιούν κατά του Πατριαρχείου χωρίς ωστόσο να του εξασφαλίζουν μια έστω και στοιχειώδη εκκλησιαστική δομή. Έτσι ουσιαστικά η τουρκορθόδοξη Εκκλησία καταλήγει να είναι οικογενειακή υπόθεση ιδιοποίησης της ακίνητης περιουσίας της κοινότητας του Γαλατά.




1. Από τα μέσα του 1921 καταφθάνουν στην Άγκυρα πολλά τηλεγραφήματα από τις ορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας που καλούν την κυβέρνηση της Άγκυρας να προβεί στην ίδρυση μιας νέας ορθόδοξης Εκκλησίας ανεξάρτητης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βλ. ενδεικτικά “Anadolu Rumları ve İstanbul Patrikliği”, Hakimiyet-i Milliye, 1 Μαΐου 1921/23 Şaban 1339. “Anadolu Rumları Ayrı Patrik İstiyorlar”, İkdam, 3 Μαΐου 1921/1337. “Türk Ortodokslar”, Hakimiyet-i Milliye, 13 Ιανουαρίου 1922, αρ. 404. Το πόσο «αυθεντικά» μπορούν να θεωρηθούν αυτά τα μηνύματα και τηλεγραφήματα αποτελεί βέβαια άλλο ζήτημα. Βλ. Αλεξανδρής, Α., «Η απόπειρα δημιουργίας τουρκορθόδοξης εκκλησίας στην Καππαδοκία 1921-1923», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 4 (1983), σελ. 174.

2. Βλ., για παράδειγμα, “Ortodoks Kiliselerine bir Tamim”, Hakimiyet-i Milliye, 30 Teşrinisani 1921.

3. Το συνέδριο πραγματοποιείται στο Μοναστήρι του Ιωάννου του Προδρόμου στο Ζιντζίντερε με πρόεδρο τον επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο. Το συνέδριο αποφασίζει τη διακοπή των εκκλησιαστικών σχέσεων με το Φανάρι και ψηφίζει και εγκρίνει τον καταστατικό χάρτη της νέας Εκκλησίας. Ξεκινά και η έκδοση μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας, της Anadoluda Ortodoksluk Sadası. Βλ. Αλεξανδρής, Α., «Η απόπειρα δημιουργίας τουρκορθόδοξης Εκκλησίας στην Καππαδοκία 1921-1923», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 4 (1983), σελ. 183-192· Ραφτόπουλος, Δ., Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ικονίου, Λυκαονίας και Β. Καππαδοκίας, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, χειρόγραφο 394, Λυκαονία 8, σελ. 106-120· Μαυρόπουλος, Δ., Πατριαρχικαί Σελίδες. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον από 1878-1949 (Αθήνα 1960), σελ. 277-288. Βλ. επίσης “Kayseri Kilise Konferansının Birinci İçtimaının Birinci Kararı”, Anadoluda Ortodoksluk Sadası, 29 Ιουλίου 1922, και “Umum Anadolu Türk Ortodoksları Murahhas-ı Umumileri Papa Eftim Efendi Hazretleri’nin ‘Türk Ortodoks Kilisesi’ Unvanlı İkinci Kitapta Münderic Beyannameleri”, Anadoluda Ortodoksluk Sadası, 21 Νοεμβρίου 1922, αρ. 11.

4. Βέβαια ο Ευθύμ δεν μπορούσε να ιδρύσει αυτοκέφαλη Εκκλησία μόνος του. Σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο, η συμμετοχή τουλάχιστον κάποιων ιεραρχών ήταν απαραίτητη. Για αυτό το λόγο, με τη βοήθεια και της Άγκυρας, πιέζει τους τρεις ιεράρχες που είχαν παραμείνει στη Μικρά Ασία εκείνη την εποχή: το Γερβάσιο Σεβαστείας, το Μελέτιο Πατάρων και το μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο.

5. Σχετικά με την τουρκική βιβλιογραφία που έχει μια υπεραπλουστατευτική και προπαγανδιστική προσέγγιση βλ. Ergene, T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951)· Cihangir, E., Papa Eftim’in Muhtıraları ve Bağımsız Türk Ortodoks Patrikhanesi (İstanbul 1996)· Ekincikli, M., Türk Ortodoksları (Ankara 1998).

6. Alexandris, A., “The Constantinopolitan Greek Factor During the Greco-Turkish Confrontation of 1919-1922”, Byzantine & Modern Greek Studies 8 (1983), σελ. 145-146.

7. Σύμφωνα με το Fernau, ήταν πολύ φυσικό οι Καραμανλήδες να αντιμετωπίσουν μια σύγκρουση νομιμοφροσύνης (Loyalitätskonflikt) από τη στιγμή που έγιναν μήλον της Έριδος δύο συγκρουόμενων εθνικισμών. Βλ. Fernau, F.W., Patriarchen am Goldenen Horn. Gegenwart und Tradition des Orthodoxen Orients (Opladen 1967), σελ. 106.

8. Είναι λάθος να θεωρείται το επιχείρημα αυτό μια ξαφνική ανακάλυψη των Κεμαλικών για να προωθήσουν την προπαγανδιστική τους προσπάθεια στη διάρκεια της ελληνοτουρκικής σύρραξης. Η υπόθεση για την "τουρκικότητα" των τουρκόφωνων χριστιανών είχε διατυπωθεί πολύ πριν από τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922, αλλά η θεσμική και πολιτική της έκφραση έλαβε χώρα με τη συγκυρία που διαμόρφωσε η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Παγκόσμιο πόλεμο, όταν δηλαδή τέθηκε σε άμεση πια αμφισβήτηση η κυριαρχία των Οθωμανών/Τούρκων στην Ανατολή.

9. Για τις θεωρίες αυτές ενδεικτικά βλ. Cami, B., Osmanlı Ülkesinde Hıristiyan Türkler (İstanbul 1932). Η θεωρία για την τουρκική καταγωγή των χριστιανών της Ανατολής και η πιθανή ένταξή τους στο τουρκικό έθνος δημιουργούσε μια αντίφαση. Διότι, σύμφωνα με την επικρατούσα τάση του τουρκικού εθνικισμού, το ισλάμ ήταν καθοριστικό στοιχείο στον προσδιορισμό της τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η αντίθεση της θεωρίας σχετικά με την τουρκικότητα των χριστιανών της Ανατολής στην επικρατούσα τάση του τουρκικού εθνικισμού αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην τελική απόφαση να συμπεριληφθούν οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της ενδοχώρας στους ανταλλάξιμους.

10.  Psomiades, H., The Eastern Question. The Last Phase (Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 92· Clogg, R., “Anadolu Hıristiyan Karındaşlarımız: the Turkish-speaking Greeks of Asia Minor”, στο Burke, J. – Gauntlett, S., Neohellenism (Humanities Research Centre, Monograph 5, Canberra Australian National University 1992), σελ. 65, και Jaeschke, G., “Die Türkisch-Orthodoxe Kirche”, Der Islam 39 (1964), σελ. 114-115.

11. Φαίνεται ότι ο Ευθύμ και οι συνεργάτες του προσπάθησαν μάταια να μη συμπεριληφθούν οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της ενδοχώρας στην ανταλλαγή. Δημοσιεύθηκαν και άρθρα στο Anadoluda Ortodoksluk Sadası που αφορούσαν αυτό το θέμα. Βλ. Zihni, İ., “Anadoluda halis ve hakiki Türk Ortodoksu olarak yaşamak isteyen milletdaşlarıma”, Anadoluda Ortodoksluk Sadası, 11 Νοεμβρίου 1338/1922, αρ. 12· Zihni, İ., “Anadoluda mecburi mübadelenin Türk Ortodokslara şumülü var mıdır?”, Anadoluda Ortodoksluk Sadası, 11 Φεβρουαρίου 1339/1923, αρ. 15.

12. Ενώ η άποψη ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι ήταν τουρκικής καταγωγής είχε σχεδόν καθολική υποστήριξη από τους κεμαλικούς κύκλους, η Άγκυρα θεώρησε ότι με την παραμονή του Πατριαρχείου οι πληθυσμοί αυτοί θα αποτελούσαν στόχο για την ελληνική προπαγάνδα. Jaeschke, G., “Die Türkisch-Orthodoxe Kirche”, Der Islam 39 (1964), σελ. 114-115.

13. Ο Δαμιανίδης ήταν βασιλικός, δηλαδή τασσόταν κατά της βενιζελικής παράταξης, της οποίας βασικός εκπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Πατριάρχης Μελέτιος. Μαυρόπουλος, Δ., Πατριαρχικαί Σελίδες. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον από 1878-1949 (Αθήνα 1960), σελ. 186-187.

14. Για λεπτομέρειες των γεγονότων βλ. Echos d’Orient, Ιούλιος-Σεπέμβριος 1923, αρ. 131, σελ. 368-370, και επίσης Gentizon, P., “La Grande Pitié du Phanar”, L’Illustration, 21 Φεβρουαρίου 1925, αρ. 4277, σελ. 177.

15. Φαίνεται πως ο Ευθύμ προσπαθούσε να συγκροτήσει επαφές με τις καραμανλίδικες κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, όπως στα Ψαμαθιά και στο Κουμκαπί. Η τουρκική εφημερίδα Akşam στις 18 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε ότι πολλοί Ρωμιοί της πόλης έστειλαν μια επιστολή στον παπα-Ευθύμ με την οποία εξέφραζαν την αντίθεσή τους στο Μελέτιο και ότι ήθελαν στη θέση του να έχουν πατριάρχη τον Ευθύμ. Βλ. “İstanbul Rumları”, Akşam, 18 Σεπτεμβρίου 1338/1922. Σύμφωνα με την Echos D’Orient, η Άγκυρα υποστήριζε το Δαμιανίδη για να προωθήσει το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη. Echos d’Orient, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1923, αρ. 131, σελ. 370.

16. Σύμφωνα με τον Ergene, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Fethi είχε ζητήσει από τον Ευθύμ να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να συμμορφώσει το Πατριαρχείο σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Άγκυρας. Ergene, T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951), σελ. 59-60.

17. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 152-153· Psomiades, H., “The Ecumenical Patriarchate Under the Turkish Republic: The First Ten Years”, Balkan Studies 2 (1961), σελ. 55-56· Ergene, T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951), σελ. 61-64.

18. Echos d’Orient, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1923, αρ. 131, σελ. 499.

19. Gentizon, P., Mustafa Kemal ve Uyanan Doğu (İstanbul 1994), σελ. 177· Echos d’Orient (1923), σελ. 499-450· Ergene, T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951), σελ. 66-70.

20. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 154· Psomiades, H., The Eastern Question. The Last Phase (Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 95.

21. Psomiades, H., The Eastern Question. The Last Phase (Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 96· Alexandris, A., The Greek Minority of İstanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 155-156· Ergene,T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951), σελ. 91-98.

22. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 156. Σύμφωνα με τον Ergene, ο ίδιος ο υπουργός δικαιοσύνης είχε πει στον Ευθύμ ότι επίσημα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα και ότι μόνο ανεπίσημα θα υποστήριζαν τον αγώνα του κατά των «μηχανορραφιών» του Πατριαρχείου. Ergene, T., İstiklal Harbinde Türk Ortodoksları (İstanbul 1951), σελ. 85-86.

23. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 157.

24. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Aθήνα 1983), σελ. 169-170.

25. Psomiades, H., The Eastern Question. The Last Phase (Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 94.

26. Το Μάιο του 1931 ο Μουσταφά Κεμάλ επιβεβαίωσε το Βενιζέλο ότι δε θα επιτρέψει στον Ευθύμ να αναμειχθεί στις υποθέσεις του Πατριαρχείου. Psomiades, H., “The Ecumenical Patriarchate Under the Turkish Republic. The First Ten Years”, Balkan Studies 2 (1961), σελ. 68.

27. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 γίνεται μια προσπάθεια ανανέωσης του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου με «εξαγωγή» ποιμνίου. Ένας από τους «πατέρες» του τουρκικού εθνικισμού, ο Hamdullah Suphi, όταν γίνεται πρέσβης στο Βουκουρέστι το 1931, προσπαθεί να πείσει τους τουρκόφωνους ορθόδοξους της Βεσσαραβίας, τους Γκαγκαούζους, να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Ο γιος του Ευθύμ Τουργκούτ (Γεώργιος) Ερενέρολ ισχυρίζεται ότι ο Σουπχί είχε υποσχεθεί στον πατέρα του να του φέρει ένα ποίμνιο 250.000 ατόμων από τους Γκαγκαούζους. Όμως η έναρξη του πολέμου δεν επιτρέπει την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου και η πλειονότητα των 70 φοιτητών που μεταναστεύουν στην Τουρκία το 1935 ασπάζονται το ισλάμ. Βλ. Baydar, M., Hamdullah Suphi Tanrıöver ve Anıları (İstanbul 1968), σελ. 157-161, και επίσης Balcıgil, O., “Fener Patrikhanesine karşı bir Ortodoks”, Hürgün, 14-19 Οκτωβρίου 1985.

28. Laik Türk Hıristiyanları Birliği.

29. Η οργάνωση προπαγάνδιζε την κατάργηση των μειονοτικών σχολείων και την άριστη εκμάθηση και άρτια χρησιμοποίηση της τουρκικής γλώσσας. Macar, E., Cumhuriyet Döneminde İstanbul Rum Patrikhanesi (İstanbul 2003), σελ. 163-164.

30. Ο Pulluoğlu ή Puloğlu İstamat Zihni (Özdamar) γεννήθηκε το 1879. Όταν συντάχθηκε με το κίνημα της τουρκορθόδοξης Εκκλησίας ήταν μέλος του δικαστηρίου στο Denizli. Διατέλεσε γενικός γραμματέας του τουρκορθόδοξου Συνεδρίου. Εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή με τη βοήθεια του Ευθύμ. Το 1935 έγινε βουλευτής της πόλης Eskişehir.

31.  Σιδηρόπουλος, Φ., Τα εθνικά φιλανθρωπικά καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 353.

32. Macar, E., Cumhuriyet Döneminde İstanbul Rum Patrikhanesi (İstanbul 2003), σελ. 214.

33. Για τις απόψεις του παπα-Ευθύμ σχετικά με την Κύπρο βλ. Türk Ortodoksları Ruhani Reisi Papa Eftim’in Kıbrıs Hakkındaki Görüşleri (İstanbul 1958)· Atenagorasın Organı Elefteri Foni Gazetesine Cevabım ve Fener Patrikhanesi ile Rumluğun iç yüzü (İstanbul 1959).

34. Για την κίνηση αυτή βλ. Benlisoy, F., “6-7 Eylül Olayları Öncesinde Basında Rumlar”, Toplumsal Tarih 81, Σεπτέμβριος 2000.

35. Για τα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου βλ. Γκιουβέν, Ν., Εθνικισμός. Κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες. Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας (6/7 Σεπτεμβρίου 1955) (Αθήνα 2006).

36. Σχετικά με την έκθεση αυτή βλ. Akgönül, S., Türkiye Rumları Ulus-Devlet Çağından Küreselleşme Çağına Bir Azınlığın Yok Oluş Süreci (İstanbul 2007), σελ. 231-246.

37. Macar, E., Cumhuriyet Döneminde İstanbul Rum Patrikhanesi (İstanbul 2003), σελ. 217-218. Ο Τουρκές είναι ο μετέπειτα ιδρυτής και ηγέτης του τουρκικού φασιστικού κόμματος ΜΗΡ.

38. Στην αρχή το Πατριαρχείο αρνείται να ενταφιαστεί ο Ευθύμ στο ορθόδοξο κοιμητήριο του Σισλί. Αλλά έπειτα από πολλές πιέσεις των Αρχών συναινεί. Στο μνήμα του Ευθύμ έχει λαξευτεί μια φράση του Μουσταφά Κεμάλ: «Ο πάτερ Ευθύμ έχει προσφέρει στη χώρα μας όσο ένας στρατός» (Baba Eftim bu memlekete bir ordu kadar hizmet etmiştir).

39.  Benlisoy, S., “Galata’daki iki kilisenin Türk Ortodoks Kilisesi tarafından ele geçirilmesi: Kilise ihtilafı”, Tarih ve Toplum, υπό έκδοση. Έπειτα από μακροχρόνιες διαδικασίες το 1973 οι δύο Εκκλησίες παραχωρούνται στο Τουρκορθόδοξο Παριαρχείο.