Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης μετά τη συνθήκη της Λωζάννης

1. Εισαγωγή

Η θεσμική οργάνωση της ρωμαίικης μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη είναι το ζήτημα που θα μας απασχολήσει. Θα μελετηθεί η συγκεκριμένη μειονότητα και όχι η άμεση σχέση της με τις κρατικές πολιτικές που υιοθέτησαν τόσο το τουρκικό όσο και το ελληνικό κράτος απέναντί της. Σαφώς και οι διεθνείς συγκυρίες και οι πολιτικές σχέσεις των δύο κρατών επηρέασαν και επηρεάζουν καταλυτικά τη μειονότητα. Είναι όμως σημαντικό να διερευνήσουμε πώς αυτοοργανώνεται η ρωμαίικη μειονότητα και ποιοι είναι οι ρυθμιστικοί παράγοντες, οι μορφές οργάνωσης και τα κέντρα εξουσίας της.

Με τη συνθήκη της Λωζάννης διαμορφώθηκε ένα «καθεστώς μειονότητας» για τους εναπομείναντες ορθόδοξους πληθυσμούς στην Τουρκία και έτσι ουσιαστικά συγκροτείται η μειονότητα των Ρωμαιοορθόδοξων.1 Δημιουργείται δηλαδή ένα θεσμικό πλαίσιο διεκδίκησης δικαιωμάτων στην ετερότητα· ένα πλαίσιο οργάνωσης των θεσμών που εξασφαλίζουν τη «διαφορετική» εκπαίδευση, τη «διαφορετική» λατρεία κ.λπ. και τις μορφές αλληλεγγύης που προκύπτουν από αυτά. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η «νέα» μειoνότητα έκανε προσπάθειες αναπροσαρμογής στις νέες συνθήκες.2

Η κατάργηση του Μεικτού Εθνικού Συμβουλίου και η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου στις θρησκευτικές υποθέσεις της κοινότητας με τη συνθήκη της Λωζάννης δημιούργησαν κενό στην αντιπροσώπευση και τη διαχείριση των υποθέσεων της μειονότητας. Εν τω μεταξύ η Τουρκία απέφευγε να δώσει στη μειονότητα, αλλά και στις κοινότητες, νομική υπόσταση, νομικό πρόσωπο. Η νεοσύστατη Τουρκική Δημοκρατία υπήρξε εξαιρετικά καχύποπτη και απρόθυμη να δημιουργήσει ενδιάμεσους/παράλληλους θεσμούς μεταξύ της ίδιας και των μειονοτικών πολιτών της. Έτσι, το αρκετά εξελιγμένο οργανωτικό πλαίσιο που κληρονόμησε η ορθόδοξη κοινότητα βρέθηκε στο κενό, όταν αυτή μετατράπηκε σε μειονότητα.

Η ιστορία της οργάνωσης της κοινότητας συνδέεται άρρηκτα με τη μοίρα της διαχείρισης της περιουσίας της. Νομικά οι τουρκικές αρχές δεν αναγνώριζαν κοινότητες, αλλά επιμέρους ιδρύματα, εκκλησίες, σχολές. Οι τουρκικές αρχές αντιμετώπιζαν τις διάφορες κοινότητες ως ξεχωριστά βακούφια και όχι ως ένα ενιαίο σύνολο με μια διοικητική αρχή στην κεφαλή. Έτσι ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε εξ αρχής αφορούσε τη διοίκηση και τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας.3

Η δεκαετία του 1920 αποτελεί μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία γίνονταν προσπάθειες διασαφήνισης του καθεστώτος της μειονότητας, ενώ λαμβάνονταν μέτρα «εκτούρκευσης» στην οικονομία, την εκπαίδευση κ.λπ. Η γενικότερη καχυποψία μάλιστα που επικρατούσε σε σχέση με τις μειονότητες δημιουργούσε δυσμενές κλίμα για τη ρωμαίικη κοινότητα.4 Το 1926, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στην εκκοσμίκευση, η Τουρκία αποδέχτηκε τον αστικό κώδικα της Ελβετίας. Η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να προωθήσει τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση κάλεσε τις μη μουσουλμανικές μειονότητες να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους που προβλέπονταν στο άρθρο 42 της συνθήκης της Λωζάννης. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι μειονότητες θα διευθετούσαν τα ζητήματα οικογενειακού και προσωπικού δικαίου σύμφωνα με τα έθιμα και το θρήσκευμά τους. Ουσιαστικά όμως με το άρθρο αυτό εξουσιοδοτούνταν η θρησκευτική αρχή να μεριμνεί για τα θέματα αυτά. Τελικά, η γενική συνέλευση, που αποτελούνταν από εκλεγμένους και μη εκπροσώπους της ρωμαίικης κοινότητας, έπειτα από πίεση της κυβέρνησης, παραχώρησε «οικειοθελώς» στις 27 Νοεμβρίου 1925 τα δικαιώματά της που προβλέπονται στο άρθρο 42 και δέχτηκε την εφαρμογή του νέου αστικού δικαίου. Έτσι ουσιαστικά το Πατριαρχείο έχασε άλλη μια δυνατότητα οργάνωσης και διευθέτησης των κοινοτικών υποθέσεων.5

Το 1927 έγινε προσπάθεια να καταρτιστεί ένας καταστατικός χάρτης για την οργάνωση των κοινοτήτων της μειονότητας, καθώς και για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας. Αυτό που απασχολούσε περισσότερο την Ειδική Επιτροπή επί της Συντάξεως του Οργανικού Χάρτου της Ρωμαίικης Κοινότητας ήταν το ζήτημα της λαϊκής ή εκκλησιαστικής διοίκησης των κοινοτικών ιδρυμάτων καθώς και η νομική υπόσταση των κοινοτήτων. Τελικά ο καταστατικός χάρτης καταρτίστηκε το 1927 από μια επιτροπή Τούρκων στην οποία συμμετείχε και ένας εκπρόσωπος της μειονότητας. Σύμφωνα με το χάρτη αυτό, η διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας δινόταν στους λαϊκούς της κοινότητας, οι οποίοι θα συγκροτούσαν τετραετείς επιτροπές,6 και το επόμενο διάστημα θα διενεργούνταν εκλογές στις κοινότητες.7

Το 1935 ψηφίστηκε ο βακουφικός νόμος (5/6/1935, αρ. 2762) που κατέτασσε τα μειονοτικά βακούφια στην κατηγορία των ιδιωτικών βακουφιών (mülhak vakıflar) και όριζε ότι θα διευθύνονται από επιτρόπους ή εκλεγμένες κοινοτικές εφορείες, οι οποίες θα διαχειρίζονται την περιουσία τους, τελώντας υπό τον έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφιών (Evkaf Genel Müdürlüğü).8 Ωστόσο, το 1938 (με το νόμο αρ. 3513 -28.6.1938) η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφιών ανατέθηκε σε ειδικούς επιτρόπους (tek mütevelli) που διόριζε η ίδια η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών, καταστρατηγώντας έτσι τα περιθώρια αυτοδιαχείρισης των κοινοτήτων.9 Το πιο γνωστό παράδειγμα εφαρμογής αυτού του μέτρου ήταν η περίπτωση του υποστηρικτή του τουρκορθόδοξου πατριαρχείου Ισταμάτ Ζιχνί Οζνταμάρ, o οποίος έγινε διοικητής στο Μπαλουκλί.10 Το μέτρο άρθηκε το 1949 με νομοθετική αλλαγή (αρ. 5404), και τα βακούφια της μειονότητας χαρακτηρίστηκαν κοινοτικά (cemaat vakıfları),11 ενώ ορίστηκαν εκλογές για το 1949. Η αλλαγή αυτή εντασσόταν σε μεγάλο βαθμό στο γενικότερο κλίμα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, κάτι που επηρέασε θετικά την αντιμέτωπιση της μειονότητας.12

2. Τα αντιπροσωπευτικά όργανα των κοινοτήτων

Κάθε κοινότητα αποτελούνταν από μια ή περισσότερες ενορίες και υπαγόταν εκκλησιαστικά σε μία από τις τρεις μητροπόλεις (Χαλκηδόνας, Δέρκων, Πριγκιποννήσων) ή στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως. Εσωτερικά διοικούνταν με βάση τον κανονισμό της. Σύμφωνα με τους κανονισμούς,13 η εκάστοτε κοινότητα είχε σκοπό την εκπλήρωση των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών αναγκών της, τη φροντίδα της περιουσίας της και την άσκηση φιλανθρωπίας.

Η εφοροεπιτροπή αποτελούσε την αντιπροσωπευτική και διοικητική αρχή της κοινότητας και συγκροτούνταν έπειτα από εκλογές. Η διάρκεια της θητείας της διέφερε από κοινότητα σε κοινότητα. Επίσης τα μέλη της εφοροεπιτροπής κάθε κοινότητας διέφεραν στον αριθμό14 και εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρο ή τους αντιπροέδρους, γραμματέα, ταμία κ.λπ. Στις εκλογές οι ψηφοφόροι ασχολούνταν με την ανάδειξη εφοροεπιτροπής, εξελεγκτικής επιτροπής και ενίοτε εκλεκτόρων για τις εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων. Κάθε κοινότητα διέθετε και άλλες υποεπιτροπές ανάλογα με τις ανάγκες και το δυναμικό της (για παράδειγμα, Εκκλησιαστική Επιτροπή, Επιτροπή Σχολών, Κτηματική Επιτροπή, Επιτροπή Συσσιτίου, Επιτροπή Πειθαρχικού Συμβουλίου κ.λπ.), οι οποίες συγκροτούνταν από τα άτομα της εφοροεπιτροπής και άλλους συμβούλους.

Τόσο οι λαϊκοί όσο και οι κληρικοί υπάλληλοι της κοινότητας προσλαμβάνονταν και παύονταν από την εφοροεπιτροπή. Στην περίπτωση των κληρικών όμως απαιτούνταν η έγκριση των εκκλησιαστικών αρχών. Όπως διευκρινίζεται στον Κανονισμό της Πριγκήπου, για ζητήματα που αφορούν τον κλήρο η εφοροεπιτροπή συνερχόταν υπό την προεδρία του μητροπολίτη,15 ενώ για τυχόν προβλήματα και παράπονά τους οι κληρικοί απευθύνονταν στην ιερά μητρόπολη, η οποία ήταν υπεύθυνη να επιβάλει ποινές και κυρώσεις.16

Το Πατριαρχείο εκπροσωπούνταν στις μεγάλες κοινότητες από τον αρχιερατικό προϊστάμενο που διόριζε το ίδιο, ο οποίος ήταν ο προϊστάμενος του κεντρικού ναού της κοινότητας. Οι σχέσεις Εκκλησίας και κοινοτικών αρχών δεν ήταν πάντοτε αρμονικές. Σε μερικές περιπτώσεις το Πατριαρχείο εμπλεκόταν ή προσπαθούσε να παρέμβει στην εσωτερική διοίκηση των κοινοτήτων.17 Από την άλλη σε κάποιους κανονισμούς, όπως για παράδειγμα στον Κανονισμό της Πριγκήπου του 1951, υπογραμμίζεται ότι η εφοροεπιτροπή «υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τας διατάξεις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας και της Μητροπόλεως».18

Το δικαίωμα της εκλογής στις κοινοτικές εκλογές είχαν οι άρρενες ορθόδοξοι Ρωμιοί που ήταν Τούρκοι πολίτες και ήταν ικανοί προς δικαιοπραξία και άμεμπτου χαρακτήρα, οι οποίοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, εργάζονταν19 και ήταν μόνιμοι κάτοικοι της εκάστοτε κοινότητας τουλάχιστον 120 ή 2 χρόνια21 από μια συγκεκριμένη ηλικία και πάνω.22

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, απέκτησαν δικαίωμα εκλογής οι κοινοτικοί υπάλληλοι και οι γυναίκες.23 Η αλλαγή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του νέου κοινωνικοπολιτικού κλίματος που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1950 στην Τουρκία, με την άνοδο στην εξουσία του Δημοκρατικού Κόμματος. Το ζήτημα της ψήφου και ειδικά της γυναικείας ψήφου πυροδοτούσε ενίοτε έντονες συζητήσεις στους κόλπους της μειονότητας.24 Στο Πέρα το δικαίωμα ψήφου δόθηκε το 1950, όμως η γενική συνέλευση της κοινότητας Πριγκήπου του 1951 καταψήφισε το αίτημα.25 Τελικά το 1953 δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες με 47 ψήφους υπέρ και 31 κατά.26 Ωστόσο, και μετά την απόκτηση του δικαίωματος ψήφου από τις γυναίκες, η νοοτροπία και το σχήμα έμφυλης διάκρισης –που συναντάται και την Οθωμανική περίοδο–, που θέλει τους άνδρες να εμπλέκονται ενεργά στη διοίκηση και τις γυναίκες να δραστηριοποιούνται περισσότερο στον τομέα της φιλανθρωπίας, εξακολουθούσε να ισχύει. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να διοικούν και να είναι παρούσες πολύ περισσότερο στους φιλανθρωπικούς συλλόγους που διατηρούσαν διάφορες κοινότητες της μειονότητας.27

Τη διενέργεια των εκλογών αναλάμβανε αιρετή εφορευτική επιτροπή. Οι εκλογές διεξάγονταν με μυστική ψηφοφορία και τα αποτελέσματα επικυρώνονταν από το υπουργείο Εσωτερικών. Οι επίσημες αρχές μπορούσαν να ζητήσουν την επανάληψη των εκλογών για τυχόν παρατυπίες ή παραλήψεις.

Οι τακτικές εκλογές της περιόδου μετά το 1946 αποτελούν πειστήρια μιας εσωτερικής δραστηριότητας και εγρήγορσης των μελών της κοινότητας. Περιπτώσεις αντιπολίτευσης στην απερχόμενη εφοροεπιτροπή και αντίθεσης σε υποψηφίους, περιπτώσεις παραίτησης του προέδρου εφοροεπιτροπής28 και άλλα ανάλογα περιστατικά υποδηλώνουν διάθεση συμμετοχής στην αυτοδιαχείριση της κοινότητας· κάτι το οποίο φθίνει με τη δημογραφική συρρίκνωση κυρίως των δεκαετιών 1970-1980.

Στις εκλογές οι κοινότητες εξέλεγαν και αντιπροσώπους-εκλέκτορες για τις εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων της μειονότητας.29 Εκλέκτορες από κάθε κοινότητα εξέλεγαν για κάθε ίδρυμα μια εφορεία με τριετή θητεία καθώς και 3 ελεγκτές.30 Οι γυναίκες δεν απέκτησαν ποτέ το δικαίωμα είτε του εκλέκτορα είτε του υποψηφίου για τις επιτροπές των μείζονων ιδρυμάτων.31

3. Οι τουρκικές αρχές και οι κοινότητες

Οι τουρκικές αρχές δεν αναγνώριζαν νομικά κοινότητες αλλά βακούφια. Δεν αναγνώριζαν επίσης τις εφοροεπιτροπές και το ρόλο τους ως ανώτατων διοικητικών αρχών των κοινοτήτων. Η κατάσταση βέβαια δεν ήταν ξεκάθαρη και αυτό φαίνεται από τους διάφορους τίτλους/ονόματα που χρησιμοποιούνται τόσο από τις ίδιες τις κοινότητες όσο και από τις τουρκικές αρχές όταν απευθύνονταν σε αυτές. Τη σύγχυση που επικρατούσε επέτεινε ο όρος mütevelli, ο οποίος παραπέμπει, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, σε διορισμένο από το κράτος διοικητή, ενώ τα κοινοτικά βακούφια διοικούνταν από αιρετά από την ίδια την κοινότητα επιτροπές. Ωστόσο, η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών επέμενε ότι αυτές οι αιρετές επιτροπές έπρεπε να θεωρηθούν ανάλογες του αξιώματος του mütevelli, τον οποίο και είχε το δικαίωμα να παύει κατά βούληση, σε αντίθεση με τις εκλεγμένες επιτροπές των κοινοτήτων, οι οποίες μπορούσαν να παυθούν μόνο έπειτα από σχετική δικαστική απόφαση.32

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 γίνονταν προσπάθειες να υποβαθμιστούν οι κεντρικές εφορείες και παρατηρείται μια κλιμακούμενη παρεμβατικότητα στη διοίκηση των κοινοτήτων, που κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960. Το 1954 το υπουργείο Εσωτερικών με διαταγή του ζήτησε να ονομαστούν οι κεντρικές αυτές επιτροπές κομιτάτα για τη διοίκηση των κοινών ακινήτων της περιοχής. Σκοπός αυτού του μέτρου ήταν η συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων της κεντρικής επιτροπής και η κατάργηση του συντονιστικού ρόλου της, ώστε να μετατραπεί σε ένα απλό διαχειριστικό όργανο των κοινών ιδιοκτησιών των βακουφιών. Το μέτρο μετά την παρέμβαση του βουλευτή Α. Χατζόπουλου αναστάλθηκε. Παράλληλα έγιναν προσπάθειες αναθεώρησης του κοινοτικού καθεστώτος, ενώ στις αρχές του 1955 αποφασίστηκε να εκπονηθεί γενικός κανονισμός για τις μειονότητες στην Τουρκία μονομερώς από το τουρκικό κράτος, ο οποίος αναστάλθηκε πάλι με παρέμβαση του βουλευτή Χατζόπουλου.33

Οι κοινοτικές εκλογές παρακολουθούνταν από τις αρχές ενώ συχνά σημειωνόταν και διάθεση επέμβασης και εμπλοκής.34 Η κατάσταση χειροτέρεψε σημαντικά τη δεκαετία του 1960. Ήδη από το 1956 με διάταγμα του υπουργείου Εσωτερικών ανακοινώθηκε ότι δεν αναγνωρίζονταν πλέον οι κεντρικές επιτροπές. Στη λογική περιορισμού των κεντρικών εφορειών, η Διεύθυνση Αστυνομίας τον Απρίλιο του 1960 απαγόρευσε τη διεξαγωγή εκλογών στο Πέρα, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η Νομαρχία Κωνσταντινούπολης κοινοποίησε ότι οι κεντρικές επιτροπές δε θα αναγνωρίζονταν πλέον και ζήτησε από τις διάφορες κοινότητες να διεξαγάγουν νέες εκλογές.35

Μετά την κατάργηση των κεντρικών επιτροπών οι κοινότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν άτυπα όργανα ή να αντικαταστήσουν τις κεντρικές εφορείες. Για παράδειγμα, στην Κοινότητα Σταυροδρομίου, η εφοροεπιτροπή αντικαταστάθηκε από την Εφορεία Σχολών και την Επιτροπή Ναών, οι οποίες αποτέλεσαν μια νέα επιτροπή με το όνομα Διοικούσα Επιτροπή Κοινότητας.36

Με όλα αυτά τα μέτρα αποδυναμώθηκε ο κεντρικός εσωτερικός έλεγχος από ένα ανώτερο διοικητικό σώμα, όπως ήταν οι εφοροεπιτροπές, κάτι το οποίο διασφάλιζε και την ίδια την έννοια της κοινότητας. Από την άλλη, οι αρχές προσπάθησαν να περιορίσουν τις αρμοδιότητες και αυτών των επιτροπών, επιβάλλοντας τη χορήγηση ειδικής άδειας από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφιών προκειμένου να προβαίνουν σε αγοραπωλησίες – κάτι που τουλάχιστον για μεγάλες κοινότητες, όπως το Κουρτουλούς και το Σταυροδρόμι, αποτελούσε σημαντική πηγή εσόδων.

Έτσι όμως η σχετική άνθηση των κοινοτικών θεσμών αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν βραχύβια. Από τη δεκαετία του 1960 η παρεμβατικότητα των αρχών και η δημογραφική συρρίκνωση δημιούργησαν αρκετά δυσμενές περιβάλλον για την κοινοτική αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση.37 Αν και τυπικά η μορφή οργάνωσης των διάφορων κοινοτήτων της μειονότητας δεν άλλαξε, διαφοροποιήθηκε ωστόσο η λειτουργία των κοινοτήτων. Κάποιοι θεσμοί εξαφανίστηκαν ή έπεσαν σε αδράνεια, ενώ κάποιοι άλλοι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν, οι αρμοδιότητες άλλαξαν, προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες.38 Έτσι ατόνησαν οι θεσμοί και οι διαδικασίες εκλογών και ελέγχου των θεσμών αυτών, με αποτέλεσμα σταδιακά η μειονότητα να χάσει κάθε μορφή συλλογικής παρέμβασης και διεκδίκησης στο πλαίσιο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Άρχισε λοιπόν μια διαδικασία κατά την οποία εξαφανίζονταν σταδιακά οι κοσμικοί χώροι και οι μηχανισμοί που εξασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία της μειονότητας.39 Εξαίρεση αποτελεί το Πατριαρχείο που, ενώ από την εποχή του Αθηναγόρα ανέκτησε το διεθνές κύρος του, έχει ωστόσο από το 1923 και μετά απογυμνωθεί από τις διοικητικές του αρμοδιότητες. Παραδόξως το κράτος συνέχισε να συνδιαλέγεται με την κοινότητα μέσω των θρησκευτικών αρχών, δηλαδή το Πατριαρχείο, και αυτό λειτουργούσε ως ένας σημαντικός παράγοντας της μη εκκοσμίκευσης των θεσμών της κοινότητας.

Με τη δημογραφική συρρίκνωση (από τις απελάσεις ιδίως του 196440 και όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980) η αρχή ότι οι εκλογείς για κάθε βακούφι της περιοχής πρέπει να προέρχονται από τους κατοίκους της περιοχής-συνοικίας, στην οποία βρίσκεται το ίδρυμα και μόνο, χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές ως κριτήριο ακύρωσης εκλογών.41 Το ζήτημα της συμμετοχής σε εκλογές ατόμων από άλλες κοινότητες είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δημογραφική συρρίκνωση και την εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από απομακρυσμένες συνοικίες προς το κέντρο, κάτι που προκάλεσε την ερήμωση πολλών κοινοτήτων. Μια ερημωμένη κοινότητα σημαίνει αυτόματα απουσία εκλογικού σώματος και άρα αδυναμία διεξαγωγής εκλογών: σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, αν ένα βακούφι παραμείνει επί δέκα χρόνια δίχως διοίκηση, γίνεται αυτόματα mazbut/κατειλημμένο, δηλαδή η διοίκησή του περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφιών. Η μη διεξαγωγή εκλογών αποτελούσε ορατό κίνδυνο.

Οι εκλογές, που ατόνησαν από τη δεκαετία του 1970, επαναλήφθηκαν το 1991.42 Τα τελευταία χρόνια έγιναν κάποιες έστω και τυπικές ρυθμίσεις που επέτρεπαν την επανάκαμψη των κοινοτικών θεσμών. Το υπουργείο Εσωτερικών στις 16 Σεπτεμβρίου 2004 εξέδωσε ένα νέο καταστατικό σχετικά με τα κοινοτικά βακούφια. Σύμφωνα με αυτό, σε περίπτωση που ένα βακούφι δεν έχει κοινότητα και άρα δεν μπορεί να διεξαγάγει εκλογές με εισήγηση και άδεια από το υπουργείο Εσωτερικών, μπορεί να επεκτείνει την εκλογική περιφέρεια του σε περιοχές που διαθέτουν κοινότητα.43 Σύμφωνα πάντα με το νέο καταστατικό, οι εκλογές διεξάγονται για κάθε βακούφι ξεχωριστά κάθε τέσσερα χρόνια. Το διοικητικό συμβούλιο του βακουφιού αποτελείται από 7 άτομα.44

Η δημογραφική συρρίκνωση καθώς και μια σειρά διοικητικών μέτρων που υιοθέτησαν οι αρχές οδήγησαν σε παράλυση το όλο σύστημα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διεξάγονται σε πολλές κοινότητες εκλογές,45 ενώ συζητείται η συγχώνευση όλων των κοινοτήτων σε ένα και μόνο σώμα. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν ενδείξεις μιας κάποιας κινητικότητας στο θέμα διοίκησης της μειονότητας. Το θέμα δηλαδή της κοινοτικής οργάνωσης της ρωμαίικης μειονότητας παραμένει ανοιχτό.




1. Για την επιλογή της ονομασίας «ρωμαίικη μειονότητα» και όχι «ελληνική», βλ. Σιγάλας, Ν., «Τι σημαίνει ρωμαίικη κοινότητα της Πόλης το έτος 2006», Σύγχρονα Θέματα 94 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006), σελ. 25-33.

2. Το θέμα των ρωμαίικων πληθυσμών της Ίμβρου και της Τενέδου δε θα μας απασχολήσει εδώ, αφού το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνεται με τη συνθήκη της Λωζάννης σχετικά με αυτά τα νησιά είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της Κωνσταντινούπολης. Με το άρθρο 14 της συνθήκης ουσιαστικά καθοριζόταν ένα σύστημα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης των δύο νησιών. Για το θέμα βλ. Alexandris, A., “Imbros and Tenedos: A Study of Turkish Attitudes Toward Two Ethnic Grek Island Communities Since 1923”, Journal of Hellenic Diaspora VII: 1 (1980), σελ. 5-31.

3. Η συνθήκη της Λωζάννης στο άρθρο 40 ορίζει ότι οι μη μουσουλμανικές μειονότητες έχουν ίσο δικαίωμα «να συνιστώσι, διευθύνωσι και εποπτεύωσι ιδίαις δαπάναις παντός είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή Κοινωφελή Ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια [...]». Το Νομοθετικό Διάταγμα της 25ης Αυγούστου 1923 «Περί Κυρώσεως της εν Λωζάννη συνομολογηθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης» (ΦΕΚ της 25.8.1923) παρατίθεται στο Τσιτσελίκης, Κ. – Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.), Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα, Μια συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών (Αθήνα 1997), σελ. 448-449.

4. Βλ. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 105-193, και Akgönül, S., Türkiye Rumları Ulus-Devlet Çağından Küreselleşme Çağına Bir Azınlığın Yok Oluş Süreci (İstanbul 2007), σελ. 61-93.

5. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 135-139.

6. Alexandris, A., The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish Relations 1918-1974 (Athens 1983), σελ. 169-170.

7. Για παράδειγμα, στην Κοινότητα του Πέρα διενεργήθηκαν εκλογές το 1928. Στις κοινοτικές εκλογές της εφορείας του Πέρα είχαν εμπλοκή και οι τουρκικές αρχές. Μάλιστα ο παπα-Ευθύμ πέτυχε να εκλεγούν και δύο οπαδοί του.

8. Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 79-85. Βλ. επίσης Balta, R., Mülhak Vakıflar El Kitabı (Ankara 1986), σελ. 21-38· Güneri, H., “Azınlık Vakıflarının İncelenmesi”, Vakıflar Dergisi Χ (1973), σελ. 99-101.

9. Macar, E., “Başbakanlık Cumhuriyet Arşivi Belgelerine Göre Tek Parti Döneminde Cemaat Vakıflarının Sorunları”, TESEV Cemaatler ve Hukuki Sorunları Toplantısı (15/5/2005).

10. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη – Νοσοκομείο Βαλουκλή (Αθήνα 1999), σελ. 353. Βλ. επίσης Αποστολίδης, Ν.Γ., Αναμνήσεις από την Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1996), σελ. 188-192: «Η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθούσε να μη δίνει άδειες για νέες εκλογές. Ψήφισε και ένα νέο νόμο: Να διοικούνται οι κοινότητες και τα ιδρύματα με το θεσμό του μοναδικού επιτρόπου. Όσοι θέλουν να υποβάλουν επί τούτω υποψηφιότητα για να διαγωνιστούν γραπτώς με θέμα τον βακουφικό νόμο. Σε κάθε κοινότητα θα διορίζονταν οι επιτυχόντες. Όλοι οι επιτήδειοι δραστηριοποιήθηκαν αμέσως κυρίως για τις εύπορες κοινότητες. Έγιναν τελικά οι εξετάσεις και πέτυχαν αυτοί που ήθελε το Λαϊκό Κόμμα» (σελ. 188).

11. Reyna, Y. – Şen, Y., Cemaat Vakıfları ve Sorunları (İstanbul 1994), σελ. 23-25. Βλ. επίσης Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 81-84· Oğuz, A., “Cemaatlere Mahsus Vakıflar”, Mülkiyeliler Birliği Dergisi  17 (1969), σελ. 24-27. Balta, R., Mülhak Vakıflar El Kitabı (Ankara 1986), σελ. 40-41· Güneri, H., “Azınlık Vakıflarının İncelenmesi”, Vakıflar Dergisi Χ (1973), σελ. 101-102.

12. Macar, E., Cumhuriyet Döneminde İstanbul Rum Patrikhanesi (İstanbul 2003), σελ. 176-181.

13. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Κοινότητας Κουρτουλούς 1953), Σειρά Η1-Αριθμός Μικροφίλμ 160, Κοινότητα Κανδύλλι (Κανονισμός Κοινότητας Κανδύλλι 1930), Σειρά Β2-Αριθμός Μικροφίλμ 39, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118, Κοινότητα Κουρουτσεσμέ (Κανονισμός Κουρουτσεσμέ 1953), Σειρά Χ2-Αριθμός Μικροφίλμ 7, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Αναπροσαρμογή Σχετικών Περί Εκλογών διατάξεων του εν ισχύ κανονισμού Κοινότητος Σταυροδρομίου 1950), Σειρά Λ1-Αριθμός Μικροφίλμ 368. Σε γενικές γραμμμές οι κανονισμοί των κοινοτήτων τη δημοκρατική περίοδο δε διαφέρουν ουσιαστικά από τους αντίστοιχους της Ύστερης Οθωμανικής περιόδου, οι οποίοι προφανώς λειτούργησαν ως πρότυπο. Η μελέτη των κοινοτικών αρχείων των ρωμαιοορθόδοξων ενοριών της Κωνσταντινούπολης διενεργήθηκε στο πλαίσιο έρευνας που εκπονήθηκε από κοινού με την Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, υποψήφια διδάκτορα Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου· τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στο συνέδριο «Συνάντηση στην Πόλη: το Παρόν και το Μέλλον», που διεξήχθη στις 1 και 2 Ιουλίου 2006 στην Κωνσταντινούπολη, και αναμένεται να εκδοθούν υπό μορφή άρθρου στα πρακτικά του συνεδρίου.

14. 10 στην Πρίγκιπο, 15 στο Κουρτουλούς, 7 ή το λιγότερο 5 στο Κουρουτσεσμέ.

15. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

16. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Εσωτερικός κανονισμός για καθήκοντα και ποινές κοινοτικών υπαλλήλων, 1962), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 72.

17. Για παράδειγμα, στις εκλογές του Σταυροδρομίου το 1950 ο πατριάρχης όρισε πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής τον αρχιερατικό προϊστάμενο της κοινότητας, βλ. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Α΄ Συνεδρία Εφορευτικής Επιτροπής της 23ης Φεβρουαρίου 1950), Σειρά Λ1-Αριθμός Μικροφίλμ 369, ενώ στην περίοδο πατριαρχίας του Αθηναγόρα το Πατριαρχείο έστειλε στην κοινότητα Σταυροδρομίου ένα πρόγραμμα εργασίας σχετικά με τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων στις διάφορες επιτροπές. Στην απάντηση που έστειλε η διοικούσα επιτροπή της Κοινότητας Σταυροδρομίου προς το Πατριαρχείο εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για την υποβάθμιση της εφορίας των σχολών στη διοίκηση της Κοινότητας σύμφωνα με το πρόγραμμα. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή Διοικούσας Επιτροπής Κοινότητας Σταυροδρομίου, 21/1/1963), Σειρά Α2-Αριθμός Μικροφίλμ 348.

18. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

19. Κανονισμός του Κουρουτσεσμέ 1953.

20. Κανονισμός Κουρτουλούς 1953.

21. Κανονισμός Πριγκήπου 1951. Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα του εκλέγειν, στον κανονισμό της Πριγκήπου του 1951 ορίζεται ότι δικαίωμα ψήφου έχουν και όσοι διαθέτουν ιδιοκτησία και παραθερίζουν στο νησί επί δύο συναπτά έτη. Η ιδιοκτησία σε μια κοινότητα ακόμα και αν κάποιος δεν κατοικεί εκεί εξασφαλίζει το δικαίωμα του εκλέγειν και στο Κουρουτσεσμέ. Προφανώς το ίδιο ισχύει και στις άλλες κοινότητες.

22. Από 31 ετών στο Κουρτουλούς, από 29 ετών στην Πρίγκηπο, από 26 στο Κουρουτσεσμέ. Οι παραπάνω όροι ισχύουν και όσον αφορά το δικαίωμα ψήφου, με μια διαφορά προς τα κάτω στο ηλικιακό όριο.

23. Αυτοί που παραδοσιακά, από την Οθωμανική περίοδο, δεν είχαν και εξακολουθούν να μην έχουν δικαίωμα ψήφου είναι «οι υποκείμενοι σε δικαστική απαγόρευση, οι υπό κηδεμονία, οι πτωχεύσαντες και μήπω αποκατεστηθέντες δικαστικώς, οι αποδειχθέντες ως καταχρασταί ή σφετεριστές της κοινοτικής περιουσίας, οι δοσίλογοι κοινοτικής διαχειρίσεως επίτροποι, οι καταδικασθέντες επί κακουργήματι ή επί ατιμωτικά πλημμελήματα». Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Κανονισμός Πριγκήπου 1951), Σειρά P-Αριθμός Μικροφίλμ 116-118.

24. Ενώ στην Τουρκία το δικαίωμα ψήφου των γυναικών έχει κατοχυρωθεί από το 1934, στη μειονότητα η κατάσταση άλλαξε μόλις τη δεκαετία του 1950 και όχι ταυτόχρονα και ομαλά σε όλες τις κοινότητες.

25. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 11/11/1951), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 110.

26. Το ποσοστό είναι ενδεικτικό της απήχησης και της αποδοχής του ζητήματος σε μια κοινότητα της μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 6/12/1953), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 117.

27. Φαίνεται ότι η επικράτηση της αντίληψης της διχοτομίας δημόσιου και ιδιωτικού που βασίζεται στην έμφυλη διαφορά είναι διαχρονική. Έτσι ο χαρακτήρας της συμμετοχής στα κοινά στο πλαίσιο της κοινότητας ήταν και παρέμεινε ανδρικός. Για το θέμα βλ. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004).

28. Για παράδειγμα, σε γενική συνέλευση της Κοινότητας Πριγκήπου το 1953, ένα μέλος της ξέσπασε και καταφέρθηκε εναντίον της απερχόμενης εφοροεπιτροπής, την οποία κατηγόρησε για απραξία, φιλοδοξία, τσορμπατζιλίκι και διχασμό της κοινότητας. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Πριγκήπου (Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης 6/12/1953), Σειρά Ρ-Αριθμός Μικροφίλμ 117. Στην Κοινότητα του Κουρουτσεσμέ το 1954 ο πρόεδρος της εφοροεπιτροπής Ζηνόβιος Κυριακίδης υπέβαλε την παραίτησή του επικαλούμενος «[την] αδιαλλαξία και το ασύμφωνον μερικών εκ των μελών». Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρουτσεσμέ (Επιστολή Προέδρου Εφοροεπιτροπής 1954), Σειρά Χ2-Αριθμός Μικροφίλμ 7.

29. Τα μείζονα ιδρύματα είναι τα εξής: Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή, Ορφανοτροφείο Πριγκήπου, Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ιωακείμειο και Ζάππειο Παρθεναγωγεία.

30. Συγκεκριμένα, στα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Βαλουκλή ορίζεται και η ιδιότητα που πρέπει να έχουν τα μέλη της εφορείας (3 γιατροί, 3 νομικοί, 1 χημικός, 2 αρχιτέκτονες ή μηχανικοί, 1 έμπορος ή κτηματίας ή τραπεζίτης). Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Εκλογών των Μειζόνων Ιδρυμάτων), Σειρά Η-Αριθμός Μικροφίλμ 160.

31. Οι εκλογές των μειζόνων ιδρυμάτων πραγματοποιήθηκαν στις 30 Δεκεμβρίου 1951, περίπου δύο χρόνια μετά τις πρωτοβάθμιες. Μέχρι το 1969 διεξάγονταν κανονικές εκλογές. Μετά τις εκλογές στις 19 Ιανουαρίου 1969 και μέχρι το 1991, οι τουρκικές αρχές δε χορηγούσαν άδεια για εκλογές.

32. Reyna, Y.  – Moreno Zonana, E., Cemaat Vakıfları (İstanbul 2003), σελ. 157-159. Βλ. επίσης Reyna, Y. – Şen, Y., Cemaat Vakıfları ve Sorunları (İstanbul 1994), σελ. 49-50.

33. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 31-51.

34. Για παράδειγμα, υπήρξε απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών το 1964 να μην αναγνωρίσει την τετραετή θητεία των επιτροπών του Κουρτουλούς, που οριζόταν από τον εσωτερικό κανονισμό της κοινότητας. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Πρακτικά Εφοροεπιτροπής Κουρτουλούς 1964), Σειρά Δ-Αριθμός Μικροφίλμ 66. Σε άλλες περιπτώσεις, η αστυνομία απαγόρευε τη γενική συνέλευση κοινότητας, η οποία συγκαλούνταν προτού γίνουν εκλογές. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Κουρτουλούς (Κανονισμός Εκλογών των Μειζόνων Ιδρυμάτων), Σειρά Η-Αριθμός Μικροφίλμ 160.

35. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης προς το Καϊμακαμλίκ του Μπέγιογλου 28/10/1960). Βλ. επίσης Επιστολή της Νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης προς το Καϊμακαμλίκ του Καντίκιοϊ 28/10/1960.

36. Καταγραφή Ανθεμίου, Κοινότητα Σταυροδρομίου (Επιστολή Διοικούσας Επιτροπής Κοινότητας Σταυροδρομίου, 21/1/1963), Σειρά Α2-Αριθμός Μικροφίλμ 348.

37. Το 1956 οι τουρκικές αρχές τερμάτισαν τη λειτουργία της μοναδικής οργάνωσης των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης, της Ελληνικής Ένωσης. Βλ. Δεκαβάλας, Σ., «Το κλείσιμο της Ελληνικής Ένωσης Κωνσταντινουπόλεως και οι πρώτες επιλεκτικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων», Μνήμες Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Τένεδος 1923-1995. Πρακτικά Διημερίδας Καλαμαριά 11-12 Νοεμβρίου 1995 (Θεσσαλονίκη 1997), σελ. 103-111.

38. Εν τω μεταξύ οι επιτροπές υφίστανται μαρασμό λόγω θανάτων και φυγής των μελών τους και έτσι η κοινότητα δεν μπορεί πλέον να διαχειριστεί τις υποθέσεις της.

39. Αμπατζής, Ά., Μαρμαρωμένη Ρωμιοσύνη. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 2005), σελ. 59-62.

40. Για τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης βλ. Demir, H. – Akar, R., İstanbul’un Son Sürgünleri 1964’te Rumların Sınırdışı Edilmesi (İstanbul 1994).

41. Cemaat Vakıfları Bugünkü Sorunları ve Çözüm Önerileri (İstanbul 2002), σελ. 20-21.

42. Οι εκλογές αυτές έγιναν με βάση ένα νέο σύστημα. Δημιουργήθηκαν δύο εκλογικά σώματα· το μεν της ευρωπαϊκής πλευράς διεξήγαγε τις εκλογές για τα βακούφια της ευρωπαϊκής πλευράς και των νησιών στις 31 Μαρτίου 1991, το δε ανατολικό για τα βακούφια της ασιατικής πλευράς στις 30 Μαρτίου 1991. Σε αυτές τις εκλογές ενσωματώθηκαν και οι εκλογές για τα μείζονα ιδρύματα της κοινότητας, εγκαταλείποντας το σχήμα της δευτεροβάθμιας εκλογής. Σύμφωνα με αναφορά του Helsinki Human Rights Watch, από τους 35 υποψηφίους για τις επιτροπές των ιδρυμάτων οι 32 έλαβαν γράμμα από τις τουρκικές αρχές, στο οποίο ουσιαστικά τους απαγορευόταν η συμμετοχή. Βλ. Human Rights Watch, Denying Human Rights and Ethnic Identity: The Greeks of Turkey, Α Helsinki Watch Report (USA 1992), σελ. 22-23.

43. Aν και το συγκεκριμένο καταστατικό προτείνει μέτρα για τις περιπτώσεις που λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης δεν υπάρχει εκλογικό σώμα, αφήνει την πρωτοβουλία για επέκταση της εκλογικής περιφέρειας στο υπουργείο Εσωτερικών, δηλαδή στη βούληση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Για το θέμα αυτό βλ. “Filadelfia Metropoliti Sayın Meliton’un TESEV Toplantısındaki Konuşması” (26-5-2006).

44. Ο μικρότερος δυνατός αριθμός μελών του συμβουλίου ορίζεται σε 3, ενώ σε περίπτωση που μείνουν λιγότερα μέλη πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές. “Cemaat Vakıfları Yönetim Kurulu Seçimlerinin Seçim Esas ve Usullerine İlişkin Yönetmelik”, Resmi Gazete (16-9-2004), αρ. 25585.

45. Στις αρχές του 21ου αιώνα οι Ρωμιοί χωρίζονται σε 42 κοινότητες. Βλ. Αναστασιάδου, Μ. – Ντυμόν, Π., Οι Ρωμηοί της Πόλης. Τραύματα και Προσδοκίες (Αθήνα 2007), σελ. 177-178.